Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη. Up the Irons!
Εφηβικό απωθημένο, δεινόσαυροι, "δημόσιοι υπάλληλοι του μέταλ"; Η Ελένη Φουντή βάζει πολλά πράγματα και φυσικά ...δίσκους στη θέση τους. Ειδικά τους πιο υποτιμημένους του συγκροτήματος
Δεν ξέρω αν η μουσική είναι μικρογραφία της ζωής, όπως διατείνονται πολλοί συν-φιλόμουσοι. Νομίζω πως τέτοιοι παραλληλισμοί περισσότερο ενδύουν την καθημερινότητα με πέπλα ρομαντισμού, παρά λειτουργούν πραγματιστικά. Ως προς το πώς γράφεται η ιστορία πάντως, ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Γιατί και στη μουσική ο ρους αλλάζει συχνά απροσδόκητα. Σπουδαίοι δημιουργοί (και επικών διαστάσεων καταστροφές) αναδύονται μέσα από την ειρωνεία, ή τη σύμπτωση. Συνθέσεις που έχουν καρφωθεί στη συλλογική συνείδηση γράφτηκαν κατά λάθος, μέσα σε όνειρο, ή δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Και στο κέντρο η Αδικία, όπως στη ζωή. Μπάσα που μπήκαν στα ηχεία μας χωρίς να το αξίζουν, κιθαριστικά riffs που αποθεώθηκαν από κριτικούς ενώ θύμιζαν δεκάδες άλλα και στον αντίποδα όλοι αυτοί που η καλλιτεχνική τους αξία δεν μετουσιώνεται σε αποδοχή, που για διάφορους λόγους ζουν για πάντα στο underground σύμπαν των κακών αγυάλιστων lo-fi παραγωγών, των home recordings και των διακοσίων πιστών φίλων.
Και κάπως έτσι βέβαια αρχίζουν οι υπερβολές. Όπως ακριβώς η καθημερινότητα ενδύεται έναν ρομαντισμό, αντίστοιχα στη μουσική γίνονται όλοι ξαφνικά “υπερεκτιμημένοι”, “προϊόντα των media”, “αδικημένοι”, “υποτιμημένοι”. Αυτή η τάση απορρέει φυσικά από μια προσπάθεια διαφοροποίησης από τη νόρμα, όμως είναι άλλο το να μη σε αφορά το mainstream και άλλο να το κοντράρεις εμμονικά. Το πρώτο σε οδηγεί σε μια προσωπική θεώρηση των πραγμάτων, ενώ το δεύτερο απλώς σε εντάσσει σε ένα νέο mainstream τελικά. Σίγουρα η μουσική εξελίσσεται και μέσω της παραδοξότητας, αλλά όχι μόνο μέσω αυτής. Υπάρχει και το προφανές. Υπάρχει λόγος που κάποια πράγματα μένουν στην αφάνεια. Και υπάρχει λόγος που κάποια πράγματα μένουν στην αιωνιότητα. Γιατί είναι δίκαια και γίνονται πράξη!
Οι Iron Maiden δημιουργήθηκαν τον Δεκέμβρη του 1975 στο Λονδίνο από τον Steve Harris. Τα πρώτα χρόνια η σύνθεσή τους άλλαζε συνέχεια και οι πειραματισμοί πήγαιναν σύννεφο. Από τα gigs στις παμπ του East End έγιναν ο σπουδαιότερος heavy metal θεσμός του γνωστού σύμπαντος και οργώνουν ακόμα τον πλανήτη με τη μία παγκόσμια περιοδεία να διαδέχεται την άλλη (και τώρα που γράφω, σκέφτομαι πως λίγες μέρες έμειναν - άντε επιτέλους - για να τους ξαναδώ λάιβ, στο πλαίσιο του “Legacy Of The Beast Tour”, εμπειρία ασύγκριτη, όχι μόνο επειδή οι Maiden είναι ασύλληπτοι ογκόλιθοι επί σκηνής, αλλά και λόγω της μοναδικής σχέσης που έχουν αναπτύξει με το κοινό τους τόσα χρόνια). Η ιστορία είναι γνωστή, έχουν γραφτεί τα πάντα αναλυτικά και δεν θα τα ξαναπώ εγώ τώρα.
