Η μουσική έξω από τη σκακιέρα: Από τον Scott Walker στον Manuel Göttsching
Ένα παιχνίδι είναι και το σκάκι, ένα παιχνίδι και η μουσική. Ενίοτε ζωής ή θανάτου. Του Αντώνη Ξαγά
Διαβάζοντας το πολύ καλό βιβλίο (συλλογή βασικά διαδικτυακών δημοσιεύσεων) «Το τετράγωνο έξω από τη σκακιέρα» με υπότιτλο «Στιγμιότυπα από την πολιτισμική ιστορία του σκακιού» του Χρήστου Νάτση (Εκδόσεις Δόμος) σαν να πυροδοτήθηκε μέσα μου μια αλυσίδα σκέψεων, συνειρμών και αναμνήσεων… Με είδα παιδί της δευτέρας δημοτικού, με την αγορασμένη στο Πανηγύρι της Τεγέας σκακιέρα (στην flipside τάβλι), και δεν θυμάμαι πως είχε εξαπλωθεί μεταξύ των παιδιών το άθλημα, ωστόσο ειδικά τις ημέρες που ο καιρός δεν ευνοούσε δραστηριότητες στις αλάνες (κάτι διόλου ασυνήθιστο στην ορεινή Αρκαδία) στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας στήνονταν πολύωρες μάχες, «playing chess all day» που έλεγε και ο άγνωστος ακόμη τότε new wave ύμνος των Modern Eon («Euthenics»), κι αργότερα, σε… μεγαλύτερο μέγεθος, παρτίδες σε διακοπικές βεράντες καλοκαιρινών μεσημεριών με απαγόρευση εξόδου και φωνασκίας, σημειωμένες παρτίδες, δίπλα ανοιγμένα τα μοναδικά βιβλία του Τριαντάφυλλου Σιαπέρα σε μάταιη απόπειρα ξεπατικώματος ιδεών και ‘κόλπων’, και παρότι το άθλημα (να το πούμε έτσι;) του ‘ζατρικίου’ θεωρείται ευγενές και ανώτερο και πνευματικό, έως και ιδεολογικοποιημένο «χαρίζοντας το ως δραστηριότητα σε κάποια απροσδιόριστη τάξη κατοχής υψηλού συμβολικού κεφαλαίου», στην ουσία δεν είναι –κι αυτό- τίποτε άλλο παρά μια «διαδικασία απόλαυσης», ένα παιχνίδι, με όλη την ανάλαφρη σοβαρότητα ενός παιχνιδιού (όπως του την προσέδωσε κι ο Γιόχαν Χουιζίνγκα στον ‘Homo Ludens’ του). «Έλα να παίξουμε» είναι πάντα η επωδός της αρχής. Η κατάληξη άγνωστη. Μπορεί να σου χαρίσω την βασίλισσά μου. Ή τους πύργους μου. «Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου, έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα». Αυτά συμβαίνουν σε ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, που το μάθαμε τραγουδιστά, μελοποιημένο υπέροχα από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και στιβαρά τραγουδισμένο από τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. «Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω, μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω».
