Κάτι καλό παλιό και... σε σόλο κιθάρας ν' ακούσω;

Κιθαρίστες (ανδροκρατούμενος γαρ ο χώρος του αθλήματος) σε σόλα που γι' αυτά όχι μόνο δεν τους... αποφύγαμε αλλά τους αγαπήσαμε κιόλας

 

Jimi Hendrix στο

All Along the Watchtower - The Jimi Hendrix Experience (Polydor, 1968)

Μια υπέροχη ευκαιρία να μιλήσει κανείς για την Καλύτερη Κιθαριστική Ηχογράφηση Όλων των Εποχών. Σόλο κι αν έχει. Εδώ, ο Jimi Hendrix, 6 μήνες μετά την πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού από τον Bob Dylan, κρατάει κάπου στο background τις μόλις τρεις συγχορδίες του αρχικού, «αντικαθιστά» - κατά κάποιον τρόπο - την φυσαρμόνικα με διαρκείς γραμμές στην ηλεκτρική του κιθάρα, και κατορθώνει να κάνει το κομμάτι όλο δικό του. «Έχουν γίνει πάρα πολλά στο στούντιο για να φτάσει εκεί» θα πεταχτούν οι κακεντρεχείς. Σίγουρα. Πολλά τα overdubs, η εναλλαγή καναλιών δεξιά - αριστερά, sound design με μαγνητοταινίες και κανάλια μιας άλλης εποχής. Και λοιπόν; Αυτό που συμβαίνει στη μέση, στα 2 λεπτά περίπου, είναι ό,τι πιο κοντινό θα καταφέρεις ν’ ακούσεις σε ναρκωτικό για το αυτί. Πρώτα τα slide, μετά τα wah-wah, έχεις ταξιδέψει ήδη σε άλλη διάσταση μέσα σε 50 δευτερόλεπτα. Αλλά το σημαντικότερο; Που να το μάθεις να το παίζεις, και να το επαναλαμβάνεις και να το επαναλαμβάνεις, και τεχνικά να το φτάσεις, την ψυχή που έχει αποτυπωθεί εκεί στις μαγνητοταινίες από τον Jimi Hendrix να την πιάσεις δεν θα το καταφέρεις.

Σταύρος Σταυρόπουλος

 

Lou Reed στο

I heard her call my name - The Velvet Underground (Verve, 1968)

Ξέρω βλαστημάω τώρα αλλά δε με νοιάζει θα το πω. Για μένα ο καλύτερος δίσκος των Velvet Underground είναι το «White Light/White Heat». Βασικά είναι σταθμός στην ιστορία του rock. Δηλαδή δεν μπορεί να μιλάνε κάποιοι για avant garde και για φευγάτους πειραματισμούς και δεν ξέρω και γω τι άλλο και να ξεχνούν το ‘Sister Ray’ για παράδειγμα ή το ‘I heard her call my name’ για το οποίο και γράφω αυτή εδώ τη σημείωση. Το οποίο περιέχει ένα από τα πιο λυσσασμένα κιθαριστικά σόλο που έχουν υπάρξει. Μιλάμε ότι η κιθάρα σφαδάζει. Σε κόβει φέτες. Δεν πρέπει να υπάρχει σοβαρός αυτοσχεδιαστής της ηλεκτρικής κιθάρας που δεν έχει τουλάχιστον θαυμάσει αυτό που κάνει εδώ ο Lou Reed. Είναι όσο πρέπει τα 4 λεπτά του κομματιού αλλά πάντα όταν το ακούω προσπαθώ να φανταστώ πως θα ήταν άμα συνέχιζε αυτό το ακατάληπτο ατονάλ παραλήρημα για κα’να μισάωρο (όχι δεν θα ήταν σαν το ‘Metal machine music’).

Αναστάσιος Μπαμπατζιάς

 

Ritchie Blackmore στο

Gates of Babylon - Rainbow (Polydor, 1978)

Ο Ritchie Blackmore μου έχει κάνει ένα αξέχαστο χουνέρι, κάποτε στο Λίβερπουλ, όμως ποτέ δεν κουράστηκα να τον υπερασπίζομαι στα παλιότερα χρόνια των αδιάκοπων μουσικών «ξιφομαχιών» –συνήθως απέναντι σε alternative/indie ευαισθησίες που δεν άντεχαν τη βαγκνερική αύρα των κιθαριστικών του τρόπων και το «εγώ» που τόσο εκκωφαντικά εξέπεμπε.

Εμένα, πάλι, μου γούσταρε ακριβώς για τους λόγους για τους οποίους βρισκόταν κατηγορούμενος: έστω και αγκαλιάζοντας την αλαζονεία, έπαιζε πάντα με πλήρη επίγνωση της κλάσης του, ενώ ήταν ο εγωισμός που έτρεφε τις άγριες live εμφανίσεις της ακμής του, στις οποίες χάνονταν τα σύνορα μεταξύ τεχνικής αρτιότητας και rock 'n' roll πάθους. Γι' αυτό και διάλεξα το συγκεκριμένο σόλο, αντί για κάποιο από τα τόσα δαφνοστεφανωμένα του με τους Deep Purple ("Burn", "Highway Star", "Smoke On The Water").

Γιατί στους Rainbow, παρά τις καταλυτικές παρουσίες του Ronnie James Dio και του Cozy Powell, αισθανόταν αφεντικό, οπότε αφέθηκε να μεθύσει ακόμα περισσότερο με την πάρτη του, ζώντας τον θρύλο που χτιζόταν γύρω του. Δεν είναι ν' απορείς, λοιπόν, αν παίζει εδώ με αέρα «θεού της κιθάρας», σκαρώνοντας ένα αξέχαστο σόλο –μανιασμένο, εξόχως ανατολίτικο, μα και αρκούντως δυσοίωνο, ώστε να ταιριάζει στους στίχους, όπου το Κακό αναδύεται λαβκραφτικά από τα αρχαία ερείπια της Βαβυλώνας.