Όμως οι Maiden είναι η κατεξοχήν μουσική περίπτωση που πυροδοτεί αυτές τις σκέψεις, δηλαδή την αίσθηση του δίκαιου απέναντι στα παράδοξα, σε εμένα προσωπικά συνέχεια, φέροντας ένα τεράστιο συναισθηματικό φορτίο ως αγαπημένο άκουσμα από την εφηβεία ακόμα. Δεν είναι μόνο η αξιοζήλευτη πορεία τους από το 1980 που κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος και μετά, αλλά και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όχι απαραίτητα προς όφελός τους. “Τελειωμένοι μετά το 1988”, “δημόσιοι υπάλληλοι του metal”, “υπερεκτιμημένοι, έχουν καλό μάνατζερ”, “έπρεπε να είχαν διαλυθεί εδώ και 25 χρόνια”, “τους εαυτούς τους αντιγράφουν”, δεν θα μπορούσε ένα μουσικό φαινόμενο αυτού του βεληνεκούς να αποφύγει τους haters, που στοχεύουν κυρίως την περίοδο από τα τέλη 1980s και μετά.
Επανερχόμενη λοιπόν στις νόρμες, σκέφτομαι πως αυτό είναι το πιο αφόρητο κλισέ στη μουσική. Ο νόμος του τοτέμ, ήτοι: Πας δημιουργός που αξιώθηκε να γράψει χρυσές σελίδες στον χώρο του, είναι αυτόματα άχρηστος σε οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της πορείας του. Είναι η δεκαετία του 1980 η περίοδος απερίγραπτου δημιουργικού οίστρου και δόξας των Maiden, με δίσκους που όλοι οι άλλοι θα σκότωναν για τα (ελάχιστα και αν) fillers τους και μόνο; Είναι. Ισχύει πως 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Seventh Son Of A Seventh Son” (1988) δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος τους μέχρι τότε, γιατί το ένα άλμπουμ είναι καλύτερο από το άλλο και αλλάζουμε κάθε τρεις και λίγο γνώμη; Ισχύει. Ωραία, άρα πλην του “Fear Of The Dark” (1992) και του “Brave New World” (2000) που “όλοι λένε πως είναι καλά άλμπουμ”, μπορούμε άνετα να συμπεράνουμε πως η υπόλοιπη δισκογραφία τους είναι, και μεταφέρω επί λέξει το wording όπως το έχω διαβάσει η ίδια στον ελληνικό τύπο, “a waste of time”.
Συνάγεται νομίζω ότι διαφωνώ σφόδρα με τον ισχυρισμό. Το μείζον όμως δεν είναι αυτό, άλλωστε δεν μπορούν να αρέσουν τα ίδια πράγματα σε όλους, αλλά η διαπίστωση πως σε μεγάλο βαθμό η απαξίωση έρχεται ως νόμος του τοτέμ, από ανθρώπους που δεν μπαίνουν στον κόπο να ακούσουν την ίδια τη μουσική. Δεν εξηγούνται διαφορετικά κρίσεις του τύπου “δεν έχει νόημα να συγκρίνουμε τη νέα δισκογραφία με αυτή των 80s”. Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο ιδεοληπτική αντιμετώπιση της τέχνης από αυτή τη νοοτροπία, που θεωρεί a priori δεδομένη την ανωτερότητα ενός έργου και δεν μπαίνει στη διαδικασία συνεχούς τριβής και ανάδρασης με τον δημιουργό που είναι ακριβώς η ουσία της μουσικής. Και άλλωστε, πώς αλλιώς έχουμε καταλήξει στην υπεροχή της 80s δισκογραφίας των Maiden αν όχι μέσω της σύγκρισής της με την ύστερη;
