I Zu di Brancaleone
Από την Ostia του Παζολίνι (ίσως και των Coil), τις ρωμαϊκές καταλήψεις, τις αναμνήσεις του Άρη Καραμπεάζη μέχρι μια συναυλιακή αθηναϊκή σκηνή
Μας έλεγε πρόσφατα μια καλή φίλη (εντάξει, η Χρύσα ήτανε) καθώς περιμέναμε να ξεκινήσει μια πολυαναμενόμενη συναυλία (εντάξει, ο Νταλάρας σε αφιέρωμα Κουγιουμτζή ήτανε) ότι πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσουμε ένα βιβλίο το οποίο πραγματεύεται (και στηρίζει επαρκώς) το ότι η ζωή κάθε ανθρώπου καθορίζεται από ένα και μόνο γεγονός, πολλές φορές και ασήμαντο (δεν έχει σημασία), και επάνω σε αυτό διαγράφονται όσα θα ζήσει και δεν θα ζήσει. Ή τουλάχιστον έτσι λάθος κατάλαβα εγώ, γιατί όταν της ζήτησα να μου θυμίσει ποιο βιβλίο μας έλεγε, μου είπε ότι είναι μεν το ‘Η Μοναδική Ιστορία’ του Julian Barnes, δεν αναφέρεται όμως σε ένα οποιοδήποτε γεγονός, αλλά σε μία ερωτική ιστορία. Πρωτότυπο, θα έλεγα.
Κάπως έτσι η επιδίωξη μου να χρησιμοποιήσω το εν λόγω βιβλίο και θεώρημα ως πρόλογο για το παρόν κείμενο απέτυχε. Αλλά όπως και να έχει θα το κάνω, καθώς δεν είχα καλύτερο πρόλογο. Εξ ου και μόλις το έκανα.
Είναι αυτή η επερχόμενη έλευση των Ιταλών Zu λοιπόν, που εδώ και αρκετό καιρό μου έχει κολλήσει στο μυαλό την έμμονη ιδέα, πως οποιαδήποτε μουσική ζωή έζησα και δεν έζησα τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια (plus) υπαγορεύεται και καθοδηγείται από τις ων ουκ εστί αριθμός συναυλίες στις οποίες βρέθηκα την σεζόν φθινόπωρο ’99- άνοιξη ’00 στη Ρώμη, και δη ειδικά στο Centro Sociale Brancaleone, σε ένα από τα πλούσια περίχωρα της πόλης. Ο κάθε μουσικόφιλος φαντάζομαι έχει μια τέτοια (ψευδ)αίσθηση, προερχόμενη κύρια από τα νεανικά του χρόνια. Αλλά δεν είμαστε εδώ για μαθήματα μουσικής ψυχολογίας.
Αυτά βέβαια πάνω κάτω τα έχω ξαναγράψει, μιλώντας για το άλμπουμ ‘Starters Alternators’ των Ολλανδών The Ex σε ένα πρόωρο κείμενο σπαταλημένης νιότης, που γράφτηκε σε εποχές που ήμασταν ακόμη σχεδόν νέοι. Και τι σημασία έχει όμως; Εδώ επαναλαμβάνεται η μουσική, δεν θα επαναλαμβάνονται οι μουσικογραφιάδες;
Από όσα είχα δει και ακούσει τότε λοιπόν στην Brancaleone, δύο ήταν πρακτικά τα καινούργια γκρουπ που με είχαν κολλήσει στον τοίχο και θα υπέγραφα με το αίμα μου ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα θα κατακτούσαν τον ροκ κόσμο.
Πρώτοι εξ αυτών οι Αμερικάνοι U.S MAPLE, όχι επειδή τυχόν ήταν σώνει και καλά καλύτεροι (ΟΚ, ίσως ήταν και λόγω εμπειρίας) ή λιγότερο εντυπωσιακοί (ίσα ίσα θα έλεγα εδώ) από τους Ιταλούς – και δη Ρωμαίους - Zu, αλλά ακριβώς επειδή ήταν Αμερικάνοι, και από το Σικάγο μάλιστα, που στα τέλη των 90s ήταν το νέο Seattle, ηχογραφούσαν στην Drag City (οι παροικούντες το alternative rock της εποχής την θεωρούσαμε εφάμιλλη της Atlantic και της Virgin μαζί) και τέλος πάντων επειδή είχαν εμφανώς καλύτερο εξώφυλλο στο άρτι κυκλοφορηθέν ‘Talker’ από ότι οι Ιταλοί στο ‘Bromio’, δηλαδή τους δίσκους κάθε συγκροτήματος που με ορμή αποκτήσαμε αμέσως μετά το live από το stand του merch, πάντοτε δίπλα στο μπαρ της Brancaleone.
