Λισαβόνα: Οδοιπορικό στον Βίο και την Πολιτεία

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές, ιστορίες, βιβλία, δίσκοι, ταινίες, άνθρωποι. Του Αντώνη Ξαγά

«Αντίο δρόμοι της… Λισαβόνας». Γιατί όχι, το τραγούδι του Γιάννη Σπανού (Τσανακλίδου έφη) για το Βερολίνο πιάνει για όλους τους τόπους του κόσμου τούτου. «Τον χωρισμό σας στα μάτια μου πίνω, μη με ξεχάσετε, κι εγώ ας ρωτώ, υπήρξα κάποτε στ' αλήθεια εδώ;». Πόσο μάλλον όταν το αντίο έρχεται πριν καν γνωριστείς καλά-καλά, μόλις πρόλαβες να πεις γεια, olá. Αυτούς τους δρόμους που φιδοσέρνονται στους λόφους σε ατελείωτες ανηφοριές χωρίς καμιά τοπογραφική λογική. Εκεί όπου αγκομαχά, δολιχοδρομώντας στα στενά και φορτωμένο αγχωμένους, απεγνωσμένους για την καλύτερη σέλφι, τουρίστες το πιο διάσημο τραμ της πόλης, το νούμερο 28, το ξέρουν όλοι με αυτό (μέχρι και παιδικό βιβλίο έγινε η «Γραμμή 28», των Davide Cali & Magali Le Huche, μεταφρασμένη στα ελληνικά στα εκδόσεις Ίκαρος). Η διαδρομή του τερματίζει σε ένα νεκροταφείο με το... ποιητικό όνομα, Cemiterio dos Prazeres, ‘Νεκροταφείο των Απολαύσεων’. Παρακαλώ αποβιβαστείτε. Διακρίνω μια δόση ειρωνείας (ή μήπως θυμοσοφίας) στη φωνή του οδηγού ή ιδέα μου είναι;

Η Λισαβόνα (σκέφτομαι εδώ ότι μ’ αρέσει και η παλιά γραφή που χωρίς κανέναν λόγο έγραφε ‘Λισσαβώνα’, την κρατώ λοιπόν, έτσι) μας υποδέχεται όπως και τον ήρωα του αγαπημένου Ερβέ Λε Τελιέ, στο δικό του φανταστικό τραμ, το «Electrico w» (στα ελληνικά έγινε πιο πιασάρικο «Ένα τραμ στη Λισαβόνα»), με βροχή που μόλις έχει σταματήσει, εκεί κοντά στη Ρόσιο. Ατλαντική ομίχλη. Μελαγχολία. Αλλιώς τη λένε όμως σε αυτά τα μέρη. Saudade. Που δεν είναι ακριβώς μελαγχολία. Είναι και (χαρμο)λύπη, είναι και μοναξιά, είναι πολύ νοσταλγία, μια μυτιά πλήξης, αλλά έχει κι άλλα μυστικά στην σπετσερική συνταγή που λίγοι τα κατέχουν, που δεν επιτρέπουν ούτε καν την μετάφραση της λέξης, πόσο μάλλον την αναπαραγωγή του συναισθήματος με άλλα μέσα (δύσκολα την ανιχνεύεις π.χ. στο ομώνυμο κομμάτι των αδιάφορων παραφυάδων των Bauhaus, των Love & Rockets δηλαδή, ούτε καν στις πλείστες Ελληνίδες έντεχνες που κάποτε αποπειράθηκαν να βαδίσουν στα χνάρια της «ξυπόλυτης ντίβας», της Cesaria Evora). Ίσως ένα από τα μυστικά να είναι τα διαφορετικά είδη νοσταλγίας, όπως π.χ. η νοσταλγία για κάτι που έζησες και ξέρεις ότι δεν θα ξαναζήσεις, αλλά και η άλλη, η πιο ύπουλη, η νοσταλγία για κάτι που περίμενες ή ονειρεύτηκες και που δεν ήρθε ποτέ. Που μπορεί όμως, ποτέ δεν ξέρεις…

«Οι καρέκλες ήταν μούσκεμα, το ίδιο και το τραπέζι, χωρίς να το προσέξουμε, ακουμπήσαμε τις βαλίτσες μας σε νερόλακκους». Έξω από ένα διάσημο παλιό καφέ στην καρδιά της πόλης (τα υποχρεωτικά μνημεία δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις), σε ένα τραπεζάκι κάθεται και ένας αγαλματένιος Πεσσόα, περιμένει τον επόμενο τουρίστα να φωτογραφηθεί μαζί του. Δεν ξεπερνάς τον Πεσσόα όταν βρίσκεσαι στην Λισσαβώνα. Το κράτος τον έχει πια οικειοποιηθεί, όπως και τον νομπελίστα Σαραμάγκου (με το ίδρυμα του στην παραλία στο Casa dos Bicos), έτσι συμβαίνει αναπόφευκτα με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες (ειδικά μετά θάνατον, όταν πλέον είναι ‘ακίνδυνοι’).