Μπορείς να τον κρατήσεις φίλε μου, τον άγγιξες όμως; Πρέπει να τον παίξεις, δεν είπες "j' adoube"! Ποιος ομίλησε για ευγενές άθλημα; Ουκ ολίγες παρτίδες κατέληγαν σε τσακωμούς (μέχρι και εκτοξεύσεις πιονιών σε κλιμάκωση). Και εκνευρισμούς. Και ψυχολογικά παιχνίδια που δοκίμαζαν τα όρια του αντιπάλου. Ματιές και γκριμάτσες. Μες στο παιχνίδι είναι όλα αυτά, όχι μόνο σε μια ταπεινή πολυκατοικία της Τρίπολης, αλλά και στα παγκόσμια πρωταθλήματα ακόμη, ειδικά τότε (όχι μόνο όμως) που στα 64 ασπρόμαυρα τετράγωνα διεξάγονταν μάχες ιδεολογικοπολιτικής φόρτισης, όταν δύο ολάκερα πολιτικο-οικονομκά συστήματα συγκρούονταν σε proxy (ευτυχώς) πολέμους με ίππους και πύργους (με την ήττα του Boris Spassky από τον Bobby Fischer το 1972 να προκαλεί σοκ και δέος στην έως τότε αήττητη ΕΣΣΔ –και την παρωδιακή της μελοποίηση από τον Vladimir Vysotsky, πέραν αυτής όμως αξίζει να αναζητήσετε την ιστορία και τις απίθανες λεπτομέρειες της αναμέτρησης του Ανατόλι Κάρποβ με τον …αποστάτη Βίκτορ Κορτσνόι στις Φιλιπίννες το 1978, γενικά μια πινακοθήκη χαρακτήρων και συμβάντων που αποτέλεσαν έμπνευση για το διάσημο μιούζικαλ «Chess» των ανδρών ABBA και του Tim Rice).
Όλα αυτά βέβαια συνέβαιναν πριν την άκρατη ψηφιοποίηση των καιρών μας, όπου ναι μεν το σκάκι πήρε κάμποσα μερίδια δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, ειδικά μέσα από το σουξέ μιας από εκείνες τις σειρές που πλημμυρίζουν και κατακλύζουν με εύκολη κι ανώδυνη ποπ διασκέδαση τις ώρες κατατρεγμένων από το εξοντωτικό rat race εργαζομένων ή ζευγαρακίων ένα βήμα πριν την κοινή επίσκεψη στο ΙΚΕΑ («αχ να δούμε το βράδυ αγκαλίτσα μια σειρά»), «Γκαμπί της βασίλισσας» λεγόταν (με μια ανάμνηση εδώ να ξυπνά, από το «Gambit» του Σαμουράι Michel Cretu), το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν μια νέα γενιά ψηφιακών σκακιστών της οθόνης (μία ακόμη στη ζωή μας), «τους βλέπω ότι έμαθαν στο ίντερνετ, όσο καλά και να παίζουν, δεν ξέρουν πώς να πιάσουν τα κομμάτια», μισή χαρά στο σκάκι ήταν πάντα για μένα η επαφή με τον αντίπαλο, οι λοξές ματιές και οι κουβέντες, οι απόπειρες ψυχολόγησης και επηρεασμού, η αφή με τα κομμάτια και την σκακιέρα, ο ήχος με τον οποίο ο ίππος «κόβει» τον αξιωματικό, η βροντώδης (ειδικά όταν έρχεται ως έκπληξη) αναφώνηση «ρουά». Και μετά ματ… Και να που προβάλλω στα μάτια μου ως φετιχιστής και ρομαντικός, δύο ιδιότητες που γενικά τις αποτάσσομαι μετά βδελυγμίας (ανθρώπινες αντιφάσεις!), ποτέ όμως δεν αγάπησα το ψηφιακό σκάκι, χωρίς ωστόσο αυτή η απαρέσκεια να συνοδεύεται κι από τις γνωστές αρχέγονες μελλοντολογικές φοβίες από εκείνες που διαρκώς επανέρχονται στην ανθρώπινη ιστορία (μιας που είναι και της μόδας η Α.Ι. (ή Τ.Ν.), συντάσσομαι με τα λεγόμενα του Κωνσταντίνου Δασκαλάκη, «ένας άνθρωπος με αλγόριθμο κόντρα σε έναν αλγόριθμο θα είναι νικητής».
