Iron Maiden

Senjutsu

Parlophone

Τρεις διαφορετικές απόψεις για τον νέο δίσκο των Maiden σε (σχεδόν) γνησίως αύξουσα βαθμολόγηση. Χρήστος Αναγνώστου, Αναστάσιος Μπαμπατζιάς και Ελένη Φουντή κάπου αποκλίνουν αλλά και κάπου συναντώνται…

Άποψη Α

Θα ‘ναι Maiden αλλά θα ‘ναι σαν να μην είναι…

του Χρήστου Αναγνώστου

Θυμάμαι τον εαυτό μου ν ‘ακούει Maiden πριν καν ακούσω metal. Ήταν μια εποχή που δεν τα πλησίαζα αυτά τα σκληρά, αλλά οι Maiden ήταν πάντα εντάξει. Μέσα στην μαγική τους επανάληψη δεν σε κούραζαν, ο Eddie έβγαζε μια γλυκιά αποκρουστικότητα σε όλα τα εξώφυλλα (μ ‘εξαίρεση το ‘Purgatory’) και όταν τον έβλεπες γνώριζες ότι το μέσο (κασέτα, δίσκος) περιείχε μουσική εγγύηση. Κάποια στιγμή στο “A Real Live One” δεν ακούγονταν καλά η φάση, αλλά έλεγες live είναι δεν πειράζει. Ε μετά έφυγε ο Bruce και ήταν κάτι άλλο αλλά δεν ήταν ποτέ κακό. Ώσπου ήρθε το “Brave New World”. Μια επιστροφή τόσο μεγάλη και δυνατή που πολλούς τους συντροφεύει ως και σήμερα. Βλέπεται ο νέος αιώνας ανέτειλε με χαμόγελο και ελπίδα για όλους μας.

Ίσως όχι όμως τόσο και για τους Maiden, που όσο περνούσε ο καιρός οι πειραματισμοί και οι παραγωγές δεν τους έβγαιναν. Δεν μας απασχολούσε όμως και τόσο επειδή είχαμε τα παλιά να θρέψουμε το πάθος μας. Πρόσφατα έμαθα από το ΚΨΜ ότι υπάρχουν άνθρωποι που αν δεν ακούσουν έστω και λίγο Μaiden την ημέρα δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το συναίσθημα υπερβαίνει την όποια αντικειμενικότητα και τα παιδιά που άκουσαν Μaiden π.χ. για πρώτη φορά στο «Dance of Death» να θεωρούν αυτό αγαπημένο τους άλμπουμ. Δεκτό αλλά δικό τους θέμα, μερικές φορές η προχειρότητα δεν κρύβεται, ακόμη και το πιο ακριβό κράμα χρυσού να χρησιμοποιήσεις για να φτιάξεις κάτι χοντροκομμένο, δεν θα μπορέσεις να το βαφτίσεις τέχνη.

Πιάνουμε λοιπόν το ‘Senjutsu’ και μείς σαν παιδάκια, αλλά και με μια πιο απομακρυσμένη ματιά. Αυτή του παρατηρητή από την τελευταία σειρά που δεν θα χειροκροτήσει αν στ’ αυτιά του ο ήχος ακούγεται μπουκωμένος. Τα πρώτα 8 λεπτά περιμένεις, ακούς τον Bruce και χαίρεσαι, θες να κάνει παπάδες και αυτός σου κάνει κόλπα με το αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι σου. Εσύ όμως ζητάς θαύματα, διότι σ’ αυτά έχεις συνηθίσει, και μπαίνει το “Stratego” το ίδιο αυτό κομμάτι που ως single το έφτυσες σαν μασημένη τσίχλα. Έλα όμως που είναι καλύτερο τώρα. Το ακούς, το ξανακούς, κουνάς το κεφάλι σου και όμως ναι, διαπιστώνεις ότι ενταγμένο στο σύνολο συμπληρώνει το παζλ. Και μετά μπαίνει το single έπος (‘The Writing on the Wall’). Ο Bruce αλυχτά σαν πονεμένο σκυλί της κολάσεως και εμείς μαζί σιγοντάρουμε. Γιατί αν είναι ένα πράγμα που δεν ξεχνάς με τους Maiden είναι να τραγουδάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον 1 και 90 μεταλλά πίσω μου στην Μαλακάσα το 2008 που τραγούδαγε όλα τα κομμάτια πάνω από την φωνή του Bruce με σαλονικώτικη προφορά. Απλά έπος.