Παρακάτω κατηφορίζουμε την μάλλον άχαρη Rua dos Douradores, κάπου εδώ έμενε ο ήρωας του Σοάρες (ενός από τους πολλούς ετερώνυμους του Πεσσόα) στο ‘Βιβλίο της ανησυχίας’ (από το ίδιο βιβλίο που τσιμπολόγησε και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου για την δική του «Rua da bella vista»). Άλλες εποχές. Τώρα εδώ τα γρανάζια της τουριστικής βιομηχανίας δουλεύουν σε ξέφρενο ρυθμό, αναρίθμητα τα μαγαζιά με κάθε λογής ευτελή ‘πρωτότυπα’ σουβενίρ, κράχτες, καταλόγους με κακοφωτογραφημένα πιάτα, σπίτια με κωδικούς στην είσοδο, μίνιμαλ καφέ για την νέα ακρίδα, τους ψηφιακούς νομάδες, που ίσως τούτη την στιγμή, σε μια άι-συσκευή, να πληκτρολογούν αναλύσεις και ελεγείες για τους κατοίκους που εκδιώκονται σιγά σιγά από το Κέντρο, για απέλπιδες διαδηλώσεις και συνθήματα στον αέρα που δίνουν τις χαμένες μάχες της οπισθοφυλακής. Κάπου νιώθεις κι εσύ συνεργός. Με τύψεις. Είναι άλλωστε η εποχή των τύψεων στον καλοζωισμένο δυτικό κόσμο, τύψεις αν ταξιδεύεις, τύψεις αν είσαι λευκός, τύψεις αν τρως γλουτένη και trans ζωικά λιπαρά, τύψεις που… αναπνέεις εν τέλει (παράγεις CO2). Όλα για τη σωτηρία του κόσμου ή μήπως για κάποιο αμφίβολο ηθικό πλεονέκτημα σε κάποιο κοινωνικό μύδι; Ασφαλές μέρος για να νιώσεις διαφορετική και υπεράνω. Ακόμη και μέσα στα λεφούσια (πραγματικά ή ψηφιακά). Πολύ δύσκολο ωστόσο να αποδεχτείς ότι Εσύ, ο Άγιος σου Εαυτός είσαι απλά η μάζα των Άλλων. Κι ένας ακόμη τουρίστας που μισεί τους άλλους τουρίστες και ψάχνει στο βλέμμα του ντόπιου μια κάποια αποδοχή, αναγνώριση ότι Εσύ τουλάχιστον δεν είσαι σαν τους Άλλους.

«Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων. Τη μέρα είναι γεμάτοι από μια φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από μια έλλειψη φασαρίας που πάλι δεν σημαίνει τίποτα» έγραφε εκείνος ο βαρύθυμος βοηθός λογιστής. Νύχτες όπως που για κάποιον (κατά βάθος εξίσου βαρύθυμο) σαν τον Adrian Borland μπορεί να χαραχτούν στη μνήμη, μια νυχτερινή περιδίνηση στα μπαρ του Bairro Alto λέγεται ότι τον οδήγησε να γράψει εκείνο το «Barria Alta» (κι ας έχει ορθογραφικό λάθος) στο «Thunder Up» το 1987, λίγο πριν το διαλύσουν οι Sound. Εδώ δεν έχει ησυχία. Έχει και πολλούς Άγγλους, με ότι αυτό συνεπάγεται. Η χώρα άλλωστε έχει έναν μακροχρόνιο δεσμό με την Βρετανία, στενό αλλά αμφίθυμο, ενίοτε ταπεινωτικό και υποτελειακό, από την μακρινή εποχή του Ουέλινγκτον (του δούκα στρατηγού, όχι του μοσχαριού) ο οποίος αποβιβάστηκε εδώ για να κάνει αντίσταση στον πανταχού προελαύνοντα Ναπολέοντα. Πως το είχε διατυπώσει με κυνικό πραγματισμό ο Κάνιγκ(ος) (ναι, ο γνωστός μας από την πλατεία»); «Η Πορτογαλία πρέπει να είναι πάντα βρετανική».

