Κάτι παλιό καλό... και μπάσο
Ή αναφέρετε μια αγαπημένη σας μπασογραμμή για την οποία θα παίζατε... air-bass. Οι απαντήσεις των συντακτριών και συντακτών του MiC (προσοχή, δεν περέχεται κανένα ανέκδοτο για μπασίστες)
Carol Kaye στο
Theme from Mission: Impossible - Lalo Schifrin (Dot, 1967)
Ένα από τα (λίγα) καλά τα οποία έδωσαν τα μουσικά περιοδικά που απευθύνθηκαν σε βιρτουόζους (φερέλπιδες ή φτασμένους), ήταν ότι έφεραν στο προσκήνιο φιγούρες σαν την Carol Kaye, πριν τις βάλει στις περίφημες/αμφιλεγόμενες λίστες του το Rolling Stone. Γιατί μπορεί, π.χ., ο Lemmy ή ο Paul McCartney να έπιναν νερό στ' όνομά της, όμως για το ευρύτερο κοινό ήταν το Bass Player που την πρόβαλλε ως μία από τις χαρισματικότερες μπασίστριες που κόσμησαν το pop, rock και «μαύρο» στερέωμα, από το 1963 και μετά.
Απροσδιόριστο, πάντως, το γιατί η Carol Kaye έμεινε στα μετόπισθεν. Συνέβη επειδή ήταν γυναίκα, σε μια ανδροκρατούμενη εποχή; Ή γιατί εκείνη διάλεξε τον δρόμο της session μουσικού, ώστε να μην αφήσει την (ταραχώδη) οικογενειακή της ζωή; Μήπως ήταν απλά επειδή δεν της άρεσε λόγω χαρακτήρα η λάμψη των προβολέων, όπως έδειξε και φέτος –ναι, ζει ακόμα, στα 90!– αρνούμενη ευγενικά την ένταξή της στο Rock and Roll Hall of Fame;
Πού να πρωτοσταθείς, τώρα, σε όσα δημιούργησε... Με έβαλαν σε πειρασμό το "The Beat Goes On" των Sonny & Cher και το "River Deep - Mountain High" των Ike & Tina Turner, αλλά εν τέλει πήγα τηλεοπτικά. Γιατί σε αυτό το διάσημο θέμα του (προ λίγων ημερών θανόντα) Lalo Schifrin, η Αμερικανίδα μπασίστρια κάνει πραγματικά ό,τι θέλει με τις γραμμές της: οδηγεί τον ακροατή, οικοδομεί μελωδία, χτίζει συνάμα και το απαραίτητο για ένα κατασκοπευτικό σίριαλ σασπένς. Λένε, μάλιστα, ότι ακόμα και από το ηχείο ενός iPhone κι αν το ακούσεις, πάλι θ' αντιληφθείς το πόσο γκρουβάρει.
Χάρης Συμβουλίδης
Charles Mingus στο
II B.S. - Charles Mingus -(Impulse!, 1964)
Ο Charles επεξεργαζόταν χρόνια αυτή τη γραμμή. Από το '55 μέχρι το '64, όπως γνωρίζουμε από την δισκογραφία, ίσως κι ακόμη παραπέρα, πολλές οι διαφορετικές εκδοχές της. Μια πιο blues με τον Max Roach, μια πιο παιχνιδιάρικη ως Hog Callin' Blues στον δίσκο ‘Oh Yeah’ του '62, αργότερα εντός εκτενών ζωντανών αυτοσχεδιασμών με τον Eric Dolphy. Εδώ, ως ‘II B.S.’, την ακούμε ξαναδουλεμένη στο ‘Mingus Mingus Mingus Mingus Mingus ‘του '64, με ήχους πιο κοφτούς, πιο γρήγορους, πιο δυνατούς. Τριάντα δευτερόλεπτα χαρακτηριστικής εισαγωγής στο κοντραμπάσο που ακολουθούνται από 10 δευτερόλεπτα μιας σειράς από νότες που κολλάει στο μυαλό.
Ξεπερνώντας τα στενά όρια των μετέπειτα μπασογραμμών - λούπα (με πολλά εξαιρετικά παραδείγματα από τα οποία πρόχειρα ξεπηδάνε οι Clash, οι Delta 5, οι Rapture κ.λπ., ή κι εκείνος ο Isaac Hayes που στιγμάτισε την trip hop σκηνή με το ‘Ike's Rap II’), ο Charles Mingus δημιουργούσε παλιότερα εντός της τζαζ αυτό που στην απόλυτη μορφή του (και 12λεπτη στούντιο εκτέλεσή του) ονομαζόταν Haitian Fight Song. Ο ίδιος σχολίαζε: «Το σόλο μου σε αυτό έρχεται με βαθιά συγκέντρωση. Δεν μπορώ να το παίξω σωστά αν δεν σκέφτομαι τις προκαταλήψεις, το μίσος και τις διώξεις, και πόσο άδικα είναι. Υπάρχει θλίψη και κλάμα μέσα του, αλλά και αποφασιστικότητα.»
Σταύρος Σταυρόπουλος
James Jamerson στο
Darling Dear - Jackson 5 (Tamla Motown, 1971)
Το μπάσο είναι το αγαπημένο μου μουσικό όργανο, κι από καιρό σε καιρό το πιάνω στα χέρια μου να χτυπήσω μια-δυο από τις χορδές του (ενίοτε και τις τέσσερις...). Είναι το πρώτο πράγμα που προσέχω σε κάθε κομμάτι που ακούω, και τέλος πάντων έχω ασχοληθεί κάπως με το θέμα.
