Ιστορίε όχι από συναβλίε, αλλά από εκλογίε

Σπαρταριστά επεισόδια από την ζωή μιας δικαστικής αντιπροσώπου. Της Μαριάννας Βασιλείου

(Όλες είναι αληθινές, κάποιες έχουν δημοσιευτεί και αλλού – και έχουν συμβεί είτε σε εμένα την ίδια είτε σε φίλους και φίλες δικηγόρους)

Ιστορία πρώτη: ο γιος, η μαμά και ο άσχετος

Σε κάθε εκλογική διαδικασία, ΠΑΝΤΑ θα εμφανιστεί ο γιος ή η κόρη που θα φέρει τον υπερήλικα γονιό του να ψηφίσει και θα ΑΠΑΙΤΗΣΕΙ να μπει μέσα στο παραβάν «για να βοηθήσει» (μετάφραση: «για να ελέγξει τι θα ψηφίσει»). Εγώ θα το αποκλείσω, ο γιος ή η κόρη θα μου πει «μα την άλλη φορά με άφησαν να μπω», θα απαντήσω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έγινε κάτι τέτοιο και αυτά όχι σε εμένα, θα γκρινιάξουν και εν τέλει ο γονιός θα μπει και θα ψηφίσει είτε μόνος του είτε μαζί μου. Μέχρι εκείνη τη φορά που ο τρίτος άσχετος που περίμενε στην ουρά για να ψηφίσει πετάχτηκε και δήλωσε με ύφος τουλάχιστον τριών χιλιάδων καρδιναλίων: «αυτό που κάνετε είναι παράνομο και αν δεν τον αφήσετε να μπει στο παραβάν με τη μάνα του θα πάω στον Εισαγγελέα, η δουλειά σας είναι να κάνετε τις εκλογές και όχι να μπαίνετε στα παραβάν με τους ψηφοφόρους». Κάπου εκεί σηκώθηκα, πήρα το ύφος της Έλεν Μίρεν στην εκπομπή του Μάικλ Πάρκινσον το 1975, δήλωσα ότι «αρκετά με κουράσατε, και εμένα και τον κόσμο που έχει μαζευτεί στην ουρά και περιμένει, στο παραβάν μπαίνει μόνο ο δικαστικός αντιπρόσωπος κι εκπρόσωπος του Νόμου εδώ μέσα είμαι εγώ και όχι εσείς, la loi c'est moi και φροντίστε να το καταλάβετε για να μην έχουμε άλλα», πήρα ψηφοδέλτια και φάκελο και μπήκα με τη γιαγιά στο παραβάν. Εκεί μέσα λοιπόν η γιαγιά με κοιτάει, μου φέρνει το δάχτυλο στα χείλη, μου κάνει «σους!», σκίζει το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο που της είχε δώσει ο γιός, σκαλίζει τη ντάνα με τα ψηφοδέλτια, ΔΙΑΛΕΓΕΙ ΤΟ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, βάζει σταυρούς, κλείνει το φάκελο, βγαίνουμε και ψηφίζει. «Ναι αγόρι μου δαγκωτό το έριξα, μην ανησυχείς» κι εγώ κοιτάω αλλού για να μη σκάσω στα γέλια.

Ιστορία δεύτερη: η κυρία που ήθελε να ψηφίσει τον δήμαρχο του ΣΥΡΙΖΑ

Κυρία σε δημοτικές εκλογές μετά από ένα πεντάλεπτο στο παραβάν φωνάζει τον δικαστικό αντιπρόσωπο να τη βοηθήσει. Μπαίνει ο άνθρωπος και του ζητεί να της πει ποιον υποψήφιο δήμαρχο στηρίζει ο «ΣΥΡΙΖΑΣ» (sic), γιατί «εμείς πάντα αριστεροί ήμασταν στην οικογένεια, παλιά ψηφίζαμε ΠΑΣΟΚ και τώρα ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα το αλλάξω τώρα». Έλα όμως που ο δικαστικός αντιπρόσωπος είναι από άλλο νομό φερμένος, 300 και βάλε χιλιόμετρα μακριά, και ιδέα δεν έχει ποιον υποψήφιο δήμαρχο στηρίζει ο «ΣΥΡΙΖΑΣ». Γκουγκλάρει στο κινητό, άκρη δεν βγάζει, βλέπει και την ουρά που έχει μαζευτεί και το αποφασίζει: σκύβει στο αυτί του Γραμματέα, «ρε συ, ποιον στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ;», ο Γραμματέας του απαντά στο αυτί επίσης, μπαίνει στο παραβάν και η κυρία περιχαρής επιλέγει το ψηφοδέλτιο που της υποδεικνύει. Θέμα για μελλοντικές εξετάσεις στη νομική: «συγχωρείται η παραβίαση της μυστικότητας της ψήφου έστω και σε ένα άτομο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο εκλογέας θα ψηφίσει αυτό που επιθυμεί; - μονάδες 2».

