Κινέζικο πανκ: Οι εντρεπρενέρ της “εναλλακτικότητας” και η αντεπίθεση των Xiaowang από τα σπλάχνα του underground
Γερός τελικά ο σπόρος του πανκ, έχει φυτρώσει και σε μέρη αναπάντεχα. Με τα ίδια κιόλας ζητήματα. Της Ελένης Φουντή
Δεν είμαι η μεγαλύτερη φαν των μουσικών συνεντεύξεων (ειδικά με τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που τείνουν να αποκτήσουν σήμερα), αλλά ας αποφεύγονται έστω ερωτήσεις που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, όπως “μπορείς να περιγράψεις με μια φράση αυτό που εκφράζει ο δίσκος σας;” Σε αυτή την άνευ νοήματος ερώτηση η Yue Tu, ιθύνων νους των Xiaowang, απάντησε “αν μπορούσα να το περιγράψω με μια φράση γιατί να φτιάξω δίσκο;”
....
Άψογη. Εμ, θέλετε να τα ακούσετε μερικοί. Βέβαια έκρινε κι εκείνη σκόπιμο να συμπεριλάβει το ενσταντανέ στο βίντεο παρουσίασης του ντεμπούτου τους “KACHAKACHA”, μη χάσει, αλλά από την άλλη τι θα ήταν το πανκ χωρίς αλητεία και αυτοαναφορικότητα; Από την απάντηση της Yue Tu και μόνο καταλαβαίνεις ότι η περίπτωση των Xiaowang αξίζει να ψαχτεί περαιτέρω. Και όντως είναι καλός ο δίσκος, αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η ιστορία και η θέση αυτής της μικρής diy μπάντας στην ντόπια ανεξάρτητη σκηνή, ιδίως για όσα αποκαλύπτει για τις περιπέτειες του κινέζικου underground και τη ραγδαία μετάλλαξή του με την επέλαση του covid-19. Δεν μεταλλάσσονται μόνο οι ιοί, δυστυχώς.
Ας τα πάρουμε από την αρχή όμως. Και η αρχή έγινε στη Wuhan. Και στην Ευρώπη όπως παντού πολύ γρήγορα ατόνησαν οι πλέον βασικές κοινωνικές μας δεξιότητες, τα μπαρ άρχισαν να θυμίζουν βίντατζ τρόπο διασκέδασης και οι συναυλίες ουτοπικό sci-fi της Le Guin, τα θυμόμαστε καλά. Η Κίνα όμως την πλήρωσε νωρίτερα από όλους και με σκληρότερους όρους, με lockdown που συχνά επέβαλαν στον κόσμο περιορισμό εξόδου έως μία φορά την εβδομάδα (δεν μπορώ με τίποτα να ξεχάσω την εικόνα των μαύρων ηχείων έξω από τις πόρτες των Κινέζων να φωνάζουν επαναλαμβανόμενα “μην βγαίνετε από το σπίτι” σε σχετική εκπομπή του John Oliver).
