Ήταν κάποτε μια μπουάτ: Καληνύχτα ‘Βάτραχοι’

Ένα μικρό υποκεφάλαιο της ελληνικής μουσικής γράφτηκε κάποτε στην Οδό Σόλωνος. Τόσο ασήμαντο αλλά και τόσο σημαντικό. Του Αντώνη Ξαγά

«Έλα μέσα φίλε, έξω βρέχει»*

Κι εκείνο το βράδυ όντως έβρεχε (λένε οι επαΐοντες της λογοτεχνικής ορθότητας ότι δεν ξεκινάς ποτέ μυθιστόρημα με αυτή την φράση - αν ωστόσο το αποπειραθώ ποτέ θα ξεκινά ακριβώς έτσι). Έβρεχε και πολύ μάλιστα, έξω φλεβαριάτικο κρύο, ημερολόγιο του ’96, την άλλη μέρα το πρωί έδινα και ‘Βιοχημεία Ι’, το τελευταίο μάθημα που είχε απομείνει για να πάρω το χαρτί του χημικού, είχα τυλιχτεί από νωρίς στα σκεπάσματα με ένζυμα, πρωτεΐνες και κύκλους του Krebs (SOS!) να τριβελίζουν το μυαλό, έτσι μισοκοιμισμένος ήμουν όταν σήκωσα το τηλέφωνο που αντήχησε στο φοιτητικό υπόγειο κατά τα μεσάνυχτα, στην άλλη άκρη του καλωδίου άκουσα καθησυχαστικά τη φωνή της καλής φίλης που τη λέγανε Ματούλα: «είσαι να πάμε ‘Βατράχια’;». Τη θυμάμαι εκείνη την βροχή, την ερημιά και την υδάτινη γυαλάδα στους ζωγραφιώτικους δρόμους. Ραντεβού στη στάση του τρόλεϋ; Ή μήπως απέξω;

«Είσαι μούσκεμα βρε παιδί μου. Βγάλε το πανωφόρι σου και κάθησε εδώ, κοντά στη φωτιά μας. Όλοι εδώ είναι άνθρωποι απλοί. Φιλαράκια.»*

Σόλωνος 103. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά από εκείνο το βράδυ. Με φέρνει συχνά ο δρόμος από εδώ… Ίδιο πλάνο, αλλαγή χρόνου, όπως το ‘χε κάνει μαγικά ο Αγγελόπουλος σε μια σκηνή στον «Θίασο». Η χωροταξία δεν έχει αλλάξει, ούτε η πολεοδομία, τις ίδιες φέτες ουρανού κόβουν οι πολυκατοικίες στο βλέμμα. Μόνο ο ‘εξευγενισμός’ της περιοχής προχωράει με βήματα γρήγορα και σαρωτικά υπό ματατζίδικη προστασία, μπάτσοι, μπάτσοι παντού («γιατί έχετε στρατό στους δρόμους;» με ρωτάει η ανυποψίαστη γερμανίδα ξαδέρφη μου), πεδίο άσκησης φιλοδοξιών γόνων του πολιτικού σωλήνα. Και η Σόλωνος δίπλα να κυλάει ασταμάτητα και βιαστικά, από τα ψηλά της προς τα χαμηλά, από το Κολωνάκι προς τα Εξάρχεια, σε τσιμεντένια μονοτονία, με στενά παρατημένα πεζοδρόμια χωρίς... παραλία και χωρίς δέντρα (ούτε καν... φοίνικες), μισοσκότεινες πολυκατοικίες με δικηγορικά γραφεία, εκδοτικούς οίκους και ύποπτους συλλόγους κάθε φύσεως, και κάπου εκεί λίγο μετά το Παλιό Χημείο ήταν οι «Βάτραχοι». Κατά έναν τρόπο «ήταν» ακόμη κι όταν είχαν πια προ πολλού κλείσει, το κτίριο ρήμαζε, η ματιά μου το έβλεπε όμως «σαν να ήταν χτες», η ταμπέλα ήταν ίδια, κάτι σαν απομεινάρι-θυμητάρι, «Βάτραχοι» και «Ζωντανοί (sic) μουσικοί» έγραφε, κάτω από την κλειστή πόρτα συσσωρεύονταν λογαριασμοί, πατημένα διαφημιστικά φυλλάδια, και μια σκόνη σαν μετρητής του χρόνου που περνά να φτιάχνει στρώματα που απαιτούσαν πια…. ραδιοχρονολόγηση με άνθρακα-14.

