Η τζαζ σκηνή της Νέας Υόρκης σήμερα - Έξι νέες προτάσεις δείχνουν το αύριο
Για την σύγχρονη τζαζ, σαν την Νέα Υόρκη δεν έχει. Της Ελένης Φουντή
Θα μπορούσαν να είναι σεξτέτο: Μία κιθαρίστρια, ένας βιμπραφωνίστας, ένας ντράμερ, ένας μπασίστας, μια φλαουτίστρια και ένας ακόμα κιθαρίστας (θα το κάψουμε). Θα μπορούσαν, γιατί στη τζαζ δεν έχουν νόημα οι συζητήσεις περί συνήθων δομών. Άλλοτε είσαι leader, άλλοτε υποστηρίζεις, παίζεις σόλο, σε ντουέτο πνευστών, σε σχήμα μόνο με έγχορδα, σε ολοκληρωμένη ορχήστρα κ.λπ, αναλόγως με το τι θέλει να εκφράζει ποιος, πότε και γιατί. Θα μπορούσαν όμως και για έναν άλλο λόγο. Γιατί ζουν όλοι στη Νέα Υόρκη. Και αυτό δεν έχει σημασία τόσο για τα πρακτικά θέματα γεωγραφικής εγγύτητας, όσο γιατί έχουν την τύχη (που είναι συνειδητή επιλογή) να δέχονται κοινά ερεθίσματα και να διαπνέονται από την ίδια κουλτούρα ανατρεπτικών προσεγγίσεων των jazz standards που χαρακτηρίζει διαχρονικά την νεοϋορκέζικη σκηνή.
Δεν είναι εν τέλει σεξτέτο, αλλά leaders ο καθένας και η καθεμιά στις νέες τους δουλειές. Έξι νέες προτάσεις που μόλις κυκλοφόρησαν και δείχνουν τις τάσεις σε μια μητρόπολη που παραμένει (η) ναυαρχίδα της τζαζ στην Αμερική (η Νέα Ορλεάνη ως γενέτειρα είναι εκτός συναγωνισμού) και διεθνώς. Έξι ενδεικτικές προτάσεις, ακριβέστερα, γιατί ευτυχώς ακούμε συνέχεια πολλή και καλή τζαζ από αυτή την πλευρά της Ανατολικής Ακτής, αλλά όχι τυχαίες προτάσεις. Πέραν της διαφορετικής, κάθε φορά, οπτικής για τη σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό από τον ντράμερ, τον μπασίστα, τη φλαουτίστρια, την κιθαρίστρια κλπ που πάντα έχει ενδιαφέρον, τα άλμπουμ που διάλεξα δείχνουν μια ανοιχτή, ακομπλεξάριστη αντίληψη για την contemporary jazz σκηνή, που δεν εργαλειοποιεί τον ακραίο πειραματισμό ως άλλοθι πρωτοπορίας, αλλά τον επικαλείται όταν χρειάζεται για λόγους ουσίας και δεν αποκηρύσσει τη φόρμα και τη μελωδία ως ξεπερασμένα πράγματα αλλά αγνοεί ως ξεπερασμένους αυτούς ακριβώς τους μυωπικούς διαχωρισμούς.
Mary Halvorson - Cloudward (Nonesuch Records)
Η Halvorson δεν χρειάζεται συστάσεις στους ανθρώπους που ακούνε τζαζ. Εμβληματική μορφή της σύγχρονης νεοϋορκέζικης σκηνής και μία από τις σημαντικότερες μουσικούς της γενιάς της, ανήκει σε αυτούς που δίνουν τον τόνο και δημιουργούν τις τάσεις. Παραμένει συνεχώς ανήσυχη και εφευρετική και με κάθε νέα της δουλειά καταφέρνει να αλλάζει τα δεδομένα για τις συμβάσεις του ήχου της, χωρίς όμως να εκχωρεί τα βασικά ταυτοτικά της χαρακτηριστικά που την καθιστούν μία κατεξοχήν αναγνωρίσιμη συνθέτρια και κιθαρίστρια σε επίπεδο ύφους. Δύσκολη υπόθεση η εξισορρόπηση της δημιουργικότητας και της ενίσχυσης ταυτότητας, αλλά η Halvorson τα καταφέρνει θαυμάσια, με τον ίδιο τρόπο που παίζει στα δάχτυλα και τον συγκερασμό παράδοσης και νεωτερισμού. Όλα αυτά με έναν τρόπο που δεν ξέρεις τελικά αν ακούς old school τζαζ, μουσική δωματίου ή avant-garde, αλλά ξέρεις σίγουρα ότι ακούς Mary Halvorson και μάλιστα πολύ νωρίς. Δυο - τρεις νότες αρκούν.