Χάρης Συμβουλίδης

 

Kev Bower στο

Deathsquad - Hell (Deadly Weapon Records, 1983)

Γεγονός είναι ότι η μη πανθομολογούμενη αλλά και μη αυθαίρετη εγγύτητα του nwobhm με το punk είναι εξ αρχής αρκετά εύθραυστη, και χωρίς εκείνα τα κομμάτια που της βάζουν μπουρλότο εντελώς. Όπως το παρόν που θα κάνει έξω φρενών όχι μόνο τον πάνκη αλλά και τον πιο αφοσιωμένο μεταλλά που ξέρει απ' έξω πότε κυκλοφόρησε κάθε demo των Hell. Ας ξεκινήσω από τον πρώτο. Ευρισκόμενος ων εκτός έδρας, ο πάνκης θα είναι λιτός στην κριτική του: "Σχεδόν πέντε λεπτά ντρίγκι ντρίγκι ταλαιπωρίας, για να μη σχολιάσω τα συνθεσάιζερ, είναι εκτός συζήτησης. Στο πανκ μπαίνουμε μπαμ στην ουσία - τα λέμε - φεύγουμε". Παραδόξως και η κριτική του μεταλλά δεν θα είναι πολύ διαφορετικής λογικής πάντως, αν και σίγουρα πιο εμπεριστατωμένη και τεχνική: "Ο Kev Bower είναι κιθαρισταράς και μαζί με τον μακαρίτη τον Halliday έγραψαν τραγουδάρες, αλλά δεν ξέρω τι κάνει εδώ. Ριφάρει σαν να έρχεται η κόλαση και πάνω που λες το χτίζει ωραία, το πάει έτσι για κανα λεπτό πριν μπουν επιτέλους τα leads, τα οποία κουκουλώνει μετά με συνθεσάιζερ. Δικά του! Στο εξής έχουμε συνεχώς εναλλαγές riffs με leads, ο Bower ρίχνει κι ένα σόλο στα keyboards, ενώ παίζουν και κάτι παράξενες ρυθμικές αλλαγές στα τύμπανα. Επιτέλους έρχεται ανάσταση με twin guitar σόλο, αλλά το κόβει κι αυτό με ριφάρισμα που μάλιστα σκάει πριν βγει το μέτρο. Και είναι και instrumental, δηλαδή μιλάμε για τρομερά άναρχη και ανεξήγητη δομή κομματιού με αλλοπρόσαλλες κιθάρες". 

"Ναι αλλά σπέρνει" είναι η απάντηση και στους δύο. Αυτοί είναι (ήταν) οι Hell. Ένα από τα πιο σπουδαία, παραγνωρισμένα, αδικημένα και καταραμένα συγκροτήματα του ένδοξου nwobhm που χωρίς να αναφερθώ στις λεπτομέρειες της ιστορίας, δημιουργήθηκαν στο Derbyshire το 1982 και έβγαλαν τον πρώτο δίσκο τους το 2011. Το demo "Save Us from Those Who Would Save Us" είναι αυτοέκδοση στη δική τους Deadly Weapon Records που δεν θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς, με αριθμό κυκλοφορίας DWR-666 που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος. Και έχουν και το ωραιότερο λόγκο σε όλο το metal. Κόλαση.

Ελένη Φουντή

 

Josh Homme στο

Feel Good Hit of the Summer - Queens of the Stone Age (Interscope Records, 2000)

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά κιθαριστικά σόλο που αγαπώ. Όπως για παράδειγμα όλα τα σόλο του Slash στο ‘November Rain’ ή το ακουστικό και ηλεκτρικό σόλο στο ‘Nothing Else Matters’ των Metallica ή ακόμα και το ομαδικό κιθαριστικό μπαράζ θορύβου με ρόπαλα ράγκμπι στο 100% των Sonic Youth. Αυτό το τελευταίο δε ξέρω αν θεωρείτε καν “σόλο”.

Το καλύτερο όμως κιθαριστικό σόλο στην ιστορία, σύμφωνα με τη δική αλάνθαστη αισθητική, διαρκεί 7 δευτερόλεπτα! Είναι το σόλο του Josh Homme στο ‘Feel Good Hit of the Summer’ από το ‘Rated R’, τη δισκάρα των Queens of the Stone Age. Και φυσικά ένα τέτοιο κατεστραμμένο σόλο δε μπορεί ούτε ο ίδιος ο Homme να το ξαναπαίξει. Στις ζωντανές εμφανίσεις τους παίζει κάτι που μοιάζει, αλλά δεν είναι το σόλο όπως το έπαιξε στον δίσκο. Είναι απόδειξη ότι μια τόσο μοναδική στιγμή δεν μπορείς να την επαναλάβεις. Προσωπικά το θεωρώ ένα σπουδαίο σόλο γιατί δε προσπαθεί να πείσει με τη τεχνική του, ούτε να κάνει κάτι μελωδικό. Είναι ένα σόλο που ζωγραφίζει ανάγλυφα το πώς κάποιος μπορεί να αισθάνεται μετά από τη χρήση των ουσιών που αναφέρονται στο πρώτο κουπλέ του τραγουδιού. Είναι ένα σόλο σχεδόν ιμπρεσιονιστικό. Κι έρχεται μετά το πρώτο ρεφραίν, δηλαδή πολύ νωρίτερα απ’ότι συνηθίζεται, και σε πιάνει αδιάβαστο. Είναι κι ένας ιδιοφυής τρόπος να συνδεθεί το πρώτο κουπλέ του τραγουδιού με το δεύτερο. Το τραγούδι μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε και ως desert punk (και όχι rock). Που σημαίνει ότι ίσως και να έχουμε το μοναδικό punk κιθαριστικό σόλο στην ιστορία. Δηλαδή το μοναδικό σόλο που θα μπορούσε να δεχθεί το χαρακτηρισμό punk.

