Η Gnawa μουσική του Μαρόκου: Οι Nass El Ghiwane και οι επίγονοί τους
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος συνεχίζει την περιήγηση του σε μουσικούς (και όχι μόνο) κόσμους, τόσο κοντινούς αλλά και τόσο μακρινούς.
Τούτη εδώ η συλλογή, τελευταία για το Maghreb, αφορά την Gnawa μουσική του Μαρόκου, όσο και την ιστορία ενός συγκροτήματος που έμελλε να γίνει μυθικό στον ευρύτερο αραβικό κόσμο, και να χαρακτηρίσει με τον δικό του τρόπο, στον δικό του τόπο, την παγκόσμια αναγέννηση που επέφερε η ροκ μουσική από τη δεκαετία του ‘60. Οι Nass El Ghiwane ήταν κατ΄ ακρίβεια και η δική μας αφορμή να εντρυφήσουμε σ΄ αυτόν τον μαγικό κόσμο στις άλλες όχθες της Μεσογείου, στην καθ΄ ημάς Ανατολή. Σε ένα φανταστικό ταξίδι που ξεκινήσαμε από αυτές εδώ τις στήλες. Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη, αλλά πλησιάζουμε σιγά – σιγά σε μια παύση, τουλάχιστον προσωρινή. Το νήμα θα το πιάσουμε από τούτη εδώ τη συλλογή και από την επόμενη (με τα blues της ερήμου Σαχάρας) για να ξαναγυρίσουμε από τις πόλεις των καραβανιών και τις οάσεις της ερήμου, πίσω στην καρδιά της Μέσης Ανατολής και σε μια ευρύτερη περιοχή από την Ιερουσαλήμ έως τον Καύκασο και από τα βάθη της Μικράς Ασίας έως τη Μεσοποταμία, ίσως και λίγο πιο πέρα, όπου τα σύνορα δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία.
Οι Nass El Ghiwane, όπως και όλα τα συγκροτήματα της ίδιας περιόδου με τις ίδιες αναφορές με αυτούς, δεν έπαιξαν μόνο Gnawa, αλλά έμελλε με το χρόνο η μουσική αυτή να τους χαρακτηρίσει. Εξάλλου αυτό που έπαιζαν και συνεχίζουν να παίζουν μέχρι σήμερα είναι ότι είναι κι η ροκ μουσική. Μια διαφορετική ανάγνωση της λαϊκής – παραδοσιακής μουσικής, που δεν γνωρίζει σύνορα και ταμπέλες. Folk ή world θα το ονομάζαμε κατά τους συνήθεις όρους της αγγλοσαξωνικής μουσικής, αλλά θα κάναμε λάθος. Είναι gnawa, είναι μουσική των Βέρβερων (Amazigh), ενίοτε έχει επιδράσεις από την μελωδική andalus, το malhun ή τη λαϊκή chaabi που κυριαρχούν στη Βόρεια Αφρική, αλλά κυρίως είναι κάτι το νέο που βγήκε τη δεκαετία του ‘70 και κυριάρχησε έκτοτε, δημιουργώντας το μύθο μιας ατόφιας πρωτοποριακής λαϊκής μουσικής.
Δεν είναι δυτικότροπη, βουτάει βαθιά μες την παράδοση και την κρατάει ζωντανή. Οι Nass El Ghiwane, όπως και όλοι οι μουσικοί της Gnawa συνεχίζουν να παίζουν σήμερα σε στάδια, πλατείες, στην τηλεόραση, αλλά ταυτόχρονα και στις παραδοσιακές θρησκευτικές μουσικές τελετές, που γίνονται ακόμη μέσα σε σπίτια και αυλές ή στους χώρους (zawiya ή zaouia) του κινήματος των Sufi, ενώ παράλληλα έρχονται σε επαφή με κορυφαίους δυτικούς καλλιτέχνες που έβρισκαν πάντα στο Μαρόκο κάτι το εξωτικό. Ήταν η θάλασσα κυρίως που άνοιγε στον Ατλαντικό, αλλά και τα περάσματα των καραβανιών που έρχονταν από τη Δυτική Αφρική και κουβαλούσαν μαζί τους ένα άλλο αρχέγονο πολιτισμό.