Ακολουθεί δεκάλεπτο διάλειμμα και ψάχνεις για δυο λεπτά αν πάτησες κατά λάθος να παίξει κάνα κομμάτι του Eric Burdon, αλλά κάπου εκεί επιστρέφει ο Bruce για να σου δώσει την πεπατημένη του δίσκου. Σταμάτα - ξεκίνα αλλά εμείς (οι Maiden) εδώ είμαστε, ψάξε και θα μας βρεις. Ποτ-πουρί λοιπόν το κομμάτι, ένα best of μόνο του, και κάπου εδώ αρχίζουν τα μπερδέματα. Ότι όμως και να λέμε πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, ο δίσκος δεν έχει συνοχή, όχι σαν concept άλμπουμ (αν θέλετε τέτοια ακούστε Pink Floyd) αλλά στα μουσικά του μέρη. Μιλάμε για έναν δίσκο που πραγματικά τα δίνουν όλα αλλά θα έπρεπε να έχουν κρατήσει και τίποτα στο συρτάρι. Less is more που λένε και στην γλώσσα τους. Σαφέστατα μου αρέσει το χταπόδι, αλλά μην μου το βάζεις στο ίδιο τραπέζι με την ποικιλία κρεατικών που θα λέγαμε και μείς. Οπότε, κομματάρα το «Lost in A Lost World» αλλά κλείνοντας σου αφήνει γεύση πίτα με γαρίδα που όπως και να το κάνουμε δεν είναι σουβλάκι (ή σάντουιτς, απ’ όπου και αν είστε, δεν θα τσακωθούμε για βλακείες τώρα, προηγούνται οι Μaiden).

Ένα παιδί πόσταρε στο ΚΨΜ «Days of Future past τίποτα άλλο» και ενώ νόμιζα ότι μιλάει για τους X-men, τελικά μορφώθηκα και θα χρειαστεί να συμφωνήσω. Κομματάρα hands down, απλό, λιτό και απέριττο που λέει και η πολυχρησιμοποιημένη έκφραση. Είναι όπως ένα τοστ ζαμπόν-τυρί ( ή κασέρι, τα είπαμε και πριν αυτά), όποτε και να το φας, όπως να ‘ναι κομμένο (στη μέση ή τετράγωνο), ξέρεις τι τρως, σου αρέσει και πάντα σε ικανοποιεί το ίδιο. Δεν έχει σάλτσες (αλοιφές) και δεν τις χρειάζεται. Το αγοράζω ακόμη και σε cassingle (έλα, έλα να ψάχνουμε στο google άγνωστες λέξεις) και φεύγω σ’ ερημικό νησί. Έτοιμο για να μπει στο επόμενο best of και ικανό από μόνο του να ξεπλύνει τ ‘αυτιά μας από τα δεκάδες ποστ οπαδών του Μίκη που την προηγουμένη ημέρα μαυροφορεμένοι οδύρονταν και υπερασπίζονταν την έννοια της κουλτούρας στον τοίχο τους στα σόσιαλ (ναι, ξέρω και άλλες εκφράσεις όχι μόνο την προηγούμενη).

Θα την πω την αμαρτία μου: το «Time Machine» με παίδεψε λίγο, στην αρχή μου ‘μοιαζε με disco και περίμενα να μπουν οι ABBA, αλλά ήρθε πάλι ο Dickinson παλικάρι πάνω στ’ άλογο μετά το τρίτο λεπτό. Πήρε κεφάλια και ας έπαιζαν οι κιθάρες τσιφτετέλια σε μερικά σημεία από πίσω. Progressive Μaiden λοιπόν με τον Bruce να σηκώνει όλο το φορτίο. Ξέρω, ξέρω, ιεροσυλία θα πείτε μερικοί, αλλά εμένα έτσι μου κάτσε και λέω να το βάλω είσοδο στον επόμενο γάμο μου. Ειδικά το 6’20’’-6’35’’ παιγμένο με μαντολίνο. Ο Bruce δεν θα ‘ρθει, αλλά καλή καρδιά.

Στο «Darkest Ηour» έψαχνα το σπίτι να δω αν πλημμυρήσαμε, τελικά ευτυχώς μόνο από συνθεσάιζερ (αθάνατη ελληνική λέξη). Καλό κομμάτι δεν λέω, άφησα το πληκτρολόγιο πήγα για κατούρημα (μου ‘χει μείνει συνήθεια από τις συναυλίες) και ξαναγύρισα για το ρεφραίν. Δεν έχασα τίποτα, δηλαδή εντάξει 7 λεπτά το κομμάτι, δε μένω και σε έπαυλη. Κάτι πάλευε εκεί ο Bruce να το τελειώσει κι έλεγε για Serenade of Glory, μέχρι και τσιγάρο στο μπαλκόνι θα έκανα στο 4’20’’, αλλά δεν καπνίζω. Εντάξει ρε παιδιά, μην βαράτε Μaiden - Μaiden αλλά λύγισα κι εγώ μετά από μια ώρα στο ίδιο σημείο. Καταλαβαίνω ότι είναι εισαγωγή στον δεύτερο δίσκο, αλλά εγώ με τόσο κύμα τηγανητά καλαμαράκια λιγουρευόμουν.

