Iron Maiden: Live After Death

Οι βρετανικές μεταλλικές ταξιαρχίες αποβιβάζονται για άλλη μια φορά στα μέρη μας και με τούτη ως αφορμή ο Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης θυμάται και νοσταλγεί την πρώτη γνωριμία

 Το φθινόπωρο του 1985 ήμουν δεκατριών ετών, στο μεταίχμιο μεταξύ παιδικής και εφηβικής ηλικίας, μαθητής ήδη της Β΄ Γυμνασίου. Από την ΣΤ’ Δημοτικού άρχισα να ενδιαφέρομαι για τις ξένες μουσικές επιτυχίες που παίζονταν στα πάρτι φίλων ή συμμαθητών και στις μουσικές εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης. Αυτοί οι λόγοι με οδήγησαν κάποια στιγμή στο δισκοπωλείο της γειτονιάς μου για αντιγραφή κασετών με τις ανάλογες επιτυχίες της εποχής. Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούσαν συλλογές των μεγαλύτερων επιτυχιών τους, συνήθως λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή στο ξεκίνημα της θερινής σεζόν για ευνόητους λόγους. Στις γιορτές η αγορά δώρων ήταν επιβεβλημένη, ενώ το καλοκαίρι ο κόσμος κατέκλυζε τα θερινά μαγαζιά για να διασκεδάσει. Λίγο πριν εκπνεύσει το 1985, η ελληνική Virgin EMI κυκλοφόρησε τη συλλογή ‘TOP 86’, η οποία διαφημιζόταν κατά κόρον στην τηλεόραση με το κολλητικό σλόγκαν: «αυτές είναι οι επιτυχίες σήμερα», με τη φωνή του πασίγνωστου ραδιοφωνικού παραγωγού και τηλεοπτικού παρουσιαστή αργότερα Γιώργου Πολυχρονίου.

 Στη συγκεκριμένη συλλογή περιεχόταν ένα τραγούδι που δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα, ο ήχος του ήταν πρωτόγνωρος για τα τότε μουσικά μου δεδομένα και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Γνώριζα κάποια rock συγκροτήματα, αλλά οι κιθάρες ήταν πιο σκληρές, τα φωνητικά πιο δυναμικά και παθιασμένα, το μπάσο και τα τύμπανα είχαν έναν πιο παιχνιδιάρικο και γρήγορο ρυθμό. Επειδή στο χαρτί της κασέτας δεν αναγράφονταν οι τίτλοι, είχα πλήρη άγνοια γι’ αυτό που άκουγα. Κάποια στιγμή βρέθηκα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου και παρατήρησα ότι στην οικογενειακή δισκοθήκη υπήρχε η διπλή συλλογή. Του ζήτησα ν’ ακούσουμε όλα τα τραγούδια από την αρχή μέχρι να βρούμε αυτό που αναζητούσα. Το τραγούδι βρισκόταν στην προτελευταία θέση, είχε τον τίτλο «Running Free» και το συγκρότημα είχε την περίεργη ονομασία Iron Maiden. Οι τίτλοι είχαν καρφωθεί στο εφηβικό μυαλό μου, το οποίο έκανε διάφορα σενάρια για το ποιοι και πώς είναι αυτοί οι άγνωστοι και περίεργοι Iron Maiden. Ώσπου μια μέρα, καθώς περνούσα από το γνωστό δισκοπωλείο, είδα στη βιτρίνα έναν δίσκο των Iron Maiden με τον τίτλο «Live After Death» και ένα απόκοσμο εξώφυλλο με έναν μαλλιαρό σκελετό να βγαίνει μέσα από τη γη, δίπλα σε μία ταφόπλακα, σπάζοντας τις αλυσίδες από τα χέρια του και να κοιτάζει οργισμένος προς τον ουρανό. Τα χρώματα που κάλυπταν το εξώφυλλο ήταν το σκούρο μπλε που κυριαρχούσε στο φόντο, με λίγο μαύρο να το συμπληρώνει και το κίτρινο που χρωμάτιζε τη φιγούρα, την ταφόπλακα, τους τίτλους και κάποιες φωτιές που αναδύονταν στον περιβάλλοντα χώρο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκα στο μαγαζί και ζήτησα ένα αντίγραφο του δίσκου. Μέχρι την επόμενη μέρα που θα ήταν έτοιμη η κασέτα, η αγωνία μου έφτασε στο κατακόρυφο. Όταν έφτασε η στιγμή να την ακούσω, δεν πίστευα σ’ αυτό που έβγαινε από τα ηχεία. Ένταση, δύναμη και πάθος εναλλάσσονταν σε γρήγορους και αργούς ρυθμούς. Οι στίχοι, με τα λίγα αγγλικά που ήξερα από το σχολείο και το λεξικό που είχε χαρίσει ο πατέρας μου, κατάλαβα ότι ήταν εμπνευσμένοι από την παγκόσμια ιστορία ή δανεισμένοι από την παγκόσμια λογοτεχνία, με αναφορές σε κλασικές κινηματογραφικές ταινίες ή στον κόσμο του αποκρυφισμού και του μεταφυσικού. Αυτό που άκουγα, αποτελούσε ηχογράφηση μίας ζωντανής εμφάνισης του συγκροτήματος, με το κοινό από κάτω να συμμετέχει εκστασιασμένο, να τραγουδάει μαζί με τους μουσικούς και ν’ αντιδράει με επιφωνήματα και ιαχές στα καλέσματα των μουσικών. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει εδώ και αποφάσισα να το ακολουθήσω φανατικά μέχρι και σήμερα.

 Δε θα ξεχάσω ποτέ όμως τα ευτράπελα της αντιγραφής. Η κασέτα ήταν ενενηντάρα Denon, στην πρώτη πλευρά της αντιγράφηκαν η τρίτη και η τέταρτη πλευρά του δίσκου, ξεκινώντας με το «Hallowed Be Thy Name» και τελειώνοντας με το «Phantom Of The Opera» το οποίο κοβόταν απότομα. Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη. Στη δεύτερη πλευρά της αντιγράφηκαν η πρώτη και η δεύτερη πλευρά του δίσκου, ενώ κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, ο μαγαζάτορας έπαιζε με την ένταση του ήχου, δημιουργώντας μία άσχημη ηχητική αυξομείωση που κατακρεουργούσε την εισαγωγή του «Churchill’s Speech» και το «Aces High». Στο «2 Minutes To Midnight» ο ήχος ισορροπήθηκε, αλλά στους πρώτους στίχους του τελευταίου τραγουδιού, του «The Number Of The Beast», δεν έφθασε η διάρκεια της κασέτας και το άτσαλο κόψιμο επαναλήφθηκε. Το τι καντήλια και μπινελίκια κατέβασα δεν μπορείτε να φανταστείτε. Η ενενηντάρα κασέτα επιζεί μέχρι σήμερα, υπενθυμίζοντάς μου τα πρώτα μουσικά ακούσματα.

 Γύρω στο 1989, επιστρέφοντας από ένα κεντρικό δισκοπωλείο της πόλης, συνάντησα στην είσοδο της πολυκατοικίας έναν παιδικό φίλο, λίγο μεγαλύτερο στην ηλικία. Με ρώτησε τι μουσική ακούω και όταν του απάντησα, με κάλεσε στο σπίτι του για να μου δείξει τη δισκοθήκη του. Έμεινα άφωνος μ’ αυτά που αντίκρισα, κυρίως με ό,τι είχε σχέση με τους Thin Lizzy, τον Phil Lynott και τον Gary Moore. Δύο ορόφους πιο πάνω από το σπίτι μου υπήρχε ένας μουσικός παράδεισος, τον οποίο αγνοούσα μέχρι τότε. Όταν ανέφερα ότι οι Iron Maiden είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα, έβγαλε το «Live After Death» από τη δισκοθήκη και μου είπε: «στον χαρίζω είναι πλέον δικός σου». Ποτέ δεν έμαθα τον λόγο γι’ αυτήν την κίνηση, ίσως τον είχε διπλό ή είχε κάποια κόπια εισαγωγής και δε χρειαζόταν την ελληνική. Ξέρω μόνο ότι ένοιωσα ευτυχισμένος με την απόκτησή του και δικαιωμένος από την ταλαιπωρία που τράβηξα με την κασέτα. Του χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη.

 Στο οπισθόφυλλο, στο ίδιο χρωματικό μοτίβο, απεικονίζονται διάσπαρτες ταφόπλακες στο έδαφος που φέρουν ιδιαίτερες επιγραφές και λεπτομέρειες, στο βάθος μία μεγαλούπολη πλήττεται από καταιγίδα και δύο κεραυνοί κτυπούν ισάριθμους ουρανοξύστες, ενώ στον ουρανό προβάλουν η πανσέληνος και ο Χάροντας. Κάτω από τους τίτλους των τραγουδιών, αναγράφεται η συνολική διάρκεια του δίσκου: 100.08 λεπτά. Έχασα δηλαδή δέκα λεπτά απόλαυσης στην αντιγραμμένη ενενηντάρα. Πιο κάτω αναγράφεται το όνομα του αείμνηστου παραγωγού Martin Birch (1948-2020), ο οποίος συνεργάστηκε με το συγκρότημα από το «Killers» (1981) έως το «Fear Of The Dark» (1992).