Από τη δεκαετία του ‘50 οι beat καλλιτέχνες και ποιητές μαζεύονταν στην Ταγγέρη, αυτό το λιμάνι στα βόρεια που εποπτεύει το άνοιγμα της Μεσογείου στον Ατλαντικό. Πίσω από αυτό, τα βουνά Rif που είδαμε στο αφιέρωμα στη μουσική των Βέρβερων με τον Brian Jones των Rolling Stones να βρίσκει την αληθινή κατ΄ αυτόν μουσική. Πριν δε τον Brian Jones ο Αμερικανός συνθέτης και συγγραφέας Paul Bowles από το 1959 έως το 1961 είχε καταγράψει την παραδοσιακή μουσική του Μαρόκου σε ηχογραφήσεις πεδίου οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας αρχικά το 1972 σε διπλό δίσκο και το 2016 σε 4πλό cd. Τη δεκαετία του ‘60 επίσης και ύστερα, ροκ και τζαζ καλλιτέχνες μαζεύονται στο Μαρακές και την Εσσαουίρα, πόλεις που καταλήγουν τα καραβάνια της ερήμου, και όπου ενίοτε ξεκινούσε η αναζήτηση των hippies της εποχής. Ο Jimi Hendrix ακριβώς πριν το Γούντστοκ παίζει μάλιστα κατά το μύθο με τον Abdelrahman Kirrouche (Paco), πριν να γίνει το 1 από τα 5 μέλη των Nass El Ghiwane της χρυσής περιόδου. Οι Led Zeppelin πέρασαν ακόμη από εκεί για να εμπνευστούν το ‘Kashmir’ και για να επιστρέψει ο Robert Plant και ο Jimmie Page το 1994 στο Μαρακές για να ηχογραφήσουν με ντόπιους μουσικούς τη δική τους πρωτότυπη ανάγνωση της Gnawa. Ο Randy Weston, που εγκαταστάθηκε μάλιστα στην Ταγγέρη, και αργότερα ο Pharoah Sanders, αλλά και άλλοι λιγότερο γνωστοί καλλιτέχνες ήρθαν στο Μαρόκο να αναζητήσουν την παράδοση, αλλά και τους δρόμους των σκλάβων που έφεραν τα blues και τα gospel από τη Δυτική Αφρική στην Αμερική.
Η Gnawa μουσική είναι ακριβώς η μουσική των σκλάβων,που έφταναν με τα καραβάνια στα σκλαβοπάζαρα στο Μαρακές για να φορτωθούν στη συνέχεια στα καράβια από την Εσσαουίρα για να φθάσουν στην Αμερική. Για το όνομα gnawa ερίζουν οι γνώμες, όμως όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι αναφέρεται σε ανθρώπους από τη Δυτική Αφρική, είτε από την παλιά Hausa Land (Βόρεια Νιγηρία σήμερα), είτε από τη Γουϊνέα ως ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, είτε απλά είναι παράφραση λέξεων των Βέρβερων που αναφέρονται στους μαύρους ανθρώπους. Και είναι πράγματι κατά κύριο λόγο μαύροι από την Δυτική Αφρική όσοι παίζουν τη Gnawa, κατέχοντας μια διακριτή θέση στην κοινωνία του Μαρόκου.
Το συγκεκριμένο μουσικό είδος έχει επίσης μια ξεχωριστή σύνδεση με τη θρησκεία. Χρησιμοποιείται για προσευχή και θεραπεία, ενώ όχι μόνο οι μουσικοί, αλλά και οι χορευτές όσο και οι λοιποί συμμετέχοντες παίρνουν μέρος σε τελετουργίες, που συνήθως είναι ολονύκτιες θρησκευτικές τελετές (lila), αλλά ενίοτε και ολοήμερες ή και πολυήμερες (επταήμερες από τα 7 χρώματα που αναπαριστούν το κάθε πνεύμα - djinn).
