Λονδίνο: Loud and Everlasting

Μια μητρόπολη του κόσμου όπου πάντοτε κάτι συμβαίνει. Η Ελένη Φουντή δεν αντιστάθηκε στο 'κάλεσμα' της, περιηγήθηκε, είδε, άκουσε και μετά (κατ)έγραψε

Reverb στο μετρό

Πόση μουσικότητα αντέχει μια πόλη; Πόσες ιστορίες θορύβου μπορούν να στριμωχτούν σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του Big Smoke; Η σκέψη επιστρέφει πάντα με τη δική μου επιστροφή στο Λονδίνο, με πρώτο trigger την κάθοδο στα δαιδαλώδη τούνελ του μετρό. Εδώ υπάρχει μία προσωπική φιξασιόν με τους ήχους του tube είναι η αλήθεια. Παλιά πήγαινα συχνά σε ένα κλαμπ που ήταν χωμένο στα θεμέλια του London Bridge με μόνη πρόσβαση από το μετρό. Δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να ανησυχήσω γι’ αυτό, αλλά ένιωθα πάντα μια άγρια χαρά με τις αντηχήσεις στο περπάτημα από την υπόγεια Joiner Street και τις σκοτεινές σήραγγες μέχρι την πόρτα του κλαμπ, η οποία εξανεμιζόταν μόλις έμπαινα στο κλαμπ (πράγμα που βέβαια δεν εξηγεί γιατί ξημερωνόμουν κιόλας στο κλαμπ). Δεν το λένε τυχαία tube. Ιδίως στις γραμμές μεγάλου βάθους όπως πχ η Piccadilly οι συρμοί διέρχονται σε στενές σήραγγες διαμέτρου 3,5 μέτρων και οι θηριώδεις κλαγγές μαζί με τους θορύβους χαμηλής συχνότητας των βαγονιών συγχωνεύονται σε ένα ισοπεδωτικό μεταλλικό noise / reverb που θα σε βρει όπου κι αν είσαι, στις σκάλες, στους διαδρόμους, στο ασανσέρ, και μουσικά θα μπορούσε να ακολουθήσει διαφορετικές λογικές ακραίου ήχου: Τις avant death metal δυσαρμονίες των Defacement που είδαμε πρόσφατα στο An Club (ας τους θεωρήσουμε Ολλανδούς - northbound!), τη σκληρή concrète του Bernard Parmegiani (Γάλλος - southbound!), το απείθαρχο industrial των Nurse With Wound (περίπου ενταύθα αλλά και πουθενά - this train is now ready to depart, please stand clear of the closing doors!), κλπ.

Noise στους δρόμους

Οι περί το noise και την ακουσματική ακρόαση διεργασίες συνεχίζουν αμείωτες στη στάθμη 0. Σε αντίθεση με τη στερεοτυπική εικόνα του Βρετανού που δήθεν μιλάει χαμηλόφωνα, η βαβούρα είναι προαιώνιο δομικό χαρακτηριστικό των Λονδρέζων. Άλλωστε ουδεμία σχέση έχει το Λονδίνο με την υπόλοιπη Βρετανία. Στα σχετικά αναφέρεται και ο Peter Ackroyd στο “London: The Biography”, με μαρτυρίες Γερμανών ταξιδιωτών από τον 16ο αιώνα που φτάνοντας στο Λονδίνο διαπίστωναν έντρομοι ότι οι νέοι τη νύχτα διασκέδαζαν χτυπώντας τις καμπάνες των εκκλησιών υπό το ευχαριστημένο βλέμμα του Στέμματος που εκλάμβανε τη φάση ως ένδειξη ψυχικής και σωματικής υγείας της νεολαίας. Είναι τρελοί αυτοί οι Βρετανοί, το είπε και ο Goscinny. Στην πραγματικότητα οι Λονδρέζοι είχαν πάντα μια σχεδόν βίαιη σχέση πάθους με τον θόρυβο, την οποία εκτός από τις καμπάνες εκτόνωναν σε τύμπανα, κανόνια, γλάστρες, ό,τι έβρισκαν. Από τον μεσαίωνα μέχρι τις φωνές “street cries” των πλανόδιων, τον βιομηχανικό θόρυβο του 19ου αιώνα, τις μουσικές του δρόμου που όπως υποστηρίζει η Virginia Woolf στο “Street Music” πρέπει να είναι δυνατές για να είναι όμορφες (Λονδρέζα κι εκείνη άλλωστε), μέχρι τις νυχτερινές μπαρότσαρκες για τις οποίες πριν από εμάς εγγυήθηκε ο Μαρξ, το Λονδίνο μέσα / έξω, υπέργεια / υπόγεια ακτινοβολεί διαχρονική κουλτούρα μουσικότητας και φασαρίας.

