Κάτι παλιό καλό και... ιταλικό ν' ακούσω;
Όλες και όλοι καντ-άδουν στα ιταλικά, με κιθάρα (ή και όχι) στο χέρι, σε καντσόνι παλιά και λιγότερο παλιά, γνωστά και λιγότερο γνωστά.
Μάριος Καρύδης
Renato Carosone E Il Suo Quartetto - Maruzzella (single ‘Maruzzella/Scapricciatiello’, 1954)
«Κάνεις την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά κι από τα κύματα, πρώτα μου λες ναι, μετά γλυκά-γλυκά με σκοτώνεις…» τραγουδά ο Renato Carosone στην “Maruzzella” (στην Μαρίζα για όσους κάνουν Duolingo) στην ομώνυμη ταινία του Luigi Capuano (1956) προσπαθώντας βγει από την «φιλική ζώνη» και να την κάνει να ενδώσει στον χρόνιο πόθο του. Ο Carosone γαλουχήθηκε στις αποικίες της Ιταλίας στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία απ’ όπου και ενσωμάτωσε μουσικά στοιχεία στα canzone napoletana του. Ο σαρωτικός ερχομός του rock n’ roll τον τρομοκράτησε και τον οδήγησε στην γρήγορη παραίτηση από την μουσική μόλις το 1960. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Scorsese πήρε το single από την δισκοθήκη των γονιών του και το έβαλε να παίξει από την καλή και απ’ την ανάποδη στους «Κακόφημους Δρόμους» του. Εν τέλει, η φήμη του Renato υπήρξε αντιστρόφως ανάλογη της διάρκειας της καριέρας του και παντρεύτηκε την γυναίκα για την οποία έγραψε το τραγούδι στην πραγματικότητα.
Κώστας Γ. Καρδερίνης
Nico Fidenco - A casa d'Irene (Single, RCA Italiana, 1965)
Nico Fidenco [†89, απεβίωσε 19 Νοεμβρίου 2022]
Στο σπίτι της Ειρήνης γελούν, τραγουδούν/κόσμος πάει κι έρχεται.
Στο σπίτι της Ειρήνης μπουκάλια κρασί/Απόψε πάμε στο σπίτι της Ειρήνης!
Ο Ντομένικο Κολαρόσι, γεννημένος στη Ρώμη, ήταν τραγουδιστής-τραγουδοποιός [με δεκάδες μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό του] και συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Εκτός από το καλλιτεχνικό του, Νίκο Φιντένκο, υπέγραφε και ως Ντόμινακ ή Ντόνιμακ. Ήταν ο πρώτος που κατάφερε με ένα σιγκλάκι να πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκους εντός της πατρίδας του. Η πορεία του στην μουσική επένδυση ξεκίνησε με ένα τραγούδι από την ερωτική ταινία ‘Φλογισμένα νειάτα’ [1960] του Φραντσέσκο Μαζέλι με την Κλαούντια Καρντινάλε.
Είχε κάνει και μερικές διασκευούλες επί το ιταλικότερον. Και επί πλέον ό,τι δικό του ηχογραφούσε το τραγουδούσε και στα αγγλικά. Όλα αυτά τον έκαναν γνωστό και έτσι τον πλησίασαν σκηνοθέτες των σπαγγέτι γουέστερν, του τζάλο τρόμου και κυρίως του ερωτικού κινηματογράφου [Μπίτο Αλμπερτίνι, Τζο Ντ’Αμάτο, Κλαούντιο Τζόρτζι, Μάριο Ιμπερόλι] αλλά και πιο γνωστά ονόματα [Λούτσιο Φούλτσι, Τονίνο Βαλέρι]. Προηγήθηκε αυτών μια κωμωδία [1962] των Τσίτσο & Φράνκο, παρωδία του ‘Ρασομόν’ [‘Η γκέισα κι ο σαμουράι’]. Έτσι μέσα σε μια 30ετία, μέχρι το 1993, έγραψε πάνω από 70 μουσικές, όχι όλες ακριβώς πρωτότυπες, αλλά με γούστο στο ξεπατίκωμα και με χιούμορ.
Η φήμη του πέρασε τον Ατλαντικό και ακούγεται ακόμη και σήμερα σε ταινίες όπως του Κλούνεϊ [‘Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού’, 2002] ή του Ταραντίνο [‘Κάποτε στο Χόλυγουντ’, 2019].
ΥΓ1: Το σπίτι της Ειρήνης είναι πορνείο λένε οι αναφορές. Εξάλλου έχουμε γίνει μπουρδέλο όλοι μας κι οι πόλεμοι καλά κρατούν. Ο Φιντένκο πέρασε και από τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Το πιο παράδοξο είναι ότι έχει γεμίσει η χώρα μας καταλύματα παραθεριστικά με τον τίτλο του τραγουδιού αυτού.
ΥΓ2: Ειρήνη λένε και την ηρωίδα του Τάκη Κανελλόπουλου στην ‘Εκδρομή’ [1966]. Για την Ειρήνη παλεύουν/πολεμούν ο άνδρας αξιωματικός [Αγγέλος Αντωνόπουλος] και ο εραστής φαντάρος [Κώστας Καραγιώργης].
Κωνσταντίνα Σιούντρη
Luigi Tenco - Ho Capito Che Ti Amo (Single, Jolly Hi-Fi Records, 1964)
Το τραγούδι του Luigi Tenco, "Ho capito che ti amo", συνεχίζει να κατακτά τις καρδιές ακροατών παγκοσμίως, δεκαετίες μετά την πρώτη του κυκλοφορία. Χαρακτηρίζεται ως μουσική που "δεν ξεπερνιέται", και τα έργα του Tenco τιμώνται για το συναισθηματικό βάθος και τη διαχρονική τους ομορφιά. Οι θαυμαστές του εκφράζουν βαθιά συναισθηματική σύνδεση με τους στίχους του, συχνά νιώθοντας συγκίνηση και δάκρυα. Παρά τον τραγικό και πρόωρο θάνατό του, η μουσική κληρονομιά του Luigi Tenco παραμένει ζωντανή, αποτελώντας πηγή έμπνευσης και συνεχή υπενθύμιση του μοναδικού του ταλέντου στις λέξεις και τη μελωδία.
