Η μουσική διαδρομή του Youssou N’Dour μέσα από την ανάλυση του εθνομουσικολόγου Θοδωρή Κονκουρή
Μια ακαδημαϊκή μεν βιωματική ωστόσο προσέγγιση της σπουδαίας αυτής μορφής της σενεγαλέζικης μουσικής που υπερέβη σύνορα και διαχωριστικές γραμμές. Μια παρουσίαση της από την εθνομουσικολόγο Αλεξάνδρα Μπαλάντινα
Τώρα που πλησιάζει η συναυλία του Youssou Ndour και του συγκροτήματος του Super Étoile de Dakar στο Ηρώδειο ξαναθυμόμαστε τον αγαπημένο μας φίλο, σύντροφο και καθηγητή εθνομουσικολογίας Θοδωρή Κονκουρή. Ο Θοδωρής γνώριζε καλά την παραδοσιακή και δημοφιλή μουσική της Αφρικής, με την ιδιότητα του ακροατή, του συλλέκτη δίσκων και του εθνομουσικολόγου – ερευνητή. Μια από τις έρευνες που έκανε και ήθελε να την επεξεργαστεί περαιτέρω και να την δημοσιεύσει ήταν η έρευνα του για την ζωή και την μουσική του Youssou N’Dour, ενός από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της Αφρικής. Στα πλαίσια των μεταπτυχιακών του σπουδών στο SOAS εκπόνησε την έρευνα και έγραψε διπλωματική εργασία το 2003 με τίτλο "Things Unspoken: Youssou N’Dour and Musical Change in West Africa".
Στην διπλωματική αυτή εργασία ο Θοδωρής εξετάζει τη μουσική εξέλιξη του Youssou N’Dour, από τα πρώτα χρόνια του με τους Super Étoile de Dakar μέχρι τη διεθνή του καριέρα με δίσκους όπως το “Eyes Open” και το παγκόσμιο χιτ “7 Seconds”. Αναλύει τις διαφορετικές φάσεις στη δημιουργική του πορεία: από το παραδοσιακό mbalax μέχρι τις επιρροές της δυτικής pop και world music, τονίζοντας τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαστάσεις του έργου του και εστιάζοντας στον ρόλο του ως πολιτισμικό σύμβολο τόσο στη Σενεγάλη όσο και στη διεθνή σκηνή της world music.
Το κύριο μέρος του έργου αξιολογεί ολόκληρη τη δισκογραφία του N’Dour, τόσο για την τοπική όσο και για τη διεθνή αγορά. Χρησιμοποιώντας ως θεωρητικό πλαίσιο τη θεωρία της μουσικής αλλαγής του John Blacking, η διατριβή υποστηρίζει ότι η θεωρία αυτή, αν και αρχικά εφαρμόστηκε σε «παραδοσιακές» κοινωνίες, είναι επίσης συναφής για τη μελέτη της αφρικανικής δημοφιλούς μουσικής λόγω της συνέχειας και της αλληλεπίδρασης με την παράδοση. Εξετάζεται πώς η εκδοχή του N’Dour για το mbalax—τον ρυθμό των Wolof που αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο μουσικό είδος της Σενεγάλης—έχει εξελιχθεί υπό την επίδραση κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων, όπως η «Wolof-οποίηση» του πολιτισμού της Σενεγάλης και η επιρροή της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας. Επίσης αναλύει ζητήματα ταυτότητας, εθνοτικότητας και πολιτισμικής ηγεμονίας στη Σενεγάλη.
Η μελέτη βασίζεται σε επιτόπια έρευνα στο Μάλι και στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και σε συζητήσεις με Δυτικοαφρικανούς μουσικούς και παραγωγούς της world music.