Ταραχώδη 80s στην Tate Britain

Πόλη διαμαρτυρίας και ακτιβισμού εξάλλου, όπως υπογραμμίζει και η έκθεση “The 80s: Photographing Britain” στην Tate Britain που ακολουθεί την καλλιτεχνική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της φωτογραφίας στην πολύ ταραχώδη περίοδο για τη Βρετανία 1976 - 1993, τα χρόνια των αντιρατσιστικών εξεγέρσεων, των απεργιών των ανθρακωρύχων, του Άρθρου 28, του AIDS και του gentrification. Μοιραία άνιση έκθεση πάντως, καθώς το εγχείρημα ασφυκτιά σε έντεκα αίθουσες που επ’ ουδενί επαρκούν. Εκτός αυτού, επιπλέον των αντιφασιστικών και αντιρατσιστικών εξεγέρσεων που μαζί με τις ταξικές ανισότητες στη σκιά του θατσερισμού είναι η ραχοκοκαλιά των εκθεμάτων, η θεματική εστιάζει και στις τεχνοτροπίες τοπίων και πορτρέτων, για να επιστρέψει στα ζητήματα κοινότητας, μαύρης συνείδησης, φεμινιστικής αφύπνισης και ενδυνάμωσης λοατκι. Και κάπου εκεί έχουν χώσει ως φιλεράκι και το κλάμπινγκ, που από μόνο του θέλει τρεις αίθουσες εδώ που τα λέμε. Οι φωτογραφίες είναι όλες η μία καλύτερη από την άλλη, αλλά με τόσο ευρύ πεδίο, η λογική είναι pick & mix και οι ελλείψεις σημαντικές. Δεν με θεωρώ παράλογη που περίμενα περισσότερη μουσική φερ’ειπείν.

Από την άλλη, πήρα το ικανό ερέθισμα για να ψάξω περισσότερα μόνη μου. Οι δύο “Skins Against The Nazis” στο Hackney και η κλασική φωτογραφία του Paul Simonon από το Rock Against Racism της 30ης Απριλίου 1978 μετράνε για δέκα, γιατί βρήκα την αφήγηση του Syd Shelton, φωτογράφου και συνδιοργανωτή, που εκείνη τη μέρα ξύπνησε στις 4 το πρωί από τον κόσμο που τραγουδούσε κομμάτια των Clash έξω από το παράθυρό του στην Charing Cross Road. Είπαμε, Λονδίνο και ησυχία δεν ταιριάζουν. 100.000 άνθρωποι τελικά, οι δεκαπλάσιοι από τους προσδοκώμενους, κατέβηκαν σε πορεία από την Trafalgar Square μέχρι το στόμα του λύκου και τα στέκια του National Front στο Hackney, όπου δόθηκε η συναυλία σε συνεργασία με το Anti-Nazi League. Του Shelton είναι και οι φωτογραφίες από το Battle Of Lewisham και τις αντιφασιστικές πορείες στο Νότιο Λονδίνο με επίκεντρο το πολύπαθο New Cross, που τόσο έξυπνα και κρυπτικά σκιαγράφησαν οι Carter USM στο “The Only Living Boy In New Cross”, σχολιάζοντας παράλληλα τον άνευ προηγουμένου ηθικό πανικό που δημιούργησε το AIDS και παρωδώντας το “The Only Living Boy In New York” των Simon & Garfunkel. Μεγαλειώδες 3 σε 1 τραγούδι που εκτός από τους παγκοσμιοποιημένους goths τείνει χείρα φιλίας στους grebos και τους crusties.

