Η μουσική παίζει… ΠΡΟ-ΠΟ: Τα τραγούδια, η ιστορία και… η κακή μας τύχη

Κι αν δεν κερδίσαμε ποτέ δεκατριάρι, έμειναν αναμνήσεις και τραγούδια. Του Αντώνη Ξαγά

«Το καινούργιο το παιχνίδι που μας ήρθε στην Ελλάδα, την καλή για να τσακώσεις, θέλει σκέψη κι εξυπνάδα, Πω, πω, πω, πω, πω, πω, πω, αν κερδίσω το Προπό, έξω φτώχεια και σεκλέτια, βάσανα, καημούς και ντέρτια». Το λαϊκό τραγούδι, ανέκαθεν σεισμογράφος και σφυγμομέτρης της κοινωνικής πραγματικότητας, εδώ μέσα από την καμπανάτη φωνή του Πάνου Γαβαλά σε παιχνιδιάρικη μελωδία του Γιώργου Ροβερτάκη υποδέχεται τον Μάρτη του 1959 την έλευση ενός νέου τυχερού παιχνιδιού προγνωστικών ποδοσφαίρου (ή αμοιβαίου στοιχήματος καλύτερα), που θα περάσει στα χείλη μέσα από το ακρωνύμιο ΠΡΟ-ΠΟ. Ιδέα και υλοποίηση (κατά το πρότυπο του ιταλικού TotoCalcio βέβαια) που πιστώνεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Α’, ιδρυτή της φερώνυμης δυναστείας, ο οποίος αναζητούσε ένα επιπλέον έσοδο για τα πάντα στενά δημόσια οικονομικά, αξιοποιώντας και συνδυάζοντας δύο αγάπες και έξεις του Έλληνα, το ποδόσφαιρο και τον τζόγο (δεν ξεχνάμε ότι κοτζάμ φόνος πρωθυπουργού είχε γίνει για χάρη του, όταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης έπεσε μαχαιρωμένος από τον διαβόητο –και Μανιάτη- χαρτοπαίκτη Αντώνη Γερακάρη επειδή είχε απαγορεύσει τη λειτουργία των λεσχών).

«Θέλει σκέψη κι εξυπνάδα» υποστήριζε το άσμα, ήταν γαρ -και είναι- μέσα στην γοητεία των περισσότερων (αν όχι όλων) τυχερών παιγνίων να αφήνουν την (ψευδ)αίσθηση ότι είναι ο ίδιος ο παίκτης που κρατάει την τύχη στα χέρια του, στην άκρη του στυλού (ή του πληκτρολογίου πλέον), αρκεί να μελετήσει, να ενημερωθεί, να ξεχωρίσει μέσα στο εντροπικό χάος την σωστή πληροφορία, την άκρη του νήματος που θα τον οδηγήσει στο προδιαγεγραμμένο μέλλον, ‘Ηρακλής-Ολυμπιακός Ένα. Τι λες Μάρθα μου, αφού ο Χαλιαμπάλιας έχει τα χάλια του; Ο αγώνας είναι αμφίρροπος, ο Κουμαριάς έχει κομάρες», επεμβαίνει ο καφετζής, «μου το’πε ο ξάδερφος του», διάλογος μεταξύ Αλέκου Τζαννετάκου και Μάρθας Καραγιάννη στην ταινία η «Ωραία του κουρέα» (του 1969 πια). Κι αν εδώ δεν μαθαίνουμε ποτέ το αποτέλεσμα του φανταστικού αγώνα, δεν διατηρούμε καμία αμφιβολία ότι όποιο και να ήταν, «φυσιολογικό», έκπληξη ή ανατροπή, θα είχε σίγουρα την αιτιότητά του, ‘στανταράκι’, μια λογικοφανή αλυσίδα που οδηγούσε αναπόδραστα σε αυτό, που αχ που δεν μας ξέφυγε, την παραβλέψαμε, την υποτιμήσαμε. Μα δεν το ‘βλεπες να έρχεται; Πως είναι δυνατόν; Δεν πειράζει, την επόμενη φορά, που θα παίξουμε «σύστημα γερό με τόση μαεστρία» («Αυτή την Κυριακή θα πιάσω 13», των Μιχάλη Μενιδιάτη και Στελλάκη Περπινιάδη, αλιευμένο από την συλλογή της MINOS «Τα λούμπεν»).