Ο James Jamerson είναι ο Θεός μου στο συγκεκριμένο άθλημα! Έχει παίξει στις περισσότερες από τις κλασικές ηχογραφήσεις της Motown και σε τεράστιο βαθμό καθόρισε (μαζί με κάμποσους άλλους ασφαλώς) το πώς παίχτηκε το τετράχορδο στη σύγχρονη εποχή - κι όχι μόνο στο χώρο της soul βέβαια μα και ευρύτερα. Ο Paul McCartney είναι μεγάλος οπαδός του, το οποίο λέει πολλά για όσους ξέρουν (το ‘Rain’ θα μπορούσε να είναι κάλιστα μία άλλη επιλογή μου εδώ). Η φαντασία, το groove και η μελωδικότητα στο παίξιμό του είναι πρωτοφανής, κι αυτό είναι που ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα των τραγουδιών που επένδυσε. Αυτό εδώ είναι το μάντρα μου, μια μπασογραμμή που μ' αρέσει να τραγουδάω περπατώντας αντί να σκέφτομαι έναν άλλο σκοπό. Μπορείς να την εκλάβεις εύκολα σαν δεύτερα φωνητικά πλάι σ' εκείνα του Michael Jackson, με όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ του Jamerson στη διαδρομή της. Μπορείς επίσης να την ακούσεις πληκτρολογώντας "World's prettiest bassline" στην αναζήτηση του YouTube. Χρειάζεται να πω κάτι άλλο;
ΥΓ. Με την ευκαιρία, να καταθέσω την απέχθειά μου σε μπασίστες τύπου Les Claypool, έλεος...
Μάνος Μπούρας
Joe Long στο
The Night – Frankie Valli & The Four Seasons (MoWest, 1972)
Μια νύχτα μπορεί να είναι τρυφερή, πυρετώδης ή ξελογιάστρα όπως έχουν πει διάφοροι ρομαντικοί. Στην περίπτωση του Frankie Valli είναι σκοτεινή, πλανεύτρα και επικίνδυνη. Μια φίλη του παρασύρεται από την πρόσκαιρη λάμψη της νύχτας, κι εκείνος, όπως κάνουν πάντα οι καλοί φίλοι, προσπαθεί να την προειδοποιήσει πως έχει χάσει τα λογικά της. Ο χορός την έχει ζαλίσει και δεν βλέπει πως ο άντρας που ποθεί είναι ένας κάλπης που της πουλάει έρωτες μόνο και μόνο για να την εκμεταλλευτεί και να της ραγίσει την καρδιά.
Οι πικροί, μελοδραματικοί στίχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον εκστατικό, χορευτικό ρυθμό. Μια μυστηριώδης μπασογραμμή σε εισάγει αβίαστα στην πίστα ενώ οι πρώτες νότες ενός γοτθικού οργάνου και το ντέφι (αχ, το ντέφι) δίνουν πλήρη αυτοδιάθεση στους γοφούς που διεκδικούν το δικαίωμά τους στον χορό.
Το δολοφονικό μπάσο του Joe Long τα σμπαραλιάζει όλα – αντάξιο των ενδοξότερων στιγμών του James Jamerson στη Motown – και πριν από μισό αιώνα έκανε όλα τα dancefloors της Βόρειας Αγγλίας να λαμπυρίζουν από τον ιδρώτα της εργατικής τάξης που ξέχναγε εκεί, έστω και για μια νύχτα, τα βάσανά της.
Μάριος Καρύδης
Michael Cleveland στο
Last Night A D.J. Saved My Life – Indeep (Sound Of New York, 1982)
Με το που ακούω τη λέξη “μπασογραμμή” κατευθείαν και αστραπιαία μου έρχεται στο μυαλό το ξεκίνημα του θρυλικού κομματιού των Indeep “Last Night A DJ Saved My Life”, το οποίο χωρίς αμφιβολία συνεχίζει (και θα συνεχίζει) ακάθεκτο να σείει τις πίστες και να ανατρέφει γενιές και γενιές χορευταράδων. Γραμμένο από τον Michael Cleveland, κυκλοφόρησε το 1982 και ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά one hit wonders κατάφερε να αποτελέσει το κομμάτι ύμνο και φόρο τιμής για τους απανταχού djs, πολύ πριν αυτοί γίνουν οι σουπερστάρς των ημερών μας, όταν ο ρόλος τους ήταν περισσότερο αυτός του σιωπηρού ήρωα/μερακλή εργάτη που πιάνει τον παλμό και ενώνει τα κομμάτια του παζλ παρά εκείνος του φανταχτερού επίκεντρου των γεγονότων. Post disco, πρώιμη rap, pop φυσικά, μια φορά το ακούς και το θυμάσαι για πάντα. Ε και για τη μπασογραμμή καθαυτή τι να πεις; Στεντόρεια, κολασμένα groovy, σε χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά, σε παίρνει από το χέρι, σε ανεβάζει στην πίστα και …let the party begin.
*Αξίζει και με το παραπάνω να αναζητήσει κανείς και να διαβάζει και το ομότιτλο βιβλίο των Bill Brewster και Frank Broughton που καταπιάνεται με την ιστορία των djs και της ανάλογης τέχνης μέσα στο χρόνο.
Θάνος Σιόντορος
Ronny Wibbley (Guy Jackson) στο
Der Wawazawa - The Wibbley Brothers (Rondelet Music & Records, 1981)
Η τέλεια μπασογραμμή είναι μια κορυφή που έχουν κατακτήσει πολλοί στον κόσμο της ποπ και του ροκ, της ρέγγε και του φανκ, της ντίσκο και του ποστ πανκ.
Γρήγορη ή αργή, πολυάσχολη ή τεμπέλα, με δυο ή πενηνταδυό νότες η τέλεια μπασογραμμή έχει υπογράψει με εντυπωσιακή ποικιλία γραφής στα μουσικά κιτάπια του καθενός. Δεν είναι ποτέ μία.
