‘Italo Disco’: Italians do it better
Ξανά αυτά τα 80s. Από την παλιά ντισκοτέκ στα σύγχρονα mixtape. Του Αντώνη Ξαγά
Να είναι από ευτυχή συγκυρία που απέφυγε τον χαρακτηρισμό… σπαγγέτι-ντίσκο (ήταν γαρ ήδη κατειλημμένη η αμφιβόλου αισθητικής αναλογία) το είδος που έχει περάσει στην ιστορία ως «italo disco»; Όχι βέβαια ότι αυτός ο γεωγραφικός ποπ Π.Ο.Π. (ή έστω Π.Γ.Ε.) χαρακτηρισμός λέει πολλά πέραν μιας κάποιας καταγωγικής προέλευσης κάποιων δημιουργών που σηματοδότησαν τον «ιταλικό» δρόμο προς την συνθετική –ποπ πάντα- αναλογικότητα, ο οποίος όμως ελάχιστη έως καμία συνάφεια δεν είχε με την παράδοση της εγχώριας τραγουδοποιίας (μια τάση προς σαφείς μελωδικούς δρόμους; το ακούω…).
Το ενδιαφέρον είναι ότι αν ψάξουμε την γενεαλογική γραμμή του είδους θα κινηθούμε πολύ πάνω στον… άξονα Γερμανίας-Ιταλίας, όχι μόνο επειδή είναι στην γερμανική εταιρεία ZYX Records στην οποία αποδίδονται τα πρωτεία χρήσης του όρου, αλλά και επειδή είναι ο ήχος ενός Τυρολο-αυστριακο-ιταλού ο οποίος έμενε στο posh Μόναχο εκείνος που έδωσε έναυσμα και έμπνευση για μια συνέχιση της ντίσκο με… άλλα μέσα, αλλάζοντας και επανα-διαμορφώνοντας την και στέλνοντας αναλογικά κύματα προς την νότια πέραν των Άλπεων πατρίδα του (για κάποιον Giorgio Moroder είναι ο λόγος).
Ωστόσο, όπως κάθε τέτοιος εμπορικής προέλευσης και στόχευσης όρος, μπορεί να συνεπάγεται αναπόδραστα απλοποίηση και ισοπεδωτική ομαδοποίηση, στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο πρόκειται για μια επινόηση με λίαν απτά (ή καλύτερα, ακουστά) αποτελέσματα, αλλά μέσα στην ποικιλομορφία και την δημιουργική ασάφεια που ενέχει κάθε τέτοια οριοχάραξη, υφίσταται και μια πραγματική αισθητική ενότητα, μια κοινή γραμμή, ένας πυρήνας. Με έντονες μπασογραμμές, πλαστικά beat από τα πλέον μηχανοποιημένα μέχρι τα πιο φάνκυ και τυρένιες αλλά πιασάρικες (διάβαζε cheesy) μελωδίες, παρδαλά χρώματα, άτεχνα-ερασιτεχνικά βίντεο κλιπ, με τραγουδιστές και τραγουδίστριες που υποτάσσονταν μεν στο στερεότυπο του Λατίνου εραστή (αλλά και της Λατίνας σεξοβόμβας), καλοντυμένου λες και έχει βγει από κάποιο ντεφιλέ μόδας στο Μιλάνο, ελαφρώς μάτσο αλλά με μια σαφή αύρα ομοερωτισμού (μετροσέξουαλ πριν εφευρεθεί ο όρος). Η δε στιχουργική θεματολογία ήταν ανάλαφρη, απλοϊκή, ίσως κι αφελής, μιλούσε για έρωτες, για ακρογιαλιές και αστέρια και καλοκαιρινές αναμνήσεις από τις παραλίες της Αδριατικής και τις θηριώδεις της ντισκοτέκ, όπως είχε πει και ο μέγας Τζόρτζιο, είναι ηλίθιο να προσπαθείς να μιλήσεις στους ανθρώπους που χορεύουν για τα προβλήματα του κόσμου, είναι αυτά ακριβώς που προσπαθούν να ξεχάσουν (ωστόσο ας σημειωθεί ότι οι στίχοι του πλέον εμβληματικού κομματιού του είδους, του «Vamos a la playa» των Righeira, είναι μια αναφορά σε μια μετα-πυρηνική ραδιενεργή δυστοπία). Αξίζει επιπλέον να παρατηρηθεί και μια λίαν ισχυρή δοσολογία εξωτισμού, είτε μέσα από μια sci fi φουτουριστική απεύθυνση (στην πατρίδα του φουτουρισμού είμαστε άλλωστε!) είτε με πολλαπλές αναφορές σε άλλες εξωτικές χώρες, τόσο μακρινές όσο το διάστημα, όπως η Ιαπωνία, η Κίνα αλλά και η …ΕΣΣΔ. Και όλα αυτά με ένα πνεύμα diy μαζικής στόχευσης όμως, όσο κι αν τούτο ακούγεται οξύμωρο (ή ακόμη πιο πολύ, μια αυθεντικότητα μέσω της μίμησης). Μια συνθήκη η οποία αναπόφευκτα οδήγησε σε αποτελέσματα τα οποία κυμαίνονταν σε εύρος από το πιο εμπνευσμένο μέχρι και το πιο trash, το οποίο ωστόσο ακούγεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ως κάτι κακόγουστο μεν γνήσιο όμως και λαϊκό και ενίοτε με ψήγματα πραγματικής έμπνευσης (σε αντίθεση με το know how των μεγάλων εταιριών που έπνιξε το είδος στην αδιαφορία της εύκολης-τυποποιημένης μαζικής παραγωγής).