Ιστορία τρίτη: «δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον»

Δεύτερος γύρος εθνικών εκλογών, λίγος κόσμος, εγώ και η γραμματέας είμαστε μόνες και ξαφνικά ακούμε στρατιωτικά βήματα και το ρυθμικό «αίμα-τιμή-Χρυσή Αυγή». Μπουκάρουν στο εκλογικό τμήμα ένα τσούρμο χρυσαυγίτες με το βήμα της χήνας, χαιρετούν ναζιστικά και μου δηλώνουν ότι «ήρθαμε να σας προειδοποιήσουμε ότι αλλοδαποί απαγορεύεται να ψηφίσουν ακόμα και με ελληνική ταυτότητα». Η αστυνομία εννοείται εξαφανισμένη, η γραμματέας παγώνει κι εγώ ένας Θεός ξέρει πού βρίσκω τα κότσια να σηκωθώ και να τους πω ορθά-κοφτά ότι «όποιος δικαιούται να ψηφίσει θα ψηφίσει, δεν πά’ να είναι και εξωγήινος, οπότε αν δεν είναι να ψηφίσετε εδώ, έξω από το εκλογικό τμήμα γιατί παρεμποδίζετε τη διαδικασία». Ακόμα αναρωτιέμαι πώς έφυγαν χωρίς να μου δημιουργήσουν κανένα άλλο πρόβλημα και ακόμα θυμάμαι τον κρύο ιδρώτα που με είχε περιλούσει.

Ιστορία τέταρτη: η κόρη όχι του περιπτερά, αλλά του δημάρχου

Δημοτικές-περιφερειακές εκλογές και το τονίζω αυτό, διότι η δημαρχία μπορεί και να χαθεί για δυο-τρία ψηφοδέλτια, οπότε ο ένας συνδυασμός καραδοκεί να ακυρώσει ψηφοδέλτια του αλλουνού και τούμπαλιν, κουβαλάνε ψηφοφόρους άνω των 100 να ψηφίσουν κλπ κλπ. Εμφανίζεται στο εκλογικό τμήμα εικοσάχρονη, με το που δίνει την ταυτότητά της ανακοινώνει ότι είναι η κόρη του δημάρχου, της λέει η αντιπρόσωπος «καλή επιτυχία στον πατέρα σας» από έξω της και «ποσώς με ενδιαφέρει» από μέσα της, ψηφίζει και μετά στο παραβάν μπαίνει φίλη της. Μέχρι να σηκώσω το κεφάλι της η αντιπρόσωπος από τον εκλογικό κατάλογο, η κόρη του δημάρχου έχει πάρει καρέκλα, την έχει βάλει πλάι στο παραβάν και επιχειρεί να ανεβεί για να δει αν όντως η φίλη της θα ψηφίσει τον μπαμπά της! Τινάζεται πάνω η αντιπρόσωπος, ουρλιάζει «ΚΑΤΕΒΑ ΚΑΤΩ ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ», η κοπελιά τρομοκρατείται, φωνάζει η αντιπρόσωπος τον αστυνομικό να έρθει μέσα αμέσως, και του δηλώνει ότι η εν λόγω κυρία απεπειράθη να παραβιάσει τη μυστικότητα της ψήφου και ότι θα πρέπει να κινηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου. Με ύφος βαθυτάτης κούρασης, γυρνάει ο αστυνομικός στην κόρη του δημάρχου: «ρε μωράκι, δε σου είπα πριν να μην κάνεις καμιά τέτοια μαλακία γιατί απαγορεύεται»; Η κοπελιά ξεσπάει σε αναφιλητά και αναρωτιέται τι έκανε και της μιλάει τόσο άσχημα, ο αστυνομικός αρχίζει να ζητάει συγνώμη, η αντιπρόσωπος κοιτάει αριστερά-δεξιά με γουρλωμένα μάτια και η φίλη έχει βγει από το παραβάν στο ενδιάμεσο και της λέει: «συγνώμη, εγώ έτοιμη είμαι, πείτε μου να το ρίξω στην κάλπη όποτε είναι». Για την ιστορία, η κόρη του δημάρχου ζήτησε μετά χίλιες συγνώμες και αργότερα έφερε καφέδες και προφιτερόλ για την απογευματινή υπογλυκαιμία.