Στην εισαγωγή του “Death of the Celts” περίμενα τον Πασχάλη να βγει να μου πει το «Μάθημα σολφέζ», αλλά ευτυχώς κάπου στο 2’30’’ το στρώνει πάλι το σκηνικό ο Bruce. Σε συνεπαίρνει στατικά με ρυθμούς storyteller και δεν έχεις παράπονο. Τώρα τι κάνουν οι άλλοι από κάτω είναι άλλη ιστορία. Θα το πω και θέμα γούστου. Καλά τα παίζουν τα παιδιά και Μaiden είναι, αλλά μετά από λίγο δεν θυμάσαι ποιο κομμάτι ακούς. Οπότε συνιστώ αγορά βινυλίου για να μην μπερδεύεστε ή έστω cd που δείχνει και τα νουμεράκια μπροστά. Αφήστε τους τίτλους, ειδικά αν είναι και πάνω από τρεις λέξεις το καθένα θα τα κάνουμε σαλάτα (εδώ κοροϊδεύω το μορφωτικό επίπεδο του μέσου πορωμένου φαν σε περίπτωση που χρειάζεστε επεξήγηση για να κράξετε). Πάντως τον ατελείωτο έχει το κομμάτι πραγματικά. Αν είσαι σε συναυλία πας και για μπύρα στο μπαρ και γυρίζεις. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι καλά παίζετε, το ξέρουμε, αλλά δεν έχουμε έρθει ν’ ακούσουμε τους Pendragon. Εκτός αν ειλικρινά πιστεύετε ότι κάποιος κάνει… πεσιματική με Μaiden στην φάση «έλα ν ‘ακούσουμε το βινύλιο..» και θέλει filler για να μπει στο ψητό. Έτσι ΟΚ, πάσο.

Και έρχεται 12λεπτη σφαλιάρα και κάπου εκεί έχω παραδώσει πνεύμα, αλλά λέω όχι ρε φίλε, τόσα χρόνια στο συρτάρι ο δίσκος, καλό θα ‘ναι το κομμάτι, κάτσε ν’ ακούσεις, σκέψου κι αυτούς τους έρημους που πήραν βινύλιο με 4 κομμάτια. Σφίγγω δόντια λοιπόν και ζαλισμένος με καμένα αυτιά περιμένω. Τι θα μου πείτε; Ε δεν ξέρω κάτι να γίνει. Τρίζουν πόρτες παράθυρα από την ένταση στα ηχεία (εδώ να το πούμε ο δίσκος θέλει τσίτες και όχι ηχειάκια υπολογιστή και ψείρες στ’ αυτιά, αλλιώς όντως χάνει). Ο γείτονας βαράει κουδούνια αλλά κάνω ότι δεν είμαι μέσα, κινητά χτυπάνε αλλά εγώ εκεί. Λυσσομανάνε οι κιθάρες πάνω μου σαν τον αέρα στην ακροθαλασσιά και περιμένω. Ειλικρινά νοιώθω ότι ο Harris είναι λαϊκατζής και μου ‘πε, τόσο βγαίνει να τ ‘αφήσω και του απάντησα ναι και έχω φτάσει σπίτι με 8 κιλά αγκινάρες για ένα άτομο. Δεν είναι τυχαίο το λαχανικό μιας και εμπεριέχει μικρή ποσότητα τροφής και απαιτεί ιδιαίτερο κόπο για να το καθαρίσεις. Έτσι και το ‘The Parchment’ πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου για να το ευχαριστηθείς. Πραγματικά αναπόλησα την εποχή που είχε κόφτη στα ραδιόφωνα και εκείνο το radio version θα περιλάμβανε μόνο το 1/3 μέσα. Ας πιάσει κάποιος το audacity, ν’ ανεβάσει ένα σύντομο version στο YouTube να γουστάρουμε. Εκτός αν είχε απεργία ο τεχνικός εκείνη την ημέρα στο στούντιο όποτε καταλαβαίνω το λόγο που το κάνανε τόσο μεγάλο. Βασικά και αυτό από μόνο του αντιπροσωπεύει όλο τον δίσκο. Καλό μεν, χαοτικό δε.

Στο «Hell On Earth» απλά με πιάσανε τα κλάματα είχε έρθει αυτό που περίμενα... η ψυχή. Τα ‘δα όλα, είχα πέσει στα γόνατα σαν την Βίσση στην Eurovision και χτυπιόμουν, άνοιξα και στον γείτονα και κάναμε headbanging μαζί. Είναι το κομμάτι που μου θύμισε γιατί ακούμε αυτό που ακούμε, γιατί γράφω τώρα στο πληκτρολόγιο όρθιος, γιατί ζούμε για να πορωνόμαστε και γιατί οι Maiden είναι θρησκεία-ιδέα-πατρίδα και γηπεδικό σύνθημα μαζί. Σήκωσε όλο τον δίσκο έναν βαθμό μόνο του. Εγώ άργησα στο ραντεβού μου αλλά δεν είχε καμία σημασία, τα μάτια ήταν κόκκινα από συγκίνηση και η καρδιά που περιείχε το τραγούδι τα έσπαγε όλα. Λαϊκιστί Μaiden και τα μυαλά στο μπλέντερ. Κλείσανε με γκολ στο 81΄ εκεί που ήσουν έτοιμος ν’ αλλάξεις ομάδα.