Δημήτρης Κάζης
Lucio Battisti - I giardini di Marzo (Single, Numero Uno, 1972)
Όσες φορές και να ακουστεί στην Ελλάδα αυτό το υπέροχο τραγούδι στην αυθεντική του εκτέλεση είναι λίγες για να σβήσουν τη ντροπή και τον αποτροπιασμό μας για το τερατούργημα στο οποίο το μετέτρεψε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Ο Lucio Battisti, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ως τα τέλη εκείνης του ‘70, ήταν ο μεγαλύτερος σταρ, με διαφορά από τον δεύτερο, ανάμεσα στους Ιταλούς τραγουδοποιούς (cantautori). Ξεκίνησε ως κιθαρίστας και συνθέτης (ανάμεσα στα τραγούδια που έγραψε είναι το ‘Per Una Lira’ που έκανε γνωστό τον Demetrio Stratos) και όταν άρχισε, μετά από επίμονες προτροπές του στιχουργού Mogol που έγραφαν μαζί, να τραγουδάει τα τραγούδια του, η εκτίναξή του ήταν μετεωρική. Σημαντικός ήταν ο ρόλος του παραγωγού και ενορχηστρωτή Gian Piero Reverberi και της ομάδας των μουσικών που έπαιζαν στους δίσκους του, οι οποίοι στη συνέχεια έφτιαξαν το μεγαλύτερο progressive γκρουπ της χώρας, τους PFM. Ακόμη μεγαλύτερος εκείνος του Mogol, που το δέσιμο των στίχων του με τη μουσική του Battisti τους έκανε ένα από τα μεγαλύτερα δίδυμα συνθέτη/στιχουργού της παγκόσμιας ποπ, επιπέδου Burt Bacharach/Hal David κ.ά. και η λύση της συνεργασίας τους σήμανε την αρχή της καλλιτεχνικής και εμπορικής παρακμής του Battisti. Στο απόγειο της δόξας του τον ανέφερε, μαζί με τον Lou Reed, ο David Bowie όταν ρωτήθηκε ποιοι είναι οι αγαπημένοι του τραγουδοποιοί. Σε μια εποχή που ήταν υποχρεωτικό στο σινάφι του να είσαι πολιτικοποιημένος (δηλαδή αριστερός) απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι τις συνεντεύξεις και τις πολιτικές δηλώσεις, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να στιγματιστεί σαν φασίστας με τη λογική του "όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας". Η κατηγορία ήταν απολύτως ψεύτικη και δεν είχε την παραμικρή επίδραση στη φήμη του. Πέθανε στα 55 του το 1998 στην εντατική του νοσοκομείου San Paolo στο Μιλάνο από μια ασθένεια που δεν ανακοινώθηκε ποτέ επίσημα, τέσσερις μόλις μήνες πριν από τον άσπονδο φίλο του Fabrizio De André.
Δημήτρης Όρλης
Francesco Guccini - Eskimo (LP ‘Amerigo’, EMI, 1978)
Έχει γράψει πολλά σπουδαία τραγούδια ο Francesco Guccini, οπότε δυσκολεύτηκα να καταλήξω στο συγκεκριμένο. “Eskimo” ήταν ένα είδος αδιάβροχου μπουφάν, αντιπολεμικό σύμβολο στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970. Εδώ, βέβαια, ο Guccini το χαρακτηρίζει «αθώο», αφαιρώντας το πολιτικό του σημαινόμενο, το οποίο βέβαια διαχέεται σε όλο το τραγούδι. Το ρούχο αυτό αντιπαραβάλλεται με το γαλλικό «παλτό» της γυναίκας στην οποία απευθύνεται για να αναπολήσει τη σχέση τους που έχει από καιρό σβήσει όπως και τα νιάτα του(ς), σχολιάζοντας ταυτόχρονα εκείνη την εποχή με σπαρακτική νοσταλγία βουτηγμένη σε κατασταλλαγμένη, βαθιά ειρωνεία, όπως συχνά κάνει στα τραγούδια του.
Τάσος Βαφειάδης
Angelo Branduardi – Alla fiera dell'est (LP ‘Alla fiera dell'est’, Polydor, 1976)
Υπήρχε μια ωραία περίοδος αθωότητας και ψαξίματος που αν άκουγες ένα ωραίο τραγούδι και δεν το προλόγιζε ο ραδιοφωνικός παραγωγός ή δεν έβαζε τίτλους η τηλεόραση, δεν θα μάθαινες ποτέ ποιο ήταν! Βλέπεις, δεν υπήρχε το Shazam και όλες αυτές οι εφαρμογές που σε δευτερόλεπτα σου αποκαλύπτουν ερμηνευτή, τραγούδι, χρονολογία, εταιρία, άλμπουμ, χρονική διάρκεια και δεν ξέρω εγώ τι άλλη πληροφορία για ένα τραγούδι.
