In Rod we Trust!
Όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα την αυτοβιογραφία του Rod Stewart (Rod: The Autobiography, Penguin Random House/2012) είχα απογοητευτεί. Ο λόγος ήταν ότι οι αναφορές στη μουσική σταματούσαν χονδρικά κάπου στα μέσα των 80s. Ναι, από εκεί και πέρα υπήρχαν σημεία όπου διάβαζες για κάποια τουρνέ ή κάτι που σχετιζόταν με κάποια ηχογράφηση, αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις το σημείο στίξης είχε πάντα να κάνει με την προσωπική, και δη την ερωτική του ζωή. Σχέσεις, γάμοι, διαζύγια, one night stands, συνειδητοποιήσεις λαθών, ωριμότητα, παιδιά, εγγόνια κλπ, κλπ. κλπ.
Ο Rod the Mod, όπως ήταν το παρατσούκλι του, ήταν και παραμένει όμως ένα παιδί της εργατικής τάξης, με το πρόσημο αυτό χωρίς επαναστατικούς θούριους, απλά ως κοινωνικό γνώρισμα. Σε αυτή ακριβώς τη διάσταση της κοινωνικής πορείας του έπραξε και αποφάσισε πολλές φορές με τη λογική του ανθρώπου που έπρεπε όχι μόνο με κάθε τρόπο να πάει πιο ψηλά, αλλά και να ευχαριστηθεί μέχρι το μεδούλι την επιτυχία και κάθε δευτερόλεπτο και πτυχή αυτής.
Ο Rod όσο έτρεχαν τα swinging 60s για το Λονδίνο είχε ανησυχίες, και αυτό φάνηκε είτε από σχήματα στα οποία συμμετείχε, καλή ώρα οι θαυμάσιοι αλλά και βραχύβιοι Shotgun Express με τους Peter Green, Mick Fleetwood και Peter Bardens στις τάξεις τους, οι συμμετοχές του στις μπάντες της solo πορείας του Jeff Beck (μάλλον η μακροβιότερη μουσική του φιλία), όσο και κάποια πρώτα singles πριν από τους Faces (όπου και μεγαλούργησε μαζί με τον μαχαιροπρόσωπο Ronnie Wood). Στην ουσία βέβαια παρέμεινε ένα παιδί για το οποίο το rhythm and blues ήταν μια έννοια συναφής με την μπυροποσία και τις συζητήσεις για ποδόσφαιρο (γνωστή η λατρεία του για το άθλημα) στις λονδρέζικες pub μέχρι να ακουστεί και το τελευταίο καμπανάκι παραγγελίας.
Ο Rod αγάπησε και αγαπάει την Motown όσο και τις βόλτες με μια Mazeratti και τα πάνω κάτω της φλογερής σχέσης του με την ουράνια Britt Ekland. Η μουσική ήταν εργαλείο ανόδου σε μία κοινωνία που δεν έδινε και πολλές ευκαιρίες στα κατώτερα μέλη αυτής. Γι’ αυτό και αν διαβάσει κάποιος την προαναφερθείσα αυτοβιογραφία του, ενίοτε θα διαπιστώσει εξάρσεις νεοπλουτισμού δίπλα σε αναπάντεχες εκδηλώσεις συντηρητισμού οι οποίες βοούν από μακριά ότι προέρχονται από την οικογενειακή παρακαταθήκη συμπεριφορικής.
Εντούτοις ο Rod, επειδή είναι ένας πραγματικά βιωματικός καλλιτέχνης, μπορεί να πετάξει έτσι, χωρίς καμία προειδοποίηση, μία δισκάρα στο δισκογραφικό τερέν και να αφήσει άφωνους κριτικούς και κοινό. Κάτι τέτοιο συνέβη και πριν από μερικά χρόνια με το ανεπανάληπτο ‘Time’ (Capitol/2013), όπου ακριβώς επειδή εκείνη την περίοδο μια ιστορία προσωπική και δη της γονικής πορείας του τον συντάραξε, παρέδωσε έναν καθάριας απόδοσης δίσκο με ώριμους στίχους και τριζάτη μουσική. Και δεν λείπουν πραγματικά τέτοιοι δίσκοι από την καριέρα του Rod, μήτε καν στην εποχή της disco όταν σάρωνε τα πάντα με τον χαρακτηριστικό γρυλλισμό του στο μπάσιμο του ‘Baby Jane’, μήτε καν στην όψιμη αμερικάνικη περίοδο του όπου ηχογράφησε σειρά από δίσκους με τίτλο ‘American Songbook’ και διασκεύαζε με απολαυστικό τρόπο standards από CCR μέχρι Sinatra.
In Rod we trust λοιπόν! Και όχι μόνο με αφορμή την χθεσινή 10η του μηνός Γενάρη του 2018, μέρα στην οποία ο άντρας με την απαρασάλευτης λογικής κώμη έκλεισε τα 73 έτη πάνω στον πλανήτη τούτο.