Ας μη σπεύσουμε να αποδώσουμε αυτή την στάση σε λαϊκή αφέλεια και έλλειψη μορφωτικής σκευής (ολόκληροι κλάδοι αυτο-επικαλούμενοι «επιστημονικοί» βασίζονται σε τέτοιες έγκυρες… εκ των υστέρων προβλέψεις – και όχι δεν εννοώ τους αστρολόγους). Στην πραγματικότητα εκφράζει την βαθιά, σχεδόν ενστικτώδη αντιπάθεια (και φόβο βασικά) του ανθρώπου απέναντι στη μοίρα, το απρόβλεπτο, την έως και αποθεωμένη Τύχη (ή Fortuna για τους Λατίνους), το χάος, την αναρχία (με όλες τις συμπαραδηλώσεις του όρου). Ο άνθρωπος ποθεί κατά βάθος τάξη και ασφάλεια (και… Μητσοτάκη) κι ένα ντετερμινιστικό σύμπαν που να λειτουργεί σαν μηχανισμός ελβετικού ρολογιού, όπου όλα έχουν τη θέση τους και όλα βρίσκουν την εξήγησή τους, ακόμη και τα πιο απίθανα (α ρε Χαλιαμπάλια… Μουλάρι ο Αστραχάν…).

Και είναι αυτό το πνεύμα ακριβώς που συμπύκνωσε σε εκείνη την περίφημη ρήση του, ο κατά το κοινό αίσθημα κορυφαίος άνθρωπος επιστήμονας, ο θείος Αλβέρτος: «ο Θεός δεν παίζει ζάρια». Που ήταν και λίαν παράδοξη, καθώς πήγαινε κόντρα στον ίδιο του τον εαυτό, στις ίδιες του τις ανακαλύψεις, στα καινά δαιμόνια που κι αυτός είχε βάλει ένα χεράκι για να απελευθερωθούν (όχι ωστόσο με την θεωρία της σχετικότητας, η οποία εντάσσεται αρμονικά στο οικοδόμημα της κλασικής Φυσικής, αλλά με την επιβεβαίωση της κβαντισμένης υφής της φύσης μέσα από την εξήγηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου). Έκτοτε η Φυσική ‘πνίγηκε’ σε νέφη από πιθανότητες, αβεβαιότητες, απεντοπισμένα ηλεκτρόνια που αλλού τα ψάχνεις κι αλλού τα βρίσκεις, και νεκροζώντανες γάτες. «Όχι μόνο παίζει ζάρια ο Θεός, αλλά τα ρίχνει κι εκεί που δεν μπορούμε να τα δούμε», θα απαντήσει, σίγουρα λίγο ξυπνιτζίδικα (συγχωρεμένος Γεωργίου speaking…), ο έτερος μεγάλος ποπ επιστήμονας, ο Stephen Hawking. Μήπως λοιπόν οι λαϊκές προλήψεις και δεισιδαιμονίες, μέχρι και τα γούρια (μελανούρια όπως κάνει την ρίμα η Ρίτα Σακελλαρίου στο «Είσαι το γούρι μου» (1987), «όταν χορεύεις ποποπό, δεκατριάρι στο προπό») δεν είναι παρά μια έκφραση τούτης της θεμελιώδους μας άγνοιας;

Είναι-δεν είναι μπαρμπουτατζής ο Θεός, υπάρχει-δεν υπάρχει, η ανθρώπινη ταπεινότητα (άθεη και μη) δεν θα πάψει όμως να την επικαλείται, γιατί που αλλού μπορεί να απευθύνεται η έκκληση των Ζιγκ Ζαγκ «στο πλεκτό να πάει η μπάλα, στο δοκάρι μη χτυπήσει, το όνειρο μη σταματήσει»; («Παρακάλα», 1990). Κι ας είναι το αποτέλεσμα μια σταθερή διάψευση, ένα δοκάρι, «στο εντεκάρι μια ζωή».