Με φέρνει συχνά ο δρόμος από εδώ … Τούτη τη φορά όμως κοντοστάθηκα, η σκόνη αιωρούνταν στον αέρα άφθονη, η ταμπέλα δεν υπήρχε πια, ένα συνεργείο δούλευε πυρετωδώς και θορυβωδώς, νέα κουφώματα είχαν ήδη μπει, οι τοίχοι είχαν καινούργιο χρώμα, δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς φτιάχνουνε εδώ (και κατά βάθος δεν με νοιάζει κιόλας). Αισθάνθηκα για λίγο σαν τον συνονόματό μου Αντωνάκη σ’ εκείνη την γλυκόπικρη παλιά ελληνική ταινία. Σαν να περίμενα ν’ ακούσω και τη φωνή του μάστορα «βάστα ρε Καραβάγγο, ειδοποία ρε». Όμως η σκηνή δεν είχε καμία ποιητικότητα, τίποτε το μελό, ο θόρυβος των αυτοκινήτων και του κομπρεσέρ ήταν το σάουντρακ. Ούτε καν έβρεχε. Η πραγματική ζωή δεν έχει καμία σχέση με το σινεμά. Προχώρησα παρακάτω… Πως το ‘χε γράψει ο Καρυωτάκης «σε παλιό συμφοιτητή»; «Κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης».

«Αυτό που δίνει σε μια πόλη τον χαρακτήρα της δεν είναι μόνο η τοπογραφία της, τα κτίριά της, αλλά και οι μυστικές και φανερές τυχαίες συναντήσεις, κάθε θύμηση, κάθε γράμμα, κάθε χρώμα και εικόνα που στριμώχνεται ανάμεσα στις αναμνήσεις των κατοίκων της» γράφει κάπου ο Παμούκ στην δική του μελαγχολική «Ιστανμπούλ». Εδώ ήταν οι δικές μας συναντήσεις λοιπόν. Και αναμνήσεις. Άγουρα φοιτητάκια που αναζητούσαν να νιώσουν κάτι από τον μύθο των μπουάτ της ‘χρυσής’ δεκαετίας του ’60 και του ’70, των «ιερατείων του καλού τραγουδιού» που είχε πει κι ο Νίκος Μαμαγκάκης, με ονόματα θρύλους όπως «Απανεμιά», «Σοφίτα», «Ζουμ», «Αυλαία», «Ταβάνια», «Εσπερίδες», που δεν τα προλάβατε, μας λέγανε οι μεγαλύτεροι, οι εκδρομείς του ’60, που ακόμη κι όσα τα προλάβαμε δεν είναι όπως παλιά (αυτό το συναίσθημα ιδιότυπης μειονεξίας που τόσο εύστοχα περιέγραψε ο Φοίβος της γενιάς μας στον «Μπάσταρδο γιο» του). Γιατί και οι μπουάτ άλλαζαν κι αυτές με τον χρόνο, από μήτρες του Νέου Κύματος είχαν περάσει σε κάτι πιο ‘ροκ’, όχι τόσο νεοκυματικό πια, ακόμη και έντεχνο (που ακόμη δεν είχε πάρει αρνητική φόρτιση), με μια διάθεση ωστόσο διαφύλαξης (και συντήρησης) από κάτι που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Το Τώρα όμως εκείνο ήταν το δικό μας Παρόν, το μοναδικό που είχαμε για να γράψουμε την δική μας μοναδική ιστορία. Παιδιά που ‘θέλαν να αλλάξουν τον κόσμο πριν καν τον καταλάβουν με ασαφή, αθώα όμως πολιτική συνείδηση στερεωμένη σε δανεικά μαρξιστικά τσιτάτα, που αισθάνονταν διαφορετικά, που αναζητούσαν ωστόσο σε μαζώξεις και ανταμώματα γύρω από μια κιθάρα, ακόμη και σε οργανώσεις σε συνεχή διάσπαση, μια κοινοτική εμπειρία, έστω με μια κατά βάθος αυτεπίγνωση αντι-ηρωικότητας. «Αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά» όπως είχε γράψει και ο μουσικός εκπρόσωπος του καλοζωισμένου συντηρητισμού (που πάντα τον συνδυάζω στη μνήμη μου με συμφοιτητή που μας δήλωνε με αφέλεια και γνήσια ταξική υπεροψία «εγώ δεν ανησυχώ, εμένα μετά το πτυχίο με περιμένει το εργοστάσιο του μπαμπά»). «Φοιτηταριό», «προσφιλής μου φατρία που σήμερα γράφουν συνθήματα, κατεβαίνουν σε πορείες, φωνάζουν ενάντια στο σύστημα και αύριο που παίρνουν το χαρτί ανοίγουν γραφεία-γιατρεία, προσλαμβάνονται από αυτούς που κατηγορούσαν, παντρεύονται και βολεύονται γενικώς πετώντας στα σκατά τα πιστεύω τους, τις ιδέες τους, τα όνειρά τους», ήταν πολύ πιο δηκτικός ο Γιώργος -ή Γιώργης ακόμη έτσι υπέγραφε δισκογραφικά- Αραπάκης στο οπισθόφυλλο του πρώτου του δίσκου «Καλημέρα Βάτραχοι», είχε όμως η παρατήρηση αυτή κατά βάθος ένα νοιάξιμο, μια αγάπη, κι όχι περιφρονητική υπεράνω ειρωνεία. Εμείς όμως δεν θα γινόμασταν σαν κι αυτούς… Έτσι νομίζαμε/ελπίζαμε τουλάχιστον.