Απίστευτο σόλο. Δε φαντάζομαι να προσπάθησε κανείς να το παίξει στη κιθάρα, έτσι;

Θάνος Φωτιάδης

 

Guy Kyser στο

Red Sun - Thin White Rope (Demon Records, 1988)

Τι να κάνουμε, μεγαλώσαμε στα 80s και αυτά θυμόμαστε. Ηταν 1988 όταν ο Guy Kyser με τους Thin White Rope μας παραδίδει ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά solo στα πρώτα δύο λεπτά του ‘Red Sun’. Ύμνος. Η δεύτερη κιθάρα (που μπαίνει από την αρχή στο τραγούδι) συνοδεύει την πρώτη που ζωγραφίζει, ιδίως όταν πιάνει τις ψηλές νότες και κλαίει. Well I hate to see the red red sun go down. Από την εποχή του περίφημου desert rock ή paisley underground, διαλύθηκαν το 1992 και τους χάσαμε. O Guy Kyser, βλέπω τώρα, έβγαλε το 2002 ένα συμπαθητικό LP ως Mummydogs, αλλά η εποχή είχε αλλάξει. Τέλος, σε αυτό το αφιέρωμα, ελπίζω κάποια να βάλει τα ‘Voodoo Child’, ‘Sunshine of your love’, ‘Oh Well’, ‘Moonchild’, ‘Heartbreaker’, γιατί θα μας ήταν ασυγχώρητο.

Βασίλης Παπαδόπουλος

 

Tim Smith στο

Is This the Life? - Cardiacs (Αυτοέκδοση, 1981)

“Yes, but first you have to define the term “guitar solo”…”, ακούω μέσα από τα σύννεφα τη φωνή του Tim Smith, το ξανασκέφτομαι και γεμίζω ενοχές. Αν είμαι ειλικρινής και του απαντήσω ότι οι τύποι που παίζουν χίλιες νότες το δευτερόλεπτο μου προξενούν ναυτία και πως η δεξιοτεχνία σκοτώνει το συναίσθημα, που είναι η ψυχή ενός καλού κιθαριστικού σόλο, τότε θα ήταν σα να απαρνιέμαι την childhood sweetheart του Carlos που δεν ήταν άλλη από το “Revelations” των Santana. Όμως έρχομαι άμεσα στα συγκαλά μου και συγκινούμαι, καθώς θυμάμαι ότι αυτός υπέγραψε το βαθιά «προοδευτικά» συναισθηματικό “Is This the Life?” που γνωρίσαμε από τους Cardiacs αρχικά το 1981 μέσω της αυτοχρηματοδοτούμενης κασέτας “Toy World” και λατρέψαμε στις σαφώς ποιοτικότερες επανηχογραφήσεις των άλμπουμ “The Seaside” (1983) και “A Little Man and a House and the Whole World Window” (1988).

Το συγκεκριμένο σχεδόν μακροσκελές σόλο του Tim είναι ανορθόδοξο, έχει μάλλον αναπάντεχη θέση στη σύνθεση, αρχίζει σταδιακά αφού ενωθεί με το σαξόφωνο της Sarah Cutts (η οποία τον παντρεύτηκε το 1983, για να τον εγκαταλείψει το 1990 προκειμένου «να γίνει μάγισσα πλήρους απασχόλησης που ζει στα δάση μαζί με τα σαλιγκάρια»), κορυφώνεται ανατριχιαστικά με το αιώνια προσκεκλημένο αναγωγικό πνεύμα των Genesis, για να σβήσει αργόσυρτα… ως δια μαγείας με τα πλήκτρα της Sarah.

Κι έτσι απενοχοποιημένος του απαντώ: “There’s no need for definitions, Tim. The answer is simply “Is This the Life?”

Παναγιώτης Αναστασόπουλος

 

John Squire στο

Made of Stone - The Stone Roses (Silvertone Records, 1989)

Λίγο η φλυαρία, λίγο το ποζεράδικο παίξιμο του κιθαρίστα, λίγο που στα indie τραγούδια δεν είχαμε και ιδιαίτερα σόλο, λίγο που δεν έπαιζα ηλεκτρική κιθάρα (να τα λέμε κι αυτά), είχα μια κριτική στάση απέναντι στα κιθαρο-σόλο. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν υιοθετώ ισοπεδωτικές απόψεις του στυλ, «δεν μου αρέσουν τα σόλο», μια που έχουν ηχογραφηθεί φοβερά πράγματα. Από την εποχή του Chuck Berry έως σήμερα, έχουμε ακούσει νότες που μας μάγεψαν.

Όπως αυτό το μικρό σόλο του John Squire στο “Made of stone” που είναι σαν απογείωση αεροπλάνου. Μέσα σε 30 δευτερόλεπτα ανάβει τις μηχανές, παίρνει φόρα, προχωρά και απογειώνεται! Λιτό, μελωδικό, ονειρικό. Ακόμη πιο ωραίο γίνεται από την έμπνευση του παραγωγού (ή των Stone Roses, δεν ξέρω) στην κορύφωση της μελωδίας να σταματήσει το σόλο η κιθάρα (στο 3:07) και να αφεθείς στα ουράνια με την μπασογραμμή.

Έχουν περάσει 35 καλοκαίρια από τότε που το άκουσα για πρώτη φορά και ακόμα δεν το έχω βαρεθεί.