Μία πάντως επί τούτου τέτοια μπασογραμμή των αρχών των 80s που με πόρωσε με το που την πρωτάκουσα, δεν είναι παιγμένη σε μπάσο αλλά σε σύνθι, όπως η μπασογραμμή του Μπίλι Τζην, που ελπίζω κάποιος άλλος να διάλεξε για το παρόν αφιέρωμα. Ανήκει στην κατηγορία "μπασογραμμή δαγκάνα": με γράπωσε ακαριαία με τους ρομποτικούς βραχίονές της και με πληροφόρησε ότι ακούω ένα από τα κομμάτια της ζωής μου.
Γιάννης Πλόχωρας
Louis Johnson στο
Billie Jean - Michael Jackson (Epic, 1983)/Kaw-Liga - The Residents (Ralph Records, 1986)
Τί το θέτε τί το ψάχνετε, η μπασογραμμή αυτή έχει αφήσει ιστορία και εδώ στο μικ.γκρ θέλω να τους βάλω με το ζόρι στη σωστή μεριά της.
Την έγραψε ο ίδιος ο Τζάκσον σε συνθεσάιζερ κι ανέλαβε ο σέσσιον μουσικός που του βρήκε ο παραγωγός του, ο Quincy Jones να την αναπαράξει για το δίσκο στο μπάσο.
Μιλάμε για τόσα κιλά μπασογραμμής που οι βαρεμένοι οι Residents τη χρησιμοποίησαν αυτούσια τρία χρόνια μετά για να διασκευάσουν και καλά Hank Williams, το "Kaw-Liga" που μη χέσω, καμία σχέση μιλάμε, το "Billie Jean" σκευάζουνε με βία, τες πα.
Είπα στον αρχισυντάχτη την σκληρή αλήθεια που διαβάζετε για όλ’ αυτά κι είπε θα το κοιτάξει. Άντε να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, να δικαιωθεί ο Μάικλ μπας και πουλήσουμε κανα βιού παραπάνω και στο μικ.
Σεραφείμ Διακουράκης
John Richard Deacon στο
Under Pressure - Queen & David Bowie (EMI/Elektra, 1981)
Ding-Ding-Ding Diddle Ing-Ding. Το κομμάτι ξεκινάει με αυτό το αξέχαστο κολλητικό ριφ μπάσου, τόσο χαρακτηριστικό που το αναγνωρίζεις από τις πρώτες νότες. Ding-Ding-Ding Diddle Ing-Ding. Προχθές το άκουσα πάλι στο αυτοκίνητο, στην επιστροφή από τη δουλειά, και η σκέψη ταύτισης έγινε αυτόματα. Πρώτα εκστόμισα τον τίτλο και μετά συνειδητοποίησα πόσο αστραπιαία και μηχανικά τον είπα. Ριφ του οποίου η πατρότητα έχει συζητηθεί πολύ, κυρίως από τα υπόλοιπα ζώντα μέλη των Queen κι όχι τόσο από τον μπασίστα τους, John Richard Deacon, ή από τον, φερόμενο ως εμπνευστή του, David Robert Jones Bowie.
Ριφ το οποίο ξεπατίκωσε ξεδιάντροπα ο Vanilla Ice [Robert Matthew Van Winkle] στο "Ice Ice Baby" [1990] και μετά έκανε τον κινέζο. Αφότου όμως δέχτηκε μηνύσεις από σύσσωμη τη συνθετική πεντάδα του "Under Pressure", αναγκάστηκε να το κάνει τσιχλόφουσκα και να δώσει κρέντιτ και δικαιώματα στους δημιουργούς.
Να πω επίσης, χάριν προσωπικής ιστορίας, ότι το γουορχολικού εξώφυλλου Hot Space [1982] των Queen, άλμπουμ στο οποίο ανήκει το κομμάτι, ήταν ο πρώτος σφραγιστός και αμεταχείριστος δίσκος βινυλίου που αγόρασα, την ίδια εκείνη χρονιά, πριν καν αποκτήσω πικάπ! Η αγορά έγινε από το δισκάδικο Alkis στην Αγίου Δημητρίου, του Άλκη Τζιάτζιου που είχε και δική του διαφημιστική εκπομπή στο ραδιόφωνο, ‘Η Τζατζοφόν παρουσιάζει’. Έχει και σελίδα στο προσωποβιβλίο και πολύ χάρηκα που τον ξαναβρήκα.
Το ρηξικέλευθο βίντεο του άσματος.
Κώστας Καρδερίνης
Jean-Jacques Burnel στο
Nice ’n’ Sleazy - The Stranglers (United Artists, 1978)
Κάθε Ιούλιος εγκυμονεί ασύμμετρους κινδύνους καθώς εν μέσω της ήδη προχωρημένης σεζόν των "βιβλίων σε πόδια στην παραλία", αρχίζουν ξαφνικά και τα επιθετικά "no filter" reels με τα ηλιοβασιλέματα που θυμίζουν Μπαλί ενώ είναι τραβηγμένα στη Γαστούνη και τις γλυκανάλατες lounge μουσικές από πάνω, διότι έχουμε και ένα επίπεδο, δεν ακούμε ελληνικά. Εύχομαι η Πέγκυ Ζήνα να σας συγχωρήσει, διότι εμείς οι υπόλοιποι δύσκολο.