Προς το τότε Παρόν λοιπόν, παρέες μεγάλες και μικρότερες, ανεβαίναμε τη στριφογυριστή σκάλα (καθημερινή κατά προτίμηση, σίγουρα όχι Σάββατα που είχε διπλή παράσταση και ενοχλητικό κόσμο σαββατιάτικης εξόδου), στο κεφαλόσκαλο χαζεύαμε τις αφίσες και μετά ανοίγαμε την πόρτα. Και ήταν λες και μπαίναμε σε έναν άλλο κόσμο…

Κι από εδώ και πέρα, οφείλω να προειδοποιήσω, μιλάει η μνήμη, πάντα αναξιόπιστος, αν όχι και κακός οδηγός. Σκέφτομαι ότι από εκείνα τα αναρίθμητα βράδια δεν υπάρχει καν μία έστω φωτογραφία για μνημονικό δεκανίκι, σήμερα που κάθε στιγμή, σημαντική και ασήμαντη, φωτογραφίζεται κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση ίσως ν’ ακούγεται παράξενο. Κι ας μ’ άρεσε τότε να τραβάω φωτογραφίες, με φειδώ βέβαια και προσοχή στο 24άρι φιλμ, ωστόσο από τους «Βάτραχους» δεν είχα ποτέ καμία. Λες και αυτό που ζούσαμε ήταν πιο σημαντικό από την ανάγκη απαθανάτισης του. Ή έτσι θέλω να πιστεύω εκ των υστέρων.