Φέτος, με το σεξτέτο της, το οποίο συναντήσαμε και πρόπερσι στο “Amaryllis” του αριστουργηματικού διδύμου “Amaryllis / Belladonna” (κιθάρα - η ίδια, μπάσο - Nick Dunston, ντραμς - Tomas Fujiwara, τρομπόνι - Jacob Garchik, τρομπέτα - Adam O'Farrill, βιμπράφωνο - Patricia Brennan), συνεχίζει να ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα στο μοντέρνο και τις παραδοσιακές μορφές της τζαζ, ψάχνοντας την ισορροπία αρμονίας - δυσαρμονίας στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και στις modal ρίζες των 50s και των 60s. Και φυσικά τη βρίσκει. Μεταξύ μας, θεωρώ ότι το “Cloudward” δεν βρίσκεται στο επίπεδο του “Amaryllis”, αλλά από την άλλη τέτοιου είδους μικροσυσχετισμοί για μια μουσικό που δημιουργεί jazz ορόσημα με κάθε δίσκο της δεν είναι απλώς λεπτομέρειες, αλλά συζητήσεις άνευ νοήματος. Και μιζέριες εδώ που τα λέμε. Πάλι στα σύννεφα ανεβαίνουμε με τη Mary. Και σε ένα κομμάτι παίρνουμε και τη Laurie Anderson με το βιολί της μαζί.
Joel Ross - Nublues (Blue Note Records)
Έχω την εντύπωση ότι το βιμπράφωνο λειτουργεί ως σημάδι ευληπτότητας για τους τζαζόφιλους. Έχει βιμπράφωνο; Θα ακούσεις κάτι όμορφο και μελωδικό. Ίσως επειδή είναι από τα όργανα που μπορείς να απολαμβάνεις ακόμα και όταν το χειρίζεται μωρό τριών χρονών (μιλάω έστω για τον εαυτό μου), ή πιθανόν και λόγω μιας εικαζόμενης μαξιμαλιστικής προσέγγισης στον ήχο. Πάντως, ως προς το μαξιμαλιστικό και προσβάσιμο του πράγματος έχουμε πάμπολλα παραδείγματα περί του αντιθέτου. (Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι η μινιμαλίστρια Taiko Saito που τη γνωρίζουμε από τη συνεργασία της με τη σπουδαία πιανίστρια Satoko Fujii).
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Joel Ross που του αρέσουν οι κάπως κομπλικέ καταστάσεις, αλλά εδώ σηκώνει το γάντι της απλότητας. Ο Ross ήρθε σε επαφή με τα blues ως φοιτητής στο περίφημο New School της Νέας Υόρκης. Εκπαιδευτής πλέον και αισίως στον τέταρτο δίσκο του στη Blue Note ως leader (το βάζεις με bold στο cv), μας δίνει μία πολύ συναισθηματική σπουδή πάνω στα blues, τα οποία προσεγγίζει από τον δρόμο της free jazz, μια εσωτερική κυκλική τελικά διαδρομή, αφού η τζαζ έχει τις ρίζες της στα μπλουζ και το ragtime. Στο αυτεξήγητου τίτλου “Nublues” ο Ross παρουσιάζει επτά δικές του συνθέσεις - σημεία συνάντησης της μελωδίας με την περιπέτεια και έχει τα κότσια να διασκευάσει τα jazz standards του John Coltrane “Equinox” και “Central Park West”, αλλά και το περίφημο για τις ρυθμικές του μετατοπίσεις “Evidence” του Thelonious Monk. Blues - ballads - αυτοσχεδιασμός σε διάλογο για βιμπράφωνο, σαξόφωνο (Immanuel Wilkins), πιάνο (Jeremy Corren), μπάσο (Kanoa Mendenhall), ντραμς (Jeremy Dutton) και φλάουτο (Gabrielle Garo). “Δεν τους είπα τι και πώς να παίξουν”, εξηγεί ο Joel Ross, “τους είπα να ακούσουμε ο ένας τον άλλον και να παίξουμε μπλουζ”. Φαίνεται.
