Η εσκεμμένα μακρινή Ιθάκη του Ty Segall
Κάθε (ψευδο)αρχαιοπρεπής ρήση τύπου "ουκ εν τω πολλώ το ευ" δεν είναι σώνει και καλά φορέας αιώνιας αλήθειας. Ο Ty Segall το αποδεικνύει και στην πράξη... Του Στυλιανού Τζιρίτα
Σαφώς και όλα αυτά τα χρόνια ο Segall έχει δεχθεί πολλές και διαφορετικές κριτικές αναφορικά με το ύψος και βάθος του καλλιτεχνικού του έργου, αλλά το σίγουρο είναι ότι όλες συγκλίνουν προς το επίπεδο που θέλει τον Αμερικανό μουσικό να βαυκαλίζεται αφενός και να συνδαυλίζει αφετέρου μία φωτιά που αφορά ένα rock ‘n’ roll πεθαμένο όσο και boomer-ικό, είτε στις αναφορές του είτε στις θεματικές που αφορούν τις ηχητικές του πλοκές.
Μια ενδιαφέρουσα θεωρία ξεπηδά μέσα από αυτό. Σαφώς και κανείς δε θέλει να βγαίνουν δίσκοι όπου θα αναπαράγονται π.χ. οι Doobie Brothers και οι Allman Brothers εις το διηνεκές (και ας μην είναι οι παραπάνω στις αναφορές του Καλιφορνέζου), διότι πολύ απλά αυτό έχει να κάνει με την εξέλιξη της μουσικής όπως την έχουμε προσλάβει ως φορτίο πολιτισμικής δύναμης που οφείλει να προχωρά σε μία χωρίς περιορισμούς και συμβιβασμούς κατεύθυνση, που θα ενημερώνει ουσιαστικά τους ακροατές για την πορεία της δημιουργίας ως αποτέλεσμα εξέλιξης των νευρώνων του καλλιτέχνη.
Καμία αμφιβολία, αλλά αυτό έχει να κάνει με την επικαιρικότητα και όχι με την χρησιμότητα της μουσικής. Στη λέξη ‘χρησιμότητα’, όσο παρεξηγήσιμος και αν είναι όρος, καλό θα ήταν να ισορροπήσουμε την απόλαυση του ακροατή και όχι αυτή που στοχεύει στην ανόρθωση των τραπεζικών λογαριασμών ιθυνόντων δισκογραφικών. Εν ολίγοις, δεν είναι το ίδιο αν κάνει μουσική που δεν εξελίσσεται (πάντα με τα υποκειμενικά κριτήρια του εκάστου ακροατή) ο Kenny G και ο Ty Segall και αυτό δεν είναι θέμα υποκειμενισμού. Ο Kenny G παράγει εξαρχής με προδιαγραφές που αφορούν μεγάλα ακροατήρια που χρησιμοποιούν τη μουσική ως υπόκρουση και ο Segall για αυτούς που τους αφορά η ακρόαση δίσκων. Είναι δύο διαφορετικά ακροατήρια στη σύσταση τους και το τελευταίο έχει να κάνει όχι με τοπογραφία ή οικονομική δυνατότητα, αλλά με την επιλογή του ακροατή να ανήκει σε κάποια ομάδα προσλήψεων που ενημερώνεται και δεν την ενημερώνουν.
Δεν είναι κάποιος επαναστάτης ο Segall αλλά σαφώς γνωρίζει ότι οι συνθέσεις του δεν θα αποτελέσουν μέρος διαφημιστικής καμπάνιας της Ford και ακόμα πιο δύσκολα θα πάρει κάποιος πολιτικός το όποιο ανθεμικό τραγούδι του για να επενδύσει την προσπάθεια αναρρίχησης του στον Λευκό Οίκο.