Να σημειώσω βέβαια ότι οι U.S Maple δεν ήταν ακόμη και τότε τόσο νέο συγκρότημα, καθώς είχαν ήδη δύο κυκλοφορίες στην Skin Graft από το 1995, αλλά εμείς δεν το γνωρίζαμε. Σε κάθε περίπτωση οι Αμερικάνοι και μας άφησαν χρόνους σχετικά σύντομα και η αλήθεια είναι ότι όσο έχω προσπαθήσει όλα αυτά τα χρόνια (σε ανύποπτο χρόνο έχω ανακηρύξει το ‘Talker’ στον καλύτερο δίσκο της δεκαετίας του ’90- βασικά το πιστεύω ακόμη), ποτέ δεν κατάφερα να βρω άνθρωπο να μοιραστώ μαζί του τον ενθουσιασμό μου για αυτούς. Και δεν μας έχει μείνει και πολλή ζωή ακόμη για κάτι τέτοιο, εδώ που τα λέμε.
Το ακριβώς αντίθετο συνέβη με τους Zu. Οι παγκοσμίως και τοπικώς άγνωστοι Ιταλοί λοιπόν του 1999, για τους οποίους σχεδόν κατά τύχη τραβήχτηκα μέχρι την άλλη πλούσια άκρη της Ρώμης από την φιλεργατική Piazza Vittorio Emmanuele, και οι οποίοι μάζεψαν και δεν μάζεψαν 50 άτομα σε εκείνο το οριακό (για εμένα) live τους, έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει πάνω- κάτω δεκατέσσερα άλμπουμ, έχουν συνεργαστεί με όλους τους συνήθεις υπόπτους του ‘ανώμαλου rock’ (από Mike Patton μέχρι David –Zu- Tibet, εγώ θα σταθώ στον τεράστιο Dalek όμως με τον οποίο κυκλοφόρησαν ένα ασύλληπτο 7’’ το 2005), έρχονται και ξανάρχονται στην Ελλάδα (εγώ βέβαια τους έχασα την προηγούμενη φορά) και λίγο-πολύ έχουν φτάσει να θεωρούνται ‘όνομα αναφοράς’ σε ό,τι απροσδιόριστα ονομάζεται από hardcore jazz μέχρι avant metal ήχο κ.ο.κ. . Οι Zu είναι κάτι περίπου σαν τους Ευρωπαίους Melvins θα λέγαμε (πάντοτε senza parole, όμως, βλέπε και παρακάτω). Πολύ καλά τα κατάφεραν λοιπόν.
Προσπαθώ λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου να θυμηθώ ποιες ακριβώς ήταν οι αντιδράσεις ημών των πενήντα εκείνο το κρύο (αυτό το θυμάμαι) βράδυ στην Brancaleone, και κυρίως των υπολοίπων, μιας και εγώ με τη συνήθη διορατικότητα μου είχα προβλέψει, όπως προείπα, ότι θα κατακτήσουν τον κόσμο (εδώ που τα λέμε δεν έπεσα κι έξω, όποιον κόσμο ήταν δυνατό να κατακτήσουν, τον κατέκτησαν). Το μόνο που θυμάμαι λοιπόν, αλλά αυτό είναι αλήθεια και όχι κατασκευασμένη μνήμη, είναι ότι για κάποιο λόγο οι Ιταλοί γύρω μου επαναλάμβαναν διαρκώς τη φράση ‘Sono grandi… come faith no more…ma senza parole'.
Δεν τους αδικώ ακόμη και την γνώση του τώρα, τα ίδια έλεγα κι εγώ πάνω κάτω με την γνώση του τότε. Σε εκείνο το στάδιο πρώιμης μουσικής εξέλιξης μας θεωρούσαμε κάθε τι που μας ακούγονταν περίεργο και πειραματικό, ως μία παραλλαγή των Faith No More. Ακόμη άλλωστε δεν είχαμε κάνει τις μετέπειτα διατριβές μας ούτε στον Glenn Branca, ούτε στον John Zorn (τρομάρα μας). Τα πράγματα ήταν πολύ απλά δηλαδή, και το post rock παρότι είχε κάνει την εμφάνιση του, δεν κούραζε ακόμη (σχεδόν) κανέναν. Ναι είναι γεγονός, έχει υπάρξει τέτοια μουσική περίοδος, σύντομη βέβαια (ευτυχώς).