Ches Smith - Laugh Ash (Pyroclastic Records)
Διαβάζω στο insert του cd ότι έχει επηρεαστεί από τον Steve Reich, την ψάχνει με το hip hop, έχει μελετήσει Μπετόβεν, τις μουσικές παραδόσεις των αφρικανικών θρησκειών της διασποράς και άλλα. Πολύ ωραία αυτά, αλλά εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο η διευκρίνιση που δίνει παρακάτω: “Όταν φτιάχνω μουσική δεν επιδιώκω κάποιο vibe, ούτε έχω ως κριτήριο να προβάλλω ετερόκλητες αναφορές του τύπου οι Bachman-Turner Overdrive συναντούν τον Sonny Sharrock της περιόδου Last Exit”. Αυτό εννοούσα παραπάνω όταν αναφερόμουν στην ακομπλεξάριστη αντίληψη για την contemporary jazz που δεν ψάχνει να εντυπωσιάσει με εύκολες catchy παραδοξότητες (αλήθεια, πόσες φορές έχουμε διαβάσει “η μουσική μου είναι ένα σημείο συνάντησης των Στοχαστικών του Ξενάκη με τους πρώιμους Genesis” και τελικά ακούμε μια ανέμπνευστη τρύπα στο νερό). Το “Laugh Ash” λοιπόν δεν ψάχνει να εντυπωσιάσει, αλλά το κάνει εν των πραγμάτων, γιατί χρησιμοποιεί γνωστά υλικά για να προτείνει έναν νέο ήχο με τρόπο που αντανακλά δημιουργικό όραμα και όχι απεγνωσμένες προσπάθειες να μπερδέψει, να κοροϊδέψει ή να εκβιάσει τον θαυμασμό μας.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τι ακούει στη νέα δουλειά του Ches Smith (σημαντικός ντράμερ της γενιάς του που τον ξέρουμε και από τις συνεργασίες του με τον Marc Ribot, τον Tim Berne, τον John Zorn, τη Mary Halvorson που παρουσιάστηκε νωρίτερα, τον Terry Riley, τους Xiu Xiu και πραγματικά πολλούς άλλους), γιατί εδώ αποτυπώνεται όντως μια πανσπερμία επιρροών, πάντως είναι μεγάλη τζαζ και κυρίως μεγάλη μουσική, που είναι ακόμα σπουδαιότερο. Αυτή είναι η νεοϋορκέζικη σκηνή, η ορθόδοξη και ανορθόδοξη μαζί που είναι ουσιωδώς ελεύθερη και αφουγκράζεται την εποχή της συνδιαλεγόμενη με τάσεις εντός και εκτός τζαζ χωρίς επιφανειακά οξύμωρα “με το ζόρι”. Με μια ονειρική ομάδα συνεργατών (φωνητικά - Shara Lunon, φλάουτο - Anna Webber, κλαρινέτα - Oscar Noriega, σαξόφωνο - James Brandon Lewis, τρομπέτα - Nate Wooley, βιολί - Jennifer Choi, βιόλα - Kyle Armbrust, τσέλο - Michael Nicolas, μπάσο / πλήκτρα - Shahzad Ismaily), ο Ches Smith που εκτός από ντραμς αναλαμβάνει τα ηλεκτρονικά, glockenspiel και διάφορα κρουστά συν το programming, καταφέρνει να υπερβαίνει τους ορισμούς. Δεν ακούμε εδώ chamber jazz με ολίγον spoken word, hip hop υπόστρωμα, minimal στιγμές και improv γεμίσματα. Δεν είναι μείγμα διαφορετικών στυλ ή κολάζ η μουσική του. Είναι μια νέα τζαζ που παίζει με τους δικούς της όρους. Νέα μεγάλη μουσική.