Έτσι θα τη βγάλουμε; Με μουσικές ασανσέρ και duckface (τι χρονιά έχουμε και πότε επιτέλους θα γλιτώσουμε από αυτή την ετεροντροπή) πόζες; Ε όχι. Θα αντισταθούμε όσο μπορούμε, έστω και αν χρειαστεί να κάνουμε γαργάρα ένα αμφιλεγόμενο εξώφυλλο (που όλο και κάποιος "έγκριτος" μουσικοκριτικός θα βρεθεί να πει και γι' αυτό "ναι είδατε; σήμερα δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει κάτι τέτοιο γιατί θα ξεσήκωνε αντιδράσεις", ενώ στην πραγματικότητα ξεσήκωσε σφοδρότατες αντιδράσεις όταν κυκλοφόρησε) και ένα θολό στιχουργικό μήνυμα η ενασχόληση με το οποίο βέβαια, εν προκειμένω για τους προβοκάτορες που υπήρξαν τότε οι Stranglers, μόνο στον προχωρημένο Ιούλιο μπορεί να αποδοθεί. Εν πάση περιπτώσει, αφού πράγματι βρισκόμαστε σε προχωρημένο Ιούλιο, ας σημειωθεί και για τον στίχο ότι το μήνυμα μπορεί να παραπέμπει σε άγριο σεξ ή σε άγρια λεηλασία. Τίποτα από αυτά όμως δεν έχει σημασία μπροστά στη φονική μπασογραμμή του Burnel (και την αλληλεπίδρασή της με τα πλήκτρα του Greenfield) που διαπερνά με έπαρση έναν κόντρα στακάτο σχεδόν reggae ρυθμό για να γίνει η ραχοκοκκαλιά του τραγουδιού και να μας μπερδέψει περισσότερο. Καλό το "Always The Sun" και το "Midnight Summer Dream" (παρότι προσωπικά δεν αντέχω να ξανακούσω κανένα από τα δύο πια), αλλά οι Stranglers είναι πάνω απ' όλα η εποχή του "Nice N' Sleazy". Does it every time.
Ελένη Φουντή
Dave Allen στο
My Spine is the Bassline - Shriekback (Y Records, 1982)
Η προτροπή από τα κεντρικά ήταν ξεκάθαρη. Κάτι παλιό και καλό με μπασογραμμή aka air-bass. Επίσης ξεκάθαρο ήταν στο μυαλό μου κλάσματα του δευτερολέπτου μετά την ανάγνωση της παραπάνω προτροπής ποιά θα ήταν η επιλογή μου (ποντάρω δε και άλλων συντακτών), είτε έχεις ζήσει στην δεκαετία του ‘80 είτε την έχεις βιώσει σε δεύτερο και τρίτο χρόνο.
Ίσως θα έπρεπε σε αυτό το σημείο να σταματήσω να γράφω και να πληκτρολογήσω απλά τον τίτλο (έναν από τους πιό τέλειους τίτλους τραγουδιών btw). My Spine is the Bassline. Τελεία και προσοχή.
Εναλλακτικά θα μπορούσα να τραγουδώ «No guts, no blood/No brains at all» και να χορεύω με σπάσιμο μέσης (έχοντας ασχοληθεί με το basketball και οπαδός του Άρη κάτι σχετικό έχει δει το μάτι μας, έχει ακούσει το αυτί μας) με την σπονδυλική μου στήλη να προσπαθεί να ακολουθήσει τις κυματογραμμές της μπασογραμμής. Σε δεύτερη ώριμη σκέψη αναλογιζόμενος τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτά για την μέση μου στην ηλικία μου την απορρίπτω.
Τι θέλω να πω με όλα αυτά; (κάπου ακούω μια φωνή, σε ανεβασμένο τόνο, «στο ζουμί Απόστολε, στο ζουμί»). Το ζουμί λοιπόν είναι ότι το μπάσο είναι η βάση, η σπονδυλική στήλη που στηρίζει, η κόλλα που δένει όλα τα συστατικά, και που στην ουσία μέσω του ρυθμού καθοδηγεί που θα σε σύρει το κομμάτι.
Ανάμεσα στην πληθώρα των post punk, punk funk και λοιπών τραγουδιών που επί της ουσίας έδωσαν στο μπάσο έναν άλλο και πολλάκις και πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτό ήταν ΤΟ ΑΣΜΑ που χορεύτηκε, συνέχισε να χορεύεται όσο κανένα άλλο (κάθε σοβαρό new wave club/bar τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα θα το έπαιζε/παίζει σε τακτικό ρυθμό), να περιλαμβάνεται σε συλλογές (‘Disco Not Disco’) και σε συνδυασμό με τα tribal κρουστά να σε σπρώχνει θέλοντας και μη προς την πίστα. Ή έστω να αρχίσεις να κουνιέσαι στην μπάρα.
Ο μακαρίτης Dave Allen aka “Ace of Bass”, ένας από τους πιο χαρισματικούς μπασίστες της γενιάς του μας άφησε με αυτό το άσμα αιώνια παρακαταθήκη.
Ας ρίξουμε ένα λίκνισμα και ένα air-bass προς τιμή του.
Απόστολος Βαρνάς
Adam Clayton στο
Do You Feel Loved - U2 (Island Records, 1997)
Η μπασογραμμή του στο "Do You Feel Loved" δεν είναι μία από τις πιο θρυλικές του (και έχει αρκετές τέτοιες), ούτε και μία από τις πιο σοφιστικέ, αυτές που υπαινικτικά στέκονται λίγο παντού και λίγο πουθενά σε ένα κομμάτι. Δεν είναι καν η καλύτερη στο ‘POP’, ενώ μάλιστα είναι "εμπνευσμένη", όπως και αρκετό από το τραγούδι, από το 'Alien Groove Sensation' των Νaked Fun. Μια βαριά γραμμή που προσφέρει τη μισή μελωδία και απλώς... πηγαίνει.