Από τις ιστορίες που αφηγείται και σχολιάζει ο Νάτσης στο βιβλίο, κυρίως χάρηκα και στάθηκα σε μία, για την αναφορά στη μορφή που λέγεται Γκιούλα Μπρέγιερ (Gyula Breyer), «ένας εύθραυστος εικονοκλάστης σε χαλεπούς καιρούς» τιτλοδοτείται το κεφάλαιο το αφιερωμένο σε έναν τύπο ο οποίος ήταν εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος (θα μου πείτε στο σκάκι διόλου ασυνήθιστο αυτό, εκεί ίσως η ‘κανονικότητα’ να είναι… εκκεντρική), που δεν κατέκτησε ποτέ την κορυφή, που πέθανε νωρίς μόλις στα 28 του χρόνια το 1921 και το όνομά του μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισε να ξανακούγεται και να δρέπει κάποιες δάφνες αναγνώρισης ως ένας προφήτης του μοντερνισμού, ένας πρώιμος αμφισβητίας θεσφάτων και δογμάτων. Μεταξύ αυτών, «αμφισβήτησε ουσιωδώς την αξία του ε4 ως πρώτης κίνησης» (μαζί και της σχεδόν αντανακλαστικής απάντησης ‘ε5’), της πιο κλασικής δηλαδή κίνησης ανοίγματος μιας παρτίδας (εκείνος ο κουμουνιστοφάγος ο Bobby Fischer κάτι δεκαετίες αργότερα θα έλεγε με τη γνωστή του μετριοφροσύνη «With 1.e4 I win!»).
Η πλάκα-ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η βαριάντα η οποία φέρει το όνομα του Μπρέγιερ μέχρι σήμερα, ξεκινάει με… ακριβώς αυτές τις δύο κινήσεις. Ίσως σαν μάθημα ότι η εφευρετικότητα, η επινοητικότητα και η διαφορετικότητα μπορούν να βασιστούν ακόμη και στο φαινομενικά ευκόλως προβλέψιμο και να προκύψουν μέσα από το τετριμμένο και το στερεότυπο, με αυτό τον τρόπο μάλιστα η υπέρβασή τους συνιστά μια αληθινή πρόκληση (χρήσιμη ίσως αυτή η σκέψη για μια εποχή όπου η υποτιθέμενη «out of the box» σκέψη έχει γίνει ad nauseam προτροπή και μαρκετινίστικο σύνθημα είτε αφορά πιάτα μαγειρικής είτε μία ακόμη «ανατρεπτική» παράσταση σε στέγαστρο εφοπλιστικής υστεροφημίας).
Υπό ένα τέτοιο πνεύμα φαντάζει λίαν ταιριαστό το γεγονός ότι ένας δίσκος ο οποίος φέρει το όνομα αυτής της τόσο συνηθισμένης κίνησης «Ε2-Ε4» και ο οποίος βασίζεται ουσιαστικά σε δύο μόνο ακόρντα, έχει καταλάβει –έστω και ετεροχρονισμένα- μια εξέχουσα θέση στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής, τόσο που πολλές να θεωρούν ότι σε αυτόν ακούνε προφητικά σπέρματα ύστερων ρευμάτων (π.χ. του τέκνο ή της χάουζ). Το κρατώ αυτό, κι ας μην είμαι γενικά οπαδός αυτής της …επιδραστικολογίας (sic sic), φρονώ γενικά ότι η αξία ενός δίσκου δεν μετράται –μόνο- βάσει της υποτιθέμενης ‘επιδραστικότητας’ του σε κάποιους μεταγενέστερους (που αν το καλοσκεφτούμε δεν έχει και πάντοτε θετική χροιά!), η οποία πολλές φορές εδράζεται και σε μια επιδεικτική καλτ εκζήτηση (πάντως και του ιδίου του δημιουργού του, του Manuel Göttsching, του φαινόταν όλο αυτό παράξενο, «the drums were very in the background, and it’s not really a ‘bom bom bom’ bass»). Αποτέλεσμα τούτο ίσως και της συγκυρίας, βοηθούντος πιστεύω και του πρωτότυπου τίτλου