Ιστορία πέμπτη: «είμαι η νέα γυναίκα που θα καπνίζω και θα ψηφίζω»

Κυρία γεννηθείσα το 1921 ψηφίζει και ρωτά τον δικαστικό αντιπρόσωπο: «δε μου λες αγόρι μου, η τάδε η εγγόνα μου ήρθε να ψηφίσει ή ακόμα κοιμάται η ακαμάτρα»; Τσεκάρει ο αντιπρόσωπος, «δεν τη βλέπω κυρία μου» και η γιαγιά ξεκινάει να βγάζει καπνούς από τα νεύρα της: «σα δε ντρέπεται η γαϊδάρα, εγώ ήθελα να ψηφίσω για βουλευτές και δεν μου επιτρεπόταν, έπρεπε να φτάσω 35 χρονώ για να μας επιτρέψουνε κι εμάς τις γυναίκες να ψηφίσουμε και η δικιά μου η τσούπρα το μπορεί και βαριέται να το κάνει, κάτσε να πάω σπίτι και θα δεις τι έχει να γίνει»! Ο συνάδελφος υποπτεύεται ότι η γιαγιά πιθανότατα υπήρξε μεγίστη σουφραζέτα στα νιάτα της, αλλά δεν μπορεί να το επιβεβαιώσει.

Ιστορία έκτη: φέρτε πίσω την Αγωγή του Πολίτου ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ στα σχολεία

«Όταν λέτε μέχρι τέσσερις σταυρούς, εννοείτε ότι βάζω τέσσερα ψηφοδέλτια μέσα, με έναν σταυρό στο καθένα;». «Τους σταυρούς τους βάζω στο κόμμα που θέλω να ψηφίσω ή αλλού;». «Πώς θα χωρέσουν τέσσερις σταυροί μπροστά από το όνομα;». «Στυλό δεν έχει; - Είναι δεύτερος γύρος, δε βάζουμε σταυρό. – Ναι αλλά στυλό δεν έχει, θέλω να βάλω ένα “συν” μπροστά από το όνομα του βουλευτή». «Πώς κλείνει ο φάκελος;» «Θέλω δυο φακέλους, στον ένα να βάλω το λευκό και στο άλλο το Ποτάμι». «Και τι με νοιάζει που είναι δεύτερος γύρος, έπρεπε να έχετε ΟΛΑ τα ψηφοδέλτια!». «Εδώ ψηφίζω; - Πώς σας λένε; - Νίκο». «Μα κανονικά ψήφισα, έβαλα στο φάκελο και το ψηφοδέλτιο και το στυλό!». «Μπορώ να ρίξω δυο συνδυασμούς, γιατί έδωσα το λόγο μου και στους δυο ότι θα τους ψηφίσω;». «Την άλλη Κυριακή τι θα ψηφίσουμε; - Δεν έχει τρίτο γύρο εκλογών. – ΓΙΑΤΙ;!». «Στο λευκό θα γράψω το κόμμα που θέλω, έτσι;». «Το λευκό το έβαλα στο φάκελο γύρω από το άλλο ψηφοδέλτιο για να μην φαίνεται τι ψήφισα, πειράζει;» «Μπορώ για την άλλη Κυριακή να κάνω μια εξουσιοδότηση στη μαμά μου να ψηφίσει για μένα;». «Πού είναι ο φάκελος; - Τον έριξα μέσα στην σακούλα που έχετε στο παραβάν, γιατί;». «Τι εννοείτε ότι έχουν καταργηθεί τα εκλογικά βιβλιάρια;». Αχ και βαχ και πάλι αχ, το κόβω το κεφάλι μου ότι αν ο Τζίμης Πανούσης είχε υπάρξει ποτέ δικαστικός αντιπρόσωπος θα άλλαζε τον στίχο του Ψαριανού (του γνωστού Ψαριανού, πού’σαι νιότη πού’λεγες πως θα γινόμουν άλλος) σε «ψηφοδέλτια μέτραγα κι όλη νύχτα έκλαιγα».