Πραγματικά εύχομαι σε κάποια σπέσιαλ edition έκδοση του δίσκου να έχουν και χάρτη μέσα, όπως τα βιβλία του Tolkien, μιας και από ένα σημείο και μετά χάθηκα εντελώς. Δεν ήξερα ποιον δίσκο τους ακούω, απλά μπορούσα να σας πω ότι βγήκε μετά το 2001. Οι μάστορες του μέταλ, τα σκυλιά του ελέους, οι αθάνατοι πρωτεργάτες του NWOBHM έκαναν πάλι το θαύμα τους, έβγαλαν έναν καλό δίσκο αλλά μόνο για τους οπαδούς τους. Και φυσικά δεν περιμένω καμία μπάντα να πάει το μέταλ παρακάτω αλλά έστω να λυπηθεί και τα δικά μας αυτιά όταν αποκοιμιέται ο τεχνικός στο στούντιο και ηχογραφεί τα πάντα. Φέρε βρε Harris έναν μηχανικό με σύνδρομο διάσπασης προσοχής να κάνει την μίξη έστω. Βλέπετε δεν είναι απλά ότι χορτάσαμε Μaiden, μπουκώσαμε θα έλεγα στην κυριολεξία.

8 για την προσπάθεια 4 για το αποτέλεσμα παίρνει και όλοι εσείς που θα με βρίζετε ελάτε σε 5 χρόνια να μου πείτε αν τον ακούτε ακόμη ή αν προτιμάτε την 80s εποχή. Ρισπέκτ στον Bruce, φωνάρα αθάνατη και ότι λένε περί χαμηλών είναι απλά συκοφαντίες. Εγώ απλά ζω, στην Μαλακάσα να τον δω.

Βαθμολογία 6

 

Άποψη Β

του Αναστάσιου Μπαμπατζιά

Κάτι που πραγματικά δεν μ’ αρέσει στο μέταλ (όλων των ειδών) είναι ότι ο ήχος στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αβαθής, μονοκόμματος και επίπεδος. Αδιαμόρφωτος. Τελικά συμβατικός και συντηρητικός. Ακόμα και στα πιο προωθημένα των τελευταίων ετών δυστυχώς (ίσως πιο πολύ σε αυτά). Εντάξει ρε παιδιά, σας αρέσει η φάση το καταλάβαμε, αλλά προβληματιστείτε και λίγο, μην παίρνετε απλώς τη σκυτάλη απ’ τους προηγούμενους. Σαφώς και υπάρχουν εξαιρέσεις. Όπως παντού. Μια από αυτές είναι οι πρώτοι διδάξαντες. Από τότε που άρχισα να μην βγάζω φλύκταινες ακούγοντας τη λέξη μέταλ οι Iron Maiden μου είναι ιδιαίτερα αγαπητοί. Μέχρι και αυτοκόλλητο τους έχω στο εργαστήρι μου κολλημένο στον τοίχο. Αν εξαιρέσεις τους Manowar που ο όρος heavy metal είναι φτιαγμένος για αυτούς, οι Iron Maiden είναι η πιο χαρακτηριστική μπάντα του χώρου. Και έχουν διαρκώς μια επίμονη αντίφαση ή αντίθεση στο οπλοστάσιό τους, αφού είναι η πιο χαρακτηριστική μπάντα χωρίς να είναι πάντα ακριβώς heavy metal. Αναπτύσσουν ερωτήματα, θέτουν ανησυχίες που πιθανόν να απευθύνονται και άμεσα στους χεβιμεταλλάδες που τείνουν να τα έχουν όλα λυμένα στο κεφάλι τους.

Σκέφτομαι συχνά ότι δεν είναι σαν τους άλλους, είναι πιο γεμάτοι και ενδιαφέρονται να «φτιάξουν» τον ήχο τους. Δεν ενδιαφέρονται να σολάρουν, να φωνασκούν, να σκίζουν γάτες. Και τον φτιάχνουν παραδόξως κάνοντας τελικά τα παραπάνω! Και είναι σταθεροί ταυτόχρονα. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν μια ταυτότητα. Που δεν προδίδουν. Και μέσα από αυτήν δεν πέφτουν στην παγίδα της μανιέρας, μιας και τολμούν να «παίζουν» με αυτή την σταθερή ταυτότητα και να μεγεθύνουν στον ήχο, να τον ανοίγουν.