και του αξέχαστου εξώφυλλου, ήρθε κι ένα sample σε κομμάτι που έγινε χιτάκι (το ομώνυμο από τους Ιταλούς Sueño Latino οι οποίοι του έδωσαν το beat το οποίο του έλειπε(;)) και ο θρύλος ότι ο Larry Levan το έπαιζε υποτίθεται ολόκληρο στο Paradise Garage στην Νέα Υόρκη. Τι θα ήταν άραγε η μουσική χωρίς θρύλους και μύθους; Εν προκειμένω λοιπόν, λέγεται ότι το «Ε2-Ε4» γράφτηκε αυθόρμητα και ηχογραφήθηκε σε πραγματικό χρόνο μια νύχτα του 1981 στο στούντιο του Göttsching στο Βερολίνο, εν τω μέσω μιας μακράς περιοδείας, με τον ίδιο να παίζει (να το ξανά το παιχνίδι!) με τους συνθετητές του, ένα sequencer και την κιθάρα του με μόνο σκοπό να έχει κάτι να ακούει σε μια επικείμενη πτήση. Το ηχητικό προϊόν μετά έμεινε στα συρτάρια μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου τρία χρόνια αργότερα όταν κυκλοφόρησε μέσα από την εταιρεία του εν κράουτ συνοδοιπόρου του Klaus Schulze, την Inteam.
Με κράουτ και κιθαριστικές καταβολές ο Göttsching, ως μέλος των Ash Ra Tempel στα 70s (και ακούσιο μέλος του αστείου που λεγόταν Cosmic Jokers) των οποίων μάλιστα με τον καιρό απέμεινε το μοναδικό μέλος, είχε πειραματιστεί σε έκταση και βάθος με τις εκφραστικές δυνατότητες των χορδών της κιθάρας (ακούμε ενδεικτικά το ‘Inventions for Electric Guitar του 1975). Από τα τέλη των 70s ωστόσο ήταν κι από εκείνους που αγκάλιασαν και τα καινά δαιμόνια των συνθιών. Στην προκείμενη περίπτωση μάλιστα, και σε αντίθεση με τους στουντιακά επιμελημένους (με ή άνευ acid) αυτοσχεδιασμούς των Ash Ra … το άφησε απλά να συμβεί. Και ούτε παρενέβη εκ των υστέρων. Ένα happy accident κατά έναν τρόπο, η δυναμική της τυχαιότητας, η οποία ωστόσο προϋποθέτει γνώση και ευαισθησία για να αναγνωριστεί, κι «έναν προετοιμασμένο νου» που έλεγε και ο Παστέρ (πως έγινε π.χ. με την ανακάλυψη της πενικιλλίνης από τον Φλέμινγκ;). Αποτέλεσμα, ένα ουσιαστικά κομμάτι διάρκειας 58 λεπτών και 40 δευτερολέπτων, σπασμένο αναπόφευκτα σε δύο πλευρές βινυλίου, και με κάμποσες ονοματισμένες υποενότητες. Μια ροή γραμμική η οποία πουθενά δεν γίνεται τυρβώδης, μια ροή που μπορεί να σε παρασύρει με την εμμονική επανάληψή της, ένα ταξίδι με διαδοχή τοπίων που είναι μεν διαφορετικά αλλά γίνονται αντιληπτά ως ίδια. Ακούγεται λες και ο Göttsching άφησε το sequencer και τα σύνθια να χαράξουν αυτά την πορεία τους, με το αρχικό απλοϊκό θέμα να εξελίσσεται στον χρόνο με ελάχιστες παραλλαγές. Ωστόσο έχει ενδιαφέρον ότι από τα μέσα του κομματιού περίπου, παρεμβαίνει πια ο ίδιος με την κιθάρα του, λες κι αισθάνθηκε την εσώτερη παρόρμηση, την ανάγκη πιο πολύ να δηλώσει την ανθρώπινη παρουσία, να μην νιώθει ως ένα cyborg, ως ένας άνθρωπος-μηχανή, ή «μουσικός εργάτης» κατά το (δυσοίωνο;) πρότυπο των Kraftwerk. Δίνοντας έτσι στο έργο και την ιδιότυπη λυρικότητά του που εξακολουθεί να συνεπαίρνει, τόσα χρόνια μετά.