Παλαιότερα η τελετή ξεκινούσε με σφάξιμο ζώου, θυσία στους προγόνους, που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι με το θείο, ενώ στις ολονύκτιες τελετές σκοπός είναι να απαλλαγεί ένα μέλος της κοινότητας από το τζίνι που το έχει κυριεύσει. Ο βασικός μουσικός – ποιητής (maalem) καλεί τα 7 πνεύματα, εν μέσω χρωμάτων με βάση τα ρούχα που φορούν οι παρευρισκόμενοι ή ακόμη και μυρωδιών από λιβάνια και λοιπά μυρωδικά που καίνε, ενώ οι μουσικοί με επαναλαμβανόμενες ρυθμικές μελωδίες σε υψηλούς οξείς τόνους επιδιώκουν να φέρουν την ιέρεια – χορεύτρια, ή τον άνθρωπο που επιδιώκουν να θεραπεύσουν από το τζίνι που τον έχει κυριεύσει, σε κατάσταση έκστασης (trance) μέσω του συνεχούς χορού.
Συμβαίνουν αυτά σήμερα; Το Μαρόκο διατηρεί ψηλά την παράδοσή του, ενώ ήδη η Gnawa έχει μπει στη λίστα της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 δε, κάθε χρόνο τον Ιούνιο γίνεται το φεστιβάλ της Εσσαουίρα, το οποίο προσελκύει πληθώρα κόσμου, αλλά και μουσικούς από όλο τον κόσμο. Οι τελετές lila διατηρούνται και ο αρχιμουσικός maalem συνεχίζει την παράδοση, συχνά από πατέρα σε γιο, όπως κι ο Paco που όταν αποσύρθηκε τη δεκαετία του ‘90 από τους Nass El Ghiwane επέστρεψε στην Εσσαουίρα για να ξαναγίνει maalem έως το θάνατό του.
Οι συγκεκριμένες μουσικοθρησκευτικές τελετές, μείγμα προ–ισλαμικών ανιμιστικών παραδόσεων, έχουν ενσωματωθεί στην ισλαμική θρησκευτική παράδοση και συνδέονται με τις κοινότητες των Σούφι που έφθασαν έως το Μαρόκο. Και είναι ακριβώς από αυτή τη σύνδεση που θα πιάσουμε το νήμα, μετά τη στάση μας στη μουσική της ερήμου, για να γυρίσουμε πίσω στις περιοχές που άνθησε αυτό το κίνημα του ισλαμικού ασκητισμού, που συνεχίζει μέχρι και σήμερα να επηρεάζει με τον μυστικιστικό του χαρακτήρα, αναζητώντας το θείο μακριά από νόρμες και κανόνες που χαρακτηρίζουν το ορθόδοξο Ισλάμ και κάθε ορθοδοξία.
Τα βασικά όργανα της gnawa είναι το guembri ή guimbri (ή sintir), ένα ιδιόμορφο έγχορδο όργανο με μπάσα χροιά, το οποίο λειτουργεί ταυτόχρονα και ως κρουστό, με την παλάμη ή τα δάκτυλα που κτυπούν στην επιφάνειά του. Ταυτόχρονα οι ιδιότυπες καστανιέτες (krakeb) δημιουργούν οξείς κρουστικές αποχρώσεις, ενώ το ρυθμό τον κρατάει το βασικό τύμπανο (tbel), καθώς και λοιπά τύμπανα σε διάφορες παραλλαγές (tbilat μια παραλλαγή των αφρικανικών bongos, bedir ή παραλλαγές darbouka). Οι δε τυμπανιστές ασκούν τόσο βασικό ρόλο, ώστε συχνά είναι και οι κύριοι τραγουδιστές – συνθέτες – στιχουργοί – ποιητές.
Οι Nass el Ghiwane, όσο και οι Jil Jilala και οι Lemchaheb αποτελούν την ιερή τριάδα συγκροτημάτων που ανανέωσαν τη μουσική του Μαρόκου. Είναι ποπ, είναι ροκ, όσο είναι και παραδοσιακή μουσική.