Ούτε αφορισμοί του τύπου “a waste of time” και “δημόσιοι υπάλληλοι του metal” όμως εξηγούνται διαφορετικά. Εκτός από τον νόμο του τοτέμ έχουμε μπλέξει και με το νόμο του δεινοσαύρου, ήτοι: Πάσα παραδοσιακή μεταλλική ομάς, προερχόμενη ιδίως από τα βάθη του NWOBHM, που διανοείται να δισκογραφεί ακόμα, κυμαίνεται μεταξύ του γραφικού και του ανυπόφορου και αξίζει τη χλεύη μας (επιτρέπεται να μας αρέσουν “τα παλιά”, αν και θέλει τσεκάρισμα με τους true metal warriors ποια ακριβώς, μην κάνουμε κανένα σοβαρό λάθος). Και ναι μεν στο metal υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις πάμπολλες, όμως ειδικά οι Maiden πρεσβεύουν το αντίθετο. Γιατί πάνω απ’ όλα είναι ένα συγκρότημα με κουλτούρα πρώτης γραμμής και συνεχούς δημιουργικής παρουσίας στη δισκογραφία, που δεν καταδέχτηκαν ποτέ να γίνουν tribute band του εαυτού τους. Δεν είναι παράξενο να έχεις ακούσει το “Dance Of Death” (2003) και να μη σου αρέσει. Όμως είναι παράξενο, αν το έχεις ακούσει, να μιλάς για “δημόσιους υπαλλήλους του metal”, γιατί ο δίσκος είναι γεμάτος ιδέες. Ακόμα και το “Virtual XI” (1998), που δεν άρεσε σχεδόν σε κανέναν, αποτελεί ραγδαία εξέλιξη στον τυπικό τους ήχο, σε σημείο που δεν τους θυμίζει καν. Μια γενναία καλλιτεχνική παρέκκλιση από τα δοκιμασμένα είναι ρίσκο και μπορεί να αποτύχει, αποκλείεται όμως εξ’ ορισμού να είναι “a waste of time”. Αυτός αντίθετα είναι ένας τρόπος που προχωρά η τέχνη. Το πείραμα απέτυχε, ο δημιουργός όμως είναι ζωντανός και θα πετύχει ένα επόμενο. Αντίθετα, ένα κακέκτυπο του αριστουργηματικού “Powerslave” (1984) θα κοροϊδέψει κάποιο κόσμο για λίγο, αλλά δεν θα πετύχει ποτέ.
Το είπε πολύ εύγλωττα ο ίδιος ο Bruce Dickinson, όταν έπλεξε το εγκώμιο της Lady Gaga (ενώ όλοι τη χλεύασαν), η οποία, επί τη αφορμή της κυκλοφορίας του εξαιρετικού “The Book Of Souls” (2015), είχε δηλώσει πως δεν είναι η επόμενη Madonna, αλλά η επόμενη Iron Maiden. Προσπαθούμε, είπε τότε ο Dickinson, να μην απογοητεύουμε το κοινό μας, κι επειδή δεν γίνεται να είναι όλοι ικανοποιημένοι πάντα, το κάνουμε με το να μην απογοητεύουμε τους εαυτούς μας. Κάποιοι fans μπορεί να διαφωνούν στην πορεία και να φύγουν, όμως οι Maiden πρέπει να κάνουν ό,τι κρίνουν οι ίδιοι, γιατί τίθεται θέμα ακεραιότητας όταν ο στόχος σου δεν είναι οι followers στο twitter, αλλά η ουσία της μουσικής και η σύνδεση με το κοινό στη σκηνή.
All hail! Από μένα μόνο αγάπη και σεβασμός σε μια τεράστια μπάντα που ενώ θα μπορούσε τόσα χρόνια να ακολουθεί το low risk αναμάσημα των ένδοξων ημερών της και να κοροϊδεύει με copy/paste δισολίες στο διηνεκές για να την προσκυνάνε οι τρου, επιλέγει να αναμετράται με τον εαυτό της κάθε φορά που βγάζει δίσκο. Όλα αυτά διατηρώντας το Iron Maiden στίγμα, την εξιστόρηση του μυθικού, του μεταφυσικού, με επιρροές από την ρομαντική ποίηση της Γηραιάς Αλβιώνας του 18ου αιώνα, αναφορές στη sci-fi λογοτεχνία, τον Edgar Allan Poe και το ευρωπαϊκό σινεμά, εξερευνώντας θεμελιώδεις αγωνίες της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της αλληγορίας. Ποτέ σ’ αγαπώ μ’ αγαπάς μελοδράματα και wine women and song, ποτέ ανόητα οπαδικά catchphrases, μόνο επικό storytelling, πιστό στο αξιακό ποιητικό σύμπαν της Σιδηράς Παρθένου.