Το ενδιαφέρον είναι -για να συνεχίσουμε και τα παίγνια της σκέψης- ότι ο δίσκος τελειώνει με την υποοενότητα «Remis», ισοπαλία δηλαδή, πατ όπως το μάθαμε, το θεωρητικά πιο ξενέρωτο (και πιο συχνό στο ανώτατο επίπεδο) αποτέλεσμα σε έναν σκακιστικό αγώνα. Που όμως είναι όπως σημειώνει ο Νάτσης «η φυσιολογική συνθήκη, ενώ η νίκη και η ήττα δεν είναι παρά παρεκκλίσεις που συμβαίνουν γιατί μεσολαβεί κάποιο λάθος, κάτι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο». Το λάθος λοιπόν πάλι ως κινητήριος μοχλός της ιστορίας, αλλά και ως τεκμήριο της θνητότητας και της ‘ανθρωπινότητας’ («άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε» που είχε τραγουδήσει δια χειρός ποιητή Κοινούση η Δούκισσα). Και η νίκη ως απόρροια λάθους και όχι απαραίτητα ικανότητας και ανωτερότητας. Έως και αιρετική σκέψη σε καιρούς αποθέωσης του ανταγωνισμού, της επιτυχίας και της ‘νίκης’ ως αυτοσκοπού. Θα μου πείτε είναι δυνατόν να παίζεις χωρίς να θέλεις σώνει και καλά να κερδίσεις; Κι όμως… Άλλωστε υπάρχει και μία παρτίδα όπου δεν μπορείς να κερδίσεις, όπου είσαι πάντα ο χαμένος.
Είναι σχεδόν κοινός τόπος ότι μέσα από την σκακιστική οπτική μπορείς να μιλήσεις για τον κόσμο όλο. Μπορείς να τον παρομοιάσεις ακόμη και με μια σκακιέρα (ίσως σουρεαλιστική, σαν σε Εκείνο το τραγούδι των Jefferson Airplane). Να αντιμετωπίσεις το σκάκι ως ένα καταφύγιο ορθολογισμού όταν τα πράγματα δεν βγάζουν πια κανένα νόημα, ένα safe place για εσωστρεφείς κυνηγημένες ψυχές (όπως συμβαίνει, με διαφορετική προσέγγιση και αφόρμηση, στην «Σκακιστική Νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ ή στην «Άμυνα του Λούζιν» του Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ). Μπορεί να γίνει έως και εμμονή ή τρόπος επανεφεύρεσης ενός εαυτού (όπως ακριβώς έγινε, κατά παραδοχή του, με τον Marcel Duchamp, o οποίος από κάποια στιγμή και μετά του αφιερώθηκε πλήρως, με πολλές εκφάνσεις εκκεντρικής δημιουργικότητας, σχεδιάζοντας δικά του κομμάτια, παίζοντας σκάκι με φιγούρες πραγματικούς ανθρώπους, επινοώντας το θαλάσσιο (!) σκάκι –ουχί όμως και το… υποβρύχιο, για να αναφερθούμε και στην καλή εγχώρια μπάντα Underwater Chess- ενώ υπάρχει και η περίφημη παρτίδα-περφόρμανς που έπαιξε με τον John Cage με μια σκακιέρα συνδεδεμένη με μικρόφωνα επαφής ώστε σε κάθε μετακίνηση να παράγεται ένας ηλεκτρονικός ήχος). Να το χρησιμοποιήσεις για μεταφορές και παρομοιώσεις, να επεκτείνεις έννοιες όπως το Zugzwang (όπως σε εκείνο το ωραίο κομμάτι του Matt Elliott), να μιλήσεις για κινήσεις-φορσέ και θυσίες (με την διαρκή υπόμνηση ωστόσο ότι η ‘πραγματική ζωή’ δεν σε περιμένει –αλλά και δεν σε αναγκάζει- να κάνεις κίνηση, ούτε τηρεί σειρά και τάξη). Να φορτώσεις και τα ίδια τα κομμάτια με συμβολικό βάρος μέχρι και ταξικές-κοινωνικές προβολές (όπως συμβαίνει π.