Εν τω μεταξύ το πανκ, που από τα μεταμαοϊκά 80s διείπε επί μακρόν μια αντισυστημική κουλτούρα αυτοοργάνωσης μακριά από τα παραδοσιακά εμπορικά κανάλια (παρότι - για ευνόητους λόγους - δεν είχε πάντα ευκρινή πολιτικά χαρακτηριστικά πέρα από μία αόριστη σύμπνοια με τον Αναρχισμό και την Αριστερά), ήδη δεχόταν αφόρητες πιέσεις στο κατώφλι της πανδημικής κρίσης. Μικρά σχήματα όπως οι Jiu Lian Zhen Ren, Hedgehog, New Pants κ.ά., αναζητούσαν διαφυγή από την αφάνεια (και την πείνα) μέσα από τηλεοπτικά talent shows όπως το “Let’s Band” ή το “The Big Band” που υπόσχονταν και συχνά εξασφάλιζαν εκατομμύρια (κυριολεκτώ) streams, followers στο Douyin (το κινέζικο TikTok), προβολή στα social media, συμβόλαια με δισκογραφικές, συμφωνίες με πολυεθνικές για διαφημίσεις κλπ. Παράλληλα, ιστορικά indie labels όπως η Red Star και η Maybe Mars εξαγοράζονταν από μεγαλύτερους παίκτες, ενώ όσοι προσπαθούσαν να το κρατήσουν τρου εκτοπίζονταν σταδιακά από το κέντρο του Πεκίνου στην περιφέρεια λόγω του επιθετικού “brooklynization” του κέντρου, που έβαζε λουκέτο στα underground στέκια και τις μικρές λάιβ σκηνές, υποθέτω προς χάριν μίνιμαλ third wave bakeries, microbreweries και new age μαγαζιών με ρούχα, όπου μπορείς επίσης να πιεις καφέ, να τσεκάρεις τα email σου, να κάνεις ένα meeting και να αγοράσεις και patchwork πλακάκια για το μπάνιο.
Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον σταδιακής ολιγοπωλιακής αναδιάρθρωσης του ντόπιου πολιτιστικού προϊόντος, η πανδημία δυναμίτισε τα θεμέλια του παραπαίοντος underground. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί επέφεραν αυξημένη ζήτηση για τις τοπικές μπάντες, αλλά μόνο τα συγκροτήματα των ριάλιτυ χωρούσαν πλέον στα πλάνα των διοργανωτών φεστιβάλ, συναυλιών κλπ που μετά από μια περίοδο αναγκαστικών ακυρώσεων άρχισαν και πάλι να στήνονται ελεγχόμενα (συχνά online) και όποτε το επέτρεπαν τα υγειονομικά μέτρα. Αλίμονο, ακόμα και στη χειρότερη εμπορικά σεζόν του, το “The Big Band” χτύπησε 130 εκατομμύρια προβολές μέσα σε 50 μέρες, το φιλοθέαμον κοινό αγωνιούσε να ψηφιστούν οι χειρότερες μπάντες προς αποχώρηση, ενώ στο κόλπο μπήκε σταδιακά και το real estate, επενδύοντας σε νέους πιθανούς χώρους στέγασης μουσικών events, με αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερες εκτινάξεις στις τιμές ενοικίων, όχι μόνο στο Πεκίνο αλλά και σε άλλες πόλεις που έτρεξαν να προλάβουν το άρμα του “εξευγενισμένου”, πλήρως εμπορευματοποιημένου indie rock / punk rock (σημειώνω με την ευκαιρία ότι η Wuhan διεκδικεί τον τίτλο της γενέτειρας του πανκ στην Κίνα μαζί με το Πεκίνο). Ο κινέζικος καπιταλισμός έπινε το αίμα του underground, “η πίτα μεγάλωνε συνεχώς” και όσοι ήταν έξω από το σύστημα έμειναν με το πού πας ρε Καραμήτρο στο χέρι. Μία δυστοπία αριστούργημα.
Ανοίγω εδώ μια απαραίτητη παρένθεση για να διευκρινίσω ότι τα περί πίτας που μεγάλωνε συνεχώς εννοείται ότι αποδείχθηκαν φενάκη. Όπως πολλάκις μας δίδαξε ο εξπέρ στο θέμα δυτικός καπιταλισμός, με πιο τρανταχτό πρόσφατο παράδειγμα τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 - 2008, η πίτα δεν μπορεί να μεγαλώνει στο διηνεκές. Όχι μόνο πραγματολογικά, από την άποψη της θεωρίας κυμάτων του Κοντράτιεφ, αλλά και γιατί σε συνθήκες ιδεολογικής ηγεμονίας του άλλο εγώ, όταν σκάνε οι “φούσκες” ο νεοφιλελευθερισμός δεν αφήνει τίποτα όρθιο πλην αυτών που φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την εκάστοτε κρίση. Τα είδαμε αναλυτικά στην πράξη.