Ιστορία έβδομη: ο καμπινές

80χρονος φεύγα ψευτόμαγκας ψηφοφόρος, από αυτούς που νομίζουν ότι γαμούν και δέρνουν, μπαίνει να ψηφίσει και βγαίνει μόλις δέκα λεπτά μετά, χωρίς να κρατά τίποτε στα χέρια του αναρωτώμενος: «ο καμπινές πού είναι»; Έξαλλη η δικαστική αντιπρόσωπος μεν, προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία της δε: «Τι λέτε κύριέ μου, πού είναι ο φάκελος που σας έδωσα;». «Εκεί μέσα μαζί με τα άλλα στη μαύρη σακούλα τον πέταξα, η τουαλέτα πού είναι;». Πλέον η αντιπρόσωπος δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα της: «άκου να δεις παππού, θα πας τώρα μέσα και θα βρεις το φάκελο. Μετά θα βάλεις ό, τι θέλεις μέσα και θα έλθεις να ψηφίσεις. Θα το επαναλάβουμε αυτό και για τη δεύτερη κάλπη και μόνο τότε θα φύγεις». «Μα κατουριέμαι κυρά μου, πρώτα η ανάγκη». «Δεν κατάλαβες καλά που θα μου διαλύσεις τη διαδικασία... Δεν πηγαίνεις στην τουαλέτα αν δεν ψηφίσεις! Κι αν δεν κρατιέσαι καθόλου κατούρα στο παραβάν, ποσώς με ενδιαφέρει! Το φάκελο να μου φέρεις μόνο». Σε πέντε λεπτά ο ψευτόμαγκας έχει τελειώσει τη διαδικασία και έχει πει κι ευχαριστώ φεύγοντας.

Ιστορία όγδοη: «Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα!»

Δασκάλα δημοτικού έρχεται να ψηφίσει σε ακριτικό μέρος, συνοδευόμενη από τα δεκαπέντε συνολικά πιτσιρίκια που πάνε στο δημοτικό του χωριού: «ελπίζω να μην εμποδίζουμε, θα ήθελα αν γίνεται να μείνουν λίγο εδώ τα παιδιά για να παρακολουθήσουν τη διαδικασία και να καταλάβουν πώς γίνονται οι εκλογές. Ξέρετε, εδώ δεν έχουν πολλές ευκαιρίες για να μάθουν τέτοια πράγματα». Και κάπως έτσι ο δικαστικός αντιπρόσωπος βρίσκει την καλύτερη εφορευτική επιτροπή, τα πιτσιρίκια χωρίζονται σε Δυστροποπιγκικούς και Χαρχουδικούς και η εκλογική διαδικασία αποκτά τον παιδευτικό χαρακτήρα που της αξίζει.

Ιστορία ένατη: τα τσίπουρα του ΚΚΕ

Σε έτερο απομακρυσμένο ορεινό χωριό, οι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο αριθμούν τους 137 στο σύνολό τους και μέχρι το μεσημέρι έχουν ψηφίσει περί τους 80. Ο κοινοτάρχης εμφανίζεται στο εκλογικό τμήμα και ανακοινώνει στον αντιπρόσωπο ότι το πολύ δέκα-δεκαπέντε άτομα να έρθουν ακόμα να ψηφίσουν, οπότε ας κλειδώσει την αίθουσα του σχολείου όπου γίνονται οι εκλογές και ας έρθει μαζί του στο γραφείο του διευθυντή όπου έχει στηθεί τσίπουρο με μεζέ, και άμα έρθει άλλος να ψηφίσει, του ανοίγει και συνεχίζει. Ο αντιπρόσωπος χαζός δεν είναι να πει όχι, μετακινείται στο γραφείο, το τσίπουρο είναι τόσο δυνατό που είναι κατάλληλο και για εντριβές και μαθαίνει όλη την ιστορία και το ρόλο του χωριού στον εμφύλιο πόλεμο από τους γέροντες του χωριού, παλιούς κουκουέδες και πολεμιστές. Ευτυχώς του κόβει να τους ηχογραφήσει, και υπόσχεται στον εαυτό του κάποτε να το χρησιμοποιήσει αυτό το υλικό με κάποιον τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν έχει κάνει κάτι με αυτό – το ελπίζω ωστόσο.