Ένα καλοκαίρι, στα χρόνια της αθωότητας, μαθητής δημοτικού ακόμη, είδα στην ΕΡΤ το «Λα φιέρα ντελ εστ» ή κάπως έτσι τέλος πάντων, από έναν τύπο με φουσκωτά μαλλιά όπως του Γκάλη όταν είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα. Από την πρώτη στροφή εντυπωσιάστηκα και πάτησα το “rec” στο βίντεο. Για χρόνια έβλεπα εκείνο το απόσπασμα, απολάμβανα το τραγούδι, αλλά δεν ήξερα ούτε ποιο είναι, ούτε ποιος το λέει. Σε μια από τις καταβάσεις μου στην Αθήνα και ενώ ήμουν χωμένος σε κάποιο δισκάδικο στο Mοναστηράκι, είδα στο εξώφυλλο ενός δίσκου τον καλλιτέχνη που τραγουδούσε εκείνο το τραγούδι. Το άλμπουμ ήταν “Best of”, οπότε, τι στο καλό; Θα περιείχε το τραγούδι που έψαχνα χρόνια. Με δέος διάβασα το οπισθόφυλλο και είδα ανάμεσα στα τραγούδια ένα με τίτλο “Alla fiera dell'est”. «Αυτό θα είναι!», είπα, αλλά δεν έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά. Θυμάμαι ακόμα τη συγκίνησή μου όταν ακούμπησα τη βελόνα στο αυλάκι του δίσκου και ξεκίνησαν οι πρώτες νότες.
Δεν ξέρω ακόμη για τι μιλάει το τραγούδι, ίσως γιατί δεν θέλω να χαθεί κάτι από τη μαγεία του.
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Fratelli La Bionda – Chi (È Più Solo Di Così) (Single, Ricordi, 1973)
Ο γεννημένοι στη Σικελία και μεγαλωμένοι στο Μιλάνο αδελφοί Carmelo και Michelangelo La Bionda έγιναν γνωστοί κυρίως λόγω της ενασχόλησής τους με τη disco, τόσο ως D.D. Sound όσο και ως La Bionda. Αποκορύφωμά τους υπήρξε το ντεμπούτο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε το 1978 και περιλάμβανε τα χαρακτηριστικά hits (ή μήπως heats, λόγω των… παρελκόμενων;) της εποχής “One for You, One for Me” και “Sandstorm”. Τα οκτώ όμως χρόνια που προηγήθηκαν, πριν εστιάσουν στα four-on-the-floor, έγραφαν όμορφες μπαλάντες, τις οποίες είτε έδιναν σε άλλους να ερμηνεύσουν, είτε συμπεριέλαβαν στα άλμπουμ “Fratelli La Bionda s.r.l.” (1972) και “Tutto Va Bene” (1977). Το επτάιντσο ‘Chi (È Più Solo Di Così)’ είναι ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αυτής της εποχής.
Λάμπρος Σκουζ
Riccardo Fogli – Storie Di Tutti I Giorni (Single, Paradiso, 1982)
Από τα σινιάλα της ζωής στις ιστορίες όλων των ημερών
Με μια πρόταση μόνο: Ακόμα και αν ο Franco Battiato με το ‘Segnali di vita’ έφτιαξε το ωραιότερο ποίημα του κόσμου και έβαλε στο φόντο υπόγειες κιθάρες να κάνουν οχτάρια (και πράγματι, μπορώ να πω ότι είδα έστω και για ελάχιστες μέρες στη ζωή μου τις ουράνιες μηχανικές που αναφέρει), αν χάρη στο ‘Un giorno insieme’ των Nomadi, το ιταλικό ‘Perfect Day’, αντιλήφθηκα ότι η ίδια η τελειότητα δεν μπορεί παρά να ξεψυχάει την ίδια ημέρα που γεννήθηκε, αν ο Antonello Venditti με το ‘Dimmi che credi’ συνέθεσε τον ύμνο της αισιοδοξίας εν μέσω σκότους (θυμίζοντας μου πέντε ολόκληρα καλοκαίρια στην Σίφνο, οδηγώντας το μηχανάκι με το δεξί χέρι, αφού με το αριστερό πατούσα ξανά το rewind της κασέτας για να τον ξαναβρώ), ενώ με το ‘Non C'è Male’ συντομογράφησε το ειρωνικό μανιφέστο ενός ολόκληρου κόσμου, αν το ‘E salutala per me’ της Rafaella Carra, με την μαργαριταρένια ενορχήστρωση να κεντάει δάκρυα, αποτελεί τον πλέον μεγαλειώδη αποχαιρετισμό απατημένης Κυρίας με Κάπα κεφαλαίο, αν το ‘Sparring Partner’ του Paolo Conte αποτελεί την σπαρακτικότερη διφορούμενη ιστορία που νομίζω πως γράφτηκε ποτέ (κι ήταν η μόνιμη υπόκρουση όταν για μερικά χρόνια σήκωνα τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια στο κλείσιμο του μπαρ Ερωδός στην Θεσσαλονίκη), αν ο Gianni Bella με το ‘La fila degli oleandri’ έγραψε το απόλυτο τραγούδι για την μόνη πατρίδα, την παιδική ηλικία, και επιχειρεί να επιστρέψει μόνο και μόνο για να πει μια φράση στο παιδί που κάποτε υπήρξε, αν οι Matia Bazar με το ‘Piccolo giganti’ καταφέρνουν την απόλυτη κλειστή στροφή από κουπλέ σε ρεφραίν, αν ο Enrico Ruggeri με το ‘La voglia che hο’ ποιεί ποίηση συμπυκνωμένης ζωής και ο Vasco Rossi με την ‘Vita spericolata’ ποιεί ποίηση συμπυκνωμένης αντιζωής, αν, τέλος ο Gigi Proietti και οι έτεροι τραγουδιστές της αριστουργηματικής θεατρικής μουσικής ‘I 7 re di Roma’ του Nicola Piovani μέσα σε 18 τραγούδια υμνούν την ζωή μέσα στο σκοτεινό φως της Ρωμαϊκής Ιστορίας, ακόμα κι αν λοιπόν όλοι οι παραπάνω σε αυτά και σε δεκάδες άλλα τραγούδια τους και τόσοι άλλοι Ρωμανοί Μελωδοί (από τους παλαιότερους Fabrizio de André έως τους ύστερους Eugenio Finardi και Amedeo Minghi) μεγαλουργούν στην μελ-ύστατη μελωδοπλαστική… δεν γίνεται, δεν γίνεται να μην διαλέξω την επιτομή όλων των ιστοριών του κόσμου (ή έστω, των τίτλων τους) σ’ ένα τραγούδι, από τον ιδανικό Ιταλό μελοδραματοποιό, όχι επειδή ευθύνεται για το οριστικό σκίσιμο των ηχείων του, σαράβαλού μου πλέον, αμιγώς ιταλικού αυτοκινήτου αλλά επειδή πίσω από την απόλυτη στιχουργημένη αλήθεια συνυπάρχουν οι στριφογυριστές κιθάρες του ροκ (με ένα αξέχαστο ριφ που μόνο αυτή η γη μπορούσε να συλλάβει) και η στεντόρεια ενορχήστρωση του Σαν Ρέμο και οδηγούν στην αιώνια ρωμαϊκή ποπ ωραιότητα και στην ποίηση για όλες τις… ‘Storie che non hanno futuro, come un piccolo punto su un grande muro, dove scriverci un rigo a una donna che non c'è più’… Τέλος της πρότασης.