Άνοιγε λοιπόν η πόρτα και μπαίναμε σε έναν μικρό ζεστό και ημίφωτο χώρο, ένα νέφος από καπνό τσιγάρου (που μ’ άρεσε κι ας μην κάπνιζα), στην άκρη ένα λιτό στενό πάλκο, διακοσμημένο πίσω με θεατρικές μάσκες από τερακότα, το ταβάνι καλυμμένο με ένα τεράστιο αλεξίπτωτο, λίγα μικρά τραπεζάκια, καρέκλες ψάθινες και μάλλον άβολες, εκεί στριμωχνόμασταν (‘ελάτε παιδιά, λίγο πιο κοντά’, θυμάμαι την παρακλητική φάτσα του Αραπάκη τις βραδιές που είχε κόσμο, ‘όλοι οι καλοί χωράνε’), ένα μπουκάλι κρασί στα τέσσερα, που με το ‘βάλε’ και τα ‘γεια μας’ γινόταν ένα μπουκάλι στα δύο, και σε σπάνιες στιγμές γονεϊκής επιδότησης ένα μπουκάλι η καθεμιά. Γι’ αυτό συνήθως προτιμούσα την κερκίδα, πάνω πάνω δεξιά στην άκρη (αργότερα προστέθηκε και δεύτερη, στο πλάι της σκηνής), ή αν το προλαβαίναμε το ακριανό τραπέζι στην γωνία, μου άρεσε τις ώρες που μαλάκωνε η ψυχή και τα τραγούδια ακουμπούσαν πιο εύκολα, περασμένες δύο, να μισανοίγω κρυφά το παράθυρο, να φύγει λίγο ντουμάνι, αλλά και ν’ ανακατευτεί η μουσική με τον ήχο της πόλης, και το βλέμμα να σεργιανάει έξω στη νυχτερινή Σόλωνος, στο απέναντι πεζοδρόμιο κάποιες φορές μια γυναίκα με στενό μίνι ισορροπούσε αδέξια σε ψηλά τακούνια, «σε ξένα αυτοκίνητα μπαίνω και δεν με νοιάζει»**.

Μαζευόμασταν και στριμωχνόμασταν λοιπόν (δεύτερη φορά, για έμφαση), σε έναν πληθυντικό που το φαινόμενο της σύντηξης της μνήμης έχει συμπυκνώσει όλες τις βραδιές και όλες τις παρέες σε μία, σαν να βρεθήκαμε όλοι μαζί εκεί ταυτόχρονα, ο Γιώργος, η Χριστίνα, ο Βασίλης, η Σοφία, η Βάγια, η Κατερίνα, ο Χρήστος, η Ματούλα, η Δήμητρα, για να ακούσουμε από τον Αραπάκη και τη συντροφιά του τραγούδια και ιστορίες (και κάποια… καντήλια όταν ο θόρυβος την ώρα του τραγουδιού ανέβαινε πάνω από ορισμένα ντεσιμπέλ, που τα περιμέναμε ωστόσο σαν ένα οργανικό μέρος του προγράμματος), τραγούδια από τη δική του δισκογραφία, αλλά και όλο το ελληνικό ρεπερτόριο που έπιανε από τον Σαββόπουλο και τον «Σταυρό του Νότου» μέχρι τους Κατσιμιχαίους, τον Παπακωνσταντίνου, τον Περίδη, τον Φάμελλο και τα Σπαθιά (και ω ναι, τους Πυξ Λαξ). Εκεί πρωτάκουσα Βασίλη Νικολαΐδη (την ‘Οδό Σανταρόζα’ που έλεγε πολλές φορές η τότε γυναίκα του η Έλενα), ακόμη και… Radiohead (το ‘Creep’ φυσικά), είδα επί σκηνής τον Βασίλη Καζούλη, τον Δημήτρη Παναγόπουλο, τον Σταμάτη Μεσημέρη, από τα παιδιά που συντρόφευαν τον Αραπάκη θυμάμαι ένα παιδί που το λέγανε Γιάννη Κουτσουκέλη κι εμείς λέγαμε πόσο ίδια φωνή είχε με τον Παπακωνσταντίνου (τον Βασίλη εννοείται, ο Θανάσης δεν είχε μπει ακόμη στον χάρτη μας), ονόματα όπως Βελέντζας κια Αντωνόπουλος, και μια ευγενική νεότερη φυσιογνωμία που λεγόταν Γρηγόρης Πετράκος (χρόνια πριν αποκτήσει μια πολλαπλώς αμφιλεγόμενη φήμη). Τις δε αντιεμπορικές Τρίτες το πάλκο ήταν ανοιχτό για όποιον ήθελε να ανέβει και να εκτεθεί δοκιμάζοντας τα τραγούδια του σε πραγματικές συνθήκες, όπως εκείνη την Τρίτη που το τόλμησε ο φίλος μας ο Βασίλης (παρά την δική μας τρυφερή καζούρα), «Δημοσθένους λέξις», κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει και κάποια δικά του που τα έχω σε μια φυλαγμένη κασέτα που ακόμη αντέχει («το πλοίο για τη Σαντορίνη φεύγει δίχως να ‘χει πισωγυρισμό»).