Όπως και να’ χει η Ελλάδα στα προποτζίδικα αναστενάζει (τα λένε ακόμη έτσι άραγε ή η χρήση του όρου αποκαλύπτει ηλικίες;), σήμερα πλέον εκσυγχρονισμένα, με πολλά πιο μοντέρνα παιχνίδια, χώροι με φως, άνετοι, κάπως ψυχροί ωστόσο και αποστειρωμένοι, ακόμη όμως σημεία συνάντησης και αναφοράς στην τοπογραφία μιας γειτονιάς (όσο πιο λαϊκή τόσο πιο πολλά), πολλοί μετανάστες και εμιγκρέδες αναζητούν «πιθανότητες ευτυχίας στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας», βλέμματα προσηλωμένα παθητικά σε μια οθόνη, γεμάτα προσδοκία αλλά και με μια αδιόρατη θλίψη και ανία. Μικρές διαψεύσεις αλλά και μικρές ελπίδες (αχ βρε Πανδώρα). Ένα κλίμα που αποτυπώνει μοναδικά ο ποιητής Λευτέρης Πούλιος στην «Λεηλατημένη μέρα» του: «(…) βαδίζω έξω από κέντρα που παίζει δυνατά το μπουζούκι ενώ υψώνονται γύρω μου τα καταστήματα καταποντισμένων ανθρώπων. Δίπλα στο πρακτορείο του προπό και το σουβλατζίδικο το κομμωτήριο ένας βυθός με γυναίκες ασάλευτες». Πως το κατέγραψε στους δικούς του στίχους ο Σταμάτης Κραουνάκης με την ηθογραφική εικονοποιητική ευστοχία που τον χαρακτηρίζει (στα καλά του); Φωνή στον Κώστα Μακεδόνα: «στη μοναξιά των καφενείων κάτι Παρασκευές, τα φιλαράκια μου τα μείον εξαργυρώνουν τις σιωπές, φίλτρα γεμάτα τα τασάκια σύστημα λόττο και προπό, δεν πάνε κάτω το φαρμάκια στης αγωνίας το ρυθμό». Είναι «Κάτι Παρασκευές» (1991). Και εικόνες από τα «Προάστια» των Στέρεο Νόβα: «Σάββατο απόγευμα σε μια πλατεία στριφογυρνάς χωρίς να δίνεις σημασία/σκέφτεσαι μόνο ένα τυχαίο συνδυασμό από αριθμούς για ένα σύστημα ΠΡΟ ΠΟ κι ένα λαχείο στην πίσω τσέπη κολλημένο που η τύχη το ‘φερε να μείνει πεταμένο».