Τάσος Βαφειάδης

 

Τάκης Μπαρμπαγάλας στο

Η Βροχή Πέφτει Δυνατά - Λευκή Συμφωνία (Columbia, 1986)

Τι μου φλεξάρετε όλοι Χέντριξ, Πέιτζ και Κλάπτον ρε χιψτέρια του εξωτερικού, σαν το σόλο του Τάκη του Μπαρμπαγάλα στο "Η Βροχή Πέφτει Δυνατά" δεν έχει. Πέντε έξη νοτούλες εκεί πέρα σε κομματιάζουνε καθώς το άσμα των Λευκή Συμφωνία απογειώνεται, επαναλαμβάνονται προς επίρρωση, παίρνουν έπικ διάσταση και στην coda χορεύουν ανάποδα μέχρι το τέλος και δεν έχει μείνει λελούδι για σπάσιμο και πιάτο για πέταμα λέμε.

Σεραφείμ Διακουράκης

 

J Mascis στο

Raisans - Dinosaur Jr (SST Records, 1987)

‘Δεν ξέρω από guitar solos εγώ, είμαι ίντι’, ήταν η πρώτη μου σκέψη. Η αλήθεια είναι ότι στο άκουσμα των δύο αυτών λέξεων μου έρχεται στο μυαλό κάτι από κλασσικό ροκ, ίσως με κάτι από μπλούζ, ή 80s hairy ηχητικές υπερπαραγωγές. Μετά από λίγη σκέψη και την καθιερωμένη συζήτηση/υπερανάλυση με την διεύθυνση του MiC, συνειδητοποίησα ότι είμαι απλά in denial, τα guitar solos ήταν ανέκαθεν παντού, κρυμμένα μέσα στο shoegaze χάος (βλέπε/μάλλον άκου τον συνήθη ύποπτο Andy Bell) ή μεταμφιεσμένα σε slide guitar, κάπου εκεί που η 80s ποζεριά μετατρέπονταν σε 90s slide guitar: και σε αυτό το σημείο έχοντας μείνει με φιναλίστ τον Rick McColum των (τότε) Afghan Whigs από τη μία και τον J Mascis των Dinosaur Jr. από την άλλη, αποφάσισα να διαλέξω για αυτό το κάτι παλιό τον δεύτερο και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, το ‘Raisans’, πλέον και επισήμως το αγαπημένο μου σόλο κιθάρας από τον άνθρωπο που το έκανε κουλ.

Μαρία Φλέδου

 

Link Wray στο

Rumble - Link Wray & His Wray Men (Cadence, 1958)

Λινκ Ρέι [1929-2005], μορφή της ηλεκτρικής κιθάρας. Εισηγητής της συγχορδίας πέμπτης, δυναμική συγχορδία που λατρεύτηκε από το μέταλ, το πανκ και το χαρντ ροκ. Εισηγητής της παραμόρφωσης, της ανάδρασης του ήχου και του τρέμολο ως δημιουργικό εργαλείο. Ο πρώτος καλλιτέχνης που έγραψε οργανικό κομμάτι το οποίο απαγορεύτηκε από το ραδιόφωνο αν και χωρίς λόγια, επειδή ο τίτλος του στην αργκό παραπέμπει στον πόλεμο των συμμοριών. Σαφέστατα το επιδραστικότερο ήπιο σόλο όλων των εποχών.

Για όσες/ους/α δεν γνωρίζουν περί αυτού, δηλαδή τι εστί σιγοβρόντηγμα και ανατροφοδότηση, σας παραπέμπω στο χορταστικότατο μουσικό ροκιμαντέρ Οι Ινδιάνοι που ρόκαραν τον κόσμο [Rumble: The Indians Who Rocked the World, 2017 Καναδάς /Γαλλία, 103λ] των Catherine Bainbridge & Alfonso Maiorana σε παραγωγή του Μεσκαλέρο Απάτσι Stevie Salas. Το εν λόγω κομμάτι ακούγεται σε ευρεία γκάμα οπτικοακουστικών παραγωγών: Πύρινοι δρόμοι, Κρυπτές ιστορίες, Pulp Fiction [Μια ιστορία βίας], Ντεσπεράντο, Οι δώδεκα πίθηκοι, Ημέρα ανεξαρτησίας, Οι Σοπράνος, Blow, Μπομπ ο Σφουγγαράκης εναντίον του Μεγάλου, Εννέα άγνωστοι κ.ά.

Κώστας Καρδερίνης

 

B.B. King στο

The thrill is gone - B.B. King (ABC Records, 1971)

Λέγεται ότι ο παραγωγός Bill Szymczyk έκανε πλύση εγκεφάλου στον B.B. King για να τον πείσει να εξηλεκτρίσει περισσότερο τον ήχο του, ώστε να πετύχει το crossover στα λευκά ακροατήρια. Το πείραμα πέτυχε, αν κρίνω από τον εαυτό μου. Όταν άκουσα την εκτέλεση του B.B. King στο τραγούδι του μπλούζμαν της Δυτικής Ακτής Roy Hawkins, συνειδητοποίησα ότι μια κιθάρα μπορεί να σου μιλήσει. Εννοώ, κανονικά, να σου πει φράσεις και λέξεις και προτάσεις, που μπορεί να αλλάξουν ανάλογα με τη διάθεσή σου και τις ανάγκες σου. Ξαφνικά, όλα τα κομματάκια του παζλ μπήκαν στη θέση τους. Τι σήμαινε για την εξέλιξη της μουσικής ο εξηλεκτρισμός των μπλουζ, τι σήμαιναν τα ηλεκτρικά μπλουζ για τα λευκά εργατόπαιδα της Βρετανίας, πώς τα μπλουζ εισχώρησαν οριστικά στο mainstream, και παρά τους κλαυθμούς των καθαρολόγων, τους έκαναν την απαραίτητη μετάγγιση αίματος για να πάψει το rock’n’roll να είναι μια εφηβική μόδα και να γίνει το rock – η μουσική που μαζί με την τζαζ σφράγισαν τον 20ο αιώνα. Κι επειδή μια εποχή η επιρροή των μπλουζ θεωρούνταν παρωχημένη, να θυμίσουμε ότι την πρώτη περιοδεία των Clash στις ΗΠΑ άνοιγε ο Bo Diddley. Γι’ αυτό, άλλωστε, το μάντρα των Bell Rays, “Blues is the teacher. Punk is the preacher”, είναι μια διαχρονική διατύπωση και διαπίστωση.