Από τη θεατρικότητα του “Phantom Of The Opera”, τον street thug χαρακτήρα του “Murders In The Rue Morgue”, το αξεπέραστο σε όλο το metal ριφφ (και σόλο) του “The Number Of The Beast”, το ιδιοφυές “The Trooper” που δεν έχει ρεφρέν, το μεγαλειώδες “Rime Of The Ancient Mariner” που υπερβαίνει την ακουστική εμπειρία και μεταμορφώνεται σε κινηματογραφική σεκάνς, τη φουτουριστική μελαγχολία του “Sea Οf Madness” (και τον καλύτερο εικαστικά Eddie πιστεύω), τις ρυθμικές εναλλαγές και καθηλωτικές μελωδίες του “Infinite Dreams”, την φωτεινή αναπάντεχη ποπ φόρμα του “Hooks In You”, το φορτισμένο συναισθηματικά στακάτο ρεφρέν του “Childhood’s End”, τη σκοτεινή λάμψη του “Sign Of The Cross”, το αριστοτεχνικό χτίσιμο της έντασης και τις γοητευτικές διφωνίες του Blaze Bayley (ναι, αμέ) στο "The Educated Fool”, τις μελωδικές γραμμές και την αλληγορία του “Ghost Of The Navigator”, τις folk επιρροές του ονειρεμένου “Dance Of Death” που κάθε φορά που το ακούω το μυαλό μου φτιάχνει διαφορετικό παραμύθι, το μεσο-ανατολικού χρώματος “The Pilgrim”, τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς και την absolutely noone saw that coming εξέλιξη του “Satellite 15... The Final Frontier” μέχρι τα 18 αριστουργηματικά λεπτά του “Empire Of The Clouds”, οι Maiden δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι δημιουργικοί και ανήσυχοι. Μόλις διέτρεξα όλη τη δισκογραφία τους με ένα ενδεικτικό κομμάτι από κάθε άλμπουμ και μπορώ αμέσως να επαναλάβω την ίδια άσκηση με άλλα κομμάτια, αναδεικνύοντας διαφορετικές δημιουργικές πτυχές. Αυτή η πορεία δεν είναι τυχαία. Στο διάστημα μετά το “Seventh Son Of A Seventh Son” (1988) άλλοι δίσκοι τους άρεσαν, κάποιοι ξάφνιασαν, οι περισσότεροι μάλλον χλευάστηκαν και προσωπικά πιστεύω πως δεν έχουν εκτιμηθεί στο βαθμό που τους αξίζει. Ακολουθεί μια καθόλου τυχαία επιλογή από αυτούς τους υποτιμημένους, μα 100% γνήσιους Iron Maiden δίσκους, βουτηγμένους στη δημιουργική κουλτούρα της μπάντας πως if you're gonna die, die with your boots on.