Στην προσωπική μου μνήμη όμως βρίσκονται κάτι Σάββατα πρωϊνά. Ένα προποτζίδικο στην άκρη του χρόνου, στο παλιό κέντρο της πόλης που πλέον δεν υπάρχει, μια μακρόστενη τρύπα δίπλα στο πρακτορείο εφημερίδων με τις εφημερίδες κρεμασμένες μπουγάδα, λαθρανάγνωση στις πίσω σελίδες, στον τοίχο οι χειρόγραφοι πίνακες με τα αποτελέσματα, προτεινόμενα συστήματα, κι ένα ημερολόγιο της τοπικής ομάδας, του Παναρκαδικού (από αυτές τις παλιές φωτογραφίες ομάδων με τους παίκτες της πρώτης σειράς σε βαθύ κάθισμα και όχι σαν σήμερα που ίσα που σκύβουν λες και έχουν πάθει οσφυαλγία -ή κάτι χειρότερο, ας μην το εκφράσουμε όμως λεκτικά), στον πάγκο σκορπισμένοι στυλοί και δελτία με τους νέους αγώνες, ονόματα ομάδων που μου έρχονται συνειρμικά, πολλές χαμένες σήμερα στις τοπικές κατηγορίες, Άσκολι, Αβελλίνο και Καταντζάρο, κύπελλο Ράπαν με εξωτικά άγνωστα ονόματα σαν ταξιδιωτικός οδηγός, αλλά και οι δικές μας, Κόρινθος, Διαγόρας Ρόδου και Ρόδος (και Ιάλυσος αργότερα), Παναιγειάλειος, Χαραυγιακός και Εορδαϊκός, sic transit gloria mundi, ένα δύο χι με πατημένο δυνατά μελάνι, καρμπόν που λερώνει τα χέρια, ταινία στο δελτίο που την νιώθω ακόμη στην απτική μνήμη… Κι έπειτα γήπεδο, στοιχήματα, καυγά, στο ξερό γηπεδάκι-στρούγκα, αθώες (με εισαγωγικά ή άνευ) εποχές, αγνές, πιο αγνό το ξύλο, πιο αγνό το χώμα, πιο αγνό το τσιμέντο, όλα ‘ρομαντικά’, όλοι οι αγώνες την ίδια ώρα, οι φωνές των εκφωνητών στα τρανζιστοράκια (παρακαλώ σάουντρακ το «Goldene Jahre» του Michel Cretu). Κι έπειτα, σπίτι, Κυριακίλα, το σήμα της Αθλητικής Κυριακής, αύριο σχολείο, οι βιαστικοί έπαιρναν τηλέφωνο στον τριψήφιο αριθμό του ΟΤΕ, ‘Αγροτικός Αστέρας-Καστοριά σημειώσατε Χι’, μια γυναικεία φωνή στην απαγγελία, οι τυχεροί περίμεναν με αγωνία την διαλογή που ξεκινούσε ήδη αργά την Κυριακή την νύχτα κάπου στην πλατεία Κουμουνδούρου, το τσιγαρόχαρτο με την σωστή στήλη να χρησιμεύει ως χειρωνακτικό εργαλείο σύγκρισης (είχα συμφοιτητές που έκαναν αυτή τη δουλειά), άραγε πόσοι ακόμη να είναι οι δεκατριάρηδες;, αχ και να είμαι «ο μόνος δεκατριάρης στο ΠροΠο» και τότε «μπέμπα, θ’ αλητέψουμε, ό,τι γουστάρουμε θα κάνουμε» που τραγουδούσε στο ομώνυμο κομμάτι στην ροκ εν ρολ περίοδο του ο Νίκος Καρβέλας. Μία μοναδική φορά είχα την εμπειρία του 13, φευ, μαζί με χιλιάδες άλλους, το ποσό ίσα που έφτασε για μια κασέτα στο τοπικό δισκάδικο (Cure;)

(Το γουστόζικο είναι ότι το 13 ήταν και είναι για πολλούς λαούς ο απόλυτα γρουσούζικος αριθμός –σε συνδυασμό ή και όχι με την Παρασκευή- τόσο που πολλές αεροπορικές εταιρείες δεν έχουν σειρά καθισμάτων 13, που στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) στα ψηλά κτίρια δεν υπάρχει 13ος όροφος (το πάρτυ στο ομώνυμο τραγούδι των Τρυπών θα γινόταν στον όροφο… 12Α), ενώ μέχρι και ειδική φοβία υπάρχει, η δεκατριοφοβία (triskaidekaphobia!)).

Έπειτα… έπειτα τα χρόνια πέρασαν, το 1995 μπήκε η μηχανογράφηση και τα (γ)κομπιούτερ, μετά προστέθηκε ένας ακόμη αγώνας (Σούπερ 13) και μετά άλλος ένας, πλέον κανείς εδώ δεν τραγουδάει τον «δεκατεσσάρη» (για το ιστορικώς ακριβές να σημειώσουμε πάντως ότι και στην αρχή του το Προπό 14 αγώνες περιλάμβανε, 12 συν 2 αναπληρωματικούς για την περίπτωση διακοπής ή αναβολής!), ήρθε και το Στοίχημα που μάζεψε όλο το χαρτί, πριν μου μπει η ιδέα για το αφιέρωμα αυτό δεν γνώριζα καν ότι το παιχνίδι συνέχιζε να υπάρχει, ‘ελάχιστοι πια παίζουν, κυρίως μεγαλύτεροι άνθρωποι’ μου είπε ένας πράκτορας που ρώτησα, ‘είχα τις προάλλες έναν δεκατριάρη που πήρε καμιά κατοστή Ευρώ’.