Παράξενη χώρα η Πουρτουγκάλ (θυμάμαι εδώ το αγαπημένο από μια κασέτα σχολικών χρονών κομμάτι της Patricia Carli, «Au Portugal», με την κρύα αίσθηση μιας καλοκαιρινής αγάπης που χάθηκε). Σκληρό κλίμα (οι ντόπιοι λένε έχουμε 9 μήνες χειμώνα και τρεις μήνες κόλαση). Ο τόπος μας είναι κλειστός. Λες κι έχει γυρισμένη την πλάτη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη και στους άσπονδους γείτονες Ισπανούς, από τους οποίους τους χωρίζουν μόνο ιστορικά ατυχήματα, τυχαία γεγονότα και κάποιοι λάθος …γάμοι, κοινή γαρ η μήτρα και η ιστορία μέχρι ενός σημείου, οι ιστορικοί το τοποθετούν εκεί κάπου στο γύρισμα της πρώτη χιλιετίας. Οι πολεμικοί αέρηδες που σάρωσαν την Γηραιά Ήπειρο τον 20ο αιώνα άφησαν την Πορτογαλία αλώβητη, οι πεδιάδες της δεν έγιναν πεδία βολής φτηνά για να ασκούνται ξένοι φαντάροι, σε… αντιστάθμισμα πέρασε μέσα σε απομόνωση μια μακρόχρονη σκληρή δικτατορία, σε παραλληλία με την δική μας χώρα (κι ας μην είναι και αυτή μεσογειακή, όπως την ήθελε το nepo-baby πρωθυπουργός μας – δεν γράφω το όνομα για προφανείς προληπτικούς λόγους), εμείς «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», αυτοί «Φάτιμα Φάντο Φουτμπόλ», μαζί τελείωσαν το 1974, εμείς Πολυτεχνείο, εκείνοι Γαρύφαλλα (βέβαια εδώ δεν επινόησαν την έννοια της ‘Μεταπολίτευσης’, για να ‘χουν μετά να συζητάνε οι διανοούμενοι για το Τέλος της, όπως σε άλλες πιο… προηγμένες χώρες). Έκτοτε έζησε κι αυτή πολλά, σκαμπανεβάσματα, αλλαγές, σοσιαλισμό, κρίση, έγινε κι αυτή ένα … γουρουνάκι (πορκίνιο δηλαδή, όπως μάθαμε βλέποντας κι εδώ ένα επεισόδιο μεταγλωττισμένης Πέπας) από τα PIGS του ‘τεμπέλικου’ Νότου, τελευταία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα και παρά τα «Fascismo nunca mais», η ακροδεξιά πήρε κι εδώ την ανηφόρα (και όχι μόνο από αυτές της Λισσαβώνας).