Σε πρώτη φάση ο ακροατής που κρατά μικρό καλάθι θα πει, slow the much oil. Αλλά θα έχει ψιλοάδικο γιατί οι Iron Maiden προτείνουν (πάντα πρότειναν) κάτι ζωντανό. Στον τελευταίο τους δίσκο «Senjutsu», που όπως πάντα αμπαλάρετε εύστοχα αισθητικά με τον Eddie ντυμένο ετοιμοπόλεμο Σαμουράι, υπάρχουν πολλά διαφορετικά πράγματα που γίνονται είτε ταυτόχρονα είτε όχι. Καταρχήν παίζουν ψυχωμένο hard rock που θα γουστάρουν οι παλαίουρες και θα πουν ευτυχώς που υπάρχουν και οι Maiden. Καθόλου λίγο.

 Σε κάθε κομμάτι κάπως αλλιώς γίνεται αυτό. Δεν επαναλαμβάνουν μια συνταγή. Το “Lost in a lost world” μοιάζει σα να παίζουν χαρντ ροκ οι Jethro Tull με μια φολκ εσάνς ανάμεσα στις στριγγλιές. Ο ρυθμός στο «The writing on the wall» μοιάζει λες και τον εμπνεύστηκε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου στους Λαϊκεδέλικα. Αλλού μου θύμισαν μέχρι και Marillion. Σε κάποια κομμάτια ένα ψιλοτσιφτετέλι το ακούς ανάμεσα στα ρηφ (που πάντα είναι καταιγιστικά και σε σηκώνουν από την καρέκλα) μια ανατολίτικη πινελιά ας ‘ούμε. Γενικότερα υπάρχει μια πιο prog διάθεση σε ολόκληρο το άλμπουμ, όπως και μάλλον σε όλα τους των τελευταίων ετών, μόνο που δεν είναι απλώς καπρίτσιο αλλά ουσιαστικά μια ωρίμανση που έχει να κάνει με τη δημιουργική τους πρόθεση και τη θέλησή τους να μην είναι στάσιμοι. Και μάλιστα χωρίς υπερφίαλους πειραματικούς ακροβατισμούς κρατώντας σταθερά ένα λαϊκό προφίλ. Άνετα θα μπορούσαμε να πούμε τους Iron Maiden σήμερα μια λαϊκή progressive rock μπάντα (τώρα που το ξανασκέφτομαι μπορεί όλο το καλό χέβι μέταλ να χαρακτηριστεί έτσι). Και οι μεγάλες διάρκειες κομματιών όπως το «The Parchment» και το «Hell on Earth» καθόλου ενοχλητικές δεν είναι, ούτε ξεφεύγουν από αυτήν την καλώς εννοούμενη λαϊκότητα. Χρειάζονται οι διάρκειες για να αναπτυχθεί μια ιδέα όπως πολύ καλά ξέρουν να το κάνουν με τα πολύ καθαρά και δυναμικά παιξίματά τους. Δεν υπάρχουν ψεγάδια στην παραγωγή και στην ηχογράφηση, η δουλειά είναι άκρως επαγγελματική. Κάποιοι κακοπροαίρετοι θα την έλεγαν γυαλιστερή ίσως ή τυπική, όμως εκεί είναι η μαγκιά. Καθαρίζουν τον ήχο χωρίς να τον αδειάζουν, χωρίς να τον φτωχαίνουν. Άλλο δύσκολο επίτευγμα. Από ‘κει και πέρα ένα-δυο κομμάτια όπως το “Stratego” θα μπορούσαν να λείπουν γιατί πραγματικά είναι τυπικά και δεν προσφέρουν τίποτα (χρησιμεύουν ίσως μόνο στο χάϊδεμα των fans). Αλλά δεν θα πτοηθούμε από αυτή τη λεπτομέρεια... το ‘Senjutsu’ σίγουρα δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ των Iron Maiden, όμως τους συγκρατεί στο επίπεδο των ενεργών δημιουργικών συγκροτημάτων.

Βαθμολογία 7

 

Άποψη Γ

της Ελένης Φουντή

Την άποψή μου για την νέα εποχή των Iron Maiden την έχω γράψει αναλυτικά σε αυτό το κείμενο.

Μιλάμε για ειδική περίπτωση συγκροτήματος που αγνοεί τη νόρμα όσων έχουν διανύσει την κατά τεκμήριο χρυσή εποχή τους να επιστρέφουν στα παλιά. Αξιόλογους δίσκους έβγαλαν πρόσφατα και άλλοι βετεράνοι, αλλά εξαιρουμένων one-off πειραμάτων, ήταν σε δοκιμασμένο ηχητικό πεδίο, ενώ οι Iron Maiden υπήρξαν το συγκρότημα - κορωνίδα για έναν συγκεκριμένο ήχο, που στη συνέχεια διάλεξαν έναν διαφορετικό δημιουργικό δρόμο και επί 20 χρόνια διακρίνονται και σε αυτόν, συνεχώς με νέο υλικό και έχοντας αυξήσει περαιτέρω τη μουσική επιρροή τους.