Και όμως, πέρα απο βασικός λόγος για τον οποίο μια καλή ιδέα που κινδυνεύει να μείνει ιδέα τελικά γίνεται ένα καλό τραγούδι, είναι και ενδεικτική της σημασίας του Clayton τόσο στον δίσκο (που είναι το αριστούργημά του), όσο και στο γκρουπ. Χοροπηδηχτό, αλλά όχι ξέφρενο, σέξι, αλλά όχι… σέξαλλο, τριπαριστό, αλλά όχι αγχωμένο να κυνηγήσει το zeitgeist με τον ζήλο που το κάνει η υπόλοιπη μπάντα, το μπάσο κάνει αρκετά κοπλιμέντα στη σύνθεση. Μαζί και ένα από τα μεγαλύτερα, την επιβεβαίωση ότι τα πραγματικά καλύτερα ερωτικά τραγούδια είναι συνήθως τα πιο γρήγορα, αυτά που δείχνουν αυτοπεποίθηση που ίσως δεν δικαιολογεί η ψυχρή ανάλυσή τους. Ο ερωτισμός των στίχων και η φωνή του Bono δεν αφήνουν στιγμή το groove να πάει χαμένο.
Οι U2 πέρασαν περίπου 30 χρόνια παριστάνοντας πως το εξαιρετικό ‘POP’ δεν υπήρξε ποτέ, όσοι έχουν όμως τα σωστά αφτιά και τα σωστά ακουστικά ξέρουν καλύτερα.
Γιώργος Λεβέντης
Simon Gallup στο
Play For Today - The Cure (Ficton Records, 1980)
Oι Cure θεωρούνται αυτονόητοι και πολύ συχνά παραβλέπονται σε αναφορές και αφιερώματα τύπου "οι μεγαλύτεροι όλων των εποχών" κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο. Είναι η μπάντα που έφτιαξε από το μηδέν ένα ολόκληρο μουσικό και αισθητικό ρεύμα και το μοναδικό λάθος που έκανε ο Robert Smith σε σχέση με την υστεροφημία του είναι ότι δεν πέθανε στα 27 και έφτασε να αλλάζει τσαντιές με τον Weller που πλέον είναι πιο πολύ φωτομοντέλο από μουσικός και τον Morrissey που έχει καταντήσει ο Νότης Σφακιανάκης από το Μάντσεστερ. Αλλά οι Cure δεν είναι μόνο ο Robert. O Simon Gallup εδώ έφτιαξε μια καλπάζουσα (pun intended) μπασογραμμή που σου παγώνει τη ραχοκοκαλιά και έχω πάντα σε πρώτη ζήτηση όταν με ρωτάνε τι είναι τέλος πάντων αυτό το new wave.
Δημήτρης Κάζης
Graham Bailey στο
The Fire - The Sound (Korova, 1981)
Ειλικρινά, θα ήθελα να γράψω για το “Aegean Sea” των Aphrodite’s Child, αλλά μου στάθηκε αδύνατο να μην ενδώσω στο μεγαλείο του “The Fire” (όπως επίσης και των “Skeletons”, “Sense of Purpose”, “Possession”, “Winning”, αλλά και όλων των λοιπών τραγουδιών - ύμνων του μπάσου που επίσης υπάρχουν στο άλμπουμ “From the Lion’s Mouth”). Το μεγαλείο αυτό ξεκινά από το απίστευτα ειρηνικό εξώφυλλο του πίνακα του Briton Rivière με τον Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων και κορυφώνεται στα ξεσπάσματα της κιθάρας του μέγιστου Adrian Borland και το συμφωνικών διαστάσεων μπάσο του Graham Bailey, που παρέδωσε ιδιαίτερα μαθήματα και με τους Second Layer. Στα τραγούδια των The Sound ουσιαστικά δεν υπάρχει rhythm section, παρά μόνο τέσσερα μουσικά όργανα με σαφή αυτοτέλεια που μετουσιώνεται σε ένα συμπαγές αποτέλεσμα. Η -ως συνήθως- μαγική παραγωγή του Hugh Jones πήρε το μπάσο του Bailey και έφτιαξε post-punk που κάποιες φορές δεν έχει ανάγκη το πρόθεμα “post”. Έτσι ακριβώς, όπως θα ‘λεγε κι ο ροκ παππούς: «Μην το ψάχνεις άλλο. Δε τα φτιάχνουν έτσι σήμερα, αγόρι μου»…
Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Jeremy Cunningham στο
Fantasy - Levellers (China Records, 1995)
Μπορεί το χαρακτηριστικό της μουσικής των Levellers να είναι το βιολί μέσα στο punk rock πλαίσιό τους, αλλά το μπάσο του Jeremy Cunningham στο τραγούδι αυτό είναι ταυτόχρονα και το πλαίσιο καθαυτό και ο πρωταγωνιστής. Αντίστοιχο κεντρικό ρόλο έχει η φιγούρα του και στις συναυλίες τους και θεμελιώδη ρόλο έχει ο ίδιος για το αγγλικό αυτό συγκρότημα, από την ίδρυσή τους μέχρι και σήμερα. Φέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την κυκλοφορία του "Fantasy" και ο κόσμος τότε ήταν αρκετά διαφορετικός, με τους Levellers να είχαν ήδη κατακτήσει πολλά και διάφορα με τους προηγούμενους τρεις δίσκους τους. Αυτό που δεν άλλαξε με τα χρόνια είναι ο καταιγιστικός καυτηριασμός των στίχων τους, αλλά εδώ ακούω το μπάσο να δομεί τον διάδρομο στον οποίο τρέχει το τραγούδι, κεντρίζοντας την προσοχή πίσω από τις κιθάρες και τις λέξεις.