Πλέον δεν φτιάχνεις τη ζωή σου με το Προπό λοιπόν, όπως το κατάφερε κάποτε π.χ. ο Κώστας Χατζηχρήστος στην ταινία «Λαός και Κολωνάκι» του Γιάννη Δαλιανίδη (1959 κι αυτή), όπου βρίσκεται μπλεγμένος σε κλασικό ερωτικό τρίγωνο παλιού «καλού» ελληνικού κινηματογράφου, ανάμεσα στην πτωχιά πλην τίμια Κάκια Αναλυτή και την πλούσια συν αλαζονικιά Ρίκα Διαλυνά, μετατρέπει το γαλακτοπωλείο σε προποτζίδικο, αυξάνει το εισόδημα και μεγαλοπιάνεται, στο τέλος κερδίζει και 1.800.000 δραχμές στο Προπό και παντρεύεται, μαντέψτε ποια από τις δύο…. (no spoilers!)

Το Προπό αποτυπώθηκε σε ουκ ολίγες ταινίες του ελληνικού σινεμά, έτσι ενδεικτικά να μνημονεύσουμε εδώ «Το ΠΡΟΠΟ και τα μπουζούκια», με την Σαπφώ Νοταρά από το 1968, τον «Τυχεράκια» (Θύμιος Σουβλάκι και ΠΡΟΠΟ) πάλι με Χατζηχρήστο, αναρίθμητες σκηνές σε ταινίες, ενώ δεν θα μπορούσα να μην θυμηθώ εκείνο το σκετς του Χάρρυ Κλυνν με το ΠΡΟΠΟ στην υπηρεσία… της Ελληνικής Επανάστασης («μην ακούς τις μαλακίες που λέει ο γέρος, εσύ παίχ’ την τριπλή να ΄χουμε το κεφάλι μας ήσυχο»).

Η ελπίδα με το ΠΡΟΠΟ «να πιάσεις την καλή» πέρασε φυσικά και στο τραγούδι, με την λαϊκή μούσα να αποτυπώνει μελοποιημένους πόθους και όνειρα. Κι ας αποδεικνυόταν η ελπίδα τελικά φρούδα, ένα «Άπιαστο Προ-πο» όπως τιτλοδοτείται κι ένα ποίημα του Βασίλη Καραβίτη από τη συλλογή του ‘Λυπομανία’ (1989) «Ας συνεχίσουμε κι απόψε την κουβέντα μας. (…)για νέες ευαισθησίες , νέες αισθήσεις , νέες διαστάσεις, για παιδιά χωρίς τους μύθους των μεγάλων, για σπίτια χωρίς δωμάτια υπηρεσίας για ένα νέο κόσμο χωρίς τα σύνορα που ξέρουμε. Κουβέντα ας γίνεται όσο θέλετε. Εγώ το ξέρω προ πολλού: αυτό το δεκατριάρι δεν πιάνεται με τίποτα». Η ελπίδα όμως πεθαίνει πάντα τελευταία, τι θα κάναμε χωρίς δαύτη; (αχ βρε Πανδώρα, ξανά). Και τα όνειρα είναι δωρεάν. Έτσι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο τραγούδι του Μπάμπη Μπακάλη «Σαν κερδίσω το Προπό» (κι αυτό του 1959, με την ακόμη άγουρη Δούκισσα στα δεύτερα φωνητικά - κι αυτό με την ρίμα ‘πω πω’ και ‘προπό’), φαντασιώνεται ταξίδια σε Ιταλία, Μόντε Κάρλο και Παρίσι, με παρέα όμως καλή, «πω, πω, πω, σαν κερδίσω το ΠΡΟ-ΠΟ, στην Ευρώπη ταξιδάκι θα σε πάω, πω, πω, πω, σαν κερδίσω το ΠΡΟ-ΠΟ, μέχρι δίφραγκο μαζί σου θα τα φάω». Κι αν εδώ μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε την επιθυμητή παρέα, ο Γιώργος Σταύρου με «Το ΠΡΟΠΟ», δεν αφήνει αμφιβολίες, «αγαπώ το Μαρικάκι», «το Προπό να ‘ναι καλά, με ένα τάλιρο μονάχα εγεμίσαμε ψιλά, κι εκεί που ήμουνα μπατίρης έχω γίνει νοικοκύρης» και μπροστά στην προοπτική αυτή στέκεται υπεράνω οπαδικών αισθημάτων, «είμαι Ολυμπιακάκιας και Παναθηναϊκός, Αεκτζής κι Απολλωνάκιας και Πιερικός και Άρης, ΠΑΟΚ μα και Εθνικός» (άγνωστο κομμάτι που πρωτάκουσα στον αγαπημένο μου καλοκαιρινό σταθμό, τον Orange ‘μόνο παλιά λαϊκά’ της Αργολίδας).