Η εργασία ξεκινά με μια εθνογραφική ανάλυση μιας συναυλίας του Υoussou N’Dour 2003 με το συγκρότημά του Super Étoile de Dakar, την οποία παρακολούθησε ο Θοδωρής στην Cartagena της Ισπανίας στο Φεστιβάλ Μουσικής «Mar de Musicas» τον Ιούλιο του 2003. Ο Θοδωρής παρατηρεί και περιγράφει τη συγκέντρωση εκατοντάδων Σενεγαλέζων μεταναστών που ταξίδεψαν για να δουν τον καλλιτέχνη και να συνδεθούν με τις μουσικές και πολιτισμικές τους ρίζες. Περιγράφει το πλήθος, τα χρώματα, τα αρώματα και τη ζωντάνια της σκηνής και τονίζει τη σημασία του Youssou N’Dour ως σύμβολο της διασποράς και της πολιτισμικής ταυτότητας. Η αφήγηση κορυφώνεται με την έντονη συμμετοχή του κοινού στη συναυλία, όπου οι παρευρισκόμενοι εκφράζουν τη χαρά και τη νοσταλγία τους μέσα από τον χορό και το τραγούδι. O Θοδωρής γράφει:
"Απόψε, ωστόσο, το πλήθος είναι απλά ενθουσιασμένο. Στο δρόμο της επιστροφής μας στο αμφιθέατρο το άκουγα να στέκεται έξω να τραγουδά και να φωνάζει μαζί με τη μουσική που ακούγεται από το ηχοσύστημα. Ενθουσιασμένο το κοινό προσπαθεί να περάσει τις πόρτες του θεάτρου. Τους ακολουθούμε στον κατάμεστο χώρο του αμφιθεάτρου. Η συναυλία ήταν sold out και περισσότεροι από δυόμισι χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν, οκτακόσιοι από αυτούς Σενεγαλέζοι. Δεν μπορούσα να περπατήσω μέσα στο πλήθος και προσπάθησα να βρω μια ήσυχη γωνιά για να σταθούμε όλοι. Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες. Τελικά σταθήκαμε ψηλά στο πίσω μέρος, από όπου είχαμε πανοραμική θέα. Μπορούσα να ακούσω ένα δυνατό βόμβο, τον ήχο της προσμονής και τον ενθουσιασμό του μεικτού κοινού και να μυρίσω το θυμίαμα (churai) που χρησιμοποιούν οι Σενεγαλέζοι/ες για να αρωματίσουν τα ρούχα τους. Στις πρώτες σειρές καθισμάτων και μπροστά στη σκηνή δεν υπήρχε καθόλου χώρος για να κινηθεί κανείς. Εκεί βρίσκονται κυρίως οι Σενεγαλέζοι/ες, φορώντας κομψά ρούχα, κουστούμια και πολύχρωμα φορέματα. Μπορώ να νιώσω τη ζεστασιά των σωμάτων που χορεύουν ακόμα και από απόσταση και ήθελα να χορέψω μαζί τους, καθώς ήταν μια τέλεια ευκαιρία να ενωθώ με τέτοιο κοινό. Αλλά το συγκρότημα βγαίνει στη σκηνή."
Ο Θοδωρής αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ο Υousou N’Dour γεφυρώνει το τοπικό και το παγκόσμιο, ανανεώνοντας παραδοσιακές μορφές και δημιουργώντας χώρο για νέες εκφράσεις ταυτότητας. Θέτει επίσης ερωτήματα για τη σημασία αυτών των μουσικών μετασχηματισμών στη Σενεγάλη και διεθνώς, συνδέοντας τα με θεωρίες μουσικής αλλαγής.
Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στη θεωρητική προσέγγιση της μουσικής αλλαγής, με βασικό άξονα τη θεωρία του John Blacking, και εξετάζει πώς αυτή εφαρμόζεται στη μουσική πορεία του Youssou N’Dour. Ο Θοδωρής υποστηρίζει ότι η μουσική αλλαγή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς ως κοινωνική αλλαγή ή ως συσσώρευση νέων ήχων, αλλά απαιτεί την ανάλυση σημαντικών καινοτομιών στη μουσική δομή.
Μελετώντας το mbalax, ένα υβριδικό μουσικό είδος που συνδυάζει παραδοσιακούς ρυθμούς των Wolof (συμπεριλαμβανομένων των sabar και tama) με σύγχρονα στοιχεία, ο συγγραφέας αναλύει πώς ο N’Dour συνέβαλε στη μεταμόρφωση της σενεγαλέζικης δημοφιλούς μουσικής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη μετάβαση από τις εκτεταμένες φόρμες του sabar στις πιο δομημένες συνθέσεις, καθώς και στην επίδραση συνεργασιών με δυτικούς καλλιτέχνες όπως ο Peter Gabriel και η τεχνολογία των στούντιο της Real World.
Ο Θοδωρής αναδεικνύει επίσης την κοινωνικοπολιτική διάσταση της μουσικής αλλαγής στη Σενεγάλη της δεκαετίας του ‘70, όπου η συμπερίληψη των sabar και tama στη μουσική του Youssou N’Dour γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στις ελίτ και τις λαϊκές τάξεις. Το κεφάλαιο καταλήγει ότι οι μουσικές καινοτομίες του Youssou N’Dour και η εξέλιξη του ήχου του αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ατομικές αποφάσεις και κοινωνικά συμφραζόμενα οδηγούν σε δομικές αλλαγές στη μουσική.