Virtual XI (1998)
Οκ παιδιά, συγγνώμη που τελικά πιστεύω πως έχουμε αδικήσει κατάφορα αυτόν τον δίσκο. Ο Blaze Bayley, το ξέρουμε όλοι όσοι τον έχουμε ακούσει λάιβ, δεν είναι Dickinson (ποιος είναι άλλωστε;). Ωστόσο, δεν ήταν ποτέ ζητούμενο αυτή η σύγκριση. Ο Blaze είναι ένας τραγουδιστής με τελείως διαφορετικό ηχόχρωμα και ερμηνευτικό στυλ από τον Bruce και η επιλογή του ήταν δηλωτική μιας γενικότερης στροφής στον ήχο και το ύφος των Maiden τη δεδομένη περίοδο. Το “Virtual XI” σε σχέση με τον προκάτοχό του, το σκοτεινό αλλά ολίγον αμήχανο πιστεύω “The X Factor” (1995), είναι σαφώς πιο αισιόδοξο, με προεξάρχον το progressive στοιχείο και αισθητές pop πινελιές μέσω επιμελώς cheesy α λα 80s Deep Purple synths και αποπνέει δημιουργική διάθεση και χιούμορ. Ταυτόχρονα όμως εδώ, ως βασικός στυλιστικός κορμός διατηρείται ο signature heavy metal ήχος της μπάντας, έχω δε την εντύπωση πως κάποια περάσματα θυμίζουν λίγο τη φουτουριστική ατμόσφαιρα του “Somewhere In Time” (1986), γιατί όποιος έχει στ’ αλήθεια χιούμορ δεν χάνει τη σοβαρότητά του. Εκεί ακριβώς έγκειται η επιτυχία (ναι, επιτυχία) του εγχειρήματος. Στην εξισορρόπηση του πειραματικού από το παραδοσιακό. Εκτός από το κλασικό “The Clansman”, ο δίσκος φτάνει σε στιγμές μεϊντενικού μεγαλείου με το “Futureal”, το “The Educated Fool” και το σκοτεινό “Lightning Strikes Twice”, στο οποίο συμβάλλει τα μέγιστα ο Bayley, που επιτυγχάνει μια εντελώς προσωπική συναισθηματική ερμηνεία, λίγο πριν την επιστροφή του βασιλιά Dickinson και τη δική του αποχώρηση από τους Maiden. Κύριος.
Dance Of Death (2003)
Let me tell you a story to chill the bones, απορώ πώς επέτρεψαν οι Maiden, που δίνουν τόση βαρύτητα στο εικαστικό μέρος, να χρησιμοποιηθεί εδώ ένα προσχέδιο κακού εξωφύλλου, ο δε δημιουργός ζήτησε να μην αναφερθεί το όνομά του στα credits. Είναι κρίμα, άλλο μείον δεν υπάρχει. Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από την “Έβδομη Σφραγίδα” του Μπέργκμαν. Κεντρικό θέμα είναι η εγγύτητα στον θάνατο, από τη σκοπιά της μετωπικής σουρεαλιστικής επαφής (“Dance Of Death”), της αρχής του τέλους (“No More Lies”), της φρίκης του πολέμου (“Paschendale”), ξυπνώντας μνήμες από τα βάθη των αιώνων (“Montségur”), σε αντιπαραβολή με τη ζωή (“Rainmaker”, “Journeyman” κ.α). Ο δίσκος χτίζει στoν ήχο του δημοφιλούς (και overhyped) “Brave New World” (2000), που είναι εξαιρετικό, αλλά όχι τόσο λυρικό πιστεύω. Στo “Dance Of Death” ο γνώριμος σκληρός progressive ήχος εκτινάσσεται σε επικά ύψη με ισχυρές δόσεις folk metal και ορχηστρικές προεκτάσεις. Η παραγωγή είναι κάπως πρίμα αλλά άρτια, οι κέλτικες επιρροές διάχυτες και όλος ο δίσκος έχει μια ασύλληπτα ζωντανή αφηγηματική ροή, στο δε ομώνυμο κομμάτι, που θεωρώ κορυφαίο ορόσημο δημιουργικά και αποπνέει μια μελαγχολική ανατολικο-ευρωπαϊκή γοητεία, νομίζεις πως δίπλα σου ο Dickinson με το βιβλίο στο χέρι σου διαβάζει σκοτεινά παραμύθια. Οι τρεις κιθάρες δένουν άψογα, υπάρχουν έξυπνες αναφορές στο παρελθόν όπως στο “No More Lies” που μου θυμίζει λίγο το “Children Of The Damned”, ενώ το εκπληκτικών στίχων “Paschendale”, εμπνευσμένο από την ποίηση του William Blake, σε μεταφέρει στα αιματοβαμμένα πεδία μάχης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο δίσκος κλείνει με το υπέροχο “Journeyman”, το πρώτο αμιγώς ακουστικό κομμάτι στην πορεία των Maiden και επειδή μπορώ να γράφω μέχρι αύριο, κλείνω με την ελπίδα ότι έγινε αντιληπτό γιατί αυτό το άλμπουμ δεν ανήκει σε μπάντα που αντιγράφει τον εαυτό της.