Παρά τους δεσμούς ωστόσο με την Βρετανία, ο αγγλοσαξονικός σπόρος (ειδικά ο… ίντυ) δεν πολυέπιασε σε αυτά τα μέρη. Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε έτσι αυθόρμητα στο νου ένα πορτογαλικό ροκ συγκρότημα ….. Σιωπή προς απάντηση (εσείς που φωνάξατε Moonspell καθίστε παρακαλώ κάτω, είπαμε ροκ και όχι μέταλ και μάλιστα γοτθικό – μήπως να πούμε, με μεγαλύτερη χωρική πιστότητα …βησιγοτθικό;). Ωστόσο εμείς ήρθαμε εδώ ψαγμένες και διαβασμένες, έστω και σε αυτά τα αραιογραμμένα κιτάπια της ποπ-ροκ-κουλτούρας. Το πρώτο δισκάδικο που αποπειραθήκαμε να επισκεφτούμε ήταν (τι παράξενο) σε ανήφορο. Ένα χαρτί στο σκονισμένο τζάμι ανακοίνωνε στους λαχανιασμένους επισκέπτες «κλειστό για τον επόμενο μήνα». Το δεύτερο (κι αυτό στο τέλος ανήφορου, τι παράξενο) φαινόταν επίσης θεοαμπαρωμένο. 2 παρά το μεσημέρι και είχε πιάσει πάλι να βρέχει. Μια μαγείρισσα από το δίπλα μαγαζί που είχε κεσάτια και κάπνιζε φυσώντας την πλήξη της στον νοτισμένο αέρα μας λέει ελαφρώς συγκαταβατικά «ααα περιμένετε, θα έρθει σε λίγο». Επιστρέψαμε μετά από μια μικρή βόλτα και το αφεντικό ήταν πράγματι εκεί, έπαιζε μόνος του δίσκους και χτυπιόταν στον ρυθμό του «Reinforcements» των Sparks. Αφού πήραμε ανάσα αρχίσαμε την επίδειξη γνώσεων. Έχετε μήπως Banda do Casaco; Το «Hoje há conquilhas, amanhã não sabemos» κατά προτίμηση; Ααα, αυτό με τα αυγά; (πράγματι!). Δυστυχώς όχι, δεν κυκλοφορούν πια αυτά εδώ και χρόνια. «Petrus Castrus όμως;» κάνουμε ρελάνς, δεν μπορεί, το γκρουπ των αδερφών Κάστρο και ειδικά ο δίσκος τους «Mestre» από το 1973 είχε κάπως ακουστεί στον χώρο της προγκρέσιβ τζαζ (ας ορίσουμε κάπως έτσι τις ευρείες συντεταγμένες του), παρόλο που στον καιρό του είχε κάποια θεματάκια με την λογοκρισία. Ούτε αυτό, δυστυχώς. Του έρχεται όμως μια έκλαμψη και χάνεται για λίγο στα παρασκήνια. Αυτό είναι το πρώτο των Banda do Casaco, το «Dos Benefícios dum Vendido no Reino dos Bonifácios», και είναι το καλύτερο τους (δεν συμφωνώ, προτιμώ αυτό «με τα αυγά», μου ακούγεται πιο μεστό και ολοκληρωμένο στην φολκ ενδοσκόπησή του, αλλά κρατώ την άποψη για μένα). Δεν σε πειράζει που είναι σε CD ε; Του απαντώ ότι δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το βινύλιο, δεν είμαι συλλέκτης ούτε και φετιχιστής. Δεν μιλάει σπουδαία αγγλικά, ωστόσο αυτό πρέπει να το κατάλαβε, είναι που η λέξη φετίχ στα πορτογαλικά έχει την ρίζα της (feitico ήτοι μαγεία). Πρέπει όμως να διαβάσεις και να καταλάβεις τους στίχους, συμπληρώνει εμφατικά. Ας είναι καλά το google translate.

Κάτι είχαμε όμως ακόμη στα «σκονάκια» μας. Salada de Frutas. Όχι όλους τους δίσκους τους, οι περισσότεροι είναι συμβατικά ποπ, αλλά το σινγκλάκι που λεγόταν ‘Robot’ (που είχε και παιχνιδιάρικο ήχο new wave των 80s και η θεματολογία του ήταν μέσα στο κλίμα των καιρών εκείνων με τα άγχη για τα ρομπότ που θα μας φάνε τις δουλειές … αλλά αυτά δεν τα είπα). Μόρφασε αποδοκιμαστικά για την κιουροζιτέ της επιλογής. ΟΚ, αλλά τι στίχοι είναι αυτοί… Επιβεβαιώνοντας και πάλι την άποψη ότι στην πορτογαλική μουσική ο λόγος παίζει εξίσου αν όχι και πιο βαρύνουσα σημασία απ’ ότι η μουσική η ίδια. Ήθελα να του πω ότι τα περισσότερα τραγούδια της ποπ κουλτούρας λένε ανοησίες αλλά δεν μας πειράζει (συνήθως), αλλά και πάλι το κράτησα για μένα (έτσι δεν ρώτησα και για τους Street Kids και το «Spy» τους). Obrigado. Το σινγκλάκι τελικά το βρήκα 2,5 ευρώ στο discogs.

Ίσως δεν είναι παράξενο ούτε τυχαίο ότι εδώ στον Νότο (από την Πορτογαλία μέχρι και την Ελλάδα περνώντας κι από Ιταλία και Ισπανία), η αγγλοσαξονική μουσική κουλτούρα κατά βάση ποτέ δεν ξεπέρασε το στάτους μιας γωνίας (niche που λέμε) για τους λίγους και δεν απέκτησε ευρεία κοινωνική απεύθυνση, καθώς είχε να ανταγωνιστεί μια γερά ριζωμένη τοπική κουλτούρα. Όπως κι εδώ… Περπατάμε στην Αλφάμα, την παλιά μαυριτανική συνοικία που διατηρεί ακόμη μια εγκαταλελειμμένη γραφικότητα. Αυτή είναι η ‘Lisboa Antiga’, όπως λέει και το διάσημο τραγούδι της Amália Rodrigues, το οποίο δεν λείπει από καμιά συλλογή από τις δεκάδες ίσως κι εκατοντάδες επίσημες και ανεπίσημες που κυκλοφορούν (μέχρι και στο duty free του αεροδρομίου βρίσκεις, για ένα σουβενίρ της τελευταίας στιγμής). Στενά σοκάκια, κλειστά σπίτια, κάποια σχεδόν γκρεμίδια, απέξω φωτογραφίες των ανθρώπων που κάποτε έζησαν εδώ, πολλοί Αντόνιο και πολλές Μαρίες (τα πιο συνηθισμένα πορτογαλικά ονόματα) μας κοιτάνε από ένα ανυποψίαστο παρελθόν. Που και που μια απλωμένη μπουγάδα πλαταγίζει στον αέρα, δίνοντας σημείο ζωής σημερινής. Ανηφορίζοντας προς το (ψευδο)παλιό κάστρο του Σάου Ζορζέ η λαθραία ματιά σταματάει σε ένα γκραφίτι που λέει «Music is life», ξεφλουδισμένος τοίχος, και μια απλωμένη ταλαιπωρημένη μπλούζα που γράφει Flux of Pink Indians (ένα παλιό ιδεολογικά σκληρά συνεπές σχήμα του βρετανικού αναρχο-πανκ χώρου). Madrugada de Alfama.