Το ‘The thrill is gone’ κυκλοφόρησε σε 45άρι τον Δεκέμβριο του 1969. Κάντε στον εαυτό σας ένα δώρο 5:30 λεπτών κι ακούστε το στην εκτέλεση από το λάιβ του B.B. King, Live at the Cook County Jail, του 1971.

Χίλντα Παπαδημητρίου

 

Neil Young στο

Cortez the Killer - Neil Young & Crazy Horse (Reprise, 1975)

Όταν άκουσα για πρώτη φορά το "Cortez the Killer", η μελωδία μου φάνηκε ως η τέλεια έκφραση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, ανοίγοντας έναν κόσμο έντονων συναισθημάτων. Η κιθάρα του Neil Young, σαν καλλιτέχνης που ζωγραφίζει τη θλίψη, αποδίδει το πένθος μέσα από κάθε νότα. Όταν ακούω το σόλο, νιώθω πως τα λόγια έρχονται να εξιστορήσουν συμπληρωματικά το βάθος του πόνου, σαν ένα μοιρολόι. Κάθε συγχορδία αποπνέει την αίσθηση μακρινών αγώνων και την ανάγκη θύμησης των εγκλημάτων της ανθρωπότητας, υπενθυμίζοντάς μου πως η μουσική μπορεί να συμπυκνώσει αλήθειες και συναισθήματα που χρειάζονται τόμοι ιστορίας για να αποδωθούν.

Κωνσταντίνα Σιούντρη

 

Lutz Ulbrich στο

Rücksturz - Αgitation Free (Vertigo, 1972)

Είναι ένα τραγούδι το οποίο από την ώρα που το άκουσα πριν απο τρεις δεκαετίες γυρνάω πίσω συχνά πυκνά, τόσο στο συγκεκριμένο κομμάτι όσο και στον δίσκο που συμπεριλαμβάνεται.

Αναφέρομαι στο ‘Rücksturz’ ένα μικρό διαμάντι μόλις περίπου 2':10" που κλείνει το ‘Malesch’ των Agitation Free, ντεμπούτο τους το οποίο συνεχίζει σαν επίλογος του ομώνυμου κομματιού και κλείνει τον δίσκο. Ακούγοντας το θεωρείς ότι θα είναι ένα ήρεμο κλείσιμο λόγω του ήρεμου ριφ της κιθάρας του, μέχρι που ξαφνικά μετά απο 35 δευτερόλεπτα αρχίζει ένα ανεπανάληπτο σόλο του Lutz Ulbrich το οποίο σε συνδυασμό με τη ρυθμική κιθάρα και τους ήχους του υπόλοιπου γκρουπ σε ‘στέλνει’, δίνοντας σου την αίσθηση κάθε φορά που το ακούς ότι έχει τελειώσει ένα ταξίδι, μια φάση, οτιδήποτε και τη νοσταλγείς ή επεξεργάζεσαι αυτή την εμπειρία μέσα σου.

Εξάλλου συχνά πυκνά με αφορμή τέτοιες καταστάσεις το ακούω.

Νικόλας Μαλεβίτσης

 

Larry Carlton στο

Kid Charlemagne - Steely Dan (1976)

Εμένα βασικά ο κιθαρίστας που μ' αρέσει απ' όλους αυτούς που μάζευαν στους δίσκους τους οι Steely Dan είναι ο Τζεφ Μπάξτερ, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τι κάνει στο "Kid Charlemagne" ο Larry Carlton.

Αρχίζουμε από πάγκο ζαχαροπλαστικής: παίρνει ένα λευκό τζαζ φανκ παντεσπάνι και περιχύνει πάνω του μια σοφά ξεκούδουνη και συναρπαστική σειρά από μπλουζ νότες.

Μετά όμως με μια γρήγορη κίνηση στα τάστα, γίνεται μάγος και μας διακτινίζει σ’ ένα τεράστιο λούνα παρκ πάνω σ’ ένα ρολερκόστερ που μας πάει όπου θέλει μέχρι να μας επαναφέρει απότομα στην ασφάλεια, από άλλη διαδρομή όμως, που δεν φανταζόμασταν ότι υπάρχει.

Και πάνω που μας φεύγει ο ίλιγγος και πάμε να χαλαρώσουμε στη φανκιά, φρουπ, μας βουτάει και μας συνοδεύει μέχρι την έξοδο, φλυαρώντας ακατάληπτα με κάτι, μάλλον του στυλ ελπίζουμε να διασκεδάσατε ευχαριστούμε που μας επιλέξατε.

Δυο λεπτά σαν αιωνιότητα. Το λες και mindfuck.

Γιάννης Πλόχωρας

 

Andy Powell και Ted Turner στο

Throw Down The Sword - Wishbone Ash (MCA Records, 1972)

Ανήκω σε μια γενιά που δε μεγάλωσε με τις σημερινές τεχνολογικές πολυτέλειες και πολλές μουσικές ανακαλύψεις του παρελθόντος αποτελούν προσωπικά βιώματα που είναι βαθιά χαραγμένα στο μυαλό μου. Πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, ο καλός μου φίλος και επαγγελματίας φωτογράφος Χρήστος Δημητρίου εργαζόταν ως βοηθός του πολυτάλαντου Δημήτρη Αθυρίδη, στο στούντιο του οποίου υπήρχε μια πλούσια και ενημερωμένη δισκοθήκη. Σε μια από τις συχνές επισκέψεις μου στο χώρο, άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου το «Argus», όπου κυριολεκτικά μαγεύτηκα απ’ όλο τον δίσκο, ειδικότερα από τις κιθαριστικές δισολίες. Το δίδυμο των Andy Powell και Ted Turner, εμφανώς επηρεασμένο από τους Jeff Beck και Jimmy Page των Yardbirds, ελίσσεται άνετα μεταξύ folk rock λιτότητας και progressive rock ατραπών, αναδεικνύοντας hard rock αρμονίες που χαίρεσαι ν’ απολαμβάνεις από την αρχή μέχρι το τέλος. Μοναδική ίσως παραφωνία ήταν η υποχρεωτική αλλαγή στην πλευρά του δίσκου, από την οποία μας απάλλαξαν αργότερα τα CD. Επέλεξα το σόλο του «Throw Down The Sword» επειδή φέρνει στο νου τη μελωδία του «Afraid To Shoot Strangers» των Iron Maiden, καθώς είναι πασίγνωστο ότι ο καπετάνιος Steve Harris έχει τον συγκεκριμένο δίσκο σε μεγάλη προσωπική εκτίμηση.

Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης

 

Scott Gorham & Brian Robertson στο

Still in love with you - Thin Lizzy (Mercury, 1974)

Σόλο κιθάρας = Boredom των Buzzcocks μέχρι να σβήσει ο ήλιος! Από την άλλη, όταν βάζεις αυτές τις δύο πρώτες λέξεις μαζί, το μυαλό πηγαίνει αυτόματα στο κλασικό ροκ, για εμένα τουλάχιστον (αν είσαι πολύ ψαγμένος όμως, πηγαίνει στον John Fahey ή στον Derek Bailey ξέρω γω, κι εγώ πηγαίνω πάσο...). Τελευταία πέρασε ξανά αυτός ο δίσκος από μπροστά μου, και για να τον τιμήσω, βάζω την τιτανοτεράστια μπαλάντα ‘Still In Love With You’ σαν το κομμάτι όπου αποθεώνεται η μαεστρία του μουσικού που κρατάει στα χέρια του ηλεκτρική εξάχορδη. Δύο τα σόλο εδώ, ένα από τον Scott Gorham κι ένα από τον Brian Robertson, που ασφαλώς ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει το πιο δυναμικό, το πιο περίτεχνο, κι εν τέλει το πιο αισθαντικό (ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μπαλάντα). Με το τέλος του κομματιού, αισθάνεσαι πλήρης μελωδίας και εκκωφαντικής ηλεκτρικής εκκένωσης, που σημαίνει ότι το κιθαριστικό σόλο έχει εξυπηρετήσει απόλυτα τον σκοπό του!

Μάνος Μπούρας

 

David Gilmour στο

Comfortably Numb - Pink Floyd (Harvest, 1979)

Κλισέ-ξεκλισέ (όχι παραπάνω από το “Stairway to Heaven” ή το “Sweet Child O’ Mine” πάντως), είναι το πρώτο κιθαριστικό ηλεκτρικό σόλο που μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα το θέμα αυτού του Κάτι Παλιό Καλό. Και, πιστή στο δόγμα της πρώτης έμπνευσης που είναι πάντα η καλύτερη, θα μνημονεύσω το σόλο του David Gilmour από το 4’.30’’ έως το τέλος του “Comfortably Numb” των Pink Floyd από το μνημειώδες “The Wall” και το μακρινό 1979. Δεν έχω τις τεχνικές γνώσεις για να κρίνω τι το ιδιαίτερο έκανε μουσικά ο David Gilmour – ειδικά στην ζωντανή εκτέλεση στο live album “Pulse” του 1994, όπου και διαρκεί περί τα πέντε ολόκληρα λεπτά – αυτό που έχω, ωστόσο, είναι η αίσθηση της λύτρωσης που μου αφήνει κάθε φορά που το ακούω. Δεν ξέρω αν πίσω από το σόλο αυτό κρύβεται η λύτρωση από την πραγματικότητα που επάγονται τα ναρκωτικά που έχει κατεβάσει και τα φάρμακα με τα οποία έχει ποτιστεί ο Pink σε όλο το προηγούμενο κομμάτι, η λύτρωση από τον καταπιεσμένο και τραυματισμένο εαυτό μας για το διάστημα (μέχρι φυσικά να ξαναπάρει εκείνος το πάνω χέρι και να συνεχιστεί στο διηνεκές αυτή η άνιση μάχη) ή η λύτρωση από την πεζή καθημερινότητα που μόνο η τέχνη (και κάποιες στιγμές αγάπης) μπορούν να μας προσφέρουν. Ξέρω όμως ότι κάθε φορά που το ακούω νιώθω ότι τίποτα δεν με βαραίνει, ότι καμία υποχρέωση δεν με κυνηγάει και ότι όλα πρέπει να παγώσουν μπροστά σε αυτήν την ασύλληπτης ομορφιάς μουσική. Έστω για τα λίγα λεπτά που διαρκεί αυτή – ή για όλα τα λεπτά που θα την ακούσω ξανά και ξανά και ξανά.

Μαριάννα Βασιλείου

 

Lou Reed στο

I’m Set Free - The Velvet Underground (MGM, 1969)

Γιατί κάποιες φορές “less is more”. 41 ιδιοφυή δευτερόλεπτα μινιμαλιστικής απλότητας και ομορφιάς από το μακρινό 1968, όπου μέσα τους κρύβονται σχεδόν όλο το new wave, το post punk, το indie, και το lo-fi. Από το τρίτο, ομώνυμο άλμπουμ της σπουδαιότερης ποπ και ροκ μπάντας που υπήρξε ποτέ.