Έτσι λοιπόν και στο μεταπανδημικό περιβάλλον της Κίνας, η χαλάρωση των υγεινομικών μέτρων και των ταξιδιωτικών περιορισμών, σε συνδυασμό με τις οικονομικές πιέσεις και το κορεσμένο τοπίο του ευπρεπισμένου.. “εναλλακτικού” τηλεοπτικού μουσικού προϊόντος (με μουσική κατάλληλη για όλη την οικογένεια και στίχους πλήρως ελεγμένους μην τυχόν περάσουν “επισφαλή” μηνύματα ή “απρεπείς” λέξεις και αναστατωθεί η κοινωνία - σ’ ευχαριστώ ω εταιρεία.. για τη λογοκρισία), δημιούργησε πολύ γρήγορα συνθήκες νέας κρίσης, όχι μόνο για τους ρομαντικούς πια, που έτσι κι αλλιώς την πάλευαν παρατημένοι στην τύχη τους, αλλά για όλους. Το τηλεοπτικό κοινό βαρέθηκε “το ροκ” (έχουν και ένα σωρό ριάλιτυ και σαπουνόπερες στην Κίνα, τι να πρωτοπρολάβουν να καταναλώσουν), το καρπούζι ήταν μάπα και τα στούντιο τράβηξαν την πρίζα στο “The Big Band” με συνοπτικές διαδικασίες. Τα alternative / punk rock συγκροτήματα θυμήθηκαν ξαφνικά τα υπαρξιακά ζητήματα δεοντολογίας μπροστά στο σταυροδρόμι do it yourself vs follow the money και μια νέα diy κουλτούρα απο-καπιταλιστικοποίησης του χώρου προσπαθούσε να αναδυθεί σε μικρότερα venues και με “no stage” αυτοσχέδιες συναυλίες. Η ζημιά όμως είχε γίνει γιατί το λουστράρισμα του indie και η mainstream τηλεοπτική οδός ήταν η νέα νόρμα και είχε εξαπλωθεί και στα μέχρι πρότινος απροσπέλαστα υπόγεια.
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται ωστόσο, μέσα σε αυτό το καθοδικό σπιράλ ανατροφοδοτούμενων οικονομικών και ταυτοτικών κρίσεων για το underground, κάποιοι λίγοι καταφέρνουν να επιβιώνουν ακόμα, παραμένοντας μάλιστα ατόφιοι από άποψη αρχών. Συγκροτήματα όπως οι Wasted Laika, South Acid Mimi, Riot In School, Xiaowang κ.α. είναι τέτοιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Οι Xiaowang, σκληρά ταγμένη μπάντα σε μια αντίληψη αυτοοργάνωσης, μετρούν οχτώ χρόνια στις μικρές λάιβ σκηνές του Πεκίνου. Τα κορίτσια (και on and off ένα αγόρι - αν δεν απατώμαι θεωρούνται all-female συγκρότημα) έχουν εξελιχθεί σε βασικές παίκτριες της πανκ σκηνής του Πεκίνου και ωστόσο μόλις τον Νοέμβριο 2022 κατάφεραν να βγάλουν δίσκο, μόνες τους με crowdfunding και μόνο εσωτερικά στην Κίνα, έχοντας απορρίψει προτάσεις από τις πάλαι ποτέ δισκογραφικές των ονείρων τους οι οποίες στο μεταξύ καβάλησαν το κύμα της ολιγοπωλιακής (εξ)αγοράς και δεν πληρούσαν πια τα ηθικά στάνταρντς του συγκροτήματος. Τα εξηγούν και στις συνεντεύξεις τους. Είναι μόδα πλέον το indie στην Κίνα, αλλά το θέμα είναι γιατί το κάνεις, πράγμα που καθορίζει με ποιον συνεργάζεσαι, με ποιον υπογράφεις κλπ. Ευγενές αν μη τι άλλο. Οι Xiaowang έψαχναν έναν (αποδεκτό) τρόπο για να βγουν και εκτός συνόρων και έτσι ο δίσκος τους επανακυκλοφορεί φέτος από ένα μικρό βρετανικό diy label, τη Damnably, οπότε ας ελπίσουμε να τις ακούσουν και πέντε άνθρωποι παραέξω. Αξίζουν τον κόπο.