Αγαπάνε πολύ το τραγούδι εδώ. Ακόμη και στο γήπεδο (σε εκείνο που το 2004 είχε κάνει την ντρίπλα ο Ζαγοράκης στον Λιζαραζού) οι οπαδοί της Σπόρτιγκ Λισσαβώνας μια χαρά λένε πριν τα ματς το «My way» του Σινάτρα σε ποδοσφαιρικά προσαρμοσμένους στίχους – σίγουρα καλύτερα από τον …Sid Vicious όπως παρατήρησε παιγνιωδώς ο συνάδελφος ο Μάριος Καρύδης. Μα πάνω απ΄ όλα είναι το fado. Εδώ στα στενά της Αλφάμα λέγεται ότι γεννήθηκε. Εδώ είναι και το μουσείο του. Με την πρωθιέρεια του την Amália Rodrigues, της οποίας ο θάνατος το 1999 έφερε τριήμερο πένθος στη χώρα και χιλιάδες ανθρώπους στην κηδεία της), και τις πολλές ‘κόρες’ της (από την Dulce Pontes, την Cristina Branco μέχρι την Mísia, την Mariza, την Maria Joao και το κουιντέτο της). Με τους αυστηρούς κανόνες του (οι «στίχοι πρέπει να λέγονται όπως πρέπει», η ενδυμασία οφείλει να είναι μαύρη). Και με τους αιρετικούς και τους αποσυνάγωγους του που θέλουν να τους σπάσουν (ή να τους εμπλουτίσουν). Έτσι έχουμε και ‘novo fado’, ποικιλόμορφης τολμηρότητας, που φτάνει μέχρι και τις ηλεκτρονικές προσεγγίσεις (π.χ. πριν χρόνια γράφαμε εδώ στο MiC για τον δίσκο του Raül Refree με την Lina Rodrigues).

Ομολογώ ότι δε το αντέχω το φάντο(υ) για πολύ, αλλά έτσι είναι, όλα είναι ίδια αν δεν τ’ αγαπάς, το περίδειο αξίωμα ισχύει για όλα τα μουσικά είδη. Είναι και η γλώσσα που δρα αποξενωτικά, το fado είναι πάνω απ’ όλα οι λέξεις. Και ο τρόπος τους. Και το νόημα και το συναίσθημα που κουβαλούν. Ο λυγμός. Η απώλεια. Ο (απο)χωρισμός. Που μέρος πάντα χάνεται σε οιαδήποτε, όσο και ‘τέλεια’ ακόμη μετάφραση. Η ετυμολογία του μας οδηγεί στο λατινικό fatum. Τη μοίρα. Η πίστη στην μοίρα και στο τυχαίο είναι βαθιά ριζωμένη στον απανταχού λαϊκό άνθρωπο (και πριν υπονοηθεί οποιαδήποτε υποτίμηση, θα συμπλήρωνα, και στην σύγχρονη επιστήμη). Ειδικά σε αυτόν τον τόπο που η μοίρα του είναι η θάλασσα. Και όχι οποιαδήποτε θάλασσα. Ο Ωκεανός.

