Η χρυσή διετία της 4AD
Η 4AD είναι ζωντανή και δραστήρια ακόμη και σήμερα. Κάποτε όμως ήταν και κάτι παραπάνω από αυτό... Ένα νοσταλγικό κείμενο του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια παραμυθένια δισκογραφική εταιρεία που ανήκε στο Beggars Group και την έλεγαν 4AD. Για να ακριβολογούμε όμως, οι ιδρυτές της Ivo Watts Russell και Peter Kent επηρεασμένοι από τον δεύτερο δίσκο του Jimi Hendrix αρχικά την είχαν βαφτίσει Axis Records, αλλά αυτό κράτησε μόνο για τα τέσσερα πρώτα singles που παρέδωσε στην κυκλοφορία. Αφού συμπληρώθηκε ένας χρόνος λειτουργίας της, ο Ivo αγόρασε τα δικαιώματά της από τη Beggars Banquet, αλλά και τις μετοχές του Peter, μετατρέποντάς τη σε ανεξάρτητη, χαράζοντας πορεία ως μόνος υπεύθυνος. Κι αυτή η πορεία ήταν μαγική όσο καμία άλλη κατά τα 80s, εμπνευσμένη και δυναμική στα 90s, ενώ συνεχίζεται επιλεκτικά ποιοτική μέχρι και σήμερα. Μόνο που από το 1999 η ιστορία έκλεισε τον πρώτο κύκλο της, με τον Ivo να πουλά τις μετοχές του στον Martin Mills, δηλαδή στον ιδρυτή και πρόεδρο του Beggars Group.
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για το ότι όλοι είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία της 4AD, καθώς και για το ότι η συντριπτική πλειοψηφία από εμάς θα συμφωνούσε ότι η πρώτη της δεκαετία ήταν μακράν η συγκλονιστικότερη. Έτσι, παίρνοντας αυτό ως δεδομένο, σας προτείνω να ξεσκονίσετε το τμήμα της δισκοθήκης σας (ή την οθόνη του υπολογιστή σας) με τις κυκλοφορίες της, για να βρείτε ποια διετία ήταν η καλύτερη μέσα στα 80s ή, με άλλα λόγια, ποιο υπήρξε το απόγειό της. Κι όσο εύκολα μπορεί κάποιος να βρει την καλύτερή της δεκαετία, τόσο δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην χρυσή διετία. Όσο για τα κριτήρια, μέσα από τα οποία θα γίνει η επιλογή μας, αυτά δε θα μπορούσαν να είναι άλλα από τη συνολική πορεία των συγκροτημάτων, αλλά και ειδικότερα τα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Τα συγκροτήματα
Τι πιο έγκυρο, από το να βγάλεις την dream team μέσα από τα απομνημονεύματα του ίδιου του προπονητή. Κι αν θέλουμε να αναφερθούμε μόνο σε αυθεντικά στοιχεία, τότε στην περίπτωση της 4AD η αξιόπιστη πηγή μοιάζει μία και μοναδική και λέγεται “Lonely is an Eyesore”. Βέβαια, έχουν κυκλοφορήσει και κάποιες άλλες συλλογές, στις οποίες συμμετέχουν συγκροτήματα της εταιρείας, αλλά μόνο η μακράν κορυφαία συγκεκριμένη προέρχεται από την καρδιά της χρυσής εποχής και φέρει την υπογραφή του «πνευματικού πατέρα» και στην προκειμένη περίπτωση παραγωγού Ivo Watts- Russell.
Αυτή είναι η στιγμή που ενεργοποιείται αυτόματα το juke box της καρδιάς μας κι αρχίζουν οι πρώτες γλυκά νοσταλγικές και μεγαλειώδεις νότες του “Crushed” των Cocteau Twins, ενός τραγουδιού που φέρει ανεξίτηλο το μεγαλείο της συγκρατημένης χαράς που συνήθως κρυφοκοίταζε αόρατη μέσα από τα γκρίζα ηχοτοπία της 4AD. Ενός τραγουδιού που γνωρίσαμε λόγω του “Lonely is an Eyesore”. Και είμαι σίγουρος πως, αφού μιλάμε για μεγαλείο, γνωρίζετε καλά που θα πέσει το επόμενο κέρμα. Βλέπετε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το αν το «Μοσχοβίτικο Κουνούπι» τσιμπάει ακόμα.