Διχαστική ασφαλώς κίνηση. Από τη μία, σου γκρινιάζουν ότι προδίδεις το παρελθόν. Στο άλλο άκρο, ο βρετανικός τύπος το συζητάει μήπως η πραγματική χρυσή εποχή τους είναι τώρα και όχι τα 80s. Σε μια τριτοδρομική αποτίμηση, εγώ ακούω σαφώς μια δεύτερη χρυσή περίοδο, αρχής γενομένης από το “Brave New World”. (Αν και η δουλειά τους στα 90s, πλην του “Fear Of The Dark”, είναι αδικημένη, δεν νομίζω ότι είναι στο επίπεδο των δίσκων που ακολούθησαν. Ας την πούμε αυτή ανένταχτη φάση). Τα λέω αυτά για να τονίσω ότι ναι μεν οι Iron Maiden είναι εφηβική μου αγάπη, αλλά δεν τους βλέπω με επιείκεια. Άμα τη ανακοινώσει του Senjutsu, οι απαιτήσεις μου ήταν στα ύψη.

Έξι χρόνια λοιπόν μετά το “The Book Of Souls” και τον πολιτισμό των Μάγια, οι Βρετανοί έρχονται με κατάνα και τον κώδικα Μπουσίντο των Σαμουράι. Μας έχουν συνηθίσει βέβαια σε απανωτές βόλτες στην αμερικάνικη και τη βρετανική λογοτεχνία, την Αρχαία Αίγυπτο, την sci-fi κουλτούρα κ.ά, πάντως με το “Senjutsu” μάλλον έχουμε το μακρύτερο ταξίδι τους σε αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα. Το storytelling. Και θέλω να τονίσω εδώ ότι αν και o νέος διπλός δίσκος είναι επικός, μεγαλεπήβολος, με κομμάτια αρκετά μεγάλης διάρκειας, είναι εντυπωσιακό το πώς 80 λεπτά ρέουν χωρίς να κουράζουν και χωρίς να χάνεται η αφηγηματική δομή.

Ο ήχος είναι βαρύς, σκοτεινός, με ατμόσφαιρα που παραπέμπει στο “X Factor” και στο “A Matter Of Life And Death” και με πινελιές μουντών πλήκτρων. Οι συνθέσεις ακολουθούν αντισυμβατικές δομές, υπάρχει πλούτος riffs και κιθαριστικών σόλο και πολλές εναλλαγές στο ρυθμό, με αποτέλεσμα μια δαιδαλώδη, απρόβλεπτη, αλλά ουσιαστική ακουστική εμπειρία, χωρίς να γίνεται η μουσική υπερβολικά τεχνική ή ψυχρή. Θα έλεγα μάλιστα ότι πρόκειται για μία από τις πιο συναισθηματικές στιγμές της συνολικής πορείας τους. Τους πάει η Ανατολή. Πάντα τους πήγαινε.

Εδώ οι Maiden αποφεύγουν επίσης τον σκόπελο του άχαρου φίλερ που παρεισφρέει εδώ κι εκεί στη δισκογραφία τους (μη μου πείτε ότι πέφτετε ξεροί με το “Quest For Fire”, το “New Frontier” και το “Speed Of Light”). Στο “Senjutsu” υπάρχει μεγάλη συνοχή στο songwriting και ευτυχώς όχι εις βάρος της δημιουργικότητας. Ο Harris το παίρνει λίγο περισσότερο πάνω του, καθώς τα περισσότερα κομμάτια έχουν την (συν)υπογραφή του, τέσσερα δε εξ αυτών τα έγραψε μόνος. Η βασική θεματολογία είναι ο πόλεμος και η απώλεια, όμοια με το “A Matter Of Life And Death” αλλά περισσότερο ενδοσκοπικά αυτή τη φορά.

Το εναρκτήριο Senjutsu φέρνει αμέσως την Άπω Ανατολή στα ηχεία με τελετουργικό drumming, ένα tribal concept που οι Smith / Harris χρησιμοποίησαν και ως opener στο “The Final Frontier”. Είναι ένας μακρόσυρτος σκοπός, με πένθιμα πλήκτρα σαν τα βήματα του πολεμιστή που οδηγείται στη μάχη και ισορροπεί σε μια συνεχή εντατική κατάσταση που δεν ξεσπάει ποτέ. Ξεκάθαρη νέα δημιουργική κορυφή, με τον Nicko McBrain να λάμπει εδώ όπως και σε όλο τον δίσκο. Ακολουθεί το όνομα και πράγμα Stratego”. Ο Dickinson είχε πει βέβαια ότι τοποθέτησαν τα κομμάτια στρατηγικά στον δίσκο ώστε να λειτουργεί σαν concept album, αλλά πού να φανταστώ ότι το τυπικό galloping σινγκλάκι που ακούσαμε πριν ένα μήνα θα απογειωνόταν μέσα στο άλμπουμ, σαν το κομμάτι που συμπληρώνει το παζλ; Γιατί η ένταση τώρα ξεσπάει και η μάχη ξεκίνησε.