Νάνσυ Σταυρίδου
Matia Bazar - Ti Sento (Single, Ariston, 1985)
Το “Ti Sento” των Matia Bazer ανήκει στην κατηγορία των κομματιών τα οποία με ξεσηκώνουν από την πρώτη νότα. Ακόμα και αν κοιμάμαι ή είμαι κουρασμένη ή τέλος πάντων δεν είμαι καλά για κάποιο λόγο, θα αρχίσω να χορεύω και να τραγουδάω όπως μπορώ καθώς δε γνωρίζω Ιταλικά και παρεμπιπτόντως τα σιχαίνομαι.
Σα να με υπνωτίζει ένα μαγικό φίλτρο το οποίο δίνει οδηγία στον εγκέφαλό μου να κινητοποιηθώ! Είναι ο ρυθμός, τα synths, η σύνθεσή του και φυσικά η υπέροχη φωνή της Antonella Ruggiero η οποία βγάζει αισθησιασμό, μελαγχολία, πάθος και μια λυτρωτική απελευθέρωση. Οι κινήσεις της δε στο video clip, το φόρεμά της, ακόμα και το βάψιμό της μου θυμίζουν εμένα.
Με νιώθετε;
Από μένα douze points.
Στυλιανός Τζιρίτας
Nek - Laura non c'è (Single, WEA, 1997)
Ήταν το 1999 όταν ο Έλληνας αοιδός Νεκτάριος Σφυράκης έκανε μια διασκευή σε ένα ιταλικό τραγούδι, σημειώνοντας έτσι τη μοναδική επιτυχία του στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα. Το "Σκέψου καλά" ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα στοn δίσκο "Χωρίς ρίσκο", τρίτο full album του Σφυράκη. Το πρωτότυπο ήταν ένα τραγούδι που μόλις δύο χρόνια πριν είχε γίνει επιτυχία στην Ιταλία, το ‘Laura non c'è (‘Η Λάουρα δεν είναι εδώ’) από τον Nek, ένα γαλαζομάτικο ομορφόπαιδo που πόνταρε στη χρυσή παράδοση του ιταλικού pop/rock ήχου με μια θαυμάσια παραγωγή στα πρότυπα της εποχής, με δυνατά rock τύμπανα και έξυπνα βαλμένες ανάσες (που ακούγονταν) στα κουπλέ. Η θεματική του άσματος είχε να κάνει με τη διαχείριση της φαντασματικής παρουσίας της πρώην συντρόφου του ήρωα μέσα στην καινούργια του σχέση. Μάλιστα ο ήρωας στο τέλος του τραγουδιού διαπιστώνει ότι… Laura c'è, ότι η Λάουρα είναι ουσιαστικά ακόμα εκεί, ένα πανέξυπνο παιχνίδι με τον στίχο στην αρχή. Η ηχητική προσέγγιση του Nek ήταν απόλυτα σύγχρονη με την meta grunge λογική που επικράτησε διεθνώς στις mainstream pop/rock παραγωγές και ως αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα διατηρεί μία ικανοποιητική pop ακίδα στα αυτιά. Την παραγωγή έκανε ο Rolando D'Angeli, σημαντικός και πολυσχιδής παράγων του ιταλικού τραγουδιού με πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του.
Χάρης Συμβουλίδης
Milva - D' Amore Si Muore (LP Dedicato A Milva Da Ennio Morricone, Ricordi, 1972)
Με το ιταλικό τραγούδι υπάρχει μια σχέση βαθυπελαγική, μα και λιγάκι απροσδιόριστη. Είναι, δηλαδή, σαν να βρισκόταν πάντα στη ζωή μου, στεφανωμένο με δάφνες οι οποίες δεν σκονίστηκαν ποτέ, ως κάτι γνώριμα γειτονικό και κλασικό συνάμα, που μόνο οι δόξες του γαλλικού σανσόν μπορούσαν να συναγωνιστούν.
Κάπως έτσι, ενώ μου αρέσουν πολλά πράγματα από Ιταλία μεριά, ήξερα ότι αυτή τη θαλπωρή της οικείας διαχρονικότητας θα την πρέσβευε εδώ η Milva. Η τραγουδίστρια που πάντα θαύμαζα, ακόμα κι όταν δεν μου άρεσαν τα κομμάτια της, που τη θυμάμαι ως φωτιά σε λαμπερά κόκκινα κάτω από την Ακρόπολη• η μόνη για την οποία σκέφτηκα ότι, πράγματι, «μασάει τη Μοσχολιού και τρώει την Αλεξίου» –ως άλλη Παναγιά, όχι των Πατησίων, μα της Μπολόνια– τότε που την άκουσα να λέει στα ιταλικά την "Ελένη" του Θάνου Μικρούτσικου.