Αντίθετα ο Βλάσσης Μπονάτσος στο «1 2 Χ», διασκευή σε πολύ όμορφο ιταλικό άσμα των Coggio και Baglioni (1981), έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στην ΑΕΚ, «δεν το κέρδισε ποτέ του μια ζωή μα ελπίζει, και δεν ζητάει και παλάτια, ένα χολ με δυο δωμάτια, μια βεράντα για να παίζει το μωρό, αν η ΑΕΚ φέρει 2, θα γλιτώσει απ’ το κρύο». Από την άλλη, στο ίδιο… πτηνό σε άλλη χρωματική επιλογή ποντάρει ο Πασχάλης Τερζής (δια χειρός μπουζουκιού Χρήστου Νικολόπουλου), «Στο Προ-πο και στο λαχείο» από την «Εθνική Θεσσαλονίκης» (1986), τον δίσκο που τον καθιέρωσε και κάτω από τα Τέμπη, τραγουδάει «είσαι παίχτης με πτυχίο. Κυριακές και οι Δευτέρες είναι οι μόνες σου οι μέρες. Αν ο ΠΑΟΚ φέρει 2, λες στη φτώχεια σου αντίο. Κι αν ο λήγοντας το 6, τότε σίγουρα θα φέξει» (αν και ο ΠΑΟΚ είχε μόλις αναδειχτεί τότε πρωταθλητής Ελλάδος, οπότε το διπλό του δεν πρέπει να ήταν τόσο πια αποδοτικό). Σε πιο… κίνκυ καταστάσεις ο Γιάννης Λογοθέτης, ο γνωστός ΛοΓό στο «Συμπληρώναμε ΠΡΟΠΟ» το κάνει (το Προπό) «όλη νύχτα στο κρεβάτι» με την αγαπημένη του, «με ρωτάει για τον Άρη, για τον Μακεδονικό, γίναμε τρελό ζευγάρι υπερσεξουαλικό», στο τέλος κάνανε κι έντεκα παιδάκια και ιδρύσανε ομάδα, τον Λογοθετιακό (σε νεότερη εκτέλεση του άσματος από τον Φοίβο η ομάδα γίνεται… Δεληβοριακός).

Η γυναίκα «σερσέ λα φαμ» ως τρόπαιο θηρευτή και ως ιδανική αγιοποιημένη μορφή ταυτόχρονα (όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται) ήταν σύνηθες μοτίβο στο λαϊκό τραγούδι, απηχώντας τα γενικότερα κοινωνικά ήθη -όχι τόσο ξεπερασμένα όσο νομίζουμε-, η γυναίκα ως πόθος που κατακτάται (και) με τα λεφτά, που είναι γκρινιάρα (στο «Στο προπό πάνε χαλάλι», απρόσμενο καθαρό λαϊκό που αποδίδεται στον πρώιμο Βαγγέλη Κονιτόπουλο «που θα πάει το Προπό δεν θα το πιάσω, απ’ της φτώχειας το μπελά να ησυχάσω (…) να σου πάρω μια κουρσάρα έξι μέτρα, για να πάψεις να γκρινιάζεις βρε γυναίκα») και φυσικά ένα μυστήριο που αποζητά την πατριαρχική του λύση («όποιος βρει γυναίκα να ‘χει λογική, είναι σαν να βρήκε την Αμερική, βρήκε τη βδομάδα δίχως Κυριακή, κι όποιος βρει γυναίκα να ‘χει και μυαλό, είναι σαν να πιάνει δύσκολο Προπό» τραγουδάει ο Άγγελος Διονυσίου στο «Η γυναίκα είναι γρίφος» (1985), με τους εχμμ μάλλον μισογύνικους στίχους να χρεώνονται στον Τάκη Μουσαφίρη).