Ο Γιώργος Αραπάκης ένας πραγματικός εργάτης της μουσικής, πριν βρεθεί στην πρωτεύουσα και την Σόλωνος είχε ξεκινήσει από την Θεσσαλονίκη όπου κι είχε παίξει στο σχήμα του Άσιμου την εποχή που εμφανιζόταν στον Λευκό Πύργο στην ταράτσα (κάτι που όταν το μάθαμε ενίσχυσε τον μύθο του στα μάτια μας), εγκαταλείποντας σπουδές που πιθανότατα θα τον οδηγούσαν στα εμπορικά καράβια, δούλεψε ως ηθοποιός, έγραψε μουσική για θεατρικές παραστάσεις, ακόμη και για διαφημίσεις (με επιφύλαξη θυμάμαι ότι δικό του ήταν το τζινγκλάκι «Είναι κεφάτη ψωνίζει στου…», οι παλιές από μας θα συμπληρώσουν με ευκολία το όνομα του σούπερ μάρκετ). Στην δισκογραφία το έργο του αποτυπώθηκε σε τέσσερις δίσκους, ο πρώτος ήταν το ήδη προαναφερθέν «Καλημέρα Βάτραχοι» που έμελλε να δώσει όνομα στο στέκι με το οποίο ταύτισε την πορεία του. Είχε κυκλοφορήσει το 1983 σε βινύλιο, μια πραγματική d.i.y. χειροτεχνία, ο ίδιος ο Αραπάκης παίζει κιθάρες και πλήκτρα, τραγουδάει και γράφει στίχους. Δίσκος γερά γειωμένος στην εποχή του, ένα πραγματικό ταξίδι στον χρόνο για το σημερινό αυτί (ακούστε π.χ. τα τόσο ελληνικά 80s σύνθια στον «Σωτήρη»), ακόμη ψάχνει την δική του δημιουργική περπατησιά, νοσταλγεί μαθητικά χρόνια κι άγουρες αγάπες («ο Νιόνιος, ο Ντύλαν, τα λατινικά»), βγάζει όμως κάτι πηγαίο και γνήσιο, κι ας είναι οι επιρροές είναι φανερές, από τον Κηλαηδόνη («Το παπί» - με τον οποίο είχε συνεργαστεί κιόλας σε παιδική παράσταση) μέχρι –αναπόφευκτα- τον Άσιμο, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, η θεματολογία επίσης, υπάρχει και το απαραίτητο κομμάτι για τους μηχανόβιους καβαλάρηδες που είναι «πάντα αληθινοί, έχει ο κόσμος τους δυο ρόδες και εξατμίσεις», ήταν γαρ η εποχή της εξιδανίκευσης των δύο τροχών ως συμβόλου ελευθερίας και ανυποταξίας (θυμίζω στα δύο… άκρα, τον «Κουρσάρο» του Παπακωνσταντίνου και του Λάκη Παπαδόπουλο και την καρικατούρα των ‘καμικάζι’ στις ταινίες του Ψάλτη). Τα τραγούδια όμως που ξεχωρίζουν είναι η τρυφερά συγκινητική μελωδία του «Στον πατέρα» και κυρίως το «Ποια σημαία;» («θα σκεπάσει το κορμί σου, ποια αγάπη θα σου δώσει ένα φιλί»), το οποίο ίσως να είναι και η σημαντικότερη του κατάθεση, ίσως το αναγνώριζε και ο ίδιος, ποτέ δεν έλειπε από το ζωντανό του ρεπερτόριο, μάλιστα μερικά χρόνια αργότερα το ξαναηχογράφησε στον ομότιτλο δίσκο με τον Νίκο Τερζή (ναι, τον μετέπειτα λαϊκοπόπ σουξεδιάρη) στα πλήκτρα (θυμάμαι ένα βράδυ είχαν έρθει κάμερες στο μαγαζί για να γυρίσουν το βίντεο κλιπ του τραγουδιού, το οποίο αγνοώ αν πραγματοποιήθηκε ή κι αν προβλήθηκε ποτέ).