Moppa Elliott - Jonesville (Hot Cup Records)
Φέτος ο μπασίστας Moppa Elliott είναι τόσο ορεξάτος που έβγαλε ήδη δύο δίσκους και μάλιστα με τελείως διαφορετικά σχήματα, το κουιντέτο Advancing On A Wild Pitch και το νονέτο Acceleration Due To Gravity. Ο δεύτερος δίσκος με τον οποίο ασχολούμαι εγώ εδώ γιορτάζει τα εκατόχρονα του μεγάλου κοντραμπασίστα Sam Jones (1924 - 1981). Ο Jones συνέδεσε το όνομά του με τη νεοϋορκέζικη σκηνή κυρίως των 1950s και των 1960s και υπήρξε περιζήτητος συνεργάτης αλλά και leader. Διακρινόταν για το ιδιαίτερα καθαρό και επιθετικό παίξιμό του, πράγμα σπάνιο στα rhythm sections της εποχής εκείνης. Ούτε και σήμερα συνηθίζεται βέβαια, εξ ου και η τεχνική του θεωρείται αξεπέραστη.
Ο Elliott αναπαριστά αυτή την αίσθηση στο “Jonesville” με τέσσερις δικές του συνθέσεις - ομάζ και τρία κομμάτια του Jones, υποστηριζόμενος από τους Bobby Spellman (τρομπέτα), Dave Taylor (τρομπόνι), Matt Nelson (άλτο σαξόφωνο), Stacy Dillard (τενόρο σαξόφωνο), Kyle Saulnier (βαρύτονο σαξόφωνο), Ava Mendoza (κιθάρα), George Burton (πιάνο), Mike Pride (ντραμς). Αυτό που κάνει το “Jonesville” ξεχωριστό όμως είναι ότι δεν αναπαράγει απλά τον ήχο του Sam Jones π.χ. της περιόδου του The Cannonball Adderley Quintet στα τέλη των 1950s, αλλά παρουσιάζει μια εκδοχή για την εποχή εκείνη φιλτραρισμένη μέσα από τον σύγχρονο ήχο της Νέας Υόρκης. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των πρωτότυπων συνθέσεων του Elliott είναι ότι πατάνε στην κουλτούρα hip-hop καλλιτεχνών όπως οι Wu-Tang Clan, οι Roots κ.ά. και βασίζονται κυρίως στη λούπα παρά σε ένα κεντρικό ρεφρέν. Τα κομμάτια χτίζονται στη λογική ενός μελωδικού θέματος που επαναλαμβάνεται μεν αλλά με συνεχείς μεταλλάξεις, εισάγοντας και το στοιχείο των εν σειρά σόλο, όπως στο “Unity”, όπου ο Spellman και η Mendoza διαδέχονται το σαξόφωνο του Dillard πριν μας παραδώσουν στο αφηνιασμένο πιάνο του Burton. Συναρπαστικός δίσκος που θέλει ορισμένες ακροάσεις για να δείξει την ευρηματικότητά του, αλλά τις αξίζει.
Cheryl Pyle - Art Jazz (11th Street Music)
Η φλαουτίστρια Cheryl Pyle, πολύ αγαπητή συνεργάτιδα στα νεοϋορκέζικα avant-jazz στέκια από τα 80s, έχει σταθεί σπουδαία “σεσιονού” (φυσικά ο όρος δεν έχει νόημα στη τζαζ, εξ ου και τα εισαγωγικά, αλλά δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να χρησιμοποιήσω έναν θηλυκό τύπο που λογικά δεν θα ανιχνεύεται ούτε σε γενικό γκουγκλάρισμα - προς το παρόν) δίπλα σε μεγάλες μορφές όπως ο Joe Lovano, ο Charlie Haden, ο Fred Hersch, ο Billy Hart, ο John Abercrombie και άλλοι. Είναι σπουδαίο να μπορούν να υπολογίζουν σε σένα, όπως και το να βγάζεις δική σου εξαίσια μουσική, ιδίως όταν μέσα από αυτή προβάλεις την αντίληψή σου ότι η τέχνη είναι ενιαία. Η Pyle εκτός από φλαουτίστρια και συνθέτρια είναι ποιήτρια και στιχουργός. Βραβευμένη κιόλας. Και με μεγάλη αγάπη για τις εικαστικές τέχνες. Στο “Art Jazz” το αποδεικνύει έμπρακτα καθώς αφιερώνει και τα εννιά κομμάτια του άλμπουμ σε ζωγράφους, γλύπτες, καλλιτέχνες video art, installation κλπ. Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Πρόσφατα έχει αφιερώσει ολόκληρη σειρά δίσκων της στα εικαστικά, κάποιες φορές και σε συνδυασμό με spoken word, δικό της φυσικά. “Modern Art” (2014), “Art Space” (2017), “Art Sound” (2019), “Art Dance” (2023) και φέτος “Art Jazz”.
