Jumble Lane

Μια ξεχασμένη ιστορία, με τον τραγουδιστή των Saxon και την πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική στη Βρετανία

'Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος' είχε γράψει ο ποιητής, υπό το πρίσμα αυτό έχουν πάντα ενδιαφέρον οι ιστορίες για τα πρώτα δειλά βήματα μεγάλων και γνωστών ονομάτων. Μια τέτοια ανασκάπτει στο κείμενό του ο Χάρης Συμβουλίδης

Είναι τόσο εμβληματική η φωνή και η φιγούρα του Biff Byford για το new wave of british heavy metal, ώστε δύσκολα τον φανταζόμαστε κάπως αλλιώς. Όμως ήταν 28 χρονών όταν έκανε το ντεμπούτο του με τους Saxon (1979), με τους οποίους κι έμελλε να γίνει παγκοσμίως γνωστός κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε ήδη μια διαδρομή, που είχε μάλιστα διάφορες στροφές. Η επιστροφή των Saxon με το φρέσκο άλμπουμ Carpe Diem δίνει μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε την πλέον αναπάντεχη ανάμεσα σε αυτές –την υπόθεση Jumble Lane.

«Σαν παιδί ήμουν πολύ ντροπαλός», αποκάλυψε σε πρόσφατα χρόνια ο Byford, ο οποίος μεγάλωσε στο χωριό Honley του Γιορκσάιρ σε εποχές που στον νότο της Αγγλίας ακόμα θεωρούσαν ότι ήσουν αφελής επαρχιώτης αν μίλαγες με προφορά της περιοχής. Ο θάνατος της μητέρας του το 1962 –όταν ήταν 11 ετών– και το εργατικό ατύχημα του πατέρα του το 1964 έκανε τα πράγματα πολύ δύσκολα για μια ήδη φτωχή οικογένεια, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει το σχολείο στα 15 (1966), ώστε να πιάσει δουλειά ως βοηθός ξυλουργού. Επιπλέον, το ότι στην ίδια ηλικία βρέθηκε να γίνεται και ο ίδιος πατέρας, μπουρδούκλωσε μια ολοένα και πιο περίπλοκη καθημερινότητα.

Απάγκιο σε όλη αυτή τη θύελλα έγινε η μουσική: ο μόνος σύνδεσμος με τον κόσμο της μητέρας του, η οποία όσο ζούσε τον έπαιρνε μαζί στην εκκλησία, όπου η ίδια αναλάμβανε το όργανο όσο το ποίμνιο τραγουδούσε. Ο έφηβος Byford άρχισε να ακούει Chuck Berry, Beatles και Rolling Stones –αργότερα στράφηκε και στους Wishbone Ash, στους Status Quo, τελικά και στους Led Zeppelin. Ο αδερφός του καλύτερού του φίλου τον έμαθε κιθάρα, ένα άλλο γειτονόπουλο του έδειξε πώς να παίζει μπάσο και το rock 'n' roll έμεινε μαζί του και όταν ο γάμος του διαλύθηκε και μετακόμισε στο Flockton, πιάνοντας δουλειά στο τοπικό ανθρακωρυχείο (1969). «Επρόκειτο απλά για ένα ορυχείο άνθρακα κι ένα εργοστάσιο, μ' ένα χωριό χτισμένο γύρω τους», θα θυμόταν αργότερα, προσθέτοντας ότι, παρά ταύτα, ήταν ευχάριστο περιβάλλον «καθώς εκεί βρίσκονταν οι φίλοι μου, ενώ υπήρχαν και πολλά κορίτσια».

Υπήρχαν όμως και ευκαιρίες για μουσική. Ο Byford εμβάθυνε στο μπάσο τζαμάροντας με ένα άλλο παιδί που έπαιζε ντραμς, ενώ κάνοντας παρέα με τον Chris Coombs ήρθε κοντά στη μουσικόφιλη κοινότητα των φοιτητών του (ανενεργού, πλέον) Bretton Hall College, από την οποία ξεπήδησε το Jumble Lane εγχείρημα. Την αφορμή παρείχε ο Mike Levon (1944-2011), γέννημα-θρέμμα κι αυτός του Γιορκσάιρ, ο οποίος, αφού σπούδασε στο Bretton Hall και διορίστηκε δάσκαλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, άνοιξε παράλληλα τη Holyground Records (1967), που σήμερα αναγνωρίζεται ως η πρώτη ανεξάρτητη εταιρεία στην ιστορία της βρετανικής δισκογραφίας. Διατηρώντας σταθερό ενδιαφέρον για τη δράση των φοιτητών του Bretton Hall, ο Levon ξεκίνησε το 1970 να τους ηχογραφεί με τη βοήθεια του Dave Woods. Στην όλη επιχείρηση βρέθηκε λοιπόν και ο Biff Byford, μέσω του Coombs. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν τραγουδούσε και μπασίστες είχαν ήδη αρκετούς. Του ζητήθηκε έτσι να παίξει ...φλάουτο!

Αν και το άλμπουμ Jumble Lane [Holyground Records, 1971] χρεώνεται επισήμως στους Jumble Lane, τέτοιο συγκρότημα δεν υπήρξε ποτέ: το όνομα περιγράφει έναν αστερισμό 23 μουσικών με ποικίλλα ενδιαφέροντα και κατευθύνσεις, που είχαν σαν κοινό παρονομαστή το Bretton Hall College. Ο δίσκος τυπώθηκε σε μόλις 99 αντίτυπα, με τα ορίτζιναλ εξώφυλλα του Mal Williamson (και όχι του Dave Woods, όπως αναγράφει το Discogs) να πέφτουν θύμα ατυχήματος. Ο Biff Byford παίζει όντως φλάουτο και συμμετέχει στη σύνθεση 4 κομματιών από τα συνολικά 17 των τότε sessions, από τα οποία 12 χώρεσαν στην αυθεντική βινυλιακή έκδοση (που είναι πανσπάνια και φημολογείται να έχει αλλάξει χέρια μέχρι και για 1.900 ευρώ), ενώ τα υπόλοιπα έμειναν ακυκλοφόρητα ως τη CD επανέκδοση του 1993.

Επρόκειτο για έναν δίσκο-τρικυμία, όπου συνυπήρχαν τα ενδιαφέροντα του Rich Freeman για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και τον John Dowland ("Prelude In D Minor/Allemande"), η βρετανική folk ("Lyke Wake Dirge"), ο απόηχος της Joni Mitchell προ-Ladies Of The Canyon (στη διασκευή του "Gallery" από τη Marcia και τη Linda King) και οι ηλεκτρικές ανησυχίες της εποχής γύρω από τα blues, το αμερικάνικης κοπής folk rock και τις κιθάρες: ακούμε λ.χ. τόσο μια διασκευή στο γνωστό από τον B.B. King "Rock Me Baby" με προεξάρχοντα τον Ric Jerrom, όσο και πρωτότυπες απόπειρες σαν τα "Blues For Joanne" και "Frustration/Ends Away!", όπου πάλι συναντάμε τον Byford. Ιδιαίτερη πινελιά είναι και το "Girl From Gothenburg", που παρουσιάζεται ως οργανική σύνθεση του πιανίστα Martin Snell, μα επί της ουσίας είναι αναδιαπραγμάτευση της μελωδίας του σουηδικού παραδοσιακού τραγουδιού "Visa Från Utanmyra". Κύριος οίδε πώς το είχε μάθει ο Snell, αν και ο αγγλικός τίτλος μάλλον αποκαλύπτει πώς έγιναν τα πράγματα.

Η σημερινή ταμπελοποίηση του άλμπουμ είναι μια ένδειξη της βολικότητας με την οποία (από ένα μεταγενέστερο σημείο και μετά) εντασσόταν στην ομπρέλα της «ψυχεδέλειας» ό,τι δεν μπορούσε να περιγραφεί εύκολα και ήταν ηχογραφημένο κάπου μεταξύ 1967-1972. Επί του πρακτέου, ωστόσο, δεν έχουμε psych rock στο Jumble Lane, έστω κι αν εδώ ή εκεί εντοπίζεται κάποιος διαθλασμένος απόηχος. Επίσης, παρά την πολυδαίδαλη μετάβαση από το ένα ύφος στο άλλο, η συνοχή του συνόλου δεν απειλείται· σχεδόν όλα όσα παίζονται, άλλωστε, αποτελούσαν συγκοινωνούντα δοχεία εκείνα τα χρόνια. Σε γενικές γραμμές ο δίσκος κυλάει, ενώ διατηρεί κι έναν παλμό νεανικού τζαμαρίσματος. Έστω κι αν δεν ακούμε τίποτα το ιδιαίτερο ή το σπουδαίο: τα παιδιά αυτά έψαχναν τα πατήματά τους και βρίσκονταν πολύ κοντά στα όσα τους άγγιζαν, από όποια κατεύθυνση κι αν προέρχονταν.

Παρά τη μικρή του συμμετοχή, ο τραγουδιστής των Saxon είναι ο κύριος λόγος για το διαρκές ενδιαφέρον που προκύπτει μέσα στα χρόνια για το άλμπουμ, αφού κανείς άλλος από τους συντελεστές του δεν κατάφερε να γίνει τόσο διάσημος. Ούτε καν ο έτερος διακριθέντας Nick Dew, ο οποίος λίγο μετά βρέθηκε ντράμερ στους Be-Bop Deluxe χρησιμοποιώντας το πλήρες όνομά του (Nicholas Chatterton-Dew). Για τον ίδιο τον Byford, βέβαια, ήταν μια ιστορία που έβγαλε σε αδιέξοδο, αφού ούτε κάποιο ενδιαφέρον είχε για το φλάουτο, ούτε και διακρίθηκε σε αυτό. «Ήμουν αρκετά κακός» δήλωσε το 2016 στο Louder, αν και πρόκειται για κάπως υπερβολική κρίση. Κάτι τέτοιο μπορεί δηλαδή να ισχύει για το απλοϊκό "Flutelode", όχι όμως και για το "Preserve", μια αρκετά ισορροπημένη οργανική σύμπραξη με τον Nick Dew (ντραμς), τον Liam Arthurs (μπάσο), τον Steve Channing (κιθάρα), τον Martin Snell (πιάνο) και τον Rich Keys (φυσαρμόνικα).

Σε κάθε περίπτωση, ο Byford άφησε γρήγορα πίσω του αυτή τη μικρή περιπέτεια και τον κύκλο του Mike Levon. Το μόνο που έμεινε ως αναμνηστικό ήταν ο εν λόγω δίσκος και μια φωτογραφία της Shirley Levon που έγινε οπισθόφυλλο στην επανέκδοση του 1993, την οποία βλέπετε εδώ ως κεντρική, με τα 4 άτομα στην πίσω αυλίτσα της Holy Ground Enterprises στο Wakefield του Γιορκσάιρ. Κρίνοντας από το το μακρύ ξανθό μαλλί που παρέμεινε τόσο χαρακτηριστικό του, ο ένας από όσους διακρίνουμε είναι ο 20άχρονος Biff Byford. Έναν χρόνο αργότερα (1972) θα βρισκόταν μπασίστας στους Iron Mad Wilkinson Band, στους οποίους ανέλαβε να κάνει και δεύτερα φωνητικά. Μια εμπειρία που τον ώθησε να στραφεί στο τραγούδι, με τα υπόλοιπα να αποτελούν πια μια πολύ γνωστή ιστορία.