Δισκάδικα στο Soho

Ναι αλλά τι θα γίνει με το punk, το new wave και το rock που τα χάσαμε στην έκθεση; Σιγά μην τα χάσαμε. Φύγαμε για Soho, τον επίγειο παράδεισο του βινυλιομανούς. Και του σιντομανούς. Το δράμα με τα underground δισκάδικα του Λονδίνου δεν είναι οι εκλεκτικοί κατάλογοι, ανάλογης ποιότητας των οποίων βρίσκεις και στην Αθήνα, αλλά η γνήσια απροσποίητη και μερακλίδικη ατμόσφαιρα που τα κάνει εθιστικά και εκτοξεύει τον κίνδυνο χρεοκοπίας (και καθυστέρησης στα ραντεβού στα γύρω μπαρ αμέσως μετά). Τα δισκάδικα του Λονδίνου είναι κουλ επειδή δεν κάνουν καμία προσπάθεια να είναι κουλ. Και ο κόσμος προσέρχεται όπως πάει στην Αθήνα στη λαϊκή (όχι της Καλλιδρομίου). Όχι ασφαλώς όλος ο κόσμος. Συγκεκριμένος κόσμος. Που όμως σε μια πόλη 9 εκατομμυρίων δεν είναι λίγος και θα μπει για να ψάξει με την ησυχία του, χωρίς να τον απασχολεί οτιδήποτε εξωμουσικό, και για να ακούσει ό,τι θέλει. Παρά την επέλαση του streaming, το listening station στο λονδρέζικο δισκάδικο παραμένει παράδοση, γιατί αν και δεν χρειάζεται πια να το χρησιμοποιήσεις, είναι στημένο ώστε να σε προσκαλεί να το χρησιμοποιήσεις. Με αποτέλεσμα να το χρησιμοποιείς στο τέλος. Κάτι ανάλογο με τις χειρόγραφες σημειώσεις. Ξέρουν οι δισκοπώλεις ότι μπορείς να κατεβάσεις τις περιγραφές του boomkat, αλλά το κρατάνε τρου, χωρίς να φείδονται ενθουσιασμού συνήθως: “Midlandsbest!”, “very rare compilation” και φυσικά “sealed! do not open!!”, λες και θα το άνοιγε κανείς. Τα γράφουν όμως, συχνά τα ζωγραφίζουν κιόλας με αστεράκια, καρδούλες κλπ γιατί έχουν το μικρόβιο. Τέτοιες φροντίδες πέραν του αναγκαίου είναι που δίνουν αρχοντιά παλιού μεγαλείου σε αυτά τα δισκάδικα, ενώ στην πραγματικότητα δίνουν την ευγενή μάχη επιβίωσης όπως όλα, πιθανώς μέχρι να τη χάσουν όπως ακριβώς το Vinyl Junkies, το Black Market και τόσα ακόμα στην περιοχή, για να μην αναφερθώ καν στα εκτός κέντρου.

Jazz, funk, electronica, black pride στο Sounds Of The Universe που τρέχει και τη Soul Jazz Records. Δεύτερο χέρι pop rock, jazz, reggae θησαυροί από 50 p μέχρι 100 λίρες στο Reckless Records (η κόκκινη πόρτα αριστερά στον γνωστό δίσκο των Oasis - για τους λάτρεις του inception, 30 λίρες τον έχουν), όπου αυτή τη φορά εντόπισα και ωραιότατη συλλογή κασετών του βαθέος punk / metal underground στις 6 λίρες το τεμάχιο (“He is testing us” που έλεγε και ο πατέρας της Ariel στο Footloose - δεν φαντάζομαι να διαβάζει κανένας πιτσιρικάς έτσι κι αλλιώς). Electronica στο Phonica με techno, ambient και broken beat που θα ραγίσουν τα πλακάκια και μεγάλη ευκαιρία για αγορές από τη Room40 μια που τα δέματα του Lawrence English από την Αυστραλία πονάνε όσο να ‘ναι, όπως βέβαια και τα μεταφορικά από τη Βρετανία πια λόγω brexit. Και παρότι η προ ετών συρρίκνωσή του κατά τη γνώμη μου έβαλε τέλος στις ένδοξες μέρες του, από μια βόλτα στο Sister Ray δεν έχασε ποτέ κανείς. 

Λούνα παρκ στο East End

Και ανατολικά όμως στο εκθεσιακής λογικής Rough Trade East θα χαθείς σε δίσκους, βιβλία, cd, μπλούζες, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, θα πιεις καφέ, θα καρφιτσώσεις την αγγελία σου για τον μπασίστα που ψάχνεις, θα βρεις μηχανικό ήχου στις ήδη καρφιτσωμένες, θα χαζέψεις τα λάιβ του Upset The Rhythm και αν αντέχεις ακόμα θα τσεκάρεις και το κολάζ με τις λίστες των περασμένων ετών. Έχει και photobooth, πάμε μια βόλτα; Καλή φάση, σωστά; Σωστά, αλλά δισκάδικο είναι το παλιό Rough Trade West στην Talbot Road. Το Rough Trade East είναι λούνα παρκ για μουσικόφιλους. Όχι ότι δεν μας αξίζει κι ένα μουσικό λούνα παρκ όμως, να τα λέμε κι αυτά.