Οπωσδήποτε η γλώσσα δεν βοηθάει ιδιαίτερα, πάντως το όνομα της μπάντας βγήκε από ένα κοινό κινέζικο επώνυμο, το Wang, στο οποίο κόλλησαν το Xiao που θα πει “μικρός”. Ήθελαν να διατηρήσουν έναν χαρακτήρα μη μοναδικότητας και ανωνυμίας κινούμενες κάπου ανάμεσα στο κανένας και το όλοι (ποιος να του το ‘λεγε του Kierkegaard ότι οι πάνκηδες θα έκαναν σπουδή πάνω στην ισοπέδωση και το οντολογικό μηδέν). Όσον αφορά τον τίτλο του δίσκου, μια αλληλουχία απέλπιδων αναζητήσεων με οδήγησαν στο συζητήσιμο, το παραδέχομαι, συμπέρασμα ότι το “KACHAKACHA” στα αγγλικά μεταφράζεται ως “Click Click”, αλλά πολλά πράγματα στο πανκ δεν χρειάζεται να εξηγούνται κιόλας.
Παρόλα αυτά, οι στίχοι τους, αλλού αγγλικά αλλού κινέζικα, δεν φείδονται κοινωνικής κριτικής για το διπλό πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν συγκροτήματα όπως οι Xiaowang. Από τη μία ο καταναλωτισμός και η μετοχοποίηση των πάντων σε ένα ακραία καπιταλιστικό περιβάλλον και από την άλλη τα περιορισμένα περιθώρια γυναικείας ενδυνάμωσης στο επίσης ακραία ανδροκρατούμενο κινέζικο πανκ. Οι επιρροές του συγκροτήματος έρχονται από τα riot grrrls των 90s (Le Tigre, Bikini Kill κλπ), τους κινέζους diy πάνκηδες SUBS και τους Rage Against The Machine, τι πιο λογικό δηλαδή. Δεν μπήκαν στη μουσική ως φεμινίστριες, όπως εξηγεί η Yue Tu, αλλά τις ατσάλωσε ο σεξισμός, η ομοφοβία και ο ρατσισμός γύρω τους, που υπό την ηγεσία του Xi Jinping έχουν αποκτήσει και θεσμική κάλυψη στην Κίνα με παρακολουθήσεις και καταστολή των φεμινιστικών κινημάτων. Πολύ μακριά από την αρχή του Μάο ότι “κρατούν το άλλο μισό του ουρανού”, οι γυναίκες στην Κίνα δέχονται ασφυκτικές πιέσεις να γυρίσουν στην κουζίνα. Αν είναι, δε, και ντράμερ όπως η ZaoZao ακόμα χειρότερα.