Εδώ εκτός από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και τους ντανταϊστές που τιμά συνήθως, εμπνέεται από τη ρωσική πρωτοπορία (Olga Rozanova), την οπ αρτ (Richard Anuszkiewicz), τους σουρεαλιστές (Victor Brauner) κ.ά. Το κουαρτέτο της Cheryl Pyle, αποτελούμενο επίσης από τον Max Ridgway στην κιθάρα, τον Joshua Pickenpaugh στο μπάσο και τον Randall Colbourne στα ντραμς, αυτοσχεδιάζει κινούμενο ανάμεσα στη free jazz και τον σύγχρονο κλασικισμό, με φινέτσα και σκέρτσο. Είναι μια τζαζ ελεύθερη αλλά όχι αδόμητη, ανάλαφρη αλλά όχι άμυαλη, η οποία φλερτάρει ευτυχώς έως σημείου παρεξηγήσεως με το post-bop. Για την Cheryl Pyle η τέχνη είναι μία, η τζαζ είναι μία. Τέχνη - Τζαζ.
Richard Nelson - Dissolve (Adhyâropa Records)
O Richard Nelson ανήκει στους επιστήμονες (με και χωρίς εισαγωγικά) συνθέτες και κιθαρίστες της σύγχρονης τζαζ. Με το ένα πόδι στις σκηνές της Νέας Υόρκης και το άλλο στο Πανεπιστήμιο του Μέιν, φτιάχνει μουσική που ακούγεται “ενημερωμένη” και άρτια ακαδημαϊκά, χωρίς όμως να μπαίνει στο φάσμα του σνομπ. Ο κύριος καθηγητής δεν είναι εδώ για να κουνήσει το δάχτυλο σε κανέναν, απλά η τεχνογνωσία και το ταλέντο δεν κρύβονται. Μαγκιά του.
Μαζί με τον σαξοφωνίστα Tim O’Dell δημιούργησαν τη Makrokosmos Orchestra, ένα πολυπληθές σχήμα που φτιάχτηκε ειδικά για την ανάδειξη του νέου αίματος της Νέας Υόρκης, με την οποία πειραματίζονται με τεχνικές της κλασικής και της τζαζ (ο Nelson θεωρείται από τους λίγους της γενιάς του που έχουν ασχοληθεί εμβριθώς και με τα δύο είδη), με τον αυτοσχεδιασμό και την chamber σύνθεση. Το “Dissolve” είναι το ντεμπούτο τους και αποτυπώνει όλους αυτούς τους ελιγμούς, μέσα από τρία κομμάτια που διαβάζω στο επεξηγηματικότατο cd insert ότι μπορούν να παιχτούν με οποιαδήποτε σειρά. Προσωπικά πάντως τα προτιμώ με τη σειρά που τοποθετήθηκαν: Πρώτα το “Dissolve” που με γυρίζει στα 1950s και στις ορχηστρικές προσεγγίσεις του Duke Ellington και του Henry Mancini, μετά τη συγκολλητική ουσία “Float” και το φαρμακερό improv στο σαξόφωνο του O’Dell (δεν πρόκειται περί αναγκαία άχαρου κομματιού - σάντουιτς) και τέλος το “Cohere” που καταβροχθίζει με τα μάτια την ηλεκτρική περίοδο του Miles Davis.
Λυρισμός και κατάρτιση πάνε χέρι χέρι σε αυτό το φιλόδοξο και απόλυτα δικαιωμένο έργο, όπου συρρέουν τόσες διαφορετικές φόρμες και όργανα (ηλεκτρική κιθάρα, φλάουτα, σαξόφωνα, κλαρινέτα, γαλλικό κόρνο, τρομπέτες, τρομπόνι, πλήκτρα, ντραμς, μπάσα κ.α.), αλλά ακούγονται όλα αληθινά. Έτσι είναι η ειλικρινής τέχνη που δεν καπελώνεται από ιδεοληψίες για το πώς πρέπει να είναι το avant-garde, ούτε εγκλωβίζεται σε επιφανειακούς εξτρεμισμούς για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά έχει χτιστεί με ψυχραιμία. Ελεύθερη και ωραία.