Θάνος Σιόντορος

 

Neil Young στο

Down by the River - Neil Young & Crazy Horse (Reprise, 1969)

Σόλο κιθάρας. Το Ιερό Γκράαλ του ροκ. Τα μαρμαρένια αλώνια της ροκ βιρτουοζιτέ. Η εκσπερμάτωση, αν πάρουμε τοις μετρητοίς το κλισέ που λέει ότι η ηλεκτρική κιθάρα είναι φαλλικό σύμβολο. Εδώ βέβαια υπάρχουν οι ουσιώδεις ενστάσεις ότι α) υπάρχουν γυναίκες που παίζουν εξαιρετικά ροκ κιθάρα και β) οι τζαζίστες παίζουν απείρως πιο δύσκολα και απαιτητικά σόλο (δεν κρατιέμαι να μην επαναλάβω το γνωστό τοις πάσι το ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο η διαφορά του ροκ από τον τζαζ κιθαρίστα είναι ότι ο πρώτος παίζει τρία ακόρντα μπροστά σε 3000 ανθρώπους ενώ ο δεύτερος 3000 ακόρντα μπροστά σε τρεις ανθρώπους). Οι απαντήσεις είναι: α) είναι σταγόνα στον ωκεανό των ανδρών στο ροκ και β) ρε άι σαπέρα.

Το να διαλέξεις το καλύτερο ροκ σόλο είναι μια δύσκολη αν όχι αδύνατη αποστολή μια που κανένας σχεδόν απλός ακροατής δεν διαθέτει τις γνώσεις να κρίνει με όρους θεωρίας και τεχνικής, άσε που υπάρχουν εντυπωσιακά δύσκολα σόλο που ακούγονται σκατά. Εδώ το αγαπημένο σου να βρεις είναι δύσκολο. Για μένα υπήρξε το εξής δίλημμα: να ψάξω στα σκοτεινά υπόγεια της δισκοθήκης μου για να ξεθάψω κάποιο ξεχασμένο απόκρυφο (η καλύτερη μετάφραση που μου ‘ρχεται της υπέροχης λέξης obscure) διαμάντι ή να παίξω στα σίγουρα με ένα από τα κλασσικά σόλο που έγραψαν ιστορία και διαμόρφωσαν αισθητική; Χωρίς πολλή σκέψη κατέληξα στο δεύτερο γιατί πού να ψάχνω τώρα και κυρίως επειδή τα αυτονόητα για μας δεν είναι εξίσου αυτονόητα για τις επόμενες γενιές ακροατών και είναι καλό από καιρό σε καιρό να επαναλαμβάνονται «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι» (θα πεθάνουμε από τα κλισέ σ’ αυτό το κείμενο αλλά μήπως και το σόλο κιθάρας δεν είναι ένα κλισέ κι αυτό;).

Το σόλο που διάλεξα ανάμεσα στα αγαπημένα μου που είναι και κλασσικά και ορόσημα στη ροκ ιστορία είναι του Neil Young από το ‘Down By The River’.

Μετά την διάλυση των Buffalo Springfield και από ένα αποτυχημένο σόλο άλμπουμ ο Young παίρνει για συνοδευτική του μπάντα τρεις νέους μουσικούς από ένα άσημο γκρουπ και τους βαφτίζει Crazy Horse. Οι δύο από αυτούς είναι ακόμη και σήμερα, 56 χρόνια μετά, μαζί του, ο τρίτος πέθανε πολύ νέος από OD. Μαζί τους ηχογράφησε το δεύτερο άλμπουμ του, το οποίο είδε το φως 15 μέρες μετά από μένα και είναι ένας από τους πιο καθοριστικούς δίσκους του ροκ με την μινιμαλιστική παραγωγή, lo-fi δεκαετίες πριν επινοηθεί ο όρος, και τον χρόνο που δίνει στις ιδέες να αναπτυχθούν και στα τραγούδια να αναπνεύσουν. Είναι γεμάτο αριστουργήματα, τρία από τα οποία ο θρύλος λέει ότι γράφτηκαν μέσα σε μια μέρα που ο Neil ήταν στο κρεβάτι με 39 πυρετό. Ένα από αυτά είναι και το ‘Down By The River’, ένα τραγούδι γυναικοκτονίας (επίσης δεκαετίες πριν επινοηθεί ο όρος) όπως το ‘Hey Joe’ που προηγήθηκε και το ‘Where The Wild Roses Grow’ που ακολούθησε, αναφέρω δύο από τις δεκάδες που υπάρχουν και θα πρέπει να μας προβληματίσει αυτό.

Το σόλο ξεκινάει με την ίδια νότα να παίζεται 38 φορές. Ούτε μια από αυτές δεν είναι περιττή. Και καμιά από αυτές που ακολουθούν. Ο Neil παίζει με το γνωστό άγριο χύμα στυλ του (σε αντίθεση με το γλυκό και καθαρό που έχει στην ακουστική κιθάρα) που είναι ακραία εκφραστικό και αποτελεσματικά εύγλωττο στο να μεταδώσει τα συναισθήματα, θυμός, απόγνωση και αυτολύπηση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ιστορία που αφηγείται με τους στίχους συμπληρώνεται από το σόλο με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μαγικός. Μέσα από αυτό και κάποια ακόμη που ακολούθησαν καθιερώθηκε σαν ένας από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς ροκ κιθαρίστες, περισσότερο λόγω της μοναδικής του προσωπικότητας και στυλ παρά λόγω της τεχνικής του.

Να ακουστεί δυνατά σε σκοτεινό δωμάτιο ή με ακουστικά και τα μάτια κλειστά.

Δημήτρης Κάζης

 

David Gilmour στο

High Hopes - Pink Floyd (EMI, 1994)

Είναι κάποια κομμάτια τα οποία γράφουν μέσα σου από την πρώτη κιόλας επαφή γιατί έτσι απλά, χωρίς να χρειάζονται εξηγήσεις. Θυμάμαι, λοιπόν, πίσω στο 1994 να χαζεύω στο MTV και να μου τραβάει την προσοχή ένα κομμάτι από το νέο τότε άλμπουμ των Pink Floyd, μιας μπάντας που μέχρι τότε δεν ήταν στις αγαπημένες μου και τολμώ να πω ότι σνόμπαρα. Στην εισαγωγή ακούγονται καμπάνες, μπαίνει μετά το πιάνο και στη συνέχεια η βαθιά φωνή του David Gilmour ο οποίος τραγουδά αργά, μελαγχολικά και επιβλητικά.