Η συλλογή αυτή, που είχε ως τίτλο μια φράση από το "Fish" των Throwing Muses, κυκλοφόρησε το 1987 και περιλαμβάνει εννέα τραγούδια ηχογραφημένα μέχρι και δύο χρόνια πριν, με μόνη εξαίρεση το demo του "Frontier" των Dead Can Dance από το 1979, το οποίο όμως για πρώτη φορά μας συστήθηκε με κανονική χειραψία το 1984. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, στα μυθικά για τη 4AD και ολόκληρα τα 80s μέσα της δεκαετίας αυτής. Ποια, λοιπόν, συγκροτήματα μπορούσαν να επιλεγούν για να μετέχουν στην πρώτη και καλύτερη συλλογή της εταιρείας και μάλιστα την εποχή της πλήρους ακμής της; Σωστά. Τα καλύτερα. Σπεύδω, όμως, προς αποφυγή παρερμηνεύσεων, να διευκρινίσω ότι προφανώς έχουν εξαιρεθεί εκείνα που δε μακροημέρευσαν στην εταιρεία. Εντάξει, ομολογώ πως αν το όνομά μου ήταν Ivo και τα επίθετά μου Watts - Russell, θα έβαζα με κλειστά μάτια στη θέση των Dif Juz τους Xmal Deutschland και στη θέση των The Wolfgang Press τους Tones on Tail (βλέπετε, όταν η γοργόνα με ρώτησε στις 5 Ιουλίου του 1983 έξω από το Hammersmith Palais αν ζει ο βασιλιάς Bauhaus, είχα απαντήσει «ζει και βασιλεύει», οπότε έχω υποχρέωση να συντηρήσω το μύθο). Αλλά, τι κι αν κούμπωνα όλα μα όλα τα κουμπιά του πουκαμίσου μου και ντυνόμουν σε διάφορες αποχρώσεις του μαύρου; Τι κι αν συνομολογούσα το attitude “Long afloat on shipless oceans / I did all my best to smile”; Το ότι ποτέ δεν είχα μαλλιά - γλάστρα μάλλον αποδείχτηκε περισσότερο καθοριστικό απ’ όσο νόμιζα, και δεν εισακούστηκα. Έτσι, η «εντεκάδα» του “Lonely is an Eyesore” αποτελούνταν από εννέα τραγούδια, των εξής οκτώ συγκροτημάτων: των Dif Juz, The Wolfgang Press και Throwing Muses, αλλά και των This Mortal Coil, Cocteau Twins, Dead Can Dance, Clan of Xymox και Colourbox, που θα δούμε αμέσως παρακάτω στα επιλεγμένα ως καλύτερα. Άκουσα κάποιον να ψιθυρίζει τη λέξη προοικονομία;
Τώρα πια μπορώ να φανερώσω το καθόλου καλά κρυμμένο μυστικό που θέλει, κατά τη γνώμη μου, τη διετία 1984 - 1985 να είναι η ποιοτικότερη στη συνεχιζόμενη ιστορία της 4AD. Ας προσπαθήσω τώρα να το τεκμηριώσω, αφού προσθέσω στο background λίγη ονειρική ομίχλη και εκείνη την αύρα που ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί ήταν τόσο γλυκιά. Πάρτε βαθιά ανάσα και καταδυθείτε μαζί μου στην καρδιά των 80s.
Οι δίσκοι
Έχοντας, πλέον, τη νοερή συγκατάθεση του Ivo, μπορούμε να θυμηθούμε τους δίσκους που κυκλοφόρησαν τα συγκεκριμένα συγκροτήματα μέσα στη διετία αυτή, για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία πως όντως είναι η κορυφαία. Επειδή όμως όλοι οι δίσκοι είναι πασίγνωστοι, θα γίνει μια πολύ σύντομη παρουσίασή τους ανά έτος και κατά χρονική προτεραιότητα.
1 9 8 4
Dead Can Dance - Dead Can Dance (27 Φεβρουαρίου)
Το ντεμπούτο των Αυστραλών χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους, εκ των υστέρων, ως το πέρασμα από το άψυχο στο έμψυχο. Εκ του ασφαλούς, θα έλεγα, διότι όταν κυκλοφόρησε μπορούσε μεν κάποιος να ακούσει ένα φοβερό και τρομερό άλμπουμ, το οποίο όμως αυτόματα κατηγοριοποιούσε ως post-punk ή gothic-rock με ποτισμένες στην υγρασία διακριτικές τάσεις μεσαιωνικού μεγαλείου. Σύντομα, όμως, διαπίστωνε πως το επιβλητικό «μαύρο» του ήταν ανατριχιαστικά αναγωγικό, βιώνοντας το εκφρασμένο μεγαλείο συνθέσεων όπως των "A Passage in Time", "The Fatal Impact", "Ocean", "Frontier" και "Musica Eternal".
Xmal Deutschland - Tocsin (25 Ιουνίου)
Το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας από το Αμβούργο αποδείχτηκε και το κορυφαίο της, στην προσπάθειά του να γεφυρώσει το σκοτεινότερο post-punk πρόσφατο παρελθόν με το pop αλληθώρισμα που ακολούθησε, εμβαπτιζόμενο περισσότερο στην ευαίσθητη ατμοσφαιρική «νεο-ψυχεδέλεια» της 4AD. Τα τραγούδια του δίσκου, και ιδίως το προορισμένο για ακρόαση μόνο στο repeat "Mondlicht", αν και τραγουδισμένα στα Γερμανικά από την εμβληματική φιγούρα της Anja Huwe, φώτισαν με το αργυρό φως τους και τους απανταχού αγγλόφωνους, κλείνοντας πονηρά το μάτι στους Siouxsie & the Banshees και τους Cocteau Twins.