Με έβαλε σε πειρασμό εκείνο το θανομικρουτσικό "Stranieri". Αλλά διάλεξα, τελικά, τη meravigliosa, κινηματογραφική Milva του "D' Amore Si Muore" (ταινία του Carlo Carunchio, όπου έπαιξε τη Leyla πλάι στη Silvana Mangano), με τη φωνητική τελειότητα σε ψηλές και χαμηλές νότες και την άφταστη αίσθηση μεσογειακού μελοδράματος, που τόσο μάγεψε/ενέπνευσε τον Ennio Morricone, ώστε να της χαρίσει ένα πικρό ερωτικό τραγούδι, σφραγισμένο από το δικό του και το δικό της μεγαλείο.
Χίλντα Παπαδημητρίου
Angelo Branduardi - Ballo in Fa# Minore (LP ‘La Pulce D'Acqua’, Polydor, 1977)
Τον πρωτάκουσα στο Τρίτο Πρόγραμμα επί Χατζιδάκι. Στην καρδιά μου είχαν προηγηθεί οι Nuova Compagnia di Canto Popolare, αλλά ο Branduardi ήταν η επιτομή των μεσαιωνικών τροβαδούρων στα εξώφυλλα των πρώτων δίσκων του. Η μουσική του ήταν φανερά επηρεασμένη από την Αναγέννηση και το μπαρόκ – κι εγώ τότε, τα χατζιδακικά χρόνια, είχα πέσει με τα μούτρα στους συνθέτες εκείνης της εποχής. Ο έρωτας για τον Branduardi οριστικοποιήθηκε όταν ήρθε στον Λυκαβηττό, δεν θυμάμαι πότε, και η λεπτή φιγούρα του με τα πυκνά φουντωτά μαλλιά ήταν σαν να έβγαινε από άλλες εποχές. Να το ξαναπώ; Ήταν τροβαδούρος, τρουβέρος και ερωτοτραγουδιστής, με το βιολίνο του στα χέρια και ανάλαφρη περπατησιά, σαν στοιχειό του δάσους. Παρασύρθηκα. Δεν πειράζει, αν δεν παρασυρθούμε εξηγώντας τις μουσικές μας αγάπες, δεν θα είμαστε αυτοί κι αυτές που είμαστε. Συμφωνείτε;
Αντώνης Ξαγάς
Ianva – Per non dormire (LP “Disobbedisco! 1918–1920”, Antica Fonografia Il Levriero, 2006)
Αν και δικαιούμαστε να διατηρούμε έντονες επιφυλάξεις απέναντι σε επίθετα χαρακτηρισμών ετερογενών ανθρώπινων συνόλων, ωστόσο δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς την ιταλική τάση για μια δραματική επική υπερβολή συνδυασμένη με μια αψήφιστη ελαφρότητα και έναν εδραίο ρομαντικό και παθιασμένο πατριωτισμό (σε όλες τις εκφάνσεις του, μέχρι και τις πιο ακραίες) που ανέρχεται ενίοτε σε σχεδόν ερωτική διάσταση. Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να αναδειχθεί και μια «larger than life» μορφή σαν τον Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, άνθρωπος που συνδύασε στο βιογραφικό του μερικές από τις πιο παθιασμένες σελίδες της ιταλικής λογοτεχνίας μαζί με τον τίτλο του… «Ιωάννη Βαπτιστή του ιταλικού φασισμού» κι ατελείωτες απεγνωσμένες ερωτικές και πολεμικές περιπέτειες, με κορυφαία εκείνη που, μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου, επικεφαλής μιας ομάδας ατάκτων ξεκίνησε και κατέλαβε το ακόμη διαφιλονικούμενο τότε Φιούμε (τη σημερινή κροατική Ριέκα), όπου παρέμεινε αυτοχρισθείς Κομαντάντε για 15 ολάκερους μήνες (υπό το ευμενές, μεταξύ άλλων, φουτουριστικό μάτι του Μαρινέτι). Από αυτό το επεισόδιο το ενδεικτικό μιας θολής και ταραγμένης περιόδου άντλησε έμπνευση και το γενοβέζικο αυτό σχήμα, το οποίο διαβιεί στον επίσης ιδιαίτερα θολό και αμφιλεγόμενο χώρο του ευρωπαϊκού (νεο)φολκ, γράφοντας έναν ολόκληρο δίσκο με τον τίτλο «Disobbedisco!», μέσα στον οποίο υπάρχει αυτό το θαυμάσιο άσμα το οποίο είναι συνοψίζει όλα τα προαναφερθέντα επίθετα, με τις τρομπέτες να καλούν στ’ άρματα και στην έφοδο (ερωτική και μη).
(Το 2019, στην Τεργέστη, στην 100η επέτειο των γεγονότων, είχε ξεσπάσει αχός και διχασμός μεγάλος για την τοποθέτηση αγάλματος του Ντ’Ανούντσιο σε πλατεία της πόλης, με πολύ προβλεπόμενα τα αντίπαλα στρατόπεδα, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Κλαούντιο Μάγκρις, του αγαπημένου μου Ιταλού συγγραφέα ο οποίος, αφού σημείωσε ότι «δεν με νοιάζουν καθόλου τα μνημεία, εκτός αν τα έκανε ο Μιχαήλ Άγγελος», τάχθηκε υπέρ μιας δίκαιης και ειλικρινούς κρίσης ενός συγγραφέα «κάποιων αριστουργημάτων που αναγνωρίζονται από όλους και προορίζονται να μείνουν όσο λίγα»).