Οι πρώτοι ξεκίνησαν από την Καζαμπλάνκα και το εργατικό προάστιο Hay Mohammadi με τις εργατικές του πολυκατοικίες, όπως είναι όλες όμοιες στον κόσμο, όπου βρέθηκε ο πρώτος πυρήνας από ανθρώπους από όλες τις φυλές του Μαρόκου. Έναν Sahrawi (από τη Νότια Σαχάρα), τον Boujemaâ H'gour (Boujmii), δύο Βέρβερους, τον Omar Sayed και τον Allal Yaâla κι έναν Αραβα, τον Laarbi Batma για να ασχοληθούν αρχικά τη δεκαετία του ‘60 με το avant-guarde λαϊκό θέατρο. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 σχηματίζονται με την προσθήκη και του Moulay Abdelaziz Tahiri από το Μαρακές, ως μουσικό συγκρότημα, αρχικά με το όνομα New Dervich, με εμφανείς τις επιρροές της σουφιστικής παράδοσης. Το συγκρότημα σχηματοποιείται παράλληλα με τους Jil Jilala από το Μαρακές και τα δύο γκρουπ παίρνουν την βασική τους δομή με την οποία έγιναν γνωστά, το 1973, λίγο πριν την κυκλοφορία των πρώτων τους χρυσών δίσκων, μετά και τον ξαφνικό θάνατο του Boujmii, θεωρούμενου ως ηγετικού μέλους των Nass El Ghiwane έως τότε, αλλά και με την εναλλαγή των μελών που έπαιζαν το βασικό τους όργανο, το guimbri. Κατ΄ ουσίαν γίνεται εναλλαγή μεταξύ του Moulay Abdelaziz Tahiri που πηγαίνει στους Jil Jilala για να γίνει βασικό μετέπειτα μέλος τους, ενώ έρχεται ο Abdelrahman Kirrouche (Paco), maalem από την Εσσαουίρα, που είχε προηγούμενα έρθει σε επαφή με τους hippies της εποχής σε αναζήτηση νέων οριζόντων, έχοντας μάλιστα παντρευτεί μια Αγγλίδα που γνώρισε σε θίασο της εποχής σε περιοδεία στο Μαρόκο. Ο Paco με το ιδιόχειρα μετασκευασμένο guimbri του θα φέρει τους Nass El Ghiwane πιο κοντά στις ρίζες της gnawa. Παρ΄όλα αυτά οι ηγετικές μορφές των Nass El Ghiwane και βασικοί συνθέτες και στιχουργοί της θεωρούνται οι τυμπανιστές Boujmii, Laarbi Batma, και στην ύστερη μορφή τους έως σήμερα ο Omar Sayed. Το γκρουπ συμπλήρωνε το μπάντζο του Allal, όργανο που από τη Δυτική Αφρική μεταφέρθηκε για να κυριαρχήσει στη λαϊκή μουσική της Αμερικής. Ο σεμνός δε Allal με τη μουσική του παιδεία, ήταν αυτός που στήριζε με το μπάντζο του όλη τη δομή του συγκροτήματος έως την απόσυρσή του λόγω γηρατειών.
Aπό την άλλη οι Jil Jilala λειτούργησαν ως ανταγωνιστές των Nass El Ghiwane με παρεμφερή δομή, όργανα και ρεπερτόριο. Έγιναν δε αμέσως γνωστοί, καθώς ο ίδιος ο βασιλιάς του Μαρόκου τους κάλεσε να παίξουν στο παλάτι του αμέσως μόλις τους άκουσε, ενώ μόλις το 1975 το τραγούδι τους Laayoune Ayniya, γίνεται κάτι σαν εθνικός ύμνος των Μαροκινών που με την πορεία τους (Green March) προς τη Δυτική Σαχάρα αξιώνουν την παράδοση της περιοχής από την Ισπανία στο Μαρόκο και τη Μαυριτανία, προξενώντας άλλους ανταγωνισμούς και προσφυγιές των αυτόχθονων Sahrawi, όπως είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμά μας. Από τη δεκαετία του ‘80 στρέφονται κι αυτοί περισσότερο στην gnawa, εισάγοντας παράλληλα και ηλεκτρικό ήχο, σε αντίθεση με τους Nass El Ghiwane, που έχουν μείνει πιστοί μέχρι σήμερα στα παραδοσιακά όργανα.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι και οι Nass El Ghiwane, όσο και οι Jil Jilala, παρότι αποτελούν φωνές διαμαρτυρίας (όπως και οι Lemchaheb), έχοντας ξεκινήσει από εργατικά προάστια και πόλεις, και έχοντας έρθει σε επαφή με ριζοσπάστες καλλιτέχνες και πολιτικούς, ενίοτε ακόμη και Παλαιστίνιους ένοπλους αγωνιστές (τρομοκράτες κατά το συνήθη όρο – είμαστε εξάλλου στη δεκαετία του ‘70), γίνονται ταυτόχρονα αποδεκτοί από το σύνολο του κόσμου, έως ακόμη και τα ανώτερα στρώματα, όπως και από τον ίδιο το Βασιλιά.