Δημήτρης Όρλης
Βασίλης Ροτσιόπουλος στο
Δύο Δευτερόλεπτα– Πίσσα & Πούπουλα ( Wipe Out! Records, 1993)
Στις μέρες μας όποιος νεαρός ασφυκτιά με την καθημερινότητα φτιάχνει ρίμες. Την δεκαετία του ’80, οι νεαροί που δεν άντεχαν το κατεστημένο έφτιαχναν ροκ και πανκ μπάντες. Κάπως έτσι, τρεις μαθητές από την Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης δημιούργησαν τους “Πίσσα & Πούπουλα”. Στην πορεία μπήκε και ο Βασίλης στην παρέα και ανάλαβε το μπάσο. Αλλάζουν ντράμερ και το ’92 μπαίνουν στο ιστορικό στούντιο “Αγροτικόν” του Παπάζογλου για να ηχογραφούν το πρώτο και μοναδικό τους άλμπουμ.
Ο δίσκος κυκλοφορεί την επόμενη χρονιά και περιέχει 11 τραγούδια, με τελευταίο, όχι όπως θα αναμέναμε το τραγούδι τους “Επίλογος”, αλλά το καταπληκτικό “Δύο δευτερόλεπτα”. Δύο χρόνια μετά διαλύονται.
Τάσος Βαφειάδης
Μπάμπης Σαλτσίδης στο
Two Fingers - Ziggy Was (Virgin, 1997)
Η γνωριμία μου με τη μουσική των Ziggy Was έγινε μέσω του Μπάμπη Αργυρίου, καθώς το ντεμπούτο άλμπουμ «Here» (1994) και το επόμενο mini-LP «Two Turns To One» (1995), κυκλοφόρησαν μέσω της Lazy Dog Records, ενώ ο ίδιος είχε αναλάβει τον υπεύθυνο ρόλο του παραγωγού. Το σχήμα από τη Θεσσαλονίκη συνδύαζε πολύ έξυπνα το hardcore punk, με το nu-metal και τη jazz-funk, ενώ μπασίστας του ήταν ένας άλλος Μπάμπης, με το επίθετο Σαλτσίδης, ο οποίος στα αυλάκια του βινυλίου δίνει ρεσιτάλ και στις ζωντανές εμφανίσεις ξεχώριζε με την εκρηκτική σκηνική του παρουσία. Δυστυχώς, ο μπουκωμένος ήχος στην ηχοληψία και η εκτελεστική απειρία των μελών έγειραν αρνητικά την πλάστιγγα, αλλά ο νεανικός αυθορμητισμός και ενθουσιασμός έτρεφαν ελπίδες για το μέλλον.
Το 1997 κυκλοφόρησε μέσω της Virgin το «Unicorn Pan», όπου το σχήμα είναι φανερά πιο έμπειρο και προσγειωμένο, ενώ η συνεισφορά των Καργιωτάκη/Χαρμπίλα στην ηχοληψία και του Γιάννη Αγγελάκα στην παραγωγή αναδεικνύουν αντίστοιχα καθαρότερο ήχο και μεστές ενορχηστρώσεις. Η επιλογή μου μπορεί να μη δρέπει δάφνες εκτελεστικής δεινότητας, ωστόσο η έξυπνη εισαγωγική μπασογραμμή παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη καθ’ όλη τη διάρκεια της σύνθεσης και δένει αρμονικά με τα υπόλοιπα όργανα και τα βελτιωμένα φωνητικά, χωρίς να κουράζει ή να αποπροσανατολίζει εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας (7’17’’).
Ηρακλής Ν. Κοκοζίδης
Kim Gordon στο
Youth Against Fascism (Hate Song) - Sonic Youth (Geffen, 1992)
Είναι εντυπωσιακό το πόσα σπουδαία ονόματα είχαν γυναίκες στο μπάσο: η Melissa Auf der Maur των Hole, η Joan Jett των Runways, η Lori Black των Melvins, η Kim Deal των Pixies, η Sharin Foo των Raveonettes, η Debbie Googe των My Bloody Valentine, η Zia McCabe των Dandy Warhols, η Patricia Morrison των Gun Club, η Tina Weymouth των Talking Heads, η D’arcy Wretzky των Smashing Pumpkins. Και πάνω από όλα, η Kim Gordon των Sonic Youth. Πριν από αυτήν την παγερή χιτσκοκική ξανθιά, που ήταν απίστευτα σέξι χωρίς να είναι συμβατικά όμορφη, οι γυναίκες στη μουσική ήταν κατά κύριο λόγο είτε σόλο καλλιτέχνιδες είτε μπροστάρισσες/βιτρίνα σε συγκροτήματα που τις συνόδευαν. Μετά την Kim, έγιναν ισότιμα και αυτοτελή μέλη ενός συνόλου, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Θα μπορούσα να βάλω οποιοδήποτε τραγούδι των Sonic Youth στη λίστα – επιλέγω ίσως το πλέον μνημειώδες τους. Εδώ το μπάσο της Kim Gordon βρίσκεται κάθε στιγμή στα όρια, απειλώντας κάθε στιγμή να τα τινάξει όλα στον αέρα. Δεν το κάνει ποτέ – από σαφή επιλογή και όχι αδυναμία, προφανώς. Ίσως γιατί ξέρει πολύ καλά ότι η μάχη ενάντια στο φασισμό δεν είναι ποτέ τελειωτική και οριστική, αλλά απαιτεί εγρήγορση και οξυδέρκεια. Κάθε μα κάθε μέρα.
