Από τον Barry Manilow στον Georges Perec
Πόσο μ' αρέσει να κατεβαίνω με το ασανσέρ και να ακούω... Barry Manilow. Ένα άρθρο του Στυλιανού Τζιρίτα που συνδέει τον υποτιμημένο τραγουδοποιό μ' έναν σπουδαίο μυθιστοριογράφο.
Είναι από αυτονόητο έως και αναμενόμενο ότι ο Barry Manilow χαίρει ιδιαίτερα χαμηλής εκτίμησης στο ελληνικό κοινό. Το ότι έχει βάλει και αυτός το χεράκι του σε μία τέτοια αποτίμηση είναι σωστότατο, μιας και πραγματικά προσπάθησε ιδιαίτερα σκληρά να αποκτήσει ένα πιστό μεν, ολότελα συντηρητικό δε, ακροατήριο το οποίο αποτελείται από κυρίες με κομοδινί μαλλί, θιασώτες των Las Vegas shows της προηγούμενης γενιάς (τώρα έχουν αλλάξει πια τα πράγματα) και λάτρεις της γλυκανάλατης μπαλάντας. Δεν είναι όμως έτσι ακριβώς το πηλίκο της μουσικής πορείας αυτού του καλλιτέχνη. Το ότι πολλοί τον βάζουν (ή ακόμα και τον μπερδεύουν) με συναδέλφους του τύπου Leo Sayer, Richard Clayderman ή ακόμα και τον Liberace είναι τόσο άκυρο όσο και άδικο.
Ο Manilow είναι ένας ιδιαίτερης κοπής μουσικός και συνθέτης ο οποίος παθιασμένος με τη μουσική των musicals θεώρησε ότι αυτό ακριβώς το μείγμα αμερικανικής και ευρωπαϊκής μουσικής κουλτούρας μπορεί να αποτελέσει το όχημα για τη συγγραφή pop τραγουδιών με εμφανή την επιρροή του Vaudeville, του Broadway και της οπερέτας. Έτσι κι αλλιώς ο Manilow ξεκίνησε να δουλεύει ως ενορχηστρωτής και μουσικός σε μία Off Broadway παραγωγή musical, το περίφημο ‘Drunkard’, το οποίο ξεκινώντας το 1968 παίχθηκε με μεγάλη επιτυχία για 8 συναπτά έτη.
Όταν εκδόθηκε το 2001 ο δίσκος του ‘Here at the Mayflower’ στην Ελλάδα δεν υπήρχε η παραμικρή ανταπόκριση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίστηκε και από κοινό (δύο επιτυχημένα singles) και από κριτικούς. Για όσους εντυπωσιάζονται για το τελευταίο, ας κρατήσουν στα υπ’ όψιν όχι μόνο το ακατανίκητο επιχείρημα ότι αυτός είναι ο άνθρωπος ο οποίος πρώτος πρόσεξε, προώθησε και κυριολεκτικά σμίλευσε ως παραγωγός και συνθέτης το μεγάλο διαμάντι του american songbook, την Bette Midler, αλλά και ότι όσον αφορά τα δικά του αποκλειστικά δημιουργήματα, πέρα από το κλασσικό ‘Copacabana’ (το οποίο οι boomers σαφώς και γνωρίζουν από την πιο ήπια -σε στίχους- διασκευή του Πασχάλη στα καθ’ ημάς μουσικά δρώμενα), έχουμε -ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας του 1973-1976- τουλάχιστον δύο -αν όχι τρεις- θαυμάσιους δίσκους γεμάτους αυθεντικά swing, οπερετικό βοντβίλ και σπιρτόζικη θεατρική pop.
Από την άλλη τo ‘Here at the Mayflower’ το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω ήταν ο πρώτος δίσκος του Manilow με original συνθέσεις από το 1984 και τον δίσκο ‘2:00 AM Paradise Cafe’ (Arista). Ηχογραφημένος στα πλαίσια του τότε νέου του συμβολαίου με την Concord Records ήταν σε παραγωγή και ενορχήστρωση του ίδιου του Manilow (με τον επί σειρά ετών συνεργάτη του και παραγωγό David Benson, γνωστό και ως παραγωγό του Moby αλλά και του Paul Anka, να κάθεται στη θέση του συμπαραγωγού στην κονσόλα).