Οι Lemchaheb, επίσης από την Καζαμπλάνκα και το ίδιο εργατικό προάστιο Hay Mohammadi, με αρχηγό τον Moulay Chérif Lamrani, ο οποίος μετασκευάζει ένα μαντολίνο σε ένα όργανο που μοιάζει με αραβικό ούτι (luth) και με σιτάρ, ξεκινούν κι αυτοί λίγο μετά για να γνωρίσουν επίσης τεράστια επιτυχία έως τα τέλη του ‘70, τόσο στην πατρίδα τους, όσο και στη Γαλλία της αραβικής διασποράς, όπου επίσης γνώρισαν τεράστια επιτυχία και όλοι οι υπόλοιποι. Ρέπουν περισσότερο προς αυτό που θα αποκαλούσαμε εμείς λαϊκό τραγούδι (chaabi στα δικά τους μέτρα), παρότι και αυτοί εισάγουν τον ηλεκτρικό ήχο στη μουσική τους. Τη δεκαετία του ‘80 μάλιστα είναι αυτοί που θα παίξουν πρώτοι με τους Γερμανούς αναζητητές της παράδοσης Dissidenten, κάνοντάς τους γνωστούς και σε ευρύτερο κοινό, με το δίσκο τους ‘Sahara Electric’ το 1983. Το γερμανικό αυτό γκρουπ, εμπνεόμενο από την παγκόσμια παραδοσιακή μουσική, το 2008 θα ηχογραφήσει επίσης μαζί με τους Jil Jilala, τον επίσης περίφημο δίσκο ‘Tanger Sessions’.
Οι Lemchaheb συνδέονται επίσης με συγγενικούς δεσμούς με τους Nass El Ghiwane, καθώς η άλλη ηγετική τους μορφή Mohamed Batma, είναι αδελφός του Laarbi Batma. Στην ύστερη δε ιστορία των Νass El Ghiwane, συμμετέχουν μετά το θάνατο ή την απόσυρση όλων των λοιπών μελών τους, πλην του Omar Sayed, τα δύο νεότερα αδέλφια της οικογένειας Batma.
Όλα δε τα συγκροτήματα παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο ζωντανά έως σήμερα με κορμό τους παλαιούς μουσικούς, αλλά και με νεότερους μουσικούς που ενσωματώνονται σε αυτά σαν μια κολλεκτίβα επιγόνων. Οι Nass El Ghiwane παρέδωσαν επίσης φρέσκους καταπληκτικούς δίσκους, τόσο το 2007, όσο και το 2014, συνεχίζοντας να ξεσηκώνουν πλήθη και στάδια.
Η παρούσα συλλογή ξεκινά με τον Hamid El Kasri ή Hamid El Gnawi, έναν maalem που συνεχίζει μέχρι σήμερα την παράδοση της Gnawa, εμφανιζόμενος σταθερά στο φεστιβάλ της Εσσαουίρα και παίζοντας με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, για να μας παραδώσει ένα ατόφιο δείγμα gnawa, όπως συνεχίζει να παίζεται σήμερα, και όπως παιζόταν πιθανόν ανέκαθεν στις τελετές στην Εσσαουίρα ή στην πλατεία Jemaa el-Gnaa στη medina (παλιά αγορά) του Μαρρακές.