 Στο εσώφυλλο, δεσπόζει στο κέντρο η γιγαντιαία μούμια του Eddie πίσω από τα τύμπανα, ενώ τα πλαϊνά μέρη καλύπτονται από φωτογραφίες του συγκροτήματος επί σκηνής. Οι φάκελοι των δίσκων παραθέτουν τους στίχους, τις τεχνικές λεπτομέρειες, τους συντελεστές και τα ευχαριστήρια στη μία πλευρά και στην άλλη διάφορες φωτογραφίες από στιγμές δράσης ή χαλάρωσης σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

 Στο ηχητικό μέρος περιλαμβάνονται τρία τραγούδια από το ομώνυμο ντεμπούτο («Iron Maiden», «Running Free», «Phantom Of The Opera»), ένα από το «Killers» («Wrath Child»), πέντε από το «The Number Of The Beast» («The Number Of The Beast», «Hallowed Be Thy Name», «Run To The Hills», «22, Acacia Avenue» «Children Of The Damned»), τέσσερα από το «Piece Of Mind» («The Trooper», «Revelations», «Flight Of Icarus», «Die With Your Boots On») και τέσσερα από το «Power Slave» («Aces High» μαζί με την εισαγωγή του «Churchill’s Speech», «2 Minutes To Midnight», «Rime Of The Ancient Mariner» «Power Slave»). Ξεχωρίζω την καταπληκτική απόδοση του Dickinson στα τραγούδια της εποχής Di’Anno, προπαντός στο διάρκειας οκτώ λεπτών «Running Free», στο διάλογο που ανοίγει με το ακροατήριο, το παιχνίδι που γίνεται μεταξύ τους και την έντονη ενέργεια που κατακλύζει την κατάμεστη αρένα. Επίσης, η δεκατριών λεπτών εκτέλεση του «Rime Of The Ancient Mariner» είναι από άλλη διάσταση, με τους ανατριχιαστικούς ήχους που διαχέονται στην ατμόσφαιρα και την απαγγελία των στίχων του μεγάλου Άγγλου ρομαντικού ποιητή Samuel Taylor Coleridge.

 Οι τρεις πρώτες πλευρές περιλαμβάνουν ηχογραφήσεις από τις εμφανίσεις στην Long Beach Arena στο Long Beach της Καλιφόρνια (14-17 Μαρτίου 1985) και η τέταρτη πλευρά από το Hammersmith Odeon του Λονδίνου (8-10 & 12 Οκτωβρίου 1984). Στην επανέκδοση του 1995 σε CD έχουν προστεθεί τα «Losfer Words (Big ’Orra)» (Hammersmith Odeon), «Sanctuary» (Long Beach Arena), «Murders In The Rue Morgue» (Hammersmith Odeon). Η ηχητική αποτύπωση του συγκεκριμένου δίσκου αποτελεί το επιστέγασμα της World Slavery Tour που ακολούθησε την κυκλοφορία του «Power Slave». Διήρκησε 331 ημέρες και δόθηκαν 187 συναυλίες ανά τον κόσμο. Θεωρείται από τους μουσικοκριτικούς ως η καλύτερη αποτύπωση ζωντανής εμφάνισης συγκροτήματος, όχι μόνο για το heavy metal αλλά για το σύνολο της μουσικής και το τελευταίο μεγάλο ζωντανό άλμπουμ της εποχής του βινυλίου.

 Αν και κυκλοφόρησε άμεσα σε βιντεοκασέτα, το κερασάκι στην τούρτα είναι η έκδοση του διπλού DVD το 2008, όπου απολαμβάνουμε το οπτικό μεγαλείο αυτών των εμφανίσεων, το φαντασμαγορικό σκηνικό με τα επιβλητικά φώτα, τα πυροτεχνήματα, τις αιγυπτιακές πυραμίδες, τις σαρκοφάγους και τα ιερογλυφικά, όπως και το επιπλέον οπτικό υλικό (History Of Iron Maiden Part 2, Behind The Iron Curtain, Rock In Rio 1985). Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικές στιγμές που παραλείπονται στο δίσκο και ευτυχώς τις παρακολουθούμε εδώ. Ο πρόλογος πριν το «Rime Of The Ancient Mariner», όπου ο Dickinson αναφέρεται στη βασίλισσα Βικτόρια της Αγγλίας και στη νόμιμη τότε χρήση των οπιούχων ουσιών και τον πρόλογο του «The Number Of The Beast», όπου προσπαθεί να καταρρίψει τις κατηγορίες κάποιων στενοκέφαλων ότι είναι συγκρότημα σατανιστών.

 Κατά την προσωπική μου γνώμη ο συγκεκριμένος δίσκος αποτελεί το αποκορύφωμα της συνολικής καριέρας του συγκροτήματος, χωρίς να θέλω να μειώσω το έργο που έχουν παράγει μέχρι σήμερα αυτοί οι ακούραστοι μουσικοί και καταπληκτικοί άνθρωποι.