Γιάννης Πλόχωρας
I Loschi Dezi - Caldo Argentino (Kασέτα ντέμο ‘I Loschi Dezi’, 1986)
Στη μυθική Biennale της Θεσσαλονίκης το 1986 είχαμε την ευκαιρία να δούμε σύγχρονα ευρωπαϊκά σχήματα που άλλα μας βάλανε νοερά στις χώρες τους κι άλλα στο προσωπικό τους σύμπαν. Π.χ. οι Loschi Dezi απ’ το Τορίνο μας ρίξανε σε μια εντελώς μπουρλέσκ κατάσταση, ένα προσχηματικό τσιρκολάνικο νιού γουέηβ λουσμένο με καυστική βορειοϊταλική ειρωνεία. Ιταλικά δεν ξέρουμε, πανκ ρε παίξε πανκ ρε δεν είναι, στο τρίτο τέταρτο κομμάτι το σαλονικιώτικο ροκ κοινό άρχισε να τους πετάει κουτάκια μπύρας. Τότε η μορφάρα ο τραγουδιστής τους Luca Morino σαρδόνια ανταπέδωσε πετώντας τριαντάφυλλα!
Τα τέσσερα κομμάτια της κασέτας που μου έδωσαν, όταν τους ανέβασα στα κάστρα για να τους πάρει συνέντευξη ο κύριος ρύκιος για τον Μουσικό Δίαυλο Θεσσαλονίκης, τα άκουγα συνέχεια. Βλέπετε το '86 δεν υπήρχαν ακόμα ούτε Μάνο Νέγκρα ούτε Νεγκρές Βερτ ούτε οι Τσι.Τσι.Τσι.Πε., για να πω τρία γκρουπ που ακούγοντάς τα (πολύ) αργότερα μου θύμισαν την ξεχασμένη μοναχική περίπτωση Λόσκι Ντέτζι, οι οποίοι στο μεταξύ, είχαν καταφέρει να χάσουν το μομέντουμ και να διαλυθούν.
Το κομμάτι αναγκαστικά το ακούτε κατευθείαν απ' αυτήν την χιλιοπαιγμένη κασέτα, δεν υπάρχει πουθενά στο διαδίκτυο.
Σεραφείμ Διακουράκης
Saint Just – La casa del lago (LP La casa del lago, Harvest, 1973)
Η Ιταλία στα 70s δεν είχε μόνο ελαφρύ καντσόνι και τζελάτι και Σαν -όχι Αντώνη- Ρέμο, είχε και όλη την σκηνή του progressivo, μια στέγη πλατιά η οποία ίσως καταχρηστικά φιλοξενεί και το συγκρότημα αυτό, που ονοματολογικά κοιτάει προς Γαλλία, λαμβάνοντας το όνομα ενός γάλλου επαναστάτη ο οποίος έχασε το κεφάλι του στη γκιλοτίνα του Ροβεσπιέρου, ηχητικά κοιτάει προς Βρετανία και το φολκ ροκ της εποχής, ειδικά σε αυτό το κομμάτι που με όχημα την φωνή της μεγαλωμένης στην Ουαλία Jane (λέγετε με και Jenny) Sorrenti μας μεταφέρει σε ένα σπίτι σε μια κάποια λίμνη, ας φανταστούμε εμείς ποια είναι, η Κόμο, η Γκάρντα, η Ματζόρε, ή κάποια πολύ δική μας (κι αν το όνομα της τραγουδίστριας θυμίζει κάτι είναι επειδή είναι σορέλα του ‘έφτασα από το προγκρέσιβ μέχρι την Γιουροβίζιον’ Alan Sorrenti).
Γιώργος Λεβέντης
Le Orme - L'Equilibrio (LP ‘Felona e Sorona’, Philips, 1973)
Κάτι πολύ περισσότερο από Egg μέσα από ένα ιταλικό ποπ φίλτρο και κάτι πολύ πιο ψυχεδελικό από τον Bach μέσα από τα μάτια των ELP ( δεν είναι περιγραφική εξυπνάδα αυτό, υπάρχει τραγούδι με βάση σύνθεση του Bach σε προηγούμενο δίσκο τους), οι Le Orme δεν είναι απλά ένας από τους πυλώνες του ιταλικού prog, αλλά ένα από τα λίγα γκρουπ του είδους οπουδήποτε που δικαιούνται να πιστεύουν πως πήγαν τη μουσική μπροστά. Το Felona e Sorona, το concept αριστούργημά τους, παραμένει ένας δίσκος αναφοράς για τα 70s.
Το L'Equilibrio είναι ένα spacey διαμαντάκι, σχετικά συμβατικό ανάμεσα στα ποικίλης διάρκειας κομμάτια του δίσκου. Όπως ολόκληρο το άλμπουμ, αλλά και η καριέρα του γκρουπ λίγο πολύ, είναι ένας μικρός ύμνος στη δύναμη των πλήκτρων και απαντάει τόσο σε ερωτήματα νηπιακής μουσικής κατάρτισης (τι διαφορά έχουν τα keybords από τα synths κύριε;) όσο και προχωρημένου muso ψώνιου (ώστε το να αποκαλούμε 'συμφωνικά' τα prog άλμπουμ δεν είναι πάντα ένα χαζό κλισέ, ε;). Υπό αυτή την οπτική, είναι μια απόδειξη πως η πρωτοπορία έρχεται πολλές φορές από εκεί που δεν την περιμένεις και πως οι Le Orme, ένα βήμα πριν και μετά την ποπ, στην πραγματικότητα θα έπρεπε να θεωρούνται ως συγγενείς των καλύτερων του kraut και όχι ας πούμε των Atomic Rooster.
H απλοϊκή, αλλά και τόσο ρομαντική, στιχουργική θεματική γύρω από δύο φανταστικούς πλανήτες με διαφορετική ψυχολογική διάθεση αποδεικνύει ότι όντως εδώ δεν θα μπορούσαμε να έχουμε να κάνουμε με τίποτε άλλο πέρα από Ιταλους.