Τη Gnawa επίσης στην εδώ συλλογή θα τη δούμε και μέσα από τις επιρροές της σε δυτικούς καλλιτέχνες, οι οποίο έρχονται σε επαφή με τους μουσικούς αυτής (maalem) και μετασκευάζουν αυτή σε jazz όσο ενίοτε και σε avant garde - ambient μορφές, όπως ο Pharoah Sanders που παίζει με τον Maalem Mahmoud Ghania (σε παραγωγή Bill Laswell), ή οι Fawda Trio (από την Ιταλία) με τον Maalaem Soudani. Κάποιος βέβαια μπορεί να αναζητήσει ακόμη τους περισσότερο σύγχρονους Innov Gnawa, μετανάστες στη Νέα Υόρκη, ή τον Fehd Benchemsi, ή τον Karim Ziad, ή τον Majjid Bekkas, ή τον Hassan Hakmoun, ή τον ξενιτεμένο στη Γερμανία Habib Belk ή τους παλαιότερους Αλγερινούς Gnawa Diffusion, που τους τελευταίους δύο είδαμε στο προηγούμενο αφιέρωμά μας.
Εδώ κατόρθωσαν και χώρεσαν ακόμη μόνο τα τρία θρυλικά συγκροτήματα, όσο και οι άμεσοι μαθητές τους Essiham, καθώς και οι επίγονοί τους Muluk El Hwa που έγιναν ευρύτερα γνωστοί τη δεκαετία του ‘80 και Nass Marrakech από τη δεκαετία του ‘90, που μαρτυρούν για την κληρονομιά των συγκροτημάτων αυτών στη μουσική του Μαρόκου, αλλά και ευρύτερα του αραβικού κόσμου (σε προηγούμενα αφιερώματα έχουμε δει σύγχρονες διασκευές τραγουδιών των Nass El Ghiwane και των Lemchaheb από τον Αιγύπτιο Hamza Namira με τους Ιορδανούς Autostrad ή με τους βεδουίνους των οάσεων της ερήμου Génération Taragalte).
Η κληρονομιά δε αυτή είναι αποτέλεσμα τόσο της μουσικής τους, όσο και της ίδιας της ζωής τους, γνήσιας, αληθινής και σκληρής, όσο και κάθε καθαρόαιμου ροκ συγκροτήματος στον πλανήτη που θέλει να σέβεται τον εαυτό του και την προσφορά του στον κόσμο. Οι Nass El Ghiwane έγιναν δε γνωστοί και στον ευρύτερο κόσμο με το ντοκιμαντέρ ‘Transes’ του 1981, το οποίο έπεσε στην αντίληψη του Μάρτιν Σκορτσέζε, ο οποίος ανακάλυψε σε αυτούς έναν νέο κόσμο που ανοίχθηκε μπροστά του. Ο ίδιος αφού τους αποκάλεσε ‘Rolling Stones του Μαρόκου’ (επηρεασμένος μάλλον από τον Brian Jones), αποκατέστησε το φιλμ στην αρχειοθήκη του World Cinema Foundation που ξεκίνησε με αυτό την καταγραφή ιστορικών ταινιών το 2007, παίζοντάς το και στο Φεστιβάλ των Καννών. Με την ίδια συγκίνηση ανακαλύψαμε κι εμείς τη μουσική αυτού του θρυλικού συγκροτήματος από το Μαρόκο, διαπιστώνοντας ότι το ροκ παίζεται σε όλο τον κόσμο, με διάφορες εκφραστικές μορφές, πρωτοποριακές όσο και πηγαίες, όσο και η λαϊκή παραδοσιακή μουσική από την οποία προέρχεται.
Τα τρία πιο πάνω συγκροτήματα έχουν παίξει συχνά μαζί, ακόμη και στην τηλεόραση. Εδώ από εκπομπή αναζήτησης ταλέντων της μαροκινής τηλεόρασης περί το 2010, όλα τα συγκροτήματα μαζί, χωρίς να έχουν ξεθωριάσει, σε ένα medley από κομμάτια των θρυλικών τραγουδιών Essiniya των Nass El Ghiwane, Laayoune Ainiya των Jil Jilala και El Hasla των Lemchaheb, ένα βίντεο που μαρτυρά για την επίδραση και την κληρονομιά που έχουν αφήσει πίσω τους και την αγάπη του κόσμου για την ανιδιοτελή προσφορά τους σε όλο τον αραβικό και όχι μόνο κόσμο.
00:00 Hamid El Kasri (Hamid El Gnawi) - Alwali Ya Moulay Ahmed