Ιστορία δέκατη: μην εκνευρίζετε το δικαστικό αντιπρόσωπο

Συνήθως το πρώτο ντου στις κάλπες γίνεται κατά τις 10 τόσο, την ώρα που σχολάει η εκκλησία και όλο το ποίμνιο σκέφτεται να πάει να ψηφίσει για να τελειώνει πριν γυρίσει σπίτι του ή πριν πάει για καφέ. Ουρά είκοσι ατόμων τουλάχιστον, τέσσερις οι κάλπες στο χωριό, ζέστη και ο αντιπρόσωπος προσπαθεί να συντονίσει με τα χίλια ζόρια τη διαδικασία. Μεσήλιξ κυρία δεν σταματά να γκρινιάζει μεγαλόφωνα ότι δεν είναι πράγματα αυτά, ότι ο αντιπρόσωπος κοιμάται όρθιος και τζάμπα του δίνουν τόσα λεφτά για δουλειά μιας μέρας, ότι αν ήταν στη θέση του θα τα είχε κάνει όλα καλύτερα, ότι όλους τους άχρηστους εκεί τους στέλνουν και ότι περιμένει τόση ώρα ενώ ξέρει τι θέλει να ψηφίσει και θα καθυστερήσει να πάει στην κουνιάδα της για καφέ. Με το που ψηφίζει και εκείνη με τη σειρά της, ο αντιπρόσωπος που ως εκείνη τη στιγμή δεν έχει βγάλει μιλιά, παίρνει το βλέμμα της κόμπρας και της κάνει: «λοιπόν, αφού τόσην ώρα γκρινιάζετε ότι καθυστερούμε και ότι εσείς θα τα κάνατε όλα καλύτερα, κρατάω την ταυτότητά σας και θα κάτσετε εφορευτική ως τις 7 το απόγευμα που θα κλείσουν οι κάλπες». Η κυράτσα χλωμιάζει, φωνάζει ότι θα καλέσει την αστυνομία, απειλεί θεούς, δαίμονες και ημίθεους, παίρνει τηλέφωνο το σύζυγο για να έρθει να κάνει ντα τον αντιπρόσωπο, ο τελευταίος την αγνοεί, συνεχίζει την διαδικασία και εννοείται ότι την αφήνει να φύγει στο πέρας της ψηφοφορίας. Και πολύ καλά κάνει, αν θέλετε τη γνώμη μου.

Ιστορία ενδεκάτη: εγώ Χριστό κι εσύ Αλλάχ

Δημοψήφισμα 2015 και εγώ είμαι διορισμένη σε πομακοχώρι, όπου έχω κάνει και τις καλύτερες εκλογές στα τόσα χρόνια που κάνω: υπέροχοι άνθρωποι, ένας άλλος τρόπος ζωής και μια Ελλάδα που βρίσκεται πλάι μας και όμως δεν την ξέρουμε στο παραμικρό. Έρχεται ο ιμάμης του χωριού να ψηφίσει με την επίσημη στολή του, μου λέει κάποιες ευχές στη γλώσσα του για υγεία και προκοπή και μου ζητά να μπω μαζί του μέσα στο παραβάν για να μου πει ότι είναι πολύ προβληματισμένος και ότι δεν ξέρει αν είναι καλύτερα να ψηφίσει ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Του εξηγώ ότι μου απαγορεύεται ρητά να υποδείξω στον οποιονδήποτε πολίτη τι να ψηφίσει και ότι ο ρόλος μου εκεί είναι για να διασφαλίσω ότι ο εκάστοτε ψηφοφόρος θα ψηφίσει αυτό που αποφασίζει εκείνος ή εκείνη. Σκέφτεται για μια στιγμή και μου λέει: «καλά κόρη μου, θα δω τι θα ρίξω και σε παρακαλώ να προσευχηθείς εσύ στον Χριστό σου κι εγώ στον Αλλάχ μου το αποτέλεσμα να είναι το καλύτερο για την πατρίδα μας, άλλωστε όλοι μας αδέρφια είμαστε και την πονάμε τη γη που ζούμε». Δεν ξέρω αν έπιασαν οι προσευχές μας – αλλά ξέρω ότι αυτή η εκλογική ιστορία είναι η πιο ουσιαστική και συγκινητική από όσες έχω ζήσει μέχρι τώρα.