Χριστίνα Κουτρουλού
Semiramis - Frazz (LP ‘Dedicato a Frazz’, Trident, 1973)
Αν αποσυνθέσεις (μουσικά) την Ιταλία, στο τέλος θα δεις σίγουρα να απομένουν κάποια progressive rock στοιχεία, αφού, μέσα στα χρόνια, κατάφερε να αφήσει το δικό της στίγμα στο είδος. To «Dedicato A Frazz» μπορεί να μην βρήκε τύχη στην εποχή του, κέρδισε όμως τη μάχη με τον χρόνο, παραμένοντας ένα από τα πιο σύνθετα και ενδιαφέροντα άλμπουμ του συγκεκριμένου ήχου –άσχετα αν οι έφηβοι, τότε, Semiramis δεν το πίστεψαν, επιλέγοντας να διαλυθούν (1974), με τα μέλη να ακολουθούν σόλο καριέρες.
Κάθε κομμάτι του δίσκου αυτού παραμένει ξεχωριστό, όμως ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Το ‘Frazz’ συγκαταλέγεται στα πιο υποδειγματικά, λόγω της έντασης, των συνεχών ρυθμικών αλλαγών, μα και μιας αναδυόμενης κυκλοθυμίας, η οποία ντύνεται με μεσογειακά χρώματα, χωρίς να αρνείται την ελαφρότητα που χαρακτηρίζει των 70s. Τα δραματοποιημένα φωνητικά του Michele Zarrillo άλλοτε κυριαρχούν κι άλλοτε μοιάζει λες και κινδυνεύουν από την πίεση των ενορχηστρώσεων και των σουρεαλιστικών ή/και υπαρξιακών στίχων. Μισό αιώνα (και κάτι) μετά, φαντάζει ακόμα ως μία από τις πιο δυνατές στιγμές των Semiramis, αναδεικνύοντας τις μουσικές τους ικανότητες χωρίς να υπερπροσπαθεί, να κουράζει ή να γίνεται δύστροπο.
Μαριάννα Βασιλείου
Afterhours – Male di Miele (Single, Mescal, 1998)
Δεν ξέρω αν το κάνετε κι εσείς, αλλά όταν προσπαθώ να μιλήσω ή να γράψω σε μια ξένη γλώσσα και δεν είμαι σίγουρη για την σύνταξη, σκέφτομαι στίχους τραγουδιών για να σιγουρευτώ. Κατά προτίμηση, των τραγουδιών που άκουγα όταν μάθαινα αυτές τις ξένες γλώσσες. Σε μια κασέτα λοιπόν που μου είχε φτιάξει η καθηγήτρια των ιταλικών στα μακρινά 90’s, κάπου ανάμεσα στον Eros Ramazzotti, στη Milva και στον Lucio Dalla, έσκασε μύτη και αυτό το κομμάτι που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Δυόμιση και κάτι λεπτά καθαρόαιμου alternative rock, με grunge κιθάρες, 90’s βρωμιά και μια ερμηνεία από τον Manuel Agnelli που θυμίζει τον Bertrand Cantat στα ντουζένια των Noir Désir. Από το στίχο “il sapore che riesco a sentire” λοιπόν θυμάμαι ότι το ρήμα “riuscire” συντάσσεται με την πρόθεση “a” και από το “Male di Miele” έμαθα ότι υπάρχει ΚΑΙ ιταλικό ροκ. Χρόνια αργότερα, το 2014, οι Afterhours επανακυκλοφόρησαν μια διπλή ειδική έκδοση του “Hai paura del buio?”, του δίσκου στον οποίο περιέχεται το “Male di Miele”. Ο ένας δίσκος ήταν το άλμπουμ σε remaster και ο άλλος (με τίτλο “Reloaded”) περιείχε το δίσκο επανεκτελεσμένο από καλλιτέχνες όπως ο Mark Lanegan, η Joan as Policewoman και ο John Parish. To “Male di Miele” είχαν αναλάβει να το επανεκτελέσουν οι Afghan Whigs. Το πεπρωμένο (μου) φυγείν αδύνατον, ακόμα και στα ιταλικά.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Måneskin - Zitti e buoni (Eurovision version) (Single, Sony Music, 2021)
Τραγούδι της Eurovision; Τό ’λεγα ότι δεν είμαι ο καταλληλότερος για ιταλικό τραγούδι. Κάτι παπάκια ή το ‘Felicità’ του Albano και της Romina Power. Α, και το πολύ καλό αφιέρωμα του αρχισυντάκτη στην italodisco και μέχρι εκεί (για το ιταλικό prog, ΟΚ, ελπίζω κάποιος/α να βρεθεί). Οπότε κατέληξα στην εύκολη λύση. Την πήραμε την κούπα πάντως το 2021 με τους Måneskin. Όχι ότι δεν έχουν περάσει καλά τραγούδια από τη Eurovision. Από τους ABBA έως τους Lordi, και ενδιάμεσα τη Ruslana, τον Johny Logan και άλλους αξιόλογους (το ξέρω το παρατραβάω, αλλά πρέπει να γίνει αφιέρωμα στη Eurovision). Όμως οι Ιταλοί τίναξαν το πλατό στον αέρα. "Sono fuori di testa, ma diverso da loro” (Είμαι τρελός, αλλά διαφορετικός από αυτούς). Έτσι κι αλλιώς είχαν έρθει με φόρα. Μόλις λίγα χρόνια μετά από τότε που έφηβοι τραγουδούσαν στην Via Del Corso ή στην Piazza del Popolo της Ρώμης, έχοντας πάρει και το Σαν Ρέμο, ήρθαν αλήτικα στα πλατό ενός διαγωνισμού που καταρχήν ακούγεται ελαφρολαϊκό κατά τα καθ’ ημάς τραγούδι. Άλλαξαν λίγο τους στίχους, αλλά όταν πήραν την κούπα επανήλθαν και τα΄παν όλα. “Vi conviene toccarvi i coglioni” (αυτολογοκρινόμαστε και το βάζουμε στα αγγλικά: You better touch your balls). Με το καλό και η Marina να μας φέρει φέτος την κούπα. Τα τα τα τα. Ώπα Ώπα Ώπα, Κάτσε Κάτσε Κάτσε.