«Αυτή η πρωτεύουσα που ανοιγόταν στους ωκεανούς, μου έδινε την εντύπωση ενός κράματος εξωτισμού και πολιτισμού», ξανα-αντιγράφω Λε Τελιέ. Λέγεται (αν και πιθανότατα δεν ισχύει, αλλά ποιος δίνει και σημασία) ότι στην ετυμολογία κρύβεται ο ομηρικός Οδυσσέας, ο Ulisses, το ‘γραψε αυτό και κοτζάμ Στράβωνας (όχι πάντα αξιόπιστος βέβαια). Ulissipo, ή Olissipo, μετά οι Άραβες την είπανε Al-Ushbona, πριν φτάσουμε στη Lisboa διασχίζοντας μια θάλασσα χρόνου. Από εδώ ξεκινούσαν τα πλοία για την ωκεάνεια περιπέτεια, ταξιδεύοντας όχι πάντα με υπέροχον καιρόν (μπορεί και να εξόκειλαν αιφνιδίως ανοιχτά των Αζορών –πορτογαλική κτήση ακόμη- όπως στους στίχους του Μποστ που τραγούδησε σε θεοδωράκεια μελωδία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης). Με πολύτιμο οδηγό τον αστρολάβο (που η αποτύπωση του έφτασε μέχρι και στην σημαία της χώρας), κι ονόματα μυθικά και αγαλματοποιημένα, ο Ερρίκος ο Θαλασσινός (όχι, λάθος, ο Θαλασσοπόρος), ο Βάσκο ντε Γκάμα, ο Μαγαλιάις (ο ποιος; ααα, ο Μαγγελάνος) κίνησαν για ανακαλύψεις, περιπέτειες, κατακτήσεις, πλούτη στον μυθικό Rio d’Ouro ή ψαριές του τρόμου στα παγωμένα νερά της Βόρειας Θάλασσας για τον «εθνικό» βακαλάο(υ).

Στο προάστιο της Μπελέμ, μια ακόμη από τις υποχρεωτικές στάσεις του σωστού «city breaker», στέκει στην …ακροταγιά ένα φαραωνικό, αποικιοκρατικής ανάμνησης, χουντικής εκτέλεσης και αισθητικής μεγαθήριο μνημείο προς τιμήν των θαλασσοπόρων κατακτητών του παρελθόντος (σκέφτεσαι πως τις ανά τον κόσμο δικτατορίες τις ενώνει μεταξύ άλλων και η αγάπη για τα μεγάλα μέγεθη). Στην μαρμάρινη αναπαράσταση μιας πλώρης καραβιού, έτοιμου λες να αποπλεύσει, συνωστίζονται εστεμμένοι, σπαθοφόροι και σταυροφόροι σε μια αγαστή σύμπνοια.

Απέναντι στην άλλη όχθη ξεκόβεται στον ορίζοντα η κορφή από το τεράστιο άγαλμα του Cristo Rei, μικρότερο βέβαια από το παρόμοιο που φτιάχτηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στην παλιά αποικία την Βραζιλία, σε απόδειξη της επιτυχούς εξαγωγής καθολικισμού στους τότε σκλάβους, οι οποίοι ακόμη και μετά την απελευθέρωση τον ενστερνίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερο φανατισμό και πάθος (όπως περίπου έγινε και με τους μαύρους στον αμερικάνικο Νότο, ένα φαινόμενο που η ανάλυσή του θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον). Και αναλογίζεσαι ότι από σκοπιάς… image, ανάμεσα στους πάλαι ποτέ αποικιοκράτες, οι Πορτογάλοι τα έχουν πάει καλύτερα σε σύγκριση με Άγγλους, Γάλλους (όχι Πορτογάλους είπαμε), Βέλγους, Γερμανούς, ή ακόμη και τους γείτονες Ισπανούς. Κι ας ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν το ευγενές αυτό σπορ και από τους τελευταίους που το σταμάτησαν, χρειάστηκε να έρθουν τα 70s του 20ου αιώνα για να ξεκουμπιστούν, μετά από άγριους πολέμους μάλιστα, από Αγκόλα και Μοζαμβίκη κι από εκείνη την μικρή κουκίδα που λέγεται Γουϊνέα Μπισσάου.