Το τρίτο κεφάλαιο προσφέρει μια συνοπτική επισκόπηση της μουσικής και κοινωνικής δομής των Wolof, για να δώσει το απαραίτητο υπόβαθρο στην κατανόηση της μουσικής του Youssou N’Dour. Ο Θοδωρής Κονκουρής εξηγεί πώς η διαδικασία της «Wolof-οποίησης» στη Σενεγάλη, δηλαδή η πολιτιστική, γλωσσική και μουσική ηγεμονία των Wolof, συνδέεται άμεσα με την άνοδο του mbalax και τη δημοτικότητα του N’Dour.
Εξετάζει την παραδοσιακή κοινωνική ιεραρχία των Wolof, που χωρίζεται σε ελεύθερους («nobles” ή «freeborn”) οι οποίοι ονομάζονται geer, τεχνίτες/καλλιτέχνες, γνωστοί ως nyenyo ή griots και απογόνους σκλάβων (jam), καθώς και τη σημασία των sabar και tama τυμπάνων ( (δύο χαρακτηριστικά κρουστά για το μουσικό είδος mbalax) και των xalam (είδος λαούτου) παικτών στη μουσική τους. Ο N’Dour, γιος ενός geer πατέρα και μιας griot μητέρας, μεγαλωμένος στους δρόμους του Ντακάρ, ενσάρκωσε αυτή τη σύνθεση παραδόσεων, φέρνοντας τη μουσική των griots και του sabar από τους δρόμους στα νυχτερινά κέντρα, προκαλώντας μια πολιτισμική και κοινωνική τομή.
Το κεφάλαιο καταλήγει υπογραμμίζοντας τη σημασία της μουσικής του N’Dour ως φορέα ταυτότητας, πληροφορίας και κοινωνικής αλλαγής σε μια χώρα όπου η προφορική παράδοση παραμένει κυρίαρχη.
Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο της διπλωματικής είναι μια εκτενής ανάλυση της μουσικής πορείας του Youssou N’Dour και των έξι φάσεων εξέλιξης του ήχου του, μέσα από τα 25 χρόνια καριέρας του. Ο Κονκουρής εξετάζει πώς ο Youssou N’Dour διαχειρίστηκε τη δυαδικότητα μεταξύ της τοπικής σενεγαλέζικης αγοράς και του παγκόσμιου κοινού, δημιουργώντας διαφορετικές εκδοχές των τραγουδιών του για κάθε περιβάλλον. Εξετάζει την εισαγωγή των sabar και tama στη δημοφιλή μουσική της Σενεγάλης, τη μετάβαση από το παραδοσιακό mbalax στις διεθνείς συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο Peter Gabriel, η Neneh Cherry και ο Sting, και τη σταδιακή μετάλλαξη του ύφους του προς έναν πιο υβριδικό ήχο.
O Θοδωρής διακρίνει και αναλύει έξι διακριτές φάσεις της μουσικής πορείας του καλλιτέχνη, αναδεικνύοντας πώς η καλλιτεχνική του εξέλιξη αντικατοπτρίζει κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές στη Σενεγάλη και τη σχέση της με τον παγκόσμιο μουσικό χάρτη.
Η πρώτη φάση (1978–1981) σηματοδοτεί τη ρήξη με την κουβανέζικη μουσική που κυριαρχούσε στις νυχτερινές λέσχες του Ντακάρ. Ο N’Dour, με την Étoile de Dakar, μεταβαίνει από την pachanga σε έναν νέο ήχο βασισμένο στους παραδοσιακούς ρυθμούς των sabar και tama. Το mbalax γεννιέται ως μουσικό ιδίωμα βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα των Wolof, και τραγούδια όπως το “Xalis” εκφράζουν αυτή τη μετάβαση, φέρνοντας τις λαϊκές εκδηλώσεις και τον χορό του δρόμου μέσα στα nightclubs, αλλάζοντας το κοινωνικό τους κοινό.