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
CCCP Fedeli Alla Linea - A Ja Ljublju SSSR (LP ‘Socialismo E Barbarie’, Virgin, 1987)
Η ανακοίνωση του παρόντος αφιερώματος ανήμερα πρωταπριλιάς αρχικά μου προξένησε υποψίες, ωστόσο ο αρχισυντάκτης με διαβεβαίωσε άμεσα ότι δεν πρόκειται για πρωταπριλιάτικο αστείο. ΤΙ να γράψω όμως, από τη στιγμή που η ιταλική γλώσσα δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής; Το σκέφτηκα για λίγες ημέρες και ψάχνοντας στη δισκοθήκη μου, επέλεξα τους CCCP - Fedeli Alla Linea. Τα ιδρυτικά τους μέλη ήταν δύο νέοι Ιταλοί που ζούσαν σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του πάλαι ποτέ Δυτικού Βερολίνου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι οποίοι επηρεάστηκαν από τα punk σχήματα της περιοχής και είχαν συχνές συναναστροφές με μέλη των μουσουλμανικών μειονοτήτων. Η καταγωγή τους από την Emilia-Romagna, οι κάτοικοι της οποίας φημίζονταν για τις αριστερές πολιτικές τους πεποιθήσεις, έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην υιοθέτηση μίας μαρξιστικής και φιλοσοβιετικής φιλοσοφίας, συμπεριλαμβανομένου και του εικαστικού μέρους. Στη συγκεκριμένη σύνθεση διασκευάζουν τον εθνικό ύμνο της Σοβιετικής Ένωσης, ερμηνευμένο στην ιταλική γλώσσα εκτός από το ρωσικό ρεφρέν. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου άλλαξαν το όνομά τους σε C.S.I. (Consorzio Suonatori Indipendenti), ακολουθώντας ηπιότερα ηχητικά μονοπάτια και τηρώντας ουδέτερη πολιτική στάση, διαλύθηκαν το 1999, για να επανέλθουν στην δράση το 2024.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
Area – Luglio, Agosto, Settembre (Nero) (LP Arbeit Macht Frei (Il Lavoro Rende Liberi), Cramps Records, 1973)
Δεν ξέρω ιταλικά, παρόλα αυτά μ’ αρέσει να ακούω ροκ (ειδικά ροκ) ιταλόφωνο. Δεν νομίζω ότι μπορώ να εξηγήσω ακόμα τοn λόγο. Όταν μπορέσω θα σας πω. Το καλύτερο ιταλόφωνο ροκ συγκρότημα (κι ας μην τα έχω ακούσει όλα) δεν μπορεί παρά να είναι οι Area. Οι Area, οι οποίοι μαζί με τον Έλληνα τραγουδιστή τους, τον σπουδαίο Demetrio Stratos φυσικά, μέσω του τζαζ ροκ στα 70s έκαναν μεγάλη μουσική που ξεφεύγει ποιοτικά από την κλίμακα του είδους αυτού. Ξεχνάμε, δεν μας ενδιαφέρει και πολύ δηλαδή, ότι είναι τζαζ ροκ. Είναι μεγάλη μουσική και άλλη μια απόδειξη ότι η μεγάλη μουσική μπορεί να προκύψει από παντού. Στο κομμάτι «Luglio, Agosto, Settembre (Nero)» η δυναμική τους, η ενέργειά τους, φτάνουν σε διονυσιακό παροξυσμό. Kαι μάλιστα χωρίς να χάνεται το άλλο εξαιρετικό χαρακτηριστικό τους, η αίσθηση οργάνωσης, η σφιχτή δομή.
Ελένη Φουντή
J.E.T. - Fede, Speranza, Carità (LP ‘Fede, Speranza, Carità’, Durium, 1972)
Από τις στάχτες τους γεννήθηκε ποπ (και τι ποπ! συγκρότημα με νίκες στο φεστιβάλ του San Remo παρακαλώ), αλλά το 1972 με το "Fede, Speranza, Carità" από τον ομώνυμο δίσκο, οι J.E.T. έβαλαν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημαιάκια στον χάρτη του ένδοξου Rock Progressivo Italiano των 70s. Ίσως δεν έτυχαν της αναγνώρισης που τους άξιζαν όπως οι PFM, Osanna, Alphataurus, Biglietto Per L'Inferno και άλλοι (το ιταλικό prog εκείνης της περιόδου πραγματικά είναι απύθμενο), αλλά έντυσαν το prog με (proto) μέταλλο (σαν το δισκοπότηρο του εξωφύλλου), άφθονο hammond, καλοβαλμένα δυνατά φωνητικά (μεγάλη η ιταλική παράδοση εδώ) και μαινόμενα riff. Στα σημεία το κομμάτι με πάει και λίγο στο "Child In Time" των Deep Purple (σαν να ακούω επίσης Gillan-ικές εξάρσεις εδώ κι εκεί), ίσως και στους Cream. Στη σκοτεινή πλευρά του ιταλικού συμφωνικού prog, οι J.E.T. έβγαλαν ουσιαστικά έναν δίσκο - δισκοπότηρο και χάθηκαν. "tanto tempo per creare ciò che in un attimo finì" που λέει και ο στίχος. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά στην ιστορία του prog που ένα κεφάλαιο γράφεται ξαφνικά και ακαριαία, σαν αστραπή. Υπάρχουν και μερικά μαγικά δευτερόλεπτα βροχής στην αρχή του κομματιού. Χάνονται και αυτά φυσικά μετά, για πάντα.
00:00 Renato Carosone e Il Suo Quartetto - Maruzzella
03:40 Nino Fidenco - A casa d' Irene
06:41 Luigi Tenco - Ho Capito Che Ti Amo