Μολαταύτα στην δημόσια εμφανή μνήμη δεν συναντάς ίχνη επεξεργασίας, αυτοκριτικής και μετα-αποικιακού αυτομαστιγώματος (όπως είναι η μόδα - που τόσο μοιάζει όμως ενίοτε με νεο-αποικιακή επιβολή νοηματοδότησης, αυτάρεσκη αυτομαστίγωση και άρρωστη αντίστροφη εθνική υπερηφάνεια). Είναι κυρίως στα βιβλία που θα συναντήσεις κανείς μια τέτοια διαπραγμάτευση με τις μελανές σελίδες του παρελθόντος (όπως π.χ. σε εκείνα του António Lobo Antunes). Από την άλλη, παλαιότερα είχε διατυπωθεί και μια θεωρία με το πιασάρικο όνομα ‘Lusotropicalismo’ (από Βραζιλιάνο παρακαλώ κοινωνιολόγο) η οποία υποστήριζε (άλλοτε πειστικά, περισσότερο μη-πειστικά) ότι ο πορτογαλικός ιμπεριαλισμός ήταν πιο ‘καλός’ και πιο ‘εκπολιτιστικός’ σε σχέση με τους άλλους ευρωπαϊκούς. Παρολ’ αυτά, η ρετσινιά του ‘Κακού’ δεν τους έχει μείνει. Είναι ίσως επειδή σε αυτή την άκρη της Ευρώπης η ιστορία μοιάζει να έχει ξεχαστεί; Ή ότι η χώρα δεν συγκαταλέγεται πια στα μεγάλα κι επιδραστικά έθνη και ζει σε μια συμπαθητική παρακμή απλά αναπολώντας χαμένα μεγαλεία;

Αφήνοντας πίσω τα αδηφάγα πλήθη της Μπελέμ, που στήνονται στη ουρά για να φάνε ένα pastel di nata, το γλυκάκι χεριού με την κρέμα (μπουγατσάκι βασικά), εδώ γαρ υποτίθεται είναι το καλό, το σωστό, το πρόστυχο, κατευθυνόμαστε προς το Museu Nacional de Arte Antiga, κι ας νομίζω έχω πια βαρεθεί τα μουσεία, την ομοιομορφία τους, και την ενίοτε ξεκάθαρα τουριστική τους στόχευση (εντάξει να υπάρξει μουσείο για τα πανταχού παρόντα στην πόλη πλακάκια azulejos. Αλλά μουσείο με… άμαξες;). Ήθελα όμως οπωσδήποτε να ρίξω μια ζωντανή κοντινή ματιά, και λόγω… ονόματος και λόγω αγάπης, στον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος που βρίσκεται εδώ. «Το πιο εξαιρετικό ψάρι μπορεί κανείς να το θαυμάσει στο τρίπτυχο του Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου του Μπος .. είναι ένα ψάρι που ταξιδεύει στον ουρανό και το οποίο καβαλικεύουν δύο μυστηριώδη άτομα», κάπως έτσι τα έγραφε ο Αντόνιο κι αυτός Ταμπούκι στο «Ταξίδια και άλλα ταξίδια»). Και η τριγύρω περιοχή έχει κι αυτή ένα ιδιαίτερο χρώμα, η Αλκάνταρα, άχαρη και βιομηχανική, με πολλά παρατημένα βιομηχανικά κτίρια και αποθήκες που περιμένουν ανυπεράσπιστα επενδυτή να γίνουν τρέντυ. Στον ορίζοντα κυριαρχούν οι γερανοί φορτοεκφόρτωσης (και πάλι από πίσω ο Χριστός), κατάρτια που λικνίζονται σε σκουριασμένα αγκυροβόλια. Ήχοι: μια μπουλντόζα, κρωξίματα επιθετικά πεινασμένων γλάρων, το μεταλλικό κροτάλισμα του τραμ στις ράγες, μια καμπάνα από μια από τις πολλές εκκλησίες της πόλης, όλοι αυτοί διαγράφονται πάνω από ένα συνεχές βουητό σαν μελίσσι σε οίστρο, είναι τα αυτοκίνητα που διασχίζουν από πάνω μας την θηριώδη γέφυρα του Τάγου (κάποτε λεγόταν Σαλαζάρ, σήμερα είναι πια ‘25ης Απριλίου’), Κάπου εκεί επάνω δεν περπατούσε και ο Bruno Ganz, σε εκείνη την ατμοσφαιρική ταινία του Alain TannerDans la Ville Blanche»);

Βγάζω το μικρό μου ηχογραφιστήρι, ένα ταπεινό Zoom-άκι, με την μάταιη αλλά αυθόρμητη επιθυμία να φυλάξω τη στιγμή. Κάνοντας ασυναίσθητα ότι ακριβώς είχε κάνει και ο Rüdiger Vogler, ακριβώς σε αυτό το σημείο μάλιστα, σε εκείνη την ταινία που πάνε τόσα χρόνια που είχα να δω, του του ανθρώπου που κατέχει να κινηματογραφεί μοναδικά δρόμους και πόλεις και να αναδεικνύει τον μύθο τους. Είναι στο «Lisbon Story» του Wim Wenders, όπου εμφανίζονται, συμπρωταγωνιστούν βασικά και οι Madredeus, που κι αυτοί αγαπήθηκαν στα μέρη μας μέχρι κατάχρησης στα 90s, εδώ σε μια μαγική χαμηλότονη στιγμή της ταινίας ερμηνεύουν το «Ainda».