A Matter Of Life And Death (2006)
Άκρως τολμηρή κίνηση αυτός ο δίσκος, καθώς όχι μόνο επαναπροσεγγίζει τον σκοτεινό ήχο του επιεικώς διχαστικού “The X Factor” (1995), όχι μόνο είναι σκόπιμα unmastered για να δίνει live αίσθηση, αλλά είναι και το μεγαλύτερης διάρκειας άλμπουμ τους μέχρι το δεδομένο χρονικό σημείο (ακολούθησε το ακόμα μεγαλύτερο “The Final Frontier” (2010) και στη συνέχεια το “The Book Of Souls” (2015) που είναι το μεγαλύτερο γενικά). Πρόκειται για statement δίσκο που οι Maiden στήριξαν αταλάντευτα παρά το ρίσκο, σε σημείο που στην περιοδεία της ίδιας χρονιάς τον έπαιξαν ολόκληρο και δεν ξέρω ποια άλλη μπάντα αυτής της δισκογραφικής ιστορίας και απήχησης θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια επιλογή. Τα περί ακεραιότητας, που λέει ο Dickinson, σε εφαρμογή. Η θεματολογία είναι ο πόλεμος, ο πόνος της απώλειας, το αιματηρό τίμημα του πατριωτισμού, τα πασιφιστικά ιδεώδη και η εμπλοκή της θρησκείας στο μίσος που γεννά τη σύρραξη, με τη μουσική να ακολουθεί υφολογικά, συνθέτοντας το πιο μαύρο και συναισθηματικά τεταμένο κλίμα στη δισκογραφία τους. Γι’ αυτό νομίζω δένει μοναδικά η θεατρική ερμηνεία του Bruce. Θα υποστηρίξω αιρετικά ότι σε τέτοιο σκότος ίσως ταίριαζε περισσότερο ο προσγειωμένος Bayley, όμως εδώ ο ήχος είναι next level έρεβος και εντονότερα επικός. Πλην του λίγο ασύνδετου πρώτου κομματιού, κάθε νότα μου ακούγεται σαν μοιρολόι, θρήνος έκπτωτης δόξας και αυτά θέλουν λαρύγγι της ανώτατης κλάσης, άρα Dickinson. Οι τρεις κιθάρες δουλεύουν και πάλι τέλεια, δικαιώνοντας την επιλογή να παραμείνει ο Janick Gers στη μπάντα όταν επέστρεψε ο Adrian Smith το 1999, το μπάσο του Harris υπογραμμίζεται και ο Nicko McBrain έχει μαγικές στιγμές, όπως στο μεσο-ανατολίτικο “The Pilgrim” ή το θρησκευτικά κατανυκτικό (και ενδοσκοπικό) “For The Greater Good Of God” με κύμβαλα που σου διαλύουν το μυαλό. Το “The Longest Day” σε πετάει στις ακτές της Νορμανδίας τον Ιούνιο του 1944, το οριακά θρας ριφφ του “Lord Of Light” κατεβάζει τζάμια και το αυτεξήγητο “The Legacy” που διατρέχει ιδιοφυώς το αισθητικό στίγμα όλου του δίσκου, σου υπενθυμίζει πως η τυχαιότητα δεν λειτουργεί σε αυτά τα μεγέθη. Κάποιοι απλώς είναι επίπεδα πάνω από τους άλλους.