Το The Writing On The Wall στηλιτεύει την αλαζονεία της εξουσίας και βάζει μια αναπάντεχη για τους Maiden desert – americana διάσταση με υποδόρια stoner στοιχεία, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι quo vadis, διότι τώρα οι κερασιές στο Φούτζι ίσα που φαίνονται. Η εισαγωγή του “Lost In A Lost World” μου θυμίζει ότι έχω αξιωθεί να ακούσω δυο φορές λάιβ το κατάφωρα υποτιμημένο “Afraid To Shoot Strangers”. Την παράσταση εδώ κλέβει αρχικά το στακάτο ριφ και οι Smith, Murray, Gers, όμως το συγκινητικό outro επισκιάζει όλα τα προηγούμενα. Από τα λίγα uptempo τραγούδια είναι το “Days Of Future Past”, το επικίνδυνο “φίλερ αλέρτ” σημείο για μένα που βαριέμαι τα (ευτυχώς λίγα) στρέιτ ρόκερ της περιόδου μετά την επιστροφή των Dickinson και Smith το 1999. Μόνο όσα βρίσκονται στο “Brave New World” και το “The Final Frontier” μ’ αρέσουν. Βάλε και το “Senjutsu” στη λίστα λοιπόν, το κομμάτι είναι ωραιότατο και κανείς δεν έχασε ποτέ με ένα κλασικό μεϊντενικό ρεφρέν που με λίγη τύχη και περισσότερα εμβόλια θα τραγουδήσουμε μαζί.

Για την α λα “Talisman” εισαγωγή, τις υπέροχες μελωδίες, τη vintage υφή, την ψυχωμένη ερμηνεία του Bruce και τη γενικότερη αισθητική του “The Time Machine” τι να πει κανείς; Είναι ίσως ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που μας έχουν δώσει ποτέ οι Iron Maiden και, συνεκτιμώντας το σκακιστικό κολπάκι του “Stratego”, μάλλον η συνεισφορά του Gers (που υπογράφει αυτά τα δύο με τον Harris) στο songwriting είναι μεγαλύτερη από ό,τι συνειδητοποιούμε. Η αξία αυτού του τραγουδιού έγκειται στο ότι μέσα σε μόλις 7 λεπτά προλαβαίνει να πειραματίζεται με διαφορετικές φόρμες και ρυθμούς και παράλληλα να είναι από τα πιο αφηγηματικά σημεία του “Senjutsu” (στα ρυθμικά ανεβάσματα σχεδόν στροβιλίζεσαι στη χρονομηχανή), κλέβοντας αρκετή δόξα από άλλες πιο προφανείς περιπτώσεις storytelling.

Αν δεν το πρόδιδε ήδη ο τίτλος, το κάνουν τα κύματα και τα θαλασσοπούλια που σε ξεβράζουν στις ακτές της Δουνκέρκης. Με το “Darkest Hour” οι Maiden επιστρέφουν στον Τσώρτσιλ, στις πρώτες δύσκολες μέρες του πολέμου, με ενδοσκοπική ματιά. “Before the dawn the darkest hour” άλλωστε. Είναι η ωραιότερη στιγμή του διδύμου Smith / Dickinson στον δίσκο, αλλά μου πήρε αρκετές ακροάσεις να καταλάβω πως εδώ αξίζει να φανταστείς τον Dickinson a cappella, ή ακόμα καλύτερα συνοδεία του ήχου της θάλασσας και των πουλιών (ναι, ήθελα κι άλλη Δουνκέρκη). Το πανέξυπνο “Death Of The Celts” μοιάζει με ένα ώριμο sequel του “The Clansman”. Κατεξοχήν επικό, έχει την υπέροχη folky λυρική υφή του παρεξηγημένου “Dance Of Death” κι ας γίνεται λίγο τεχνικό σε ένα - δυο σημεία, ακόμα κι αυτό εξυπηρετεί την αφήγηση.

Στο σταυροδρόμι του “Powerslave” με το “Piece Of Mind” και το “The Book Of Souls” στέκεται απέναντι από την Αρχαία Αίγυπτο το βαρύ ανατολίτικο “The Parchment”, φτιαγμένο από τη στόφα του “To Tame A Land” αλλά και του “Stargazer” των Rainbow. Πλουμιστό χαλί, με κινηματογραφική σχεδόν ανάπτυξη. Ο δίσκος κλείνει με την επικότερη μάλλον σύνθεση, το “Hell On Earth”. Εδώ ο Dickinson δίνει μια θυελλώδη ερμηνεία στις γραμμές του καλπασμού, που απογειώνεται προς το δεύτερο μέρος και το γλυκόπικρο φινάλε. “love in anger, life in danger, lost in anger, life in danger”, λες ο θυμός για ό,τι ζούμε ως κοινωνία να είναι και η στιχουργική κατακλείδα αυτής της μεγάλης μπάντας στη μακρά πορεία της; Ελπίζω όχι.