Η δεύτερη φάση (1981–1985) χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση του mbalax πέρα από τα σύνορα της Σενεγάλης. Ο N’Dour και οι Super Etoile de Dakar εδραιώνουν το στιλ τους με πιο σύνθετες ενορχηστρώσεις και θεματικές που συνδέονται με τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή, όπως το τραγούδι “Immigrés” που μιλά για τη νοσταλγία και τις δυσκολίες των Σενεγαλέζων μεταναστών στην Ευρώπη. Η επιτυχία αυτή συνέπεσε με την ενίσχυση της πολιτιστικής ηγεμονίας των Wolof στη χώρα. Για τη δεύτερη φάση ο Θοδωρής αναφέρει:
"Ένα άλλο αγαπημένο τραγούδι είναι το Medina, αφιερωμένο στο Ντακάρ όπου γεννήθηκε ο Youssou. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά σε μια τοπική κασέτα Vol. 7 Daby (1983) κατά τη διάρκεια της «δεύτερης δημιουργικής φάσης» του Youssou, όπως την αποκαλώ. Σε αυτή την εκδοχή, υπάρχει μια πολύ συμπαγής μουσική δομή με μια αρκετά μεγάλη εισαγωγή όπου μπορεί κανείς να ακούσει ένα σύνολο πνευστών. Στη συνέχεια, οι κιθάρες αναλαμβάνουν το κύριο μουσικό θέμα, μερικές φορές σε εναλλαγή με τα πλήκτρα. Υπάρχει χώρος για τους κρουστούς να αυτοσχεδιάσουν, το οποίο και κάνουν, αλλά σε συγκεκριμένα σημεία και διαδοχικά στα δεκαπέντε λεπτά που διαρκεί το τραγούδι. Είναι ένα μεγάλο μουσικό κομμάτι αλλά υπάρχει δομή τραγουδιού με καλά σχεδιασμένες ενορχηστρώσεις. Η Medina ηχογραφήθηκε ξανά το 1990 για το άλμπουμ Set. Αυτή ήταν μια διεθνής κυκλοφορία από τη Virgin και το τραγούδι εμφανίστηκε σε έκδοση 3 λεπτών και 22 δευτερολέπτων χωρίς την αρχική εισαγωγή. Το κύριο θέμα παιζόταν στα πλήκτρα με τις κιθάρες στον ρόλο των κρουστών και ένα σόλο βιμπράφωνο. Δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε ένα sabar, ούτε ένα tama. Ο Youssou ηχογράφησε ξανά το Medina για τρίτη φορά, τοπικά, για τον δίσκο «Special Fin d’ Annee». Ο Youssou σχολίασε στη Lucy Duran (1999) «Ζω πολύ με τις μελωδίες, αλλάζουν. Αυτό το νέο Medina […] είναι πραγματικά ένα νέο τραγούδι […] Ήθελα να βρω τη συμβίωση του παλιού με το νέο, να διατηρήσω το παλιό πνεύμα και να κρατήσω μερικούς από τους παλιούς στίχους». Αν και η εισαγωγή έχει μείνει ξανά έξω, αυτό είναι γνήσιο mbalax. Τα τύμπανα sabar και tama έχουν κεντρικό ρόλο, οι κιθάρες επιστρέφουν στη μελωδία αλλά με κρουστική αίσθηση και τα πλήκτρα μιμούνται τον ήχο των πνευστών."
Στην τρίτη φάση (1985–1992), ο N’Dour συναντά τη διεθνή σκηνή μέσω συνεργασιών με καλλιτέχνες όπως ο Peter Gabriel και ο Sting. Το στυλ του επηρεάζεται από τη δυτική pop και την world music, κάτι που είναι εμφανές στα άλμπουμ “The Lion” και “Set”. Παράλληλα, ιδρύει το δικό του στούντιο και αρχίζει να διαχειρίζεται ο ίδιος την παραγωγή του έργου του, ελέγχοντας έτσι περισσότερο τον ήχο και την καλλιτεχνική του πορεία.
Η τέταρτη φάση (1993–1995) είναι περίοδος αναζήτησης και υβριδισμού. Το άλμπουμ “The Guide (Wommat)” με την παγκόσμια επιτυχία “7 Seconds” αναδεικνύει έναν ήχο που επιχειρεί να συνδυάσει jazz, funk, hip-hop και mbalax. Παρά την εμπορική επιτυχία, η μουσική χαρακτηρίζεται από στυλιστική ασάφεια και προσπάθειες να προσεγγίσει διαφορετικά ακροατήρια ταυτόχρονα.