Δύο χρόνια, μετά, το 1985, ακολούθησε επίσης σε ανεξάρτητη (ιδιο)παραγωγή το «Βήτα Αρνητικό», ένας δίσκος που ακούγεται όμως σαν ένα απογοητευτικό πισωγύρισμα, παρά τους πολλούς συντελεστές που συμμετέχουν. Η κακή μέρα φαίνεται από τις πρώτες νότες από το ωωω τόσο βαρετό σαξόφωνο του David Lynch (ή Lynsh όπως αναγράφεται στα credits). Δεν είναι ότι από το σημερινό υπεράνω βάθρο ο ήχος ακούγεται ξεπερασμένα παλιομοδίτικος (παρά την εμφανή προσπάθεια να ακουστεί μοντέρνος) αλλά ότι οι μουσικές και οι στιχουργικές ιδέες είναι φτωχές, η απλότητα έχει δώσει τη θέση της στην απλοϊκότητα, τα περισσότερα κομμάτια χάνονται σε μια φτηνή συνθετική ατμοσφαιρικότητα. Κρατάμε μόνο την «Μπαλάντα του νταλικέρη», ένα λοξοκοίταγμα προς το ρεμπέτικο (ήταν και οι καιροί που άνθιζαν οι κάθε λογής κομπανίες) που κι αυτό θα το ξαναηχογραφήσει χρόνια μετά με τη φωνή του Αγάθωνα, και λόγω θέματος το κομμάτι με τον εύγλωττο τίτλο «Γύρνα πίσω Νιόνιο», γλαφυρή αποτύπωση μιας σχέσης αγάπης και απογοήτευσης («δεν σου κρατώ κακία φίλε Διονύση»), ήταν η εποχή που ο Σαββόπουλος είχε ανακαλύψει βαλκανικούς χαιρετισμούς και «σαράντα αιώνες μοναξιάς»*** και είχε πάρει –χωρίς επιστροφή όπως έδειξε η συνέχεια- το ρέμα της ελληνο-ορθοδοξίας και του νεοπατριωτισμού («σε ρούφηξε το μάρκετινγκ κι αρρώστησε όλη η Ελλάδα … γιατί το ροκ του μέλλοντος δεν είναι τα κλαρίνα»).

Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια για να επιστρέψει ο Αραπάκης με νέα δισκογραφική απόπειρα, να βρεθεί η συγκυρία και οι κατάλληλοι άνθρωποι (μεταξύ άλλων ο Γιάννης Γιοκαρίνης και ο Τάκης Αργυρίου) να «συμμαζέψουν το χύμα μου» όπως σημειώνει αφοπλιστικά στον δίσκο «Ποια Σημαία;» (Music Box) και να καταγράφουν τραγούδια που είχαν δοκιμαστεί επιτυχώς στο βατράχειο πεδίο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1995, βγήκε και η εξ αντικειμένου πιο φιλόδοξη κατάθεση του, οι «Κλέφτες της Άνοιξης» (Minos-ΕΜΙ), με ομάδα πάλι τον Γιάννη Γιοκαρίνη, τον Ηλία Κατσούλη, τον Βασίλη Σαλέα (σε κλαρίνο παρακαλώ) και παραγωγή από τον Μάνο Ξυδού, όλα εδώ είναι πιο γυαλισμένα και πιο καθαρά και πιο «επαγγελματικά». Εδώ ωστόσο είναι μαζεμένα τα περισσότερα τραγούδια που αγαπήσαμε ακούγοντας τα ζωντανά, από την διασκευή του στο «Αμστερντάμ» του Jacques Brel (υπάρχει σε αμφότερους δίσκους, προτιμώ την πιο ‘κουροσιβένια’ εκτέλεση στο «Ποια σημαία;»), την «Μπαλλάντα για τους άντρες», πάντα παιγμένη ζωντανά δίπλα στην «Γυναίκα 2000» («φτύσε τον ρόλο που σου ‘δωσαν τ’ αρσενικά και σε προδώσαν»), σε έναν δίσκο από τον οποίο κάποια τραγούδια βρήκαν έναν πρόσκαιρο δρόμο στα πχιοτικά (sic) ραδιόφωνα εργολαβίας του ελληνικού έντεχνου. Μέχρις εκεί…

Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι η δυναμική, η ικανότητα και το όραμα εν γένει ενός καλλιτέχνη ξεχωρίζει και κρίνεται πάνω στην σκηνή, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, αλλά ας μην το πιάσουμε εδώ το ζήτημα και πελαγοδρομήσουμε. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σε κάποιες πηγαίνει περισσότερο το στούντιο, για κάποιους όμως η σκηνή είναι ο πραγματικός τους βιότοπος, εκεί ζουν και αναπνέουν, εκεί τρέφονται μέσα από την αλληλεπίδραση με το κοινό. Ο Αραπάκης είναι ένας από αυτούς, οπότε οι δίσκοι και η όποια απήχηση τους δεν αποτυπώνουν νομίζω παρά μόνο πολύ αδρά το μουσικό του όραμα. Δεν μπορώ ασφαλώς να γνωρίζω αν ποτέ επεδίωξε ή αν πραγματικά πόθησε την μεγάλη/μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, έχω την εντύπωση -κι έχοντας ζήσει από κοντά τέτοιους ανθρώπους του underground- πως αν υπάρχει μία απάντηση αυτή θα ήταν ‘όχι’, θα προτιμούσε να μείνει «Με τους λίγοι». Γιατί θα γνώριζε ότι η επιτυχία αν ερχόταν θα συνοδευόταν από συμβιβασμούς που κατά βάθος (κι όχι πολύ μεγάλο) δεν θα ήθελε και δεν θα μπορούσε να κάνει. Έτσι αδιαφόρησε, πήρε έναν δρόμο και μονάχος προχώρησε, και άφησε τον κόσμο να τραγουδάει ‘σουξέ’. Αυτή είναι και η στάση που αγαπήσαμε στον Αραπάκη, ένας δονκιχωτισμός που είχε μια αυθεντικότητα επιβεβαιωμένη στην πράξη, που μπορούσαμε να τον συμμεριστούμε (έστω και στα λόγια), κι ας συνοδευόταν από μια γκρίνια (κάποιοι θα την πουν μιζέρια και θυματοποίηση), μια εμμονή σε έναν ηθικό κώδικα που επιζητούσε την σύγκρουση, που έβαζε απέναντι του τους ματαιόδοξους, τους καταχθόνιους εραστές της καψούρας και της κουλτούρας, ένα ολάκερο Σύστημα, που από την άλλη είχε μια αμέριστη κατανόηση και αγάπη για τα ναυάγια της ζωής, για τους χαμένους, για όσους έμειναν στον άσσο, με μια αξιοπρέπεια και μια περηφάνια.