- Πως σου φαίνονται;

- Ο ποταμός ή το τραγούδι;

- Και τα δύο πάνε μαζί, λέει κάπου η Teresa Salgueiro.

«Αλλά είναι μόνο το ποτάμι, το οποίο είναι αλήθεια» ακούμε στο λες και νοτισμένο από την υγρασία «O Tejo». «Ο μαύρος ουρανός στο βάθος νότια του Τάγου ήταν θλιβερά μαύρος σε αντίθεση με τις πάλλευκες φτερούγες των γλάρων». Είναι που δίπλα σε ένα ποτάμι μπορείς εύκολα να αμπελοφιλοσοφήσεις για τη ζωή και τον χρόνο που περνά, να μνημονεύσεις Ηράκλειτους και άλλους σοφούς, μπορεί και να μετρήσεις πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που είχες πρωτοδεί τον Τάγο να είναι ένα ήσυχο-ήσυχο ποταμάκι που κύλαγε το νεράκι του πολλά χιλιόμετρα μακριά, στο Τολέδο, και τώρα βρίσκεσαι στις εκβολές του, εκεί όπου φαρδαίνει και γίνεται θάλασσα, και μετά σκέφτεσαι ότι «ήταν εντελώς στα αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Τάγος» (για να παραφράσεις και Lost Bodies). Και ότι τελικά σου αρέσουν και οι εξελληνισμοί στα ονόματα και το πώς ο Tejo μετατρέπεται σε Τάγο.

Τα φώτα που πέφτουν το βράδυ προ(σ)καλούν σε μελαγχολία. Ίσως και σε ένα ποτηράκι κρασί πράσινο (vinho verde, έστω και χύμα ή από φιάλη χωρίς φελλό, κι ας είναι εδώ, στην πέραν του Τάγου μεριά, στο Alentejo, που ευδοκιμούν τα φελλόδεντρα). Γιατί κρασί όταν πιείς γίνεσαι… βασιλιάς και παντοκράτορας (όπως στο «King of Portugal» του σκωτσέζου μελωδού Al Stewart). Βρέχει (πάλι) στη Λισσαβώνα, κι απ’ το παράθυρο βλέπω να κυλάει η Λεωφόρος Λιμπερτάντε, λαμπερή και θλιμμένη σαν κανάλι του Άμστερνταμ, ταιριάζουν πολύ εδώ οι μελαγχολικοί κιθαριστικοί αρπισμοί του "Lisboa" των Durutti Column (από το σπάνιο άλμπουμ «Amigos em Portugal»).

Lisboa je fuis, Λισσαβώνα φεύγω, όπως σε εκείνο το τραγούδι του Charles Aznavour. Ένας ακόμη τόπος προστέθηκε σε μια βιογραφία, έγινε μέρος μιας πολύ ατομικής γεωγραφίας. Ή μια φαντασίωση του τόπου. Ο οποίος υπήρχε και υπάρχει ερήμην σου, πέρα από το άπληστο για εμπειρίες Εγώ. Το ξέρεις βέβαια ότι δεν γνώρισες παρά μια βιτρίνα, αποστειρωμένη, κομμένη και ραμμένη ίσως στα μέτρα και στις προσδοκίες σου, αυτές που θέλουν να ‘μαγευτείς’, να θαυμάσεις, να αφηγηθείς επιστρέφοντας. Η πραγματική ζωή των προαστίων με την ασχήμια, τις λαϊκές πολυκατοικίες, τους μετανάστες, τους φτωχούς δεν εμπίπτουν στην ορατότητα και στην συμπεριληπτικότητα της εποχής. Κι εσύ κατά βάθος βιάζεσαι λιγάκι να φύγεις, να γυρίσεις σπίτι. Ήδη την ζεις εκείνη τη στιγμή, που όταν έχεις πια επιστρέψει στην ασφάλεια του οικείου περιβάλλοντος, θα νοσταλγήσεις τις στιγμές που ήσουνα σε αυτούς τους δρόμους και κοίταζες ένα σπαρακτικό πανόραμα. Υπήρξα κάποτε στ' αλήθεια εδώ; Ίσως και αυτού του τύπου η νοσταλγία να είναι στα συστατικά του saudade.

Το πραγματικό ταξίδι άλλωστε ξεκινάει με την επιστροφή. Πάντα. Αλλιώς δεν είναι ταξίδι, είναι φυγή.