This Mortal Coil - It'll End in Tears (1 Οκτωβρίου)
Η εθνική ομάδα της 4AD ως σεξπηρική μουσική κολεκτίβα This Mortal Coil με το ντεμπούτο της, αλλά και με τους δύο ακόμα δίσκους που το ακολούθησαν, καθόρισε τον ήχο της ψυχής των 80s. Εκτός του Ivo, συμμετέχουν σύσσωμοι οι Cocteau Twins και οι Dead Can Dance, όπως και οι Howard Devoto, Cindy Sharp, Robbie Grey και Mark Cox. Η μουσική του επέπλεε πέρα από τις μέχρι τότε γνωστές διαστάσεις, δίνοντας μεγαλειώδη διάσταση σε ουσιαστικές διασκευές -και όχι επανεκτελέσεις- τραγουδιών των μέγιστων Alex Chilton, Tim Buckley και των Roy Harper και Colin Newman.
Cocteau Twins - Treasure (1 Νοεμβρίου)
Είναι κοινό τοις ψαγμένοις πάσι ότι τα καλύτερα των Cocteau Twins βρίσκονται στα ΕΡ τους, εκτός… κι αν μιλάμε για τον όνομα και πράγμα «Θησαυρό» τους. Με τα δέκα αριστουργηματικά τραγούδια του, το Σκωτσέζικο τρίο των Elizabeth Fraser, Robin Guthrie και Simon Raymonde συνέχισε να περιδιαβαίνει ανεξερεύνητα αιθέρια τοπία, που αποδείχτηκαν επιδραστικά για μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων. Η shoegaze Elizabeth φορώντας μακριά φουστάνια και παλτό, σε πείσμα της εποχής, δεν παρέδιδε απλά μαθήματα ερμηνείας, αλλά και «γλωσσολογίας», δίπλα σε δύο εξίσου χαμηλών τόνων εξαιρετικούς μουσικούς.
1 9 8 5
Clan of Xymox - Clan of Xymox (1 Ιουλίου)
Μόνο το γεγονός ότι το ντεμπούτο των Ολλανδών Clan of Xymox φέρει τις υπογραφές των Ivo και John Fryer ήταν αρκετό να προϊδεάσει θετικά, ακόμα και πριν την ακρόασή του. Στην πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ καλύτερο των προσδοκιών, διότι οι μουσικές προσωπικότητες των Ronny Moorings, Anka Wolbert και ιδίως του Pieter Nooten ήταν προορισμένες για μεγάλα επιτεύγματα. Με εικόνα που «φώναζε» από μακριά 4AD και ήχο σαφώς οριοθετημένο στα άτυπα πλαίσιά της, τραγούδια όπως τα “7th Time” και “A Day” ήταν βουτηγμένα στο μεδούλι των 80s και ακούγονταν υπερήφανα γι’ αυτό.
Colourbox - Colourbox (12 Αυγούστου)
Ένα και να καίει, αν και είχε προηγηθεί ένα mini-album με ακριβώς τον ίδιο τίτλο, δηλαδή το όνομά τους. Βλέπετε, δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο με οτιδήποτε εκτός της μουσικής. Η μόνη σχέση που είχαν τα μέλη τους με τον καθιερωμένο ήχο της 4AD σχετίζεται με τους This Mortal Coil και εξαντλείται στη συμμετοχή του Steven Young στο άλμπουμ “It'll End in Tears” και του αδελφού του Martyn Young στο “Filigree & Shadow”. Τα πρώτα singles "Say You", "Punch" και "The Moon Is Blue" αιφνιδίασαν τους πάντες, συστήνοντας ένα άλμπουμ με πεντακάθαρα δοσμένη blue-eyed soul, reggae, soul, R&B, dub, hip-hop, ακόμα και industrial. They were not numbers, they were free men.
Dead Can Dance - Spleen and Ideal (25 Νοεμβρίου)
Δεύτερη χρονιά και δεύτερο αριστούργημα για τους Dead Can Dance. Το dark-wave είχε αναμειχθεί με τις μεσαιωνικές ρίζες που απλά νόμιζε ως τότε πως είχε, παραγκωνίζοντας περισσότερο ή λιγότερο διακριτικά την πρόωρη post-punk και gothic-rock ταυτότητα που συνόδευε τη μπάντα. Συνθέσεις όπως οι "De Profundis (Out of the Depths of Sorrow)", "The Cardinal Sin", "Enigma of the Absolute", "Advent" και "Indoctrination (A Design for Living)" εξακολουθούν να έχουν όχι μόνο την ίδια, αλλά ακόμα περισσότερη επιρροή πάνω στις αισθήσεις μας, αποκτώντας διαστάσεις που δεν ήταν δυνατό να αποκαλυφθούν μέσα από τις πρώτες ακροάσεις.