Ήδη όμως βλέπω να εγείρονται οι ενστάσεις, που ίσως να καταπνίγονται από την αρχή ήδη του κειμένου αυτού. Δεν έχει κάτι το αφόρητα μικροαστικό όλο αυτό, κάποιες θα έλεγαν και αντεπανασταστικό, ο τζόγος ως «όπιο του λαού» κι αυτός, μια ψεύτικη ελπίδα που αποχαυνώνει, στρέφει δυνάμεις και σκέψεις και ενέργεια σε ανώδυνες δράσεις αφήνοντας τον εξουσιαστικό μηχανισμό αλώβητο; (κι ας μην βάλουμε καν ως παράμετρο στη συζήτηση την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και τα δικά της παρελκόμενα). Κάποια από τα άσματα που ήδη αναφέραμε έχουν μια υπόρρητη ειρωνία απέναντι σε όλο αυτό, πιο έντονη π.χ. στο σκωπτικό «Το παιχνίδι του Προ-Πο» του Βασίλη Μπουγιουκλάκη (σε μουσική Κραουνάκη και στίχους Γιώργου Μανιώτη), «ένα ένα δύο χι, αν κερδίσω τι θα βγει; ρετιρέ χρυσή ζωή, τζετ ταξίδια γιοτ, γούνες δεξιώσεις (…) δόξα και αθανασία», ενώ την ίδια περίπου εποχή από τ’ αντάρτικο του λημέρι έστελνε φλογερά λόγια αφύπνισης ο Πάνος Τζαβέλλας («Ξυπνείστε», 1975) «φτιασιδωμένη η ψευτιά γυρνά στους δρόμους και γελά, μπουτίκ, βολάν και ξιπασιά, Προπό, λαχεία, διαφθορά», σε ανάλογο πνεύμα κι ο Φώντας Λάδης δια μουσικής Δημήτρη Λάγιου και χειλιών Αντώνης Καλογιάννη στο «Έγινε η ζωή μας», ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα, «σ’ ένα σούπερ μάρκετ μπαινοβγαίνει, μα τα χέρια μένουν αδειανά. Χάθηκαν τα πρόσωπα στην πρέσα κι έγινε η αγάπη πιο φτωχή. Σε χωριά και πολιτείες μέσα, όλα γίναν ένα, δύο, χι». Μιας που οι νεότερες γενιές έχουν έρθει κατάματα με ίδια ακριβώς διαχρονικά προβλήματα, «τσαρούχι, φραπέ, φασολάδα, ζω στην χώρα που όλα είναι σαθρά, που όλοι παίζουνε προπό, αλλά δεν παίζουν γκαφρά» ραπάρει ο TUS στην αυτομαστιγούμενη «Ελλάδα» του, ενώ και ο Kanon μαζί με τον εσχάτως πολύφερνο ΛΕΞ στη «Μαύρη μουσική» υπερθεματίζουν: «ομόρφυνε το βρωμοκαναπέ μου έστω για λίγο, γαμήσια μ' αφροδίσια, η γενιά του μπετό, προτού χαθεί σε καφενεία και πρακτορεία προπό» (από την άλλη έναν ιδιότυπο τρόπο να «πηγαίνει ταμείο» έχει βρει ο Thug Slime ο οποίος στον «Θείο» του και σε κλασικό τσάμπα μάγκικο στυλ (τ)ραπ απειλεί «στο προπό σκάω με μάσκα και αδειάζει το ταμείο»).