Παρότι δεν αφοσιώθηκα στο γκρουπ όσο θα περίμενα και εγώ ο ίδιος, εν τούτοις δεν έκανα ποτέ κάποιο ιδιαίτερο skip στη δικογραφία των Zu και θεωρώ ότι την έχω παρακολουθήσει με περισσή επιμέλεια. Όταν το 2009 άγγιξαν το ζενίθ αναγνωρισιμότητάς τους με το ‘Carboniferous’ με βρήκαν στη φάση που μετά από μία δεκαετία αποχής αποφάσισα συνειδητά να επιστρέψω και πάλι στα metal ακούσματα, και μάλιστα σε όλο το φάσμα και όχι μόνο στο ‘έγκριτο’. Η παρουσία του Mike Patton σε δύο τραγούδια δεν με εξέπληξε, σύμφωνα και με τα παραπάνω, αλλά ούτε και με ενθουσίασε.
Οι Zu των 10s, δηλαδή του ό,τι ακολούθησε την κυκλοφορία του ‘Carboniferous’, υπήρξαν απολύτως συνεπείς στις εξαρχής αξίες τους, και το zeitgeist της περιόδου τους βοήθησε να διατηρήσουν τη φήμη τους, καθώς πλέον ο ήχος και η αισθητική τους δεν είναι κάτι ανάδελφο ή/και παράταιρο. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να μην έχουν ουσιαστικό ανταγωνισμό, καθώς σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα ονόματα που αναφέρονται εδώ παραμένουν ένα γκρουπ που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να γράψει ένα ‘κανονικό τραγούδι’ (και ποτέ δεν θα το κάνει μάλλον). Δηλαδή είναι πρωτίστως ένα πειραματικό σχήμα.
Γυρίζοντας πίσω, συνεχίζω να θεωρώ ότι το ντεμπούτο ‘Bromio’ ήταν εξαρχής (φυσιολογικό αυτό) και παραμένει πάντοτε ο καλύτερος δίσκος τους, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι είχαν μία κατιούσα πορεία στη δισκογραφία τους. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για έναν δίσκο που κυκλοφόρησε την εποχή που ο David Gira γυρνούσε στην πιάτσα αγκαλιά με μια ακουστική κιθάρα, λίγο μετά το ντεμπούτο των Angels Of Light, και οι Neurosis ήταν μία υπόθεση καλά μυημένων του σκληρού ήχου.
Α, και ας μην ξεχνάμε ότι οι Zu είναι Ιταλοί. Αυτό κυρίως. Συνεπώς, δεν κάνει εντύπωση αυτό που δηλώνουν σήμερα, ότι δηλαδή όταν και για να ηχογραφήσουν εκείνο τον δίσκο, είχαν μπει για δύο χρόνια σε κατάσταση εθελούσιας απομόνωσης. Όποιος έχει πάει στη Ρώμη έστω και για λίγες ημέρες, γνωρίζει ότι ως φλανέρ της πόλης είναι ανθρωπίνως αδύνατο να καταλήξεις σε έναν τόσο σκληρά εσωστρεφές αποτέλεσμα. Το ‘Bromio’ είναι ένας από τους δίσκους εκείνους που δεν έχουν καμία οδό διαφυγής για τον ακροατή, πόσο μάλλον για τους δημιουργούς του δηλαδή. Χαραμάδες υπάρχουν, για να εξηγούμαστε, ειδικά καθ’ ο μέρος προσεγγίζει τον ‘σκληρό ροκ’ ήχο, αλλά μέχρι εκεί. Πρόκειται για εξαιρετικό μεν, δύσκολο μεν δίσκο. Δεν τον ακούς για να περάσει η ώρα και για να περάσεις καλά στην ώρα που πέρασε, παρά το περίσσευμα ενέργειας που υπάρχει σε όλη τη διάρκεια του.
Ομοίως φυσιολογικό ακούγεται το να δηλώνουν σήμερα το ότι στόχος τους ηχογραφώντας εκείνο τον δίσκο ήταν να κάνουν εμφανίσεις σε κάποιες καταλήψεις και ουδέν πέραν τούτου, χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο σχέδιο. Το underground, κατά πως καλά ξέρουν όλοι, οφείλει να είναι ο στόχος και όχι η αφετηρία. Έστω και αν τελικά εκ του αποτελέσματος συμβεί (και) το τελευταίο.