Η πέμπτη φάση (1996–2001) συνδέεται με το άλμπουμ “Joko”, όπου ο N’Dour επιδιώκει να ενοποιήσει τα παγκόσμια και τοπικά στοιχεία της μουσικής του. Συνεχίζει τις συνεργασίες με διεθνείς καλλιτέχνες αλλά παράλληλα ενισχύει την τοπική του βάση με την παραγωγή καινοτόμων σενεγαλέζικων άλμπουμ μέσω της δικής του δισκογραφικής, Jololi. Η μουσική του γίνεται πιο μελωδική και στοχεύει στη διεύρυνση του κοινού του.
Η έκτη και πιο ώριμη φάση (2002–σήμερα) αντιπροσωπεύεται από το άλμπουμ “Nothing’s in Vain”, όπου ηχογραφεί με σεβασμό στην παράδοση και συνδυάζει το mbalax με ακουστικά όργανα και σύγχρονες παραγωγικές τεχνικές. Το έργο του δείχνει μια ισορροπία ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, με στίχους που αγγίζουν κοινωνικά, πολιτικά και προσωπικά θέματα. Ο N’Dour παρουσιάζεται πλέον ως ώριμος καλλιτέχνης που συνθέτει το παρελθόν και το παρόν της σενεγαλέζικης μουσικής σε έναν ήχο παγκόσμιο αλλά και βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα του. Ο Θοδωρής τονίζει πως το έργο του N’Dour σε αυτή τη φάση, αντικατοπτρίζει την ένταση μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου, αυθεντικότητας και εμπορικότητας, και καταλήγει ότι το ‘Nothing’s in Vain’ αποτελεί μια κορύφωση αυτής της διαδρομής, ενσωματώνοντας με επιτυχία το mbalax και την παράδοση των griots με σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις.
Στον επίλογο της διπλωματικής εργασίας, ο Θοδωρής αναρωτιέται αν η στροφή του Youssou N’Dour προς την παγκόσμια αγορά και οι μουσικές μεταμορφώσεις που επέφερε, μπορούν να θεωρηθούν, όπως υποστηρίζει ο Lipsitz, ως μια μορφή «αλλοίωσης» της ζωντανής λαϊκής μουσικής παράδοσης από τις δυνάμεις της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας και εμπορικής κουλτούρας. Ωστόσο, ο ίδιος δείχνει πώς οι καλλιτέχνες δεν είναι παθητικά θύματα της βιομηχανίας· αντίθετα, συχνά αξιοποιούν το κύρος τους και τη θέση τους στη δημόσια σφαίρα για να επηρεάσουν κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες προς όφελός τους.
Ο Youssou N’Dour, όπως συζητά ο Θοδωρής, αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση καλλιτέχνη που ενσαρκώνει την ένταση και τη δυναμική ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, στην πολιτισμική ρίζα και την εμπορική προσαρμογή. Ο N’Dour, το «παιδί griot» από τον άτυπο κοινωνικό τομέα, κατόρθωσε να ταξιδέψει το sabar σε όλο τον κόσμο και να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης σενεγαλέζικης και Wolof ταυτότητας από τη δεκαετία του ‘80 και έπειτα. Ο Κονκουρής συμφωνεί με τον Lipsitz ότι οι καλλιτέχνες, αν και συχνά χειραγωγούνται από την εμπορική βιομηχανία, αξιοποιούν παράλληλα τη θέση τους για να προωθήσουν τα δικά τους οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμφέροντα.
Η διατριβή καταλήγει ότι η μουσική πορεία του N’Dour δεν είναι μια απλή γραμμική μετάβαση από το τοπικό στο παγκόσμιο, αλλά μια διαρκής αλληλεπίδραση και κίνηση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Η διαδρομή του δεν είναι απλώς η ιστορία ενός μουσικού που “εξάγεται” στη διεθνή αγορά, αλλά η ιστορία ενός δημιουργού που επιλέγει να κινηθεί αμφίδρομα ανάμεσα σε δύο κόσμους: επιστρέφοντας συνεχώς στη σενεγαλέζικη μουσική του παράδοση ενώ πειραματίζεται με παγκόσμιες επιρροές. Ο Θοδωρής κλείνει την διπλωματική του εργασία με στίχους από το τραγούδι ‘Things Unspoken’, οι ακροατές καλούνται να εμβαθύνουν και να αναζητήσουν το ανείπωτο, πέρα από όσα φαίνονται στην επιφάνεια:
Don't mindlessly follow’ every movement
every leap and bound in that story in front of you
Many things are left unsaid
Engage youi'self with the material
Pay attention to what is not said
Bring out for yourself the things that are resting there
beneath the surface.
(Η Αλεξάνδρα Μπαλάντινα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου)