Θα παραβιάσουμε ωστόσο πόρτες ορθάνοιχτες αν εστιάσουμε απλά και μόνο στα κακά του τζόγου, τούρα είναι γνωστά από την εποχή που οι Αχαιοί έπαιζαν ζάρια (κυβεία) για να περνάει η ώρα έξω από τα τείχη της Τροίας, έκτοτε τα έχουν στηλιτεύσει κόσμος και κοσμάκης, από τον Αριστοφάνη μέχρι τον Ντοστογιέφσκι. Είναι όμως που αυτό το κειμενάκι θέλει να κρατηθεί σε μια πιο ευμενή, ή και τρυφερή ματιά στην ανθρώπινη αδυναμία. Που μπορεί να έχει και πλάκα, ασχέτως αποτελέσματος (πως το έλεγε με την αρχοντοφωνή του ο Γιώργος Μαργαρίτης; «Την πλάκα μου κάνω, και δεν μου καίγεται καρφί αν παίρνω ή τα χάνω, εγώ τα παίζω στα χαρτιά, τα ρίχνω και στα ζάρια και αν δεν κερδίσω στο Προπό, στο Λόττο βγάζω εξάρια».)

Κι επιπλέον ομολογώ ότι δεν τα πηγαίνω καλά με τον ηθικό… πλάστη, όσο και αν ενίοτε η χρήση του μπορεί να είναι δικαιολογημένη. Ειδικά εάν εκπορεύεται από τα πάνω. Πριν όμως εγερθεί η κατηγόρια περί «λαϊκισμού» (αυτή της νεφελώδους έννοιας για πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν -με κάθε έννοια του όρου), όχι δεν θα υιοθετήσουμε την λαγνεία περί του αλάθητου «λαού», εξ αυτού, όπως έχει κατ’ επανάληψη δείξει η Ιστορία, μπορεί να πηγάζουν τα κρείτω αλλά πολλές φορές ερρύουν και τα φαύλα.

Ωστόσο μέσα σε ένα σύστημα μελετημένα στημένο για την διατήρηση και την ενδογαμική αναπαραγωγή μιας ανώτερης τάξης καλοσπουδαγμένης και καλοζωισμένης με την αυταρέσκεια του «αυτοδημιούργητου», της αξιοκρατίας και της αγνόησης του παράγοντα Τύχη (θερμή σύσταση εδώ για το βιβλίο του Michael Sandel «Η τυρρανία της αξίας»), δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι μεγάλο μέρος της ηθικής αυτής καταφρόνιας για τους «πτωχούς που τζογάρουν» έχει και μια έντονη δόση σκαντζίλας και υπεροψίας. Όπως επίσης ότι μία από τις κύριες εκφάνσεις της νεοφιλελεύθερης επιπλοκής του καπιταλισμού είναι ακριβώς ο τζόγος, ουχί όμως ο λαϊκός, μια στήλη του Προπό ή του Τζόκερ, αλλά ένας τζόγος κρυμμένος πίσω από εξωτικά δυσνόητα ονόματα και έννοιες θωρακισμένες με άφθονα παρεχόμενη (ψευδο)επιστημονικότητα (θυμάται κανείς τα CDS; τι είναι οι αγορές των παραγώγων; τα χρηματιστήρια; κοκ) που εξασφαλίζουν την αθέατη κλοπή.

Μπορεί λοιπόν οι άνθρωποι να μη μάθουμε ποτέ αν ο Θεός, η Θεά ή το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας υπάρχουν κι αν παίζουν ζάρια ή όχι, το σίγουρο είναι ότι οι εξουσίες, οι πολύ υπαρκτές και χειροπιαστές του κόσμου τούτου, όχι μόνο παίζουν ζάρια, όχι μόνο τα ρίχνουν εκεί που κανείς δεν μπορεί να τα δει, αλλά το διακύβευμα τους (με εξασφαλισμένο μάλιστα το κέρδος) είναι οι ίδιες μας οι ζωές.

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό-φανζίν για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ και την οπαδική κουλτούρα, HUMBA!, τεύχος 47)