Έμεινα καθηλωμένη για 7,5 λεπτά ζώντας μια πρωτόγνωρη οπτικοακουστική εμπειρία. Από τη μια με είχε συνεπάρει το εμβληματικό video clip το οποίο είναι σαν ένα κλασικό βρετανικό έργο τέχνης και από την άλλη παρακολουθούσα να εξελίσσεται μια ονειρεμένη μελωδία η οποία κορυφώνεται στα τελευταία 2,5 λεπτά με το πιο ανατριχιαστικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας που έχω ακούσει ποτέ. Είναι σα σπαραγμός, σα να σε διαπερνάνε οι χορδές για αυτό και η συγκίνηση που νιώθω κάθε φορά που ακούω το “High Hopes” παραμένει ακριβώς η ίδια.

Αργότερα έμαθα ότι η συγκεκριμένη κιθάρα λέγεται lap steel και θα καταλάβετε τι εννοώ αν δείτε τον κύριο Gilmour σε ζωντανές εμφανίσεις να παίζει καθιστός καθώς είναι το συγκεκριμένο μουσικό όργανο σε οριζόντια θέση. Απόλυτη Μαγεία.

Νάνσυ Σταυρίδου

 

Maurice Deebank στο πρώτο σόλο του

The stagnant pool - Felt (Cherry Red, 1984)

Ένα μπαρ κάπου στην άκρη της νύχτας… Ώρα προχωρημένη, από εκείνες που μετριούνται με μονοψήφιους αριθμούς. Που τα αντικείμενα, τα πράγματα ακόμη και τα προβλήματα -με την πονετική ενίοτε συμπαράσταση και της αιθανόλης- έχουν χάσει λίγο από το σκληρό σχήμα τους, μοιάζουν φασματικά και θολά και μακρινά. Η ψευδαίσθηση μιας απομονωμένης ασφαλούς νησίδας μακριά από τον κόσμο. Λίγοι είμαστε πλέον, είναι που θέλουμε να μείνουμε κι άλλο εδώ ή δεν θέλουμε να γυρίσουμε εκεί έξω; Για τα δύο κορίτσια που κάθονται ώρα πολλή στην μπάρα έχει έρθει η ώρα όμως. Έχουν σηκωθεί, λίγα αποχαιρετιστήρια λόγια από αυτά που τραβάνε σε αναποφάσιστη διάρκεια, λένε και δυο κουβέντες με τον μπάρμαν, ταυτόχρονα παίζει στα ηχεία ένα μινόρε κομμάτι με μια ιδιάζουσα φωνή, είναι ενός παράξενου και κάπως επίφοβου τύπου που τον έχει γράψει η ιστορία με ένα όνομα σκέτο, Λώρενς, μέχρι που … κάπου στο δίλεπτο ολοκληρώνει όσα έχει να πει, και μετά αναλαμβάνει η κιθάρα με τον τρόπο που οι ειδικοί τον αποκαλούνε jangle. Και το σόλο το πρώτο (μετά θα... ζηλέψει και θα συμπληρώσει το δικό του δεύτερο σόλο, τόσο που το έγραψε και στον δίσκο!). Αυτή την ώρα οι λεπτομέρειες αυτές είναι ωστόσο άγνωστες και μάλλον ανούσιες. «Τι ωραίο που είναι αυτό» μονολογεί το ένα κορίτσι και αφήνεται να πέσει πάλι στην καρέκλα με μια παραδομένη εγκατάλειψη. Σε λίγο, ανάβει τσιγάρο, εισπνέει και μένει να κοιτάζει έξω τον άδειο δρόμο, ίσως και κάπου πιο μακριά ακόμη. Αφήνει να στάξει και η τελευταία νότα. Πέντε λεπτά κράτησε, όσο και το τσιγάρο… Το σβήνει αποφασιστικά και ξανασηκώνεται. Μια πλάγια ματιά, μια υποψία χαμόγελου. «Καληνύχτα, ευχαριστώ». Δεν θυμάται πως έμοιαζε, δεν μπορεί να την αναγνωρίσει αν ποτέ την ξανασυναντήσει, δεν θυμάται καν αν ήταν όμορφη ή όχι, και δεν έχει και καμία σημασία…

Αντώνης Ξαγάς

 
00:00 The Jimi Hendrix Experience - All Along the Watchtower
03:59 The Velvet Underground - I Heard Her Call My Name
08:29 Rainbow - Gates of Babylon
14:50 Hell - Deathsquad
19:17 Queens of the Stone Age - Feel Good Hit of the Summer
21:55 Thin White Rope - Red Sun
25:52 Cardiacs - Is This The Life?
30:21 The Stone Roses - Made of Stone
34:29 Λευκή Συμφωνία - Η βροχή πέφτει δυνατά
38:01 Dinosaur Jr. - Raisans
41:45 Link Wray & His Wray Men - Rumble
44:02 B. B. King - The Thrill Is Gone (Live at the Cook County Jail)
49:23 Neil Young & Crazy Horse - Cortez The Killer
56:42 Agitation Free - Rücksturz
58:30 Steely Dan - Kid Charlemagne
1:02:52 Wishbone Ash - Throw Down The Sword
1:08:04 Thin Lizzy - Still In Love With You
1:15:41 Pink Floyd - Comfortably Numb
1:21:46 The Velvet Underground - I'm Set Free
1:25:39 Neil Young & Crazy Horse - Down By The River
1:34:37 Pink Floyd - High Hopes
1:41:35 Felt - The stagnant pool

(O πίνακας στο εξώφυλλο τιτλοδοτείται "Το κουνουπι που με τσιμπησε προχθες" και είναι του Αμβρόσιου Γκουσγκούνη (2025))