Νομίζω η τελευταία φορά (που ως συνήθως στη ζωή δεν ήξερα ότι θα ήταν η τελευταία) που βρέθηκα στους ‘Βάτραχους’ πρέπει να ήταν κάπου το 2005. Λίγο μετά ο Αραπάκης παρέδωσε την σκυτάλη στον τραγουδοποιό Μιχάλη Κλεάνθη (με επίσης μακρά θητεία στις μπουάτ, ας μου συγχωρεθεί το κενό στην Ιστορία, αν υπάρχουν άλλες ας την συμπληρώσουν) και έφυγε από την Αθήνα για κάποιο χωριό στην Κορινθία (μια ουσιαστικά αυτοβιογραφική του συνέντευξη από εκείνες τις μέρες βρίσκουμε εδώ), όπου συνεχίζει να είναι δημιουργικός, να γράφει τραγούδια που τα ανεβάζει και αυτά στο Διαδίκτυο, τελευταία πήρε το μάτι μου ότι εμφανίζεται πάλι σε κάποιες μικρές σκηνές στην Αθήνα, σε λίγες κι ακριβοθώρητες εμφανίσεις, σκέφτομαι αν θέλω να πάω ή όχι. Δεν βρίσκω επιχείρημα για το ‘όχι’.

Επιστροφή στο Τώρα, στον αιώνιο Ενεστώτα. Γυρίζω και κοιτάζω πάλι το κτίριο όπου κάποτε ήταν οι ‘Βάτραχοι’. «Τα Εξάρχεια δεν είναι όπως παλιά», την έχω ακούσει την ατάκα πολλές φορές από χείλη της ίδιας μου της γενιάς πλέον. Να που επαναλαμβάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας τα ίδια, μόνο αυτό το «παλιά» μετατοπίζεται χρονικά, πάντοτε όμως το ίδιο εξωραϊσμένο και εξιδανικευμένο. Δεν πιστεύω όμως σε αθώες ούτε και σε «παλιές καλές» εποχές. Δεν μ’ αρέσουν οι εύκολες ελεγείες και οι ανέξοδοι λυρισμοί. Και σκέφτομαι εν τέλει ότι όταν κάτι τελειώνει καλά, είναι καλά έτσι. Μια εποχή πέρασε στην αδιατάρακτη ασφάλεια του παρελθόντος. Επιβιώσαμε, συμβιβαστήκαμε, κάποιες χαθήκαμε στην διαδρομή, κάποιοι είμαστε ακόμη εδώ. Και τα στέκια στην πόλη γράφουν κι αυτά τη δική τους ιστορία, κάνουν τον κύκλο τους, μαζί με την γενιά που τα έζησε και τα στέριωσε, και μετά και χάνονται κι αυτά και μένουν μόνο μνήμες και πολύ πιο μετά απλές αναφορές στα κιτάπια των μελλοντικών αθηναιογράφων. Και μετά έρχονται καινούργια μέρη και καινούργιες γενιές και καινούργιες ιστορίες και έτσι πάει το πράγμα, μια σκληρή υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται και θα συνεχίζεται ερήμην μας (και αγνοώντας ατάραχα τη δική μας μελαγχολία). Από το να περνάω λοιπόν από εδώ και να βλέπω το κτίριο ερείπιο, γκρεμίδι, «διατηρητέο» μαυσωλείο αναμνήσεων, ίσως καλύτερα έτσι, κι ας είναι ένα ακόμη άθλιο ερμπιενμπάδικο του κέντρου που θα διαφημίζει γειτνίαση με την μπατσοσκεπή εναλλακτικότητα.

Και προς τι λοιπόν αυτό το κειμενάκι; Δεν έχω απάντηση. Δεν έχω και καλό επίλογο. Ούτε και τίτλο. «Καληνύχτα Βάτραχοι»; Ακούγεται εύκολο και προφανές; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο…

 

* Από τον δίσκο του Γιώργου Αραπάκη «Βήτα αρνητικό»

** Τραγούδι της Άντζελας Ορφανού από τον δίσκο "Πιάτσα"

*** Από την «Ωδή σ' ένα δρομέα ημιαντοχής» του Θάνου Μικρούτσικου και του Άλκη Αλκαίου