Μαριάννα Βασιλείου
Simon Gallup στο
The Holy Hour (live) - The Cure (bootleg από το λάιβ στο Jaap Edenhaal Amsterdam 17/10/1980)
Ένα τραγούδι που είχε αφιερωθεί στον Ian Curtis δεν θα μπορούσε παρά να περιέχει την πιο ωμή, την πιο τραχιά εκτέλεση μπάσου που βγήκε ποτέ από ένα από τα κορυφαία σχήματα του new wave. Ο ερχομός του Simon Gallup από τον προηγούμενο δίσκο, το θεσπέσιο ‘Seventeen Seconds’, είχε οδηγήσει τους Cure σε δημιουργικές κορυφές. Ο τρίτος δίσκος τους, το κατασκότεινο κι αγαπημένο ‘Faith’, ξεκινούσε με το ‘The Holy Hour’, και αυτό το riff μπάσου που επαναλαμβάνεται μονότονα κι εθιστικά από την αρχή έως το τέλος του τραγουδιού. Σε τούτη εδώ, μία από τις πρώτες live εκτελέσεις του, οι στίχοι είναι διαφορετικοί, η κιθάρα του Robert Smith δεν έχει προστεθεί σε όλες της τις πινελιές που γαρνίριζαν το μπάσο, όπως κατέληξε στην εκδοχή του δίσκου, αλλά είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές μιας μαύρης, πανέμορφης δεκαετίας που ξεκινούσε, υμνώντας το θάνατο, αλλά που έφερνε τη νέα ζωή στο ροκ. Οι Cure θα κατακτήσουν την κορυφή με το ‘Pornography’, για να μας εκπλήσσουν έκτοτε, ενίοτε ευχάριστα, θυμίζοντάς μας στιγμές, όπως αυτές αυτής της μικρής μαγικής μουσικής φράσης του μπασίστα στυλοβάτη Simon Gallup.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Deb Googe/Kevin Shields στο
Soft as snow (but warm inside) - My Bloody Valentine (Creation Records, 1988)
Δύσκολη επιλογή γιατί το μπάσο παραμένει η αγαπημένη μου κιθάρα, εύκολη γιατί η πρώτη μπασογραμμή που πάντα μου έρχεται στο μυαλό βρίσκεται μέσα σε αυτό εδώ το ίντρο (κομματιού και δίσκου) που μοιράζεται το rhythm section των MBV.
Η δε Deb Googe παραμένει η αγαπημένη μου μπασίστας, και αν ακόμα δεν έχω καταφέρει να της το πω αυτοπροσώπως παρά τις αμέτρητες φορές που έχω βρεθεί στον ίδιο χώρο μαζί της, δεν πειράζει γιατί φροντίζουν πάντα οι λοιποί παραβρισκόμενοι να της το θυμίσουν (να σημειωθεί εδώ ότι στα άλμπουμ των MBV τις κιθάρες τις παίζει συνήθως ο Kevin Shields- για τα ντραμς δεν ξέρω, η ειδικότητα μου είναι τα έγχορδα).
Παλιό μάλλον, σίγουρα καλό, ξεχασμένο δεν νομίζω, αλλά 'any excuse' για να μπει το 'Soft As Snow' σε mixtape είναι πιστεύω αποδεκτή.
Μαρία Φλέδου
Barry Adamson στο
Philadelphia – Magazine (Virgin, 1980)
Μιλώντας κάποτε για το συνολικό έργο των Magazine, ο Howard Devoto είχε πει πως τα άλμπουμ τους είχαν σχεδιαστεί για να έχουν μία διαχρονική ποιότητα. Φαινομενικά ήταν μία υπερφίαλη δήλωση, άλλωστε φημίζονταν για την ιδιαιτερότητα των λόγων και έργων του, τώρα όμως, 45 χρόνια μετά υποψιάζομαι πως σίγουρα θα βρίσκεται σε μια γωνία και θα χαμογελάει απόλυτα δικαιωμένος.
Και αν εξειδικεύσουμε αυτά τα λόγια και επικεντρωθούμε στο ‘The Correct Use Of Soap’, θα διαπιστώσουμε πως αν και ο ίδιος κατασταλαγμένος πια ως προς τις μουσικές του κατευθύνσεις, φαίνεται απογοητευμένος από τη μουσική βιομηχανία που του δίδει μεν τα ποιοτικά εύσημα, αλλά η εμπορική επιτυχία που τόσο πασχίζει για αυτήν δεν έρχεται.
Έτσι στον τρίτο δίσκο των Magazine αποφασίζει να μείνει λίγο στο παρασκήνιο και να δώσει περισσότερο συνθετικό χώρο στους μουσικούς του, διατηρώντας για τον εαυτό του απλά τον λυρισμό της ερμηνείας και τον κυνισμό των στίχων.
Ένα κομμάτι της συνθετικής πίτας πάει και στον Barry Adamson που δείχνει στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου να παραμένει στην οπισθοφυλακή, συμβιβάζεται στο να κρατάει τον ρυθμό, σοβαρός όμως και συνεπής στη δουλειά του, αφήνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την ανεπανάληπτη μουσική ιδιοφυΐα, τον χαρισματικό John McGeoch.
Ώσπου στο ‘Philadelphia’ ξεσπά. Αρχίζει και ξεδιπλώνει το ταλέντο του, στην αρχή ήρεμα και μελωδικά ακολουθεί τη ροή του τραγουδιού, όσο ανεβαίνει ο ρυθμός ανεβαίνει και αυτός, το πάει βαρύγδουπα και επιθετικά, το τραγούδι φτάνει στο ρεφραίν του, αυτός αλλάζει και πάλι ρότα, αρχίζει και ξεδιπλώνεται θεαματικά, ανεβοκατεβάζει τις οκτάβες με εξαιρετική μαεστρία, φτάνει στα όρια, ξεκουράζεται για λίγο μαζί με τη γέφυρα του τραγουδιού. Και στο τελευταίο μέρος εκεί που όλα τα όργανα αφήνονται ελεύθερα να αυτοσχεδιάζουν, ο Adamson δημιουργεί το δικό του μοναδικό κρεσέντο, ένα παραλήρημα διαφορετικών μπασογραμμών, νομίζει κανείς πως πληκτρολογεί σε κομπιούτερ για να βγάλει το τέλειο αποτέλεσμα, ήχοι όλοι στο ίδιο μουσικό μοτίβο μα κάθε φορά διαφορετικοί μεταξύ τους, νότες που ξεπετιούνται σα να συναγωνίζονται μεταξύ τους σε έναν άτυπο διαγωνισμό μαεστρίας.