Στο μουσικό κομμάτι δεν τους ενδιαφέρει τόσο η ταμπέλα κατηγοριοποίησης όσο η δυναμική.. τρυφερού - βάναυσου / βάναυσου - τρυφερού (που έλεγε και μια δική μας μεγάλη τηλεοπτική μορφή), μια κατάσταση την οποία ονόμασαν kawaiicore. Τουλάχιστον παρεξηγήσιμο, ιδίως για όσους τυχόν παρακολουθούν τη γιαπωνέζικη pop - metal σκηνή (μακριά από μας), οπότε αντισταθείτε σε παραλληλισμούς με τις Babymetal και κοιτάξτε περισσότερο προς την πλευρά των Deerhoof, σε μια πιο hardcore και underground εκδοχή όμως. Οι Xiaowang είναι κατά βάση garage punk συγκρότημα με death metal σκωτσέζικα ντους που τους βγαίνουν στα φωνητικά (και καλό θα είναι να τα κάνουν και συχνότερα, τους πάνε), σε κομμάτια όπως τα “SonicBaby”, “Stasii (史塔西)”, “Steal (偷心牛仔棒棒糖)” κ.α, αλλά με κάθε τραγούδι τους δημιουργούν βάσιμες υποψίες ότι έχουν περάσει και από τη φάση indie / noise rock (Φασμπίντερ) και ξερό ψωμί, χωρίς να γίνεται αυτοσκοπός η ένταση ή ο θόρυβος και χωρίς σνομπισμούς απέναντι στην ποπ, βλέπε “Sleep (睡觉吧)”. Αλλού είναι πιο μεταλλικοί όπως στο “The Other Side of The Bridge (桥的那边)”, ενώ μας δίνουν αιφνιδίως και σκιώδεις πειραματισμούς με found sounds / field recordings στο “Four Abracadabra (四个咒语)”.
Ακούγεται ευρύ έδαφος για να καλυφθεί στα 36 λεπτά του “KACHAKACHA”, όχι με την έννοια της έλλειψης συνοχής γιατί οι ιδέες τους δένουν και αγκυρώνονται όμορφα γύρω από το δίπολο cuteness - harshness, αλλά γιατί στα σημεία θα ήταν ωραία να είχαν αναπτυχθεί αυτές οι ιδέες περισσότερο, ιδίως το experimental / αυτοσχεδιαστικό στοιχείο - κατακλείδα. Ρισκάρω εδώ βέβαια να με χτυπήσει κεραυνός επί τόπου, καθώς έχουμε να κάνουμε με diy punk rock μπάντα κι εγώ μιλάω για.. ανάπτυξη μουσικών μοτίβων, το έχω υπόψη.
Στην ουσία της ιστορίας πάντως, κάπου μεταξύ γλυκύτητας και χάους, θορύβου και μελωδίας, οι Xiaowang δίνουν μια τίμια κατάθεση ωμότητας από τα σπλάχνα του αυθεντικού underground της Κίνας, που μέσα σε ένα δυσμενές περιβάλλον υπερ-καπιταλιστικής τρέλας πιέζεται, συρρικνώνεται, αλλά θέλει να την παλεύει. Δεν είναι ηρωισμός, αλλά μάχη επιβίωσης. Με έναν καλό δίσκο υπό μάλης στο κατώφλι της “διεθνούς” (λέμε τώρα) “αναγνώρισης” (λέμε τώρα), ο μεγαλύτερος στόχος τους είναι να συγκρατούν τα έξοδα για να βγαίνει ο μήνας. Αυτός είναι ο δρόμος.
Πηγές:
O’ Dell D., Inseparable: The Memoirs of an American and the Story of Chinese Punk Rock, Lulu, 2011
Amar N., ‘We come from the underground’: grounding Chinese punk in Beijing and Wuhan, Cambridge University Press, Volume 41, Issue 2, May 2022, pp. 170 - 193
Zhao Y., Shaping the Meaning of Chinese Music Subcultures, Örebro University, January 2003
Hutong History and the Brooklynization of Beijing, Michael Pettis, Josh Feola, Observer, June 2016
“The Big Band” Effect: Underground Chinese Rock Stars Catapult to Mainstream Influencer Status, Shuhong Fan, RADII, November 2019
For Chinese Rock Bands, a Shortcut to Fame Comes With Questions of Integrity, He Qitong, Sixth Tone, December 2023
Rocking on: The live music scene in China finds its way, Will Griffith, Think China, August 2024
The CHINA GRRRL Diaries Part 4.1 - Xiao Wang, Ceridwen Brown, Tom Tom Mag, October 2018
Xiaowang Keeps the Dream Alive in Beijing’s Embattled DIY Scene, Josh Feola, Chau Luong, Bandcamp, July 2024