Είναι από την άλλη επαναστάτης μουσικά ο Segall; Είναι ανατροφοδότης του εαυτού του και ποζεράς; Επαναστάτης δεν είναι σίγουρα, αλλά έχει ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο. Μετατόπισε την ενορχήστρωση των τραγουδιών στην κονσόλα. Ο Segall δεν κάνει ενορχήστρωση με τον παραδοσιακό τρόπο, αφήνει τη διαδικασία αυτή να έρθει όταν το μιξάρισμα αναλάβει τα ηνία. Ο David Bowie και ο Lou Reed, για παράδειγμα, ακολουθούσαν την τεχνική της (νοητής) μίξης κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, μία μέθοδο η οποία χρειάζεται σιδερένια πειθαρχία στο όραμα που υπηρετείς. Μάλιστα αμφότεροι οι προαναφερθέντες, ακόμα και στις πλέον διονυσιακές ημέρες τους, είχαν ατσαλένιο όραμα για το πως θα πάει ο κάθε δίσκος την ώρα που ηχογραφείτο. Ο Segall είναι φανερό ότι αποθεώνει την ατμόσφαιρα της ηχογράφησης ως βασικό στοιχείο της σύνθεσης αλλά κυρίως παράγει τις λεγόμενες «τούρτες» (δηλαδή παράχωση πολλών καναλιών των οποίων ξεχωρίζει την ποιότητα και την χρησιμότητα τους κατά τη διαδικασία της μίξης) και αυτό διότι λειτουργεί όπως ακριβώς ο σαξοφωνίστας του Kerouac στην περίφημη σκηνή όπου ο Αμερικανός συγγραφέας περιγράφει στο ‘On the Road’ την παρακολούθηση μίας jazz συναυλίας. Ψάχνει τη στιγμή. Τον ενδιαφέρει μεν ο ήχος στην πηγή του, για την ακρίβεια τον λατρεύει, αλλά μετά, κατά πως φαίνεται, χάνεται στο ίδιο το τζογάρισμα των σκέψεων του. Όποια επικρατήσει, ανάλογα με το θυμικό του, θα χρωματίσει στην τελική φάση την ηχογράφηση. Ο αισθησιασμός της rock ‘n’ roll παροξυσμικότητας και μυθολογίας είναι ο Όλυμπος του. Γι’ αυτό και ακούμε αυτό το περίεργο συμπίλημα Led Zeppelin, αγγλικού art rock, Quicksilver Messenger Service και φυσικά κάθε δίσκου των Reed και Bowie της περιόδου ‘71-‘76.
Η αξία της μαμουθικής σε όγκο (4LP) συλλογής ‘Pig Man Lives Volume 1’ (Drag City/2019) όπου ανθολογούνται demos, κατεστραμμένα αρχεία, σταρχιδιστικά solos και υπερταχείες επιτυχημένου αυνανισμού. Μικρά στο μάτι, μεγάλα στο κρεβάτι, παρουσιάζουν μία περσόνα η οποία γουστάρει να ακούει μουσική, παρουσιάζουν μία περσόνα που γουστάρει να παίζει μουσική, παρουσιάζουν μία περσόνα που γουστάρει να ζει. Έναν καλλιτέχνη δηλαδή στην αυθεντική του διάσταση.
Ο κόσμος όπως αποδείχθηκε εξάλλου δεν χρειάστηκε μόνο τον Verdi αλλά και τον Andrew Lloyd Webber.
Και προσωπικά, αυτό το αποτυπωμένο σε τέσσερις πλευρές καλιφορνέζικο φάντασμα της rock ‘n’ roll όπερας το ευχαριστήθηκα όσο ελάχιστους rock δίσκους των τελευταίων ετών. Δεν ξέρω ποια θα είναι η Ιθάκη του Ty αλλά μάλλον είναι ελαφρώς καβαφιστής. Τον ενδιαφέρει περισσότερο το ίδιο το ταξίδι, με τις φθορές και τις ασάφειες που κάτι τέτοιο περικλείει.