Στα ελάχιστα λεπτά του ‘Philadelphia’ ο άνθρωπος αυτός θα παίξει, αυτά που άλλοι μπασίστες ονειρεύονται να παίξουν σε ολόκληρη την καριέρα τους.
Μίλτος Τσίπτσιος
Γιώργος Κουλούρης στο
Creeping - South of No North (Creep Records, 1986)
Τα ελληνικά σκοτεινά 80s. Στους καιρούς τους λοιδωρήθηκαν, ενίοτε αδίκως, αργότερα ξεχάστηκαν, ενίοτε δικαίως, ακόμη πιο αργότερα επανήλθαν και ξανα-ματα-ανακαλύφθηκαν σε cult αποθέωση και φωτοστέφανο επανεκδοτικής υπερβολής. Δικαίως και αδίκως. Τι (απ)έμεινε από το θέρισμα του χρόνου, το σαρωτικό πέρασμα της λήθης; Και πως εν τω μεταξύ αλλάζει η δική σου ματιά; Ακούω ξανά αυτό το παλιό αγαπημένο κομμάτι, που είναι λες και συμπυκνώνει όλο το άρωμα μιας εποχής. Μιας υποφωτισμένης γωνιάς της, για να ακριβολογήσουμε. Που και σε αυτή την άκρη της ηπείρου ενέμπευσε νεανικές παρέες να ακολουθήσουν (άλλοτε δημιουργικά, συνηθέστερα μιμητικά) τα δυτικομητροπολιτικά τους πρότυπα. Κάπου εμφιλοχωρεί μια αναπόφευκτη συγκατάβαση στο σημερινό αυτί. Ωστόσο ακόμη τούτη η δραματική φωνή σε ελεγείες για ραγισμένες καρδιές με την πολυτέλεια της απόγνωσης που γνωρίζει κατά βάθος ότι έχει χρόνο και νιάτα να ξοδέψει, και ειδικά αυτό το μπάσο, το σκαφτό, το σκυφτό, το υποχθόνιο, το έρπον, το βαρύ και ασήκωτο, το απλό και απλοϊκό και εύστοχο ωστόσο, ακόμη δονεί κάποιες ξεχασμένες χορδές στην καρδιά.
Αντώνης Ξαγάς
Yasushi Ozawa στο
今に なりつつある 影 (It's becoming a shadow) (PSF, 2001)
Οι Fushitsusha είναι η πιο βασική ροκ μπάντα που ίδρυσε ο Ιάπωνας κιθαρίστας Keiji Haino. Έχει δώσει δηλαδή σε αυτήν όλο του το είναι. Όπως έχει πει «οτιδήποτε κάνω είναι Fushitsusha». Κεντράρει δηλαδή εκεί και οτιδήποτε άλλο κάνει αναβλύζει από τους Fushitsusha. Είναι η ψυχή του. Πολύ συχνά οι Fushitsusha από άποψη ενορχήστρωσης μόνο, έχουν τα βασικά. Ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Όχι όμως πάντα. Και σίγουρα ποτέ των ποτών δεν παίζονται με τους τυπικούς τρόπους. Ένα εντελώς ξεχωριστό παράδειγμα ακόμα και για αυτούς είναι το άλμπουμ ‘Origin’s Hesitation’ από το 2001. Ο Haino για κάποιο λόγο τα είχε πάρει στο κρανίο με τους drummer του. Ήθελε ένα πολύ συγκεκριμένο ήχο και ρυθμό και μάλλον δεν τα έβρισκε πουθενά. Έτσι οι Fushitsusha εδώ έγιναν duo. Παράτησε την ηλεκτρική και έκατσε αυτός στα ντραμς κάτι που δεν συνηθίζει (εγώ δηλαδή που παρακολουθώ τις κινήσεις του δεν το ‘χω ξαναδεί εκτός από ένα άλλο σόλο ντραμς άλμπουμ) αν και έχει ένα χούι να θέλει να παίζει ότι όργανο βρεθεί μπροστά του.
Όμως με τον μπασίστα του, τον μακαρίτη πια Yasushi Ozawa τα πήγαινε πολύ καλά και μέχρι που πέθανε ήταν ο μπασίστας του συγκροτήματος. Και αυτός ο μπασίστας ήταν ένας μουσικός μεγάλος που ήξερε να μετατρέπει ακόμα και τον μονολιθικό ήχο του ηλεκτρικού μπάσου σε κάτι που σχεδόν ακουγόταν μεταφυσικό. Ο Haino φτιάχνει τους πολυρυθμούς του με τα τύμπανα και με τις λούπες του που και αυτές είναι μόνο από τα τύμπανα που παίζει, παράλληλα μιλάει, τραγουδάει και ουρλιάζει και ο Ozawa τα ενεργοποιεί όλα πνευματικά με το ηλεκτρικό μπάσο. Διακριτικός αλλά σε αυτό το δίσκο (ίσως η μοναδική περίπτωση) ίσως και πιο σημαντικός από τον Haino για το αποτέλεσμα.
Αναστάσιος Μπαμπατζιάς
(O πίνακας στο εξώφυλλο είναι του Franz Kline, "Untitled" (1952))