Από εκεί και πέρα το μόνο σίγουρο είναι ότι κανείς δεν θα βγει χαμένος αν πάει σε μία συναυλία των Zu ακόμη και αν δεν μπει στον κόπο να ακούσει προηγουμένως έστω και μισό τραγούδι τους, ακόμη και αν δεν φροντίσει να πληροφορηθεί για την συμβολή τους στην εξέλιξη του πειραματικού σκληρού ήχου στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, γενικώς χωρίς να τους γνωρίζει καν (και πως να πάει τότε θα μου πεις; ε εγώ πως είχα πάει; θα σου απαντήσω). Το ακριβώς αντίθετο θα συμβεί, δηλαδή. Όπως και εμείς οι πενήντα πριν από 25 και βάλε χρόνια, έτσι και ο σημερινός (τυχόν) ανυποψίαστος θεατής θα μείνει και θα αποχωρήσει το ίδιο ‘μαλάκας’ από μία συναυλία των Zu (ε τώρα συγνώμη, αλλά δεν υπάρχει καλύτερη έκφραση για να το πούμε).
Και αυτό επειδή οι Zu από την Ostia (για να ακριβολογούμε) είναι ο ορισμός του συγκροτήματος που περισσότερο από οπουδήποτε αλλού υπάρχει, εξελίσσεται και νοηματοδοτείται επάνω στη σκηνή. Τώρα αν εμείς συνδυάζουμε την Ostia περισσότερο με τους Coil, παρά με τον Pasolini, αυτό σίγουρα δεν ενοχλεί κανέναν από τους προαναφερθέντες ασφαλώς, αλλά ούτε και τους Zu, μιας και οι ίδιοι τον προτάσσουν τον συνδυασμό. Όποιος έμαθε τον Pasolini από τους Coil, να σηκώσει τώρα το χέρι του.
Μπάσο, ντραμς, και βαρύτονο σαξόφωνο, και κάπου κάπου περιστασιακά όψιμες κιθάρες και ηλεκτρονικοί ήχοι, αλλά ως γενικό άθροισμα πολλά περισσότερα από αυτά. Η θέση μου είναι ότι η στοιχειοθέτηση των Zu στο μετερίζι της jazz με επιρροές από την απέναντι πλευρά, είναι λάθος και αδικεί τόσο τους ίδιους, όσο και την απέναντι πλευρά.
Οι Zu έχουν υπάρξει εξαρχής ένα συγκρότημα το οποίο χωρίς το σκληρό και ακραίο στοιχείο, κάπου εκεί στα όρια διάτρησης του πανκ από το μέταλ, δεν θα είχαν φτάσει ήδη από την πρώτη τους φορά, σε ένα πρόωρο δημιουργικό ζενίθ, που έστω και χωρίς την σύμπλευση της (όποιας) εμπορικότητας τότε, κατάφερε να τους εξασφαλίσει το σημαντικότερο εισιτήριο για την αιωνιότητα των φανατικών τους.
Αυτό δηλαδή της άκρατα ελεύθερης δημιουργίας, η οποία είτε εκκινεί από την free jazz, είτε αντανακλάται στο hardcore, στα πάνω της ή/και στα κάτω της, έχει πάντοτε να επαίρεται περί του ότι δεν εμπεριέχει τίποτε προκατασκευασμένο. Που είναι και το ζητούμενο, είτε μιλάμε για avant garde, είτε μιλάμε για σουξέ, γιατί ακόμη και τα σουξέ δεν επιτυγχάνονται σώνει και καλά με προκάτ μεθόδους, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα. Αν ήταν έτσι, ο καθένας μας θα είχε το σουξέ του, άλλωστε.
Οι Ιταλοί Zu λοιπόν εμφανίζονται στην Αθήνα και στο Temple το Σάββατο 12 Απριλίου σε μία ακόμη βαρύτονη παραγωγή υπό τον διακριτικό τίτλο της Scenius Series και με τους αυτοσχεδιαστές Αθηναίους ΣΤΟΜΑ να ανοίγουν τη βραδιά.
Το ότι πρόσφατα κυκλοφόρησαν το ‘The Lost Demo’, δηλαδή τις προ του Bromio ηχογραφήσεις τους από τότε που πρωτοσχηματίστηκαν στη Ρώμη το 1996, σε συνδυασμό με το ότι θα τους ξαναδώ επί σκηνής επιτέλους μετά από 25 και βάλε χρόνια, θα μπορούσα να το εκλάβω ως κλείσιμο του ιδανικού κύκλου αυτής της (όχι και τόσο τελικά) Μοναδικής Ιστορίας, αλλά και πάλι η ερμηνεία του βιβλίου θα είναι λάθος. Μάλλον επειδή δεν το έχω διαβάσει ακόμη, παρότι προσποιούμαι το αντίθετο.
Σελίδα facebook της διοργάνωσης