Όπως συμβαίνει συχνά με τέτοια φαινόμενα, η διάρκεια και η απήχησή του υπήρξαν περιορισμένες, τόσο χρονικά όσο και χωρικά (επιτυχία γνώρισε το italo disco –με λίγες εξαιρέσεις- κυρίως στις μη-αγγλόφωνες ευρωπαϊκές χώρες- εξού και ενίοτε εντάσσεται στην eurodisco – αν και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το σύγχρονο τότε αποτύπωμά του στα αγγλοσαξονικά κατασκευάσματα των Stock, Aitken & Waterman). Χωρίς να ενστερνιστούμε την εύκολη κι αβασάνιστη «επιδραστικολογία» (η οποία πέρα από αυτο-αναφορική και αυτο-επιβεβαιούμενη είναι και άσφαιρη πολλές φορές - «επιδραστικό» γαρ μπορεί να είναι και κάτι ‘κακό’), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε εν προκειμένω ότι το italo, πέρα από την όποια επανα-συσκευασία και ανασκαφή του παρελθόντος ως πραγματική ή καλτ φαντασιακή νοσταλγία. άφησε πίσω του μια κληρονομιά από αισθητικές απολήξεις και επιδράσεις που φτάνουν μέχρι και το σήμερα, αφήνοντας ίχνη σε όλο το φάσμα της χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής, ειδικά της τέκνο και της house, ήδη μάλιστα από την αυγή του νέου αιώνα (θυμάστε electroclash;)
Ήταν ομολογουμένως μια επιπρόσθετη καλή αφορμή το ντοκυμαντέρ του Alessandro Melazzini «Ίταλο Ντίσκο – Ο αστραφτερός ήχος της δεκαετίας του ’80/Italo Disco. The Sparkling Sound of the 80s» (από τον οποίο πήρε και μια ωραία συνέντευξη ο Κώστας Καρδερίνης) για να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να ξανακαταπιαστώ –δίχως καμία ενοχή- με τούτο το πραγματικά λαϊκό είδος το οποίο ποτέ δεν πήρε τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, είχε όμως ταλέντο και κέφι (μεταφράζεται στα ιταλικά;) και αναζωογονητική ελαφράδα, εξού μάλλον και δεν χωνεύτηκε ποτέ από την ανέκαθεν σοβαροφανή και πάντα προβληματισμένη ελιτίστικη τοξική ‘μουσικοφιλία’, χαρίζοντας σου –τότε- περιφρονητικά υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς όπως «ντισκόβιος» ή «φλώρος». Σε αυτή την εντελώς προσωπική επιλογή, προϊόν ατελείωτων ωρών ακροάσεων κάθε πιθανής και απίθανης συλλογής ανά τα χρόνια, συμπεριελήφθησαν για προφανείς λόγους και μερικά δείγματα από την ισχυρή -ας την πούμε σκηνή, γιατί όχι;- ελληνική «ίταλο ντίσκο». Με επίκεντρο κυρίως τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο και όχημα και πολυεθνικές εταιρείες όπως η WEA, η Virgin ή η ΕΜΙ αλλά και μικρότερες ανεξάρτητες όπως π.χ. η Sakkaris Records (ναι, του μπαμπά της εθνικής μας τενίστριας), o ήχος της γειτόνισσας έφτασε και κάρπισε και στα μέρη μας σε παραγωγές οι οποίες δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τις αυθεντικές ιταλικές, καθώς ήταν κυριολεκτικά σε κάθε επίπεδο ούνα φάτσα-ούνα ράτσα -και φυσικά… ούνα κοινή κακή αγγλική προφορά (για μια ωραία επιμελή επισκόπηση του είδους αξίζει να ανατρέξετε σε σχετικό άρθρο του Φώντα Τρούσα).
Vamos λοιπόν a la… ‘cassetta’: