Κάτι καλό και... a capella ν' ακούσω;
Πιθανότατα έτσι ξεκίνησε η μουσική, με το πιο αρχετυπικό και αρχέγονο όργανο: τη φωνή. Μια συλλογή 'αυστηρά a capella', όπως λέει και η λεζάντα στο σκιτσάκι
Βασίλης Παπαδόπουλος
Janis Joplin, Michael McClure & Bob Neuwirth – Mercedes Benz (Columbia, 1971)
Τετριμμένη επιλογή, αλλά κλασική. Τρεις μέρες πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, η κυρία τραγουδάει ένα δικό της blues. Έμελλε να περιέχει ίσως και όργανα, αλλά δεν πρόφτασε, ο θρύλος λέει ότι του παραγωγού του άρεσε να μείνει έτσι a capella και συμπεριλήφθηκε στο κλασικό πλέον lp της κυρίας του ροκ (το ‘Pearl’ του 1971), εκείνα τα χρόνια που καθόρισαν την ιστορία του. Έτσι κι αλλιώς και τα blues και τα gospel απ΄όπου προέρχεται, χωρίς όργανα ακούγονταν καταρχήν στις φάρμες ή τις φυλακές όπου τραγουδιόνταν. Ακόμη όμως και η soul κι όλες οι μετέπειτα φόρμες της, η rap ή το hip hop, στη φωνή βασίζονται κατά πρώτο λόγο.
Oh Lord, won't you buy me a Mercedes Benz? Όλα του θεού τα καλά θα παίρναμε στην κυρία, αν δεν έφευγε τότε μαζί με το Jim, τον Jimmy και νωρίτερα τον Brian. Αγαπημένοι καλλιτέχνες, ωραία χρόνια, που όλοι νόμιζαν ότι το ροκ θα αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί και να έγινε.
Γιάννης Πλόχωρας
Son House - Grinnin' In Your Face (Columbia, 1965)
Στα Δέλτα των μεγάλων ποταμών έγιναν όλα. Άκμασαν πολιτισμοί, στον Νείλο σηκώθηκαν πυραμίδες, στον Μισισιπή αντρώθηκε το μπλουζ. Μια θρυλική φιγούρα του αμερικάνικου Νότου, ο Σον Χάουζ, εδώ τραγουδάει ένα μπλου για να αντέχουμε όταν οι φίλοι μας αφήνουν κι οι ξένοι μας περιγελούν. Στην ηχογράφηση ακούγονται και σποραδικά παλαμάκια, δικά του κι αυτά, στον ρυθμό που ο ίδιος νιώθει το κομμάτι, στον μετρονόμο της ψυχούλας του.
Ελένη Φουντή
Chumbawamba - Nazi (One Little Indian Records/London Records, 1994)
Πολιτικά εύγλωττο (αν μη τι άλλο) και ανησυχητικά επίκαιρο και σήμερα, το "Nazi", δηλαδή η ακαπέλα εκδοχή του "The Day The Nazi Died" από το "Showbusiness!" (1994), με αποχαιρετά προσωπικά πάντα με μία αιφνιδιαστική αίσθηση αισιοδοξίας. Μα πώς είναι δυνατόν; Δεν είναι το μήνυμα πάντως, δεν μπορεί: "We're told that after the war the Nazis vanished without a trace, but battalions of fascists still dream of a master race" και μη χειρότερα δηλαδή αφού έτσι είναι τα πράγματα. Ίσως είναι το ανελέητο βρετανικό χιούμορ βέβαια, το οξύμωρο που δημιουργούν οι πανέμορφες μελωδίες, η πολυφωνική αρμονία - τεκμήριο συλλογικότητας και ισότιμης συμμετοχής. Ίσως πάλι να είναι ακριβώς η επιλογή των Chumbawamba να ακουστεί το συγκεκριμένο τραγούδι ακαπέλα, να βγει στο προσκήνιο ο αντιφασιστικός χαρακτήρας, η αγωνία και η ωμή δύναμη των στίχων που εν τη απουσία των οργάνων κάνουν το "Nazi" να μοιάζει με εργατικό τραγούδι. Δεν ξεμπερδέψαμε με τον νεοναζισμό λοιπόν, φέρτε μου ένα σύννεφο να πέσω. Και μετά φέρτε μου μια παμπ να γίνουμε λιώμα όλη νύχτα και το πρωί να βγούμε στους δρόμους και να τραγουδήσουμε "and we'll never rest again until every Nazi dies". Όμορφο, οργισμένο, αναρχικό "Nazi", καταγγελτικό αλλά και υπερ σίγουρο ότι θα νικήσουμε στο τέλος. Είναι οπωσδήποτε το μήνυμα λοιπόν και ο λανθάνων αυτοσαρκασμός ότι είμαστε καταδικασμένοι να παραμένουμε αισιόδοξοι, τι να κάνουμε τώρα. Είναι και οι Chumbawamba των 90s. Ατελείωτα φρικιά και μεγάλο συγκρότημα.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Suzanne Vega - Tom’s Diner (A&M Records, 1987)
Για μένα το κάλεσμα για ένα a capella τραγούδι δε θέτει καν ζήτημα επιλογής. Το “Tom’s Diner”, που εξακολουθώ ανά τακτά διαστήματα να ακούω και να χρησιμοποιώ σε ‘80s dj sets ακολουθούμενο από τη διασκευή των DNA, είναι ένα υπέροχο δείγμα pop ποιητικής ματιάς της συγκεκριμένης δεκαετίας. Πιστεύω πως δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία κάποιες επεξηγηματικές πληροφορίες για τους στίχους του, αφού δε θα το απολαύσουμε καλύτερα αν γνωρίζουμε ότι το Tom’s Restaurant του Ελληνοαμερικανού Μηνά Ζούλη βρίσκεται στη συμβολή των οδών West 112 και Broadway, πολύ κοντά στο Barnard College του Columbia University, όπου σπούδαζε η δημιουργός του. Ούτε ότι η εφημερίδα των στίχων ήταν πιθανότατα το φύλλο της 17ης Νοεμβρίου του 1981 της New York Post, όπως και το ότι ο William Holden ήταν ο ηθοποιός που βρέθηκε νεκρός καθώς έπινε. Αντίθετα, πολύ σημαντικότερες είναι κάποιες στιχουργικές λεπτομέρειες εκείνου του βροχερού πρωινού στη Νέα Υόρκη, όπως τα πρόσωπα έξω από και πάνω στη τζαμαρία - καθρέφτη, το τέντωμα του καλσόν ή το μεσονύχτιο πικ-νικ που είχε σύντομο τέλος. Α, να μη το ξεχάσω: και η ζεστή και ανεπιτήδευτη ερμηνεία της κυρίας, που, μια φορά κι έναν καιρό, ελάχιστοι πρόφεραν σωστά το μικρό όνομά της.
Κώστας Καρδερίνης
Suzanne Vega - Tom’s Diner (A&M Records, 1987)
Μ’ αυτά τα τραγούδια μεγαλώσαμε. Η Μαρλένε να μας κοιτά από τον τοίχο κι η κακομοίρα Λούκα που υπομένει, αριστερά του κέντρου, εκτός δρόμου κι η μοναξιά να στέκει στο παράθυρο. Το συγκεκριμένο κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο ‘Solitude Standing’ διαβάζω ότι το έγραψε όταν ήταν 22 ετών [η είδηση ότι ο οσκαρούχος Γουίλιαμ Χόλντεν πέθανε πιωμένος έγινε στιχάκια], το κυκλοφόρησε πριν κλείσει τα 25 και έγινε σουξέ όταν έφτασε στα 31 της. Διαβάζω επίσης ότι ήταν το κομμάτι που χρησιμοποίησε ο ερευνητής Karlheinz Brandenburg ώστε να τελειοποιήσει τον αλγόριθμο συμπίεσης mp3. Άρα ήταν το πρώτο mp3 της μουσικής ιστορίας και της μουσικής βιομηχανίας και η Βέγκα αναγορεύτηκε «μητέρα του mp3».
Δημήτρης Όρλης
Stringless - Ο Αμανές Του Κουραμπιέ (Αυτοέκδοση, 2018)
Αμανές χριστουγεννιάτικος: Ακούγεται τόσο αταίριαστο όσο ο κουραμπιές μακριά από τον Δεκέμβρη, αλλά αυτό ακριβώς είναι το τραγούδι που έγραψε η Έλσα Μουρατίδου και ερμήνευσε με τις Stringless. Το πολυφωνικό τραγούδισμα των Stringless έρχεται χωρίς τη συχνά υπονοούμενη ηπειρώτικη προέλευση, και έχει δώσει ενδιαφέρουσες εγγραφές τα τελευταία χρόνια, αν και ομολογουμένως λιγοστές από τη γυναικοπαρέα αυτή. Έναν δίσκο όλο κι όλο έχουν κυκλοφορήσει στην πορεία τους, το 2018, και από εκεί έρχεται το τραγούδι αυτό, ευφάνταστο τόσο στους στίχους του όσο και στις παιχνιδιάρικες αλληλεπικαλύψεις των φωνών τους. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, είναι και η βασική ταυτότητα του σχήματος. Κι αν τα Χριστούγεννα οι κουραμπιέδες είναι ακόμα μακριά, αν θέλετε σήμερα να ξεκινήσετε να μετράτε μέρες αντίστροφα δεν θα μαλώσουμε κιόλας…
Δημήτρης Κάζης
The Housemartins – Caravan of love (Chrysalis, 1986)
To 1985 oι Isley Brothers, ότι είχε απομείνει από αυτούς τέλος πάντων χρόνια μετά το απόγειο της δόξας τους, έγραψαν και κυκλοφόρησαν ένα τραγούδι που στόχευε στο χριστιανικό ακροατήριο που στην Αμερική το μέγεθός του είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο. Οι στίχοι δεν αναφερόταν ευθέως στον Κύριο αλλά μιλούσαν για την αγάπη με ευαγγελικούς όρους. Μουσικά ήταν μια υπέροχη soul μπαλάντα που ζέσταινε την καρδιά. Αυτό ήταν που άγγιξε την ψυχή των Housemartins από το Hull του αγγλικού βορρά, τέσσερις χιλιάδες μίλια δυτικά του Cininnati Ohio, και αποφάσισαν, ένα μολις χρόνο μετά την κυκλοφορία του, να το διασκευάσουν ακαπέλα. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου πετυχημένο και καλλιτεχνικά και εμπορικά με το πρωτότυπο. Η φωνή του Paul Heaton είναι διαφορετική αλλά με το δικό της τρόπο εξίσου ζεστή και καταπραϋντική με εκείνη του Chris Jasper που τραγούδησε το πρωτότυπο, αλλά και ασύγκριτα πιο οικεία στα αυτιά του indie ακροατηρίου (εμείς είμαστε αυτοί, άλλο που δεν το λέγαμε έτσι τότε) που το αγκάλιασε σαν δικό του.
Κωνσταντίνα Σιούντρη
Vitorino - Lindo ramo verde escuro /tradicional do Alentejo (Orfeu, 1977)
Δεν ξέρω πώς θα ένιωθε ένας Πορτογάλος αν άκουγε ξαφνικά το "Τζιβαέρι" a capella σε ένα ελληνικό δισκάδικο, αλλά εγώ αισθάνθηκα λες και είχα μόλις ανακαλύψει έναν θησαυρό ψάχνοντας σε ένα πανέρι προσφορών στο Πόρτο. Μέχρι που ο τύπος του μαγαζιού μου αποκάλυψε ότι ακούω τον Βιτορίνο να τραγουδάει, δηλαδή κάτι σαν τον δικό μας Χρόνη Αηδονίδη. Το τραγούδι "Lindo Ramo Verde Escuro" είναι σαν ψίθυρος από ένα παλιό όνειρο: σκούρα πράσινα κλαδιά που λυγίζουν στον αέρα, πουλιά που με τη μελωδία τους ξυπνούν την ψυχή της υπαίθρου. Μιλά για τη γη, τη σχέση της με τους ανθρώπους της, για μια ειρηνική ζωή με χρώματα και ήχους που κουβαλούν μια γλυκόπικρη "saudade" - εκείνη την ανεξήγητη νοσταλγία για όλα όσα χάθηκαν, μα και για όλα όσα υπάρχουν ακόμα βαθιά στις ρίζες μας. Αν αυτή δεν είναι η μαγεία των ταξιδιών, τότε ποια είναι; Να μένεις με το στόμα ανοιχτό σε κάτι που οι ντόπιοι θεωρούν δεδομένο!
Χάρης Συμβουλίδης
Stan Rogers - Barrett's Privateers (Barn Swallow, 1977)
Όταν ο Stan Rogers χάθηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα (1983), μόλις στα 33 του, η είδηση δεν έγινε πρωτοσέλιδο: δεν ήταν, άλλωστε, ο Ronnie Van Zant, μα ένας μικρού βεληνεκούς Καναδός τραγουδοποιός, ο οποίος δεν απασχόλησε ποτέ τους καταλόγους των επιτυχιών. Αλλά η αγάπη του για τα τοπία της Νέας Σκωτίας, την ιδιαίτερη ιστορία της και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της, έδωσε κομμάτια που αποτιμήθηκαν ως πολύτιμα.
Σήμερα, λοιπόν, όποιος επισκέπτεται την περιοχή, πέφτει πάνω σε ένα ετήσιο Stan Rogers φεστιβάλ, ενώ στις βραδινές ώρες ακούει τις παμπ της περιοχής να αντηχούν από παρέες που τραγουδούν το "Barrett's Privateers": απλά με τις ακατέργαστες φωνές τους, χωρίς μουσική συνοδεία, έτσι ακριβώς όπως το ηχογράφησε κι εκείνος για το άλμπουμ Fogarty's Cove, αποτυπώνοντας τη φανταστική ιστορία ενός πειρατικού του 1778, που, στην απόπειρά του να ληστέψει ένα αμερικάνικο πλοίο στην Καραϊβική, κατέληξε να βυθιστεί. Όλοι, δε, οι μπουκανιέροι του χάθηκαν, εκτός από τον αφηγητή, που, σωματικά και ψυχολογικά σακατεμένος, γυρνάει στη Νέα Σκωτία και υψώνει το άσμα αυτό για να ξορκίσει τα σκοτάδια του.
Δεν θέλει πολλά για να φτιάξεις ένα ωραίο folk τραγούδι, ακόμα και εν έτει 1977, όταν οι παλιές παραδόσεις είχαν μπλεχτεί, πια, με το rock ή/και την pop (θα ακολουθούσε και το indie). Σίγουρα, όμως, θέλει καρδιά και μια δυνατή ιστορία, η οποία, με κάποιον «μαγικό» τρόπο, να ενώνει νήματα και να εκπροσωπεί έναν τόπο –έστω κι έμμεσα. Πράγματα στα οποία ο Stan Rogers ήταν μάστορας μερακλής.
Άρης Μπούρας
Jane - It's A Fine Day (Cherry Red Records, 1983)
Το 2000 ήρθε στα χέρια μου μια από τις καλύτερες συλλογές που άκουσα ποτέ, η οποία συγκέντρωνε για πρώτη φορά σε CD το Volume 1 & 2 του “Pillows & Prayers”, της βρετανικής εταιρείας Cherry Red. Η ανεξάρτητη δισκογραφική κυκλοφόρησε στη δεκαετία του ’80 αρκετά διαμαντάκια, από τον ευρύτερο χώρο της post punk, της indie pop και rock μουσικής. Το διπλό αυτό CD μου το έδωσε κάποια στιγμή ο Μιχάλης Εμμανουηλίδης στα στούντιο του Ρόδον fm για να το αντιγράψω στον υπολογιστή μου, ενώ συνάμα έτρεξα στο πλησιέστερο μαγαζί με φωτοτυπικά και τύπωσα τα εξώφυλλα της συλλογής για τα CD-R μου. Έτσι κάναμε, βλέπετε, τότε οι νεαροί ακροατές που δεν είχαμε streaming πλατφόρμες και ρουφούσαμε ότι έρχονταν μπροστά μας.
Την πρώτη φορά που άκουσα τη συλλογή, στο ευρύχωρο φοιτητικό δυάρι των Σερρών, το αυτί μου στάθηκε σ’ ένα οικείο άκουσμα, χωρίς να μπορώ διόλου να προσδιορίσω γιατί συνέβαινε αυτό. Ένα γλυκό, μελωδικό a cappella τραγούδι τόσο εύθραυστο, που πραγματικά φοβόσουν ακόμη και να ανασάνεις, μη τυχόν και διαταράξεις την ροή και την ισορροπία του στην ατμόσφαιρα. Η σύνθεση του ποιητή και μουσικού Edward Barton, κυκλοφόρησε το 1983, με τα φωνητικά της κοπέλας του, Jane Lancaster, να ξεκινάνε το ταξίδι τους στο πέρας των επόμενων δεκαετιών.
Η πρώτη a cappella version αγαπήθηκε από τον John Peel, παίχτηκε αρκετά στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά εννέα χρόνια μετά, το 1992, έμελλε να περάσει σε όλα τα club αλλά και τα σπίτια των ανθρώπων μέσα από το ραδιόφωνο. Η χορευτική εκτέλεση των Opus ΙΙΙ, τότε που η rave σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της, έφερε το τραγούδι στα chart πολλών χωρών, και μάλιστα καρφώθηκε στo νούμερο 1 της Ελλάδας.
Από ‘κει και πέρα τα remix, οι διασκευές και οι εμφανίσεις της μελωδίας και των φωνητικών δεν έχουν σταματημό, με τους Orbital να αποσπάνε ένα μέρος του και να αξιοποιούν το sample στο μυθικό “Halcyon + On + On”, τον Νορβηγό Erlend Øye (βλέπε Kings of Convenience) να το τραγουδά a cappella το 2004 πάνω στο δικό του “Sheltered Life”, για την απολαυστική dance συλλογή DJ-KiCKS της !K7, την Billie Martin να το ερμηνεύει απογυμνωμένα το 2016, αλλά και την FKA Twigs να το παρουσιάζει ζωντανά το 2023 στο Vogue World: London. Η πιο πρόσφατη εκτέλεση που άκουσα έρχεται από τους Skrillex και Boys Noize, σ’ ένα σύγχρονο dance δυναμίτη για τις νεότερες γενιές, που θαρρώ ότι μάλλον δεν προσφέρει και τίποτα καινούργιο ή ουσιαστικό. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
Μαριάννα Βασιλείου
Tori Amos – Me And A Gun (Atlantic, 1991)
Το μόνο που νοιάζει την ώρα που σε κακοποιούν σεξουαλικά είναι να επιβιώσεις. Το μυαλό έχει μηχανισμούς για να το καταφέρει και ένας από αυτούς είναι η αποστασιοποίηση. Το να εστιάσεις στο πιο ανούσιο πράγμα που περνάει από τη σκέψη σου, να γαντζωθείς από αυτό και να μείνεις εκεί μέχρι να τελειώσει αυτό που σου συμβαίνει. Στο ότι δεν έχεις πάει ποτέ στα νησιά Μπαρμπάντος, και στο ότι στην πολιτεία της Καρολίνας έχει μαλακά και γλυκά μπισκότα. Και μετά να κάνεις ότι δεν συνέβη ποτέ, μέχρι από κάτι τελείως τυχαίο να σου σκάσει η απωθημένη εμπειρία στη μούρη και να μη σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Μπορεί να δεις το «Θέλμα και Λουίζ» και να γράψεις ένα τραγούδι που μόνο a capella ερμηνεύεται, γιατί κάθε του λέξη είναι ουρλιαχτό: το ότι φόραγα σέξι κόκκινα εσώρουχα δε σημαίνει ότι τα ήθελε ο κώλος μου, αν θες να τραγουδάω εκκλησιαστικούς ύμνους με το μαχαίρι στο λαιμό θα το κάνω για να μείνω ζωντανή, το ότι δεν πιστεύω στο Θεό δεν Του δίνει το δικαίωμα να με τιμωρεί έτσι. Τα ουρλιαχτά δε χρειάζονται μουσική – μόνο λέξεις. Και κάπως έτσι, η Tori Amos έκανε τραγούδι τον βιασμό που υπέστη από έναν άγνωστο το 1991 – και ούρλιαξε a capella τις αλήθειες που ξέρουμε όλες οι γυναίκες, σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Judy Collins - Amazing Grace (Metronome, 1971)
Η ιστορία αυτού του θρησκευτικού ύμνου μπορεί να γεμίσει άνετα έναν τόμο εγκυκλοπαίδειας. Να πούμε μόνο ότι τον έγραψε ο Άγγλος κληρικός και ποιητής John Newton το 1772, όταν έπαψε να ασχολείται με το δουλεμπόριο (!) Τραγική ειρωνεία αν σκεφτεί κανείς ότι το ‘Amazing Grace’ υπήρξε ο ύμνος του κινήματος για τα δικαιώματα των μαύρων, όπως επίσης συνόδεψε σχεδόν κάθε ειρηνική διαμαρτυρία της δεκαετίας του ’60, στις ΗΠΑ.
Από τις αμέτρητες εκτελέσεις, άλλες a capella και άλλες μη, διάλεξα της Judy Collins, της Judy με τα γαλάζια μάτια, όπως την απαθανάτισε ο David Crosby. H Judy ήταν αλκοολική και έχει πει ότι αυτός ο ύμνος τη βοήθησε στη διάρκεια της απεξάρτησής της. Η ηχογράφηση έγινε στο παρεκκλήσι του Αγίου Παύλου, του Πανεπιστημίου Κολούμπια, το οποίο επελέγη λόγω της ακουστικής του. Την τραγουδίστρια συνοδεύει μια χορωδία ερασιτεχνών που ήταν όλοι φίλοι της.
Ελεάνα Γαρίνη
June Tabor - Genesis Hall (Capitol, 1994)
Υπό κανονικές συνθήκες, φίλε μουσικόφιλε, έχεις ακούσει το ‘Genesis Hall; σε κάποια κρυφοχίππικη ακρόαση του ‘Unhalfbricking’ (1969), με τη φωνή της Sandy Denny να γλυκαίνει την πικρή γεύση που αφήνει η ιστορία της έξωσης των καταληψιών του παλιού εγκαταλελειμμένου ξενοδοχείου από την αστυνομία και συγκεκριμένα τον ίδιο τον πατέρα του Richard Thompson, συνθέτη του κομματιού.
Τι θα γινόταν όμως αν στην έφοδο ο μπαμπάς Τhomson και η παρέα του κατήσχαν βάρβαρα τις κιθάρες και τα ντραμς και μέσα στην σκοτεινή στενή οι Fairport Convention, τσαντισμένοι, συναντούσαν ξάφνου τη φίλη τους – και άλλη ιέρεια της φολκ -June Tabor και της λέγαν την ιστορία;
H συνέχεια σε ένα tribute άλμπουμ με τίτλο «Beat the Retreat: Songs By Richard Thompson» (που δεν αφήνει αμφιβολία ποιανού τα τραγούδια θα ακούσεις).
Το ‘Genesis Hall’ στο στόμα της June Tabor ακούγεται πιο διαμαρτυρόμενο και θαρραλέο από ποτέ και αν δεν ήταν όλοι τους τόσο εντελώς, αθεράπευτα, Άγγλοι, θα έλεγες ότι έρχεται κατευθείαν από τα χαρακώματα του IRA. Θα έλεγες όμως επίσης πως, όχι παρά, αλλά εξαιτίας της έλλειψης μουσικής συνοδείας, η φωνή αναδεικνύει το συναισθηματικό φορτίο και η εσωτερική του ένταση είναι εκκωφαντική. Συγγνώμη Sandy...
Θάνος Σιόντορος
Συγκρότημα Κ. Μπατσίδη - Χ. Παπαδόπουλου – Αλησμονώ και Χαίρομαι (Philips, 1961)
Αντιγράφω από το site της Δόμνας Σαμίου:
Αντιπροσωπευτικό δείγμα των μοναδικών πολυφωνικών τραγουδιών στον ελληνικό χώρο, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φόρμες στο παγκόσμιο ρεπερτόριο της λαϊκής πολυφωνικής μουσικής. Τα τραγούδια αυτά εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από τα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορο (Πωγώνι, Δερέπολη, κλπ.) όπου ως το 1944 συμβίωναν πληθυσμοί Ελλήνων και Αρβανιτών. Αποδίδονται από 4 ως 10 τραγουδιστές, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, με αυστηρή ιεραρχία όσον αφορά τον ρόλο και την τεχνική του καθένα. Ο κορυφαίος (παρτής-σηκωτής) «παίρνει», αρχίζει το τραγούδι. Ο δεύτερος (γυριστής) το «γυρίζει», απαντάει, ενώ οι ισοκράτες «κρατούν το ίσο».
Στην ομάδα αυτή μπορεί να προστεθεί και ο κλώστης που κάνει λαρυγγισμούς με «ψεύτικη» φωνή (falcetto) «κλώθοντας» το τραγούδι ανάμεσα στην τονική και την υποτονική της μελωδίας. Τόσο ο γυριστής όσο και ο κλώστης κόβουν απότομα το τραγούδι στην υποτονική, δημιουργώντας έτσι με τον παρτή μια έντονη διαφωνία (διάστημα 2ας), που δίνει σ’ αυτή την πολυφωνία ένα ιδιόμορφο άκουσμα.
Παρόλο που η έρευνα δεν έχει φτάσει σε βέβαια συμπεράσματα, πολλές ενδείξεις πείθουν για την αρχαιότητα αυτών των τραγουδιών, που διατηρούν την πεντατονική ανημίτονη κλίμακα. Παράλληλα όμως ήρθαν να προστεθούν και οι επιδράσεις από τη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική που επηρεάζει τη μελωδική γραμμή του γυριστή και τους ισοκράτες.
Λάμπρος Λιάβας (1989)
(Από τα εισαγωγικά σχόλια στον δίσκο Τα τραγούδια της ξενιτιάς)
Μάνος Μπούρας
Björk - Where Is The Line (Polydor, 2004)
Με το άκουσμα της λέξης ακαπέλα, αλλού πήγε το μυαλό μου, μα κατόπιν ωριμότερης σκέψης, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δε θα μπορούσα να διαλέξω κάτι διαφορετικό από ένα κομμάτι μέσα από το αριστουργηματικό άλμπουμ της Bjork "Medúlla". Ηχογραφημένο ολόκληρο χρησιμοποιώντας μονάχα φωνές, τη δική της μα και άλλων, διακεκριμένων και μη, το Medúlla ήταν ένα αληθινά ριξηκέλευθο εγχείρημα, από αυτά που αρέσκεται να κάνει η Björk κι άλλοτε μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό, άλλοτε πάλι επίσης με το στόμα ανοιχτό να χασμουριόμαστε...
Αυτό είναι πάντως ένα tour de force ιδεών και ομορφιάς, με τον ράπερ Rahzel να χτίζει τη βάση με τα (φωνητικά εννοείται) beats του και τον Mike Patton σε ισότιμο ηχητικό, λεκτικό βιολί πλάι στο ακατανόητα χαρισματικό λαρύγγι του ισλανδικού ξωτικού (δε νοείται κείμενο για τη Bjork χωρίς τον προηγούμενο χαρακτηρισμό...). Αδύνατον να περιγραφεί τι συμβαίνει στα σκάρτα 5 λεπτά του κομματιού, θα πρέπει να το ακούσετε για να το πιστέψετε, που λέει και το κλισέ.
Σεραφείμ Διακουράκης
Ελευθερία Αρβανιτάκη & Νίκος Ξυδάκης- Θα Βάλω Στο Μαντήλι Σου (Columbie, 1985)
Φωνή μόνο, ε; Δηλαδή μουρμούρα, ωχ οι υπόλοιποι μικάδες θα ψάχνουν στα τέσσερα σημεία, τους ξέρω, στις πεντέξη ηπείρους και στις εξηεπτά θάλασσες για εξότικ μουρμούρα ενώ κι εμείς στην Ελλαδίτσα μια χαρά μουρμούρες είμαστε και ψάρι ονοματίσαμε και σήριαλ βγάλαμε. Τώρα νταξ, η Ελευθερία τσιρίζει λίγο για μουρμούρα αλλά αν τύχει και μπεις μες την ταινία "Μανία" του Πανουσόπουλου είναι αυτό το άσμα του Νίκου Ξυδάκη που μένει στο μυαλό όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους και πας να βγεις από την αίθουσα. Δείτε και την ταινία μπάη δε γουέη, νιώστε λίγο φόρματιβ ολντ σκουλ νιου γκρηκ σίνεμα, ρε!
Μαρία Φλέδου
Miranda Sex Garden – Gush Forth My Tears (Mute, 1991)
To ‘Madra’ του 1991 ήταν το ντεμπούτο των Miranda Sex Garden, οι οποίες στην αρχική τους σύνθεση ήταν τρεις τραγουδίστριες μαδριγαλίων με μόνιμο μέλος, από τότε ως το πρόσφατο reunion, την Katharine Blake.
Το πρώτο τους single και βίντεο αφού υπέγραψαν στην Mute ήταν το ‘Gush Forth My Tears’, ένα μπιτάτο early 90’s μαδριγάλι μιξαρισμένο από τον Danny Rampling και ο λόγος που εγώ αγόρασα το ‘Madra’ μαγεμένη από το οπτικοακουστικό σύνολο.
Βέβαια με περίμενε μία έκπληξη γιατί το άλμπουμ όπως και η βερσιόν του ‘Gush Forth My Tears’ που περιέχει διαφέρουν λίγο, συγκεκριμένα πρόκειται για ένα εξ ολοκλήρου α καπέλα άλμπουμ 25 παραδοσιακού αγγλικού τύπου κομματιών περιόδου περισσότερο… 16(90s) παρά (19)90s.
Οι MSG στην πορεία τους, πρόσθεσαν όργανα, άλλαξαν μέλη, κυκλοφόρησαν κι άλλα τρία πολύ ωραία άλμπουμ πάντα στα πλαίσια του indie-folk-goth και η Katharine Blake λίγο μετά την πρώτη διάλυσή τους γύρισε στις ρίζες τις με τις υπέροχες Mediæval Bæbes της που συνεχίζουν να περιοδεύουν για πάνω από 20 χρόνια πια.
Μπορεί στο πρώτο άκουσμά του ‘Madra’ να είχα λίγο μπερδευτεί (αν και ήμουν ήδη φαν του folk horror) είναι όμως ένας πραγματικά μοναδικός δίσκος στον οποίο έχω μεγάλη αδυναμία. Όσο για το ποια βερσιόν του ‘Gush Forth My Tears’ είναι η καλύτερη, θα συμφωνήσω με την (πρώην γειτόνισσα μου) Katharine και σας την προτείνω και εσάς.
Ηρακλής Ν.Κοκοζίδης
Dead Can Dance – The Wind That Shakes The Barley (4AD, 1993)
Μία παραδοσιακή ιρλανδέζικη μπαλάντα που χαρακτηρίζεται από έντονο λυρισμό και φορτισμένη ατμόσφαιρα, συμπεριλήφθηκε στον έκτο δίσκο του ντουέτου, με τίτλο «Into The Labyrinth» και αποδόθηκε μοναδικά από τη φωνή της Lisa Gerrard χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Δημιουργός της ήταν ο Ιρλανδός ποιητής και διανοούμενος Robert Dwyer Joyce, ο οποίος εμπνεύστηκε τους στίχους από την εξέγερση του 1798 στο «Σμαραγδένιο Νησί» και εκδόθηκε το 1861. Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ένας θλιμμένος νέος που υποχρεώνεται ν’ αποχωριστεί την αγαπημένη του για να πολεμήσει στο πλευρό των «Ενωμένων Ιρλανδών». Ωστόσο, ο θάνατος της τελευταίας από εχθρικά πυρά, του δίνει επιπλέον δύναμη και θέληση για εκδίκηση. Ο θρύλος λέει ότι στις συγκρούσεις αυτές, οι επαναστάτες τρέφονταν με σπόρους κριθαριού που έκρυβαν στις τσέπες τους, ενώ όσοι έπεφταν στη μάχη, θάβονταν σε ομαδικούς τάφους που εντοπίζονταν εύκολα, επειδή στα συγκεκριμένα σημεία φύτρωναν οι σπόροι. Μεταγενέστερα, το φαινόμενο αυτό απέκτησε συμβολικό χαρακτήρα, ταυτιζόμενο με την αδιάκοπη ανανέωση της φύσης και τον ακατάπαυστο αγώνα του ιρλανδικού λαού εναντίον της βρετανικής κατοχής. Ο τίτλος υιοθετήθηκε από τον καταξιωμένο Βρετανό σκηνοθέτη Ken Loach στην ομώνυμη ταινία του 2006, η οποία εστιάζει κυρίως στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν λίγο πριν και μετά τη συνθηκολόγηση του 1920.
Νάνσυ Σταυρίδου
Dead Can Dance – The Wind That Shakes The Barley (4AD, 1993)
Το έκτο άλμπουμ των Dead Can Dance, το “Into the Labyrinth”, κυκλοφόρησε το 1993 και για πολλούς θεωρείται τομή στην πορεία τους καθώς άλλαξαν μουσική κατεύθυνση και δημιούργησαν υπέροχα ατμοσφαιρικά κομμάτια εμπλουτισμένα με έθνικ στοιχεία και όχι μεσαιωνικά. Παράλληλα έχει αλλάξει και η προσωπική τους ζωή καθώς ζουν πλέον χωριστά, ο Brendan Perry στην Ιρλανδία και η Lisa Gerrard στην Αυστραλία με την οικογένειά της. Το πιο φολκ κομμάτι από αυτά είναι το “The Wind that Shakes the Barley” το οποίο έχει ρίζες στην ιρλανδική παράδοση και το ερμηνεύει a capella η Lisa Gerrard. Το αποτέλεσμα είναι μαγικό καθώς η αγγελική φωνή της αποδίδει εξαίσια τους γλυκόπικρους στίχους χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, αλλά με μια ποιητική προσέγγιση και ευαισθησία έτσι ώστε να γίνεται οικείο και προσιτό ακόμα και σε όσους δε γνωρίζουν τη γλώσσα και δεν καταλαβαίνουν σε τι ακριβώς αναφέρεται.
Και αν για έναν καλλιτέχνη είναι πρόκληση να τραγουδά a capella, για την Lisa Gerrard και για το κοινό της, είναι πραγματικά ευλογία.
Τάσος Βαφειάδης
Cowboy Junkies – Mining for gold (Latent Recordings/RCA, 1988)
Οι Cowboy Junkies μας συστήθηκαν δισκογραφικά το 1986 με ένα άλμπουμ που ηχογράφησαν ζωντανά, σε μία μέρα, με το συγκρότημα να κάθεται γύρω από μόνο ένα μικρόφωνο. Ο δίσκος πήγε άπατος! Ωστόσο, δεν το έβαλαν κάτω, συνέχισαν, και δύο χρόνια αργότερα ηχογράφησαν το δεύτερο άλμπουμ τους… ζωντανά (αυτή τη φορά μέσα σε μία εκκλησία), πάλι γύρω από ένα μικρόφωνο και πάλι σε μία μέρα! Η επιμονή τους δικαιώθηκε (λέτε να έπαιξε ρόλο η εκκλησία;) και ο δεύτερος δίσκος τους έγινε πλατινένιος στις ΗΠΑ και διπλά πλατινένιο στην χώρα τους τον Καναδά.
Για έναρξη στο επιτυχημένο άλμπουμ διάλεξαν ένα παραδοσιακό τραγούδι που μιλά για τη σκληρή δουλειά των χρυσωρύχων. Η αγαπημένη φωνή της Margo Timmins το ερμηνεύει γυμνό, χωρίς κανένα μουσικό όργανο να τη συνοδεύει και σε καθηλώνει.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Nina Simone - Images (Let it all out, Philips, 1966)
Γι' αυτό το ακαπέλα αριστούργημα θα ευχαριστώ πάντα την Agnes Obel που το συμπεριέλαβε στο mix της ‘Late night tales’ του 2018. Με τη Nina Simone ηχογραφήθηκε, όπως αναφέρεται στις σημειώσεις του δίσκου της Let it all out, την 21η Μαρτίου του 1964 στη Νέα Υόρκη. Το ίδιο το ποίημα από την άλλη το έγραψε ο Waring Cuney ως φοιτητής, κερδίζοντας το 1926 το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό περιοδικού. Το είχε ονομάσει No images.
Και ποια πιο τέλεια βασανισμένη ψυχή - και φωνή - πέρα από την κα. Simone (πολύ λυπηρό αυτό για την ίδια βέβαια) θα μπορούσε να αποδώσει με τέτοιο βάθος κι ένταση το νόημα αυτών των λίγων στροφών; Τι κι αν φαίνεται να μπερδεύει τον δεύτερο στίχο; Πόσο εύκολα το ξεπερνάει, ίσως να κι ο λόγος για τον οποίο το δισκογράφησαν όπως ακριβώς εκφράστηκε τότε. Ο βίαιος ξεριζωμός, η υποτίμηση, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, όλα αποτυπώνονται ζωντανά μέσα σε μερικές γραμμές. Ό,τι χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε ότι το νερό στο νεροχύτη δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα. Το κοινό ακούγεται σαν σε μικρή αναστάτωση, λίγος θόρυβος, μερικά βηξίματα. Ίσως και να πρόσεξαν μερικοί, ίαως και να αντιλήφθηκαν, ποιος ξέρει;
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Diamanda Galas – Hee Shock Die (Mute, 1996)
Ένας ολότελα γυμνός δίσκος της Diamanda Galas είναι το ‘Schrei X’. Γιατί τραγουδά χωρίς τίποτα να τη συνοδεύει. Ούτε πιάνα, ούτε ηλεκτρονικά, ούτε εφέ. Μόνο φωνή, που την φτάνει στα πιο απόμακρα όρια. Κραυγή. Ένα από τα τραγούδια του δίσκου αυτού, το τελευταίο στη σειρά, είναι το ‘He Shock Die’. Όλος ο δίσκος είναι ένα μακελειό. Αυτοσχεδιαστικός παροξυσμός. Αλλά στο τέλος παρακολουθούμε την Diamanda Galas να εισέρχεται στο έρεβος του πιο νευρικού και τραγικού γέλιου που μπορεί να παράξει ένας τραγικός άνθρωπος, ένας παράφρον, ένας νους χαμένος. Μπορεί σε κάποιους για λίγο να φανεί έως και αστείο. Όμως η Diamanda ποτέ δεν είναι αστεία. Ούτε όταν γελάει. Μάλιστα τότε είναι ακόμα πιο άγρια, αποστομωτική και απελευθερωτική, για την ίδια και τους ακροατές της.
Αντώνης Ξαγάς
Demetrio Stratos – O Tzitziras O Mitziras (Auditorium Edizioni, 1978/1999)
Τι είναι τα τζίτζιρα; Τα μίτζιρα; Τρώγονται; Και ο… τζιτζιμιτζιχότζιρας; Πόσες φορές διόρθωσα την πληκρολόγηση; (γιατί δεν είναι μόνο ‘γλωσσοδέτης’ ή ‘καθαρογλώσσημα’ όπως λέγεται αλλιώς). Έχει σημασία; Η έκφραση και η επικοινωνία πρέπει να φέρουν σώνει και καλά κάποιο ‘νόημα’; Ή 'μήνυμα'; Μπορεί (ενίοτε) να είναι και το μέσο το μήνυμα, όπως είχε πει κάποιος γνωστός;
Ξεκινώντας την μουσική του πορεία από την σπείρα, το clan του Adriano Celentano, τους Ribelli, ο αιγυπτιώτικης καταγωγής Έλληνας Ευστράτιος Δημητρίου αναζήτησε στη συνέχεια τη δική του ‘περιοχή αυτονομίας’, στους Area, δεν του άρκεσε και τράβηξε και μοναχική πορεία στην οποία εξερεύνησε σε αφάνταστο εύρος τις ηχητικές δυνατότητες της στοματικής ανθρώπινης κοιλότητας, από το άναρθρο μέχρι το έναρθρο, ερευνώντας και ενσωματώνοντας τεχνικές παραδόσεων τόσο διαφορετικών όσο το ηπειρωτικό μοιρολόι, το αραβικό τραγούδι ή οι λαρυγγισμοί των Τουβαίων, φτάνοντας στα άκρα, σε τριφωνίες ακόμη και σε φυσικώς αδιανόητες τετραφωνίες. Ο «Τζίτζιρας και ο Μίτζιρας» είναι μια πραγματική επίδειξη εκφοράς, άρθρωσης και ταχύτητας. Όλα στα όρια. Ίσως και πιο πέρα. Ένα πραγματικό φαινόμενο.
«Με ενδιαφέρει να μάθω τι πράγμα είναι η φωνή: Να γνωρίσω από που γεννιέται» είχε πει. Δεν ξέρω αν απαντάται το ερώτημα αυτό, αλλά μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1979, είχε φτάσει εγγύτερα στην απάντηση όσο λίγοι άλλοι.
Φανερό Bonus Κομμάτι
Towering Inferno – The weaver (TI Records, 1993)