Στο εκτελεστικό μέρος, δεν γράφω τώρα για κοτζάμ Iron Maiden ότι ο καθένας έχει το ρόλο του. Θέλω όμως να ξανατονίσω τη συμβολή του Nicko McBrain, γιατί χωρίς αυτό το tribal, κάπως πρωτόγονης υφής drumming, δεν θα μιλούσαμε για Σαμουράι. Και δυο κουβέντες για τον Bruce. Είναι ξεκάθαρη η φθορά. Και ο ίδιος βασίζεται λιγότερο πια στην τεχνική αρτιότητα, ρίχνοντας το βάρος στην ερμηνεία. Όμως ερμηνεύει ψυχωμένα, to the death, η χροιά του έχει αποκτήσει βάθος, ζεστά μπάσα και του πάει. Έχει ενδιαφέρον ότι το “Senjutsu” είναι ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησαν οι Maiden γνωρίζοντας τις περιπέτειες του Dickinson με την υγεία του και παρόλα αυτά, δίνεται συχνά έμφαση στις φωνητικές γραμμές με τους υπόλοιπους να ακολουθούν διακριτικά και μιλάμε για συγκρότημα με τρεις κιθάρες. Αυτό δεν είναι οξύμωρο. Όσο ο χρόνος ρουφάει ενέργεια, η εμπειρία μπορεί να αναπληρώνει με άλλες αρετές, πχ αυτές που ακούγονται στο “Darkest Hour” και στο “Hell On Earth”. Το να ξέρεις να τις αναδεικνύεις είναι ένδειξη ωριμότητας. Ναι, ακούγεται φθορά, αλλά ακούγονται και άλλα πράγματα τώρα, καινούρια.

Εδώ έχω και μια μικρή επιφύλαξη για την παραγωγή, άκρως διχαστικό ζήτημα (ακόμα ένα!) της νέας εποχής. Εμένα η τόσο - όσο αγυάλιστη προσέγγιση του Kevin Shirley μου αρέσει, γιατί αφήνει την ικανοποίηση του λάιβ με τον δυνατό αλλά σωστό ήχο (εκεί που περνάς καλά δηλαδή). Φτάνουν άλλωστε οι ear candy από τη μία και ωμές από την άλλη παραγωγές. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία, η φωνή του Bruce μοιάζει λίγο χαμηλά στη μίξη, σαν να θέλουν να τον προστατεύσουν. Δεν το χρειάζεται, για τους λόγους που είπα. Ο δίσκος είναι κατεξοχήν συναισθηματικός, άστον να εκτεθεί κι άλλο, να ακουστούν όλα. Εν πάση περιπτώσει όμως, ο ήχος είναι γενικά ισορροπημένος, υπάρχει όγκος και η μουσική ακούγεται ακόμα καλύτερα με ακουστικά, κάτι που ομολογουμένως δεν ξέρω αν θέλω να συμπεριλάβω στα πλεονεκτήματα (σίγουρα πάντως ταιριάζει με την εσωστρέφεια του υλικού).

Δεν ξέρω επίσης αν θέλω να κλείσω λέγοντας ότι αυτός είναι ο ωραιότερος δίσκος της νέας εποχής των Iron Maiden, αν και τη δεδομένη στιγμή το πιστεύω. Όχι επειδή η μουσική χρειάζεται χρόνο για να αξιολογηθεί. Ας απεμπλακούμε από τέτοιες εκ των ων ουκ άνευ στερεοτυπίες. Προφανώς έχει σημασία η μουσική να αξιολογείται απολογιστικά και προφανώς έχει σημασία να αξιολογείται και όταν κυκλοφορεί. Χρειάζεται η κατάταξη όμως; Από τη δυναμική, πιασάρικη προσέγγιση του “Brave New World”, μέχρι τη σκοτεινή εσωστρέφεια του “Senjutsu”, οι Βρετανοί έχουν γράψει πολλά μη γραμμικά χιλιόμετρα προσθέτοντας συνεχώς νέα δεδομένα. Άλλο το επικό έρεβος του “A Matter Of Life And Death”, άλλη η progressive υφή του “The Final Frontier”. Όχι λοιπόν, δεν χρειάζεται. Σε έναν μαραθώνιο συνεχούς αναμέτρησης με τους εαυτούς τους, οι Iron Maiden έχουν συγκροτήσει ένα μοναδικό προσωπικό μουσικό σύμπαν, πέρα από τα σύνορα του metal πια, με το “Senjutsu” να κατακτά τη δική του θέση, ως μία από τις πιο συναισθηματικές στιγμές τους. Είναι instant classic, λόγος γιορτής, an Iron Maiden special.

Βαθμολογία 9