The Final Frontier (2010)
Μπαίνει το “Satellite 15... The Final Frontier”.. Ωχ. Σίγουρα είναι Maiden αυτό; Electronics, πυκνό tribal drum programming, ισχυρή παραμόρφωση στις κιθάρες. Είναι όντως ό,τι πιο παράξενο έχουν ηχογραφήσει και υπάρχουν 30 μαγικά δευτερόλεπτα που εισβάλλει ο Dickinson με ερμηνεία σεξπηρικού σχεδόν μεγαλείου που μου προκαλούν ρίγος. Το κομμάτι αποτελειώνει τα ερείπια της λαβωμένης γνώσης μας για το τι περιμένουμε από μια proper μεϊντενική σύνθεση, καθώς αίφνης ξεσπάει στην πιο στρέιτ ροκ (τι;) φόρμα που έχει φτιάξει ποτέ η μπάντα. Αυτά περί “δημοσίων υπαλλήλων του μέταλ”. Εννοείται ότι η γκρίνια των true metal warriors για τα προαναφερθέντα δρώμενα αντήχησε μέχρι τα Καρπάθια Όρη. Σεβαστό, όμως υπάρχουμε κι εμείς που λέμε ΝΑΙ ΡΕ MAIDEN που σταθερά σκέφτεσαι μόνο την εσωτερική δημιουργική σου ορμή, και όχι τι θα θέλει ο τρου ή εγώ (που ειρήσθω εν παρόδω ενθουσιάστηκα, καθώς τιμώ τη noise και experimental ηλεκτρονική σκηνή). Δεν ξέρω αν θα μ’ αρέσει αυτό που κάνεις, αλλά ξέρω ότι αξίζει να το ακούσω. Όπως ακριβώς το 1984 με το “Powerslave” αγνόησαν τους νόμους του ραδιοφωνικού χιτ και επέβαλαν το “Rime Of The Ancient Mariner” που υπερβαίνει τα 13 λεπτά, έτσι επέβαλαν το “A Matter Of Life And Death” στην περιοδεία του 2006 και έτσι επιβάλλουν εδώ το tribal drum programming. Το αν αρέσει αυτό είναι άλλο θέμα, θα το δούμε αφού ακούσουμε, όμως ο δομικός τρόπος σκέψης ως προς τη δημιουργική διεργασία είναι ο ίδιος. Καινοτομούν και στηρίζουν τις επιλογές τους. Όποιος δεν καταλαβαίνει αυτή την απλή συσχέτιση ανάμεσα στο χθες και το σήμερα των Maiden, δεν έχει ουδεμία σχέση με τη μουσική και ας κάτσει να πιστεύει πως μετά τον Di’Anno το χάος. Ο δίσκος τιμά τον sci-fi κώδικα και συγκεντρώνει περισσότερες ιδέες από ό,τι έχουν άλλοι στη διάρκεια της καριέρας τους. Οι ρυθμοί και οι μελωδικές γραμμές αλλάζουν με τρόπο πραγματικά πρωτοποριακό και αντισυμβατικό. Κάθε κομμάτι μοιάζει με ακουστική πρόκληση. Από το φολκ-μπαρόκ intro του καθηλωτικού “Mother Of Mercy” και τα ισοπεδωτικά τύμπανα, το old school “The Alchemist”, το αδιανόητο ελεύθερης φόρμας, prog, jazz-fusion αριστούργημα “Isle Of Avalon”, την εφευρετικότητα του καταιγιστικής έμπνευσης “Starblind” που από το bluesy lead σόλο σε πετάει σε metal τρενάκι του τρόμου και τα 13 λεπτά του επικού “When The Wild Wind Blows”, το “The Final Frontier” για μένα είναι τόσο μεγάλος δίσκος, που σκεπτόμενη τη διάχυτη (μεταξύ οπαδών κυρίως) άποψη πως πρόκειται περί αποτυχίας, ξεχνώ και υποκειμενικότητες και πως είμαι ισχνή μειοψηφία και αυτολογοκρίνομαι για να μη σας πω παιδιά πως δυστυχώς είστε όλοι κουφοί.