Ο δίσκος δεν έχει τόσα πολλά jazz περάσματα όπως άλλοι δίσκοι του Manilow με δικό του υλικό Υπάρχει μία pop διάσταση και ένα πιάνο με ορμή και λογική Billy Joel, όμως και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Σχετίζεται με τη θεματική η οποία αναπτύσσεται στον δίσκο και είναι καθόλα βιωματική. Το ‘Mayflower’ δεν είναι άλλο από το οικοδομικό κτίριο όπου μεγάλωσε ο Manilow στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 και στις αρχές της επομένης, στην παιδική του ηλικία δηλαδή. Μόνο που η οπτική και η ματιά όπως αναπτύσσονται στους στίχους δεν είναι αυτή του παιδιού αλλά του επισκέπτη και παρατηρητή μετά από έτη. Κάθε σύνθεση του δίσκου (16 για την αμερικανική έκδοση, 18 για την αγγλική και γιαπωνέζικη - δυο αγορές όπου το brandname ‘Manilow’ είναι ισχυρότατο) πριν από τον τίτλο της έχει και την χωροταξική αρίθμηση του διαμερίσματος. Appartment 2C, Appartment 2D και ούτω καθεξής. Σε κάθε ένα από αυτά τα διαμερίσματα ο Manilow βάζει στο μικροσκόπιο τη ζωή του ενοικιαστή/διαμένοντα ωσάν να την παρατηρεί μέσα από τις μικροστιγμές της χρήσης των κοινόχρηστων χώρων, τις μικρές ματιές μέσα από τον φωταγωγό ή τις γρίλιες, την απρόσμενη συνάντηση στην εκτός περιοχής πόλη, στην τυχαία συνάντηση στα καταστήματα της περιοχής, τις μισοκουβέντες που ακούει σε συζητήσεις με άλλους ενοίκους. Όπως ακριβώς δηλαδή γνωρίζει ένας χρόνιος κάτοικος μιας πολυκατοικίας κάποιους από τους συγκατοίκους του σε ένα από τα μυριάδες μπετονένια κτήνη των μητροπόλεων. Χορεύτριες, σχεδόν άγνωστοι ηθοποιοί, ταξιτζήδες, υπέργηρα ζευγάρια, μυστηριώδεις φιγούρες, συμπαθείς όσο και άχρωμοι άνθρωποι. Όλοι οι τύποι ανθρώπων περνούν, επαγγέλματα που υπόσχονται κάποια μελλοντική επιτυχία και αναγνώριση, ασχολίες ελάσσονος σημασίας, βιοτικά επίπεδα στα όρια του ανεκτού.
Σαφώς και έρχεται ο Ζωρζ Περέκ (1936-1982) στο μυαλό και το βιβλίο του ‘Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως’ (Ύψιλον/1991/Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης). Σε αυτό το όλο χάρη -παρά το ευμέγεθες της έκδοσης και την πυκνή γραφή του- κείμενο ο Περέκ, αυτός ο ανεπανάληπτος σημειολόγος της ζωής, επιχειρεί να καταγράψει το φαινόμενο της κοινωνικής πορείας μίας ολόκληρης παρισινής πολυκατοικίας μέσω των ιστοριών της. Αυτό ακούγεται απλό, παιδαριώδες όσο και ξεπερασμένο ίσως. Το 1978 που κυκλοφόρησε, ο Περέκ -όπως έχει πει και ο ίδιος σε σχετική συνέντευξη του- είχε κρατήσει για κοντά 10 χρόνια σημειώσεις όχι τόσο για τις δραστηριότητες πραγματικών ανθρώπων που έβλεπε τριγύρω του, αλλά κυρίως γύρω από την συμπεριφοριστική, όπως αυτή μετατρέπεται και ανασκευάζεται από τον κάθε άνθρωπο σε σχέση και αναφορικά με τα συμβάντα που τυχαίνουν, με τη μικρή ή μεγάλη σημασία τους, σηματοδοτώντας αλλαγές πλεύσης ή δόμησης της ζωής τους. Ο Περέκ προσπάθησε μέσω του γραπτού λόγου να αποδείξει ως μία ιδιότυπη εξίσωση ότι οι αλλαγές στη ζωή ενός ανθρώπου επιδρούν νομοτελειακά στο κύκλοτρο σκέψεων και πράξεων, όχι μόνο των άμεσα συγχρωτιζόμενων με αυτόν ανθρώπων, αλλά και ατόμων με τα οποία οι δεσμοί (κοινωνικοί ή επαγγελματικοί) είναι από μικροί έως φαινομενικά αμελητέοι.
Στην περίπτωση των οικοδομικών μεγαθηρίων των μεγάλων πόλεων ανά τον πλανήτη αυτό πρέπει να συσχετιστεί με τη μονιμότητα κατοικίας των υπό έρευνα υποκειμένων του πειράματος παρατήρησης που ο καθείς με το δικό του τρόπο, Manilow και Perec, έθεσαν. Πέρα από τη διάχυτη ατμόσφαιρα χαράς ή λύπης που μπορεί να σκορπίσει ένα ανθρώπινο ον σε μία τέτοια κατασκευή μέσα από την μερικές φορές και άδολη δημοσιοποίηση της ιδιωτικότητας του (χάρτινοι τοίχοι, έντονα volume σε λαρύγγι ή στερεοφωνικό σύστημα, οξύτατοι διαπληκτισμοί, ηχηροί συνουσιασμοί), το σίγουρο είναι ότι αντίθετα με το μοτίβο «δεν ξέρω ποιος μένει δίπλα μου» δομείται και μια άλλη σχέση, ένα «εμείς», ένα συλλογικό πνεύμα. Το οποίο δεν απαντάται μόνο σε περιπτώσεις ιδιοκτητών αλλά και χρόνιων ενοίκων διαμερισμάτων οι οποίοι έρχονται σε μόνιμη μετά από έτη αντιπαράθεση, αλληλοβοήθεια, σύμπτυξη, ομογένεια, φιλικότητα με ανθρώπους που διαμένουν στο ίδιο κτίριο. Ακόμα και όταν δεν υπάρχουν σχέσεις, η ίδια η απουσία τους είναι η απόδειξη της κοινωνικότητας μέσα από την άρνηση της πρόσθεσης του «συν» στην οπτική του διαμένοντα σε έναν μπετονένιο κολοσσό. Η αρραγής γραφή του Περέκ αλλά και η γεμάτη δονήσεις pop μουσική και οι στίχοι του Manilow, κατευθύνθηκαν προς την ανακάλυψη της εξίσωσης όλων των παραπάνω.