χ. με το καταφρονεμένο και υποτιμημένο πιόνι, το πάντα υποχείριο στους σκοπούς των Μεγάλων όπως το βλέπει ο πρώιμος πολιτικός Bob Dylan στο «Only a Pawn in Their Game» ή οι Black Sabbath στο «War Pigs» αλλά και στις χειριστικές επιδιώξεις εμάς των μικρών όπως συμβαίνει σε ένα ωραίο κομμάτι των πολύ δικών μας Ήτα Βήτα), για την ζωή την ίδια, το παιχνίδι της ζωής, «όλοι εναντίον όλων» (Μωρά στη Φωτιά), όπου όλες και όλοι είμαστε πιόνια που «δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα, δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους», όπως έγραφε σε ποίημα του ο Μπόρχες. Ή μήπως το γνωρίζουμε όσο κι αν το απωθούμε; Ότι ένας είναι ο τελικός νικητής; Όση πίστη κι αν έχουμε στις δυνάμεις μας, ότι «ο αξιωματικός και ο ίππος μου θα συντρίψουν τις πτέρυγες του» όπως λέει ο στίχος από το «Seventh seal» του Scott Walker (και μια υπέροχη πιο μελανόηχη διασκευή του από τους In the Nursery), παραπομπή σε εκείνη την διάσημη σκηνή από την ταινία του Ingmar Bergman (‘Det sjunde inseglet’), όπου ένας ιππότης (ένας αξέχαστος Max von Sydow) επιστρέφει από την Σταυροφορία σώος κι αβλαβής για να βρει στην πατρίδα του τον Χάρο (επίσης αξέχαστος ο Bengt Ekerot) να έχει βγει παγανιά, τον προκαλεί σε μια παρτίδα σκάκι με έπαθλο την ίδια του τη ζωή (μια σκηνή που την αναπαρέστησαν και οι πληγωμένοι από τον Χάροντα Depeche Mode στο περσινό τους «Ghosts again»). Όταν ο Θάνατος ξαφνικά αιχμαλωτίζει την βασίλισσα του ιππότη, γελάει στεγνά. «Τίποτα δεν μου ξεφεύγει. Και κανείς».
Για να μην κλείσουμε όμως αυτό το κειμενάκι του… θανατά, και για να καταφύγουμε στον θεωρούμε και ως αντίδοτο στον θάνατο όπως πολλοί και πολλές αναγόρευσαν τον έρωτα, ας μείνουμε Γερμανία, πηγαίνοντας στον αντιδιαμετρικού κύρους του κράουτ χώρο των σλάγκερ, συναντώντας μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες του, τον Roland Kaiser, ο οποίος σε μια από τις επιτυχίες του τραγουδάει σε ρυθμό ψευδο-ανατολικοευρωπαϊκό (τύπου Dschinghis Khan, αν ενθυμείστε) με τον εύγλωττο τίτλο «Schach Matt», παρότι κοτζάμ Βασιλιάς, Κάιζερ, φτάνει μια ματιά, ένα χαμόγελο, ένα πέρασμα των δαχτύλων από τα μακριά μαύρα της μαλλιά, για να παραδοθεί «ρουά ματ με την Βασίλισσα στο παιχνίδι, ρουά ματ γιατί μου άρεσε τόσο, ρουά ματ γιατί έπαιζε τόσο έξυπνα»…
Μια λίαν ευπρόσδεκτη κι πολλά επιθυμητή ήττα οφείλουμε να παρατηρήσουμε…