The Book Of Souls (2015)
Ο τελευταίος δίσκος των Maiden είναι ο μεγαλύτερος σε διάρκεια στην 40χρονη πορεία τους και κατά κύριο λόγο δημιουργήθηκε λάιβ στο στούντιο. Δηλαδή, επί τόπου έγινε η σύνθεση, η εκμάθηση και η ηχογράφηση των κομματιών, μάλιστα με εκτεταμένη χρήση single takes, ήτοι μια κι έξω ηχογραφήσεων με τις όποιες ατέλειες, για να δοθεί αίσθηση ωμού, αυθόρμητου ήχου. Η μπάντα άφησε την ασφάλεια της πολύμηνης πρόβας προς όφελος του αισθητικού αποτελέσματος που την ενδιέφερε. (Και) αυτή η προσέγγιση φυσικά ξένισε τους 30 χρόνια γκρινιάρηδες για μανιερισμό και οτιδήποτε νέο ταυτόχρονα, κατά τους Maiden όμως οδήγησε σε πλήθος αυτοσχεδιασμών και δημιουργικών ιδεών, που ήταν το ζητούμενο. Πράγματι, νομίζω πως το “The Book Of Souls” αποπνέει αυτοπεποίθηση και πηγαία διάθεση που μόνο κάποιος πολύ σίγουρος για τον εαυτό του πετυχαίνει. Το “Speed Of Light” και το “When The River Runs Deep” είναι δύο συμπαθή πλην μέτρια στρέιτ ρόκερς που δεν καταλαβαίνω τι προσθέτουν, κατά τα άλλα όμως ο δίσκος σφύζει από έμπνευση. Του πολιτισμού των Μάγια, όπως τονίζεται στο ομώνυμο, ισάξιο των “Powerslave” (1984) ημερών, έπος. Το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι, δύο ξεκάθαρα highlights, είναι γραμμένα από τον Bruce, ενώ για πρώτη φορά συμβάλλουν δημιουργικά όλα τα μέλη της μπάντας, με τον Harris να υπογράφει σόλο μόνο το κιθαριστικό ντελίριο “The Red And The Black” με το μαγικό signature μπάσο intro. Πνευστά, πυκνά synth drones και ανατριχιαστική φωνητική ερμηνεία στο μεγαλοπρεπές “If Eternity Should Fail” (παρεμπιπτόντως, η καταπόνηση της φωνής του Dickinson ακούγεται, αλλά κυρίως σημειακά, πχ. στις ψηλές νότες του “The Great Unknown”, πράγμα εντυπωσιακό δεδομένης της περιπέτειας με την υγεία του), πανέξυπνη αυτοαναφορικότητα στο “Shadows Of The Valley” με το α λα “Wasted Years” ριφφ και την παραπομπή στο “Sea Of Madness”, συγκινητικός φόρος τιμής στον Robin Williams στο “Tears Of The Clown”, όλος ο δίσκος είναι μια απολαυστική, φρέσκια μεϊντενική αφήγηση. Μέχρι το magnum opus “Empire Of The Clouds”, ένα μαγευτικό 18λεπτο κομμάτι, που γεφυρώνει τον επικό χαρακτήρα του prog rock με τη θεατρική ένταση της ροκ όπερας, οδηγούμενο από πιάνο, βιολί, τσέλο και όμορφα πνευστά. Ένα αληθινό μουσικό μνημείο που έστειλε τους πάντες αδιάβαστους.
Μία σύνθεση που μου ανέτρεψε τη μία προσωπική σταθερά γι’ αυτό το συγκρότημα που ακούω τόσα χρόνια. Έλεγα πως δεν θα καταλήξω ποτέ σε αγαπημένο δίσκο, αλλά έχω τουλάχιστον αγαπημένο κομμάτι, το “Rime Of The Ancient Mariner”. Είναι πια έτσι; Δεν ξέρω. Εκεί ακριβώς όμως έγκειται η αξία του αληθινού δημιουργού στην τέχνη. Σε αναγκάζει να τον κουβαλάς μαζί σου και αφήνει πίσω μονίμως κάτι ισχυρό. Ένα αναπάντητο ερώτημα. Και το “Empire Of The Clouds”, όπως και όλο το “The Book Of Souls”, είναι η κορύφωση της τεράστιας κληρονομιάς μιας μπάντας, που από το μηδέν οδηγήθηκε στον προσωπικό θρίαμβο, ωθούμενη από ένα πράγμα. Την αληθινή αγάπη για τη μουσική.
Up the irons!