Κάπως έτσι δεν είναι και το Brick Lane εξάλλου; Ένα θορυβώδες λούνα παρκ πολιτισμών, πεδίο σύγκρουσης του εργατικού χαρακτήρα του Spitalfields και του Shoreditch με το καλπάζον gentrification. Από τον 15ο αιώνα η περιοχή παρήγαγε τούβλα και πλακάκια και η ζυθοποιία θρυλείται ότι ξεκίνησε το 1666 (βοήθειά μας). Κάπου τότε εμφανίστηκαν οι λαϊκές αγορές, η κλωστοϋφαντουργία, ήρθαν μετανάστες Γάλλοι Ουγενότοι, μετά Εβραίοι, Ιρλανδοί και φυσικά οι Μουσουλμάνοι Μπενγκάλι. Μείζον κέντρο της μπαγκλαντεσιανής και ινδικής διασποράς, το Brick Lane είναι και ένα παλίμψηστο πολιτισμών που στριμώχνει πολύ περισσότερο extreme noise ανά τετραγωνικό εκατοστό και από τις πλατφόρμες στο tube. Καντίνες street food, εστιατόρια κάρι, μαγαζάκια με vintage ρούχα, βιβλιοπωλεία, μπαρ, καμιά φορά οι καμπάνες της αγγλικανικής εκκλησίας Christ Church στο Spitalfields (λόγω της κυριακάτικης λειτουργίας και όχι για πλάκα όπως παλιά), ουρά έξω από το Beigel Bake που 24 ώρες σερβίρει τα καλύτερα beigels (όχι bagels), Κοσοβάροι μετανάστες, κόσμος που έρχεται από το Old Spitalfields Market, πηγαδάκια στο street art του Banksy και του Phlegm, παρασκευιάτικες προσευχές και παιδιά που μαθαίνουν μπενγκάλι στο Τζαμί που ήταν Συναγωγή που ήταν εκκλησία Μεθοδιστών, σουβλάκια έξω από το 1001, κλάμπερς τα βράδια, χίπστερς τα μεσημέρια, εμείς που βγήκαμε από το Rough Trade East και ψάχνουμε πού θα συνεχίσουμε, η περιοχή είναι η χαρά του urban field recorder.

Η επιβίωση όμως είναι σκληρή. To Λονδίνο είναι πανάκριβο, η αγοραστική δύναμη των μεταναστών συμπιέζεται συνεχώς και τα ενοίκια στο East End είναι εξωφρενικά, με το φαινόμενο να εκτείνεται και στο Dalston όπου πλέον συρρέουν τζαζόφιλοι λόγω Cafe Oto και Vortex, φυσικά στο (για μένα υπερεκτιμημένο) Hoxton και αλλού. Τα γράφει και ο Tarquin Hall στο διεισδυτικό “Salaam Brick Lane”, ο (χάλια) τίτλος του οποίου ωστόσο προοικονομεί την ίσως αναπόφευκτη εξωτική ματιά του λευκού μεσοαστού στη μεταναστευτική εργατική τάξη. Πάντως μάλλον τα λέει καλύτερα από το μπεστσελεράδικο και αμφιλεγόμενο στους ντόπιους μπενγκάλι “Brick Lane” της Monica Ali.

Παραδίπλα το κάργα βιομηχανικό και gentrified, σίγουρα όχι τόσο μπλε όσο στο “Bittersweet Symphony” των Verve, Hoxton έχει το Love Vinyl που δικαιώνει το όνομά του και το σύνθημα που όλους μας ενώνει: μπ.. εεε “δώστε jazz στο λαό” (ακόμα δεν το πιστεύω ότι αγόρασα mint Sidney Bechet με 3,99 λίρες, ούτε καν 4). Σχεδόν στο Hoxton βρίσκεται και μία από τις αγαπημένες μου πηγές noise, η Columbia Road Flower Market μπροστά από τα βικτωριανά μαγαζάκια, από όπου θέλω μια φορά να πεταχτεί η Eliza Doolittle και να φωνάξει με τη βαριά cockney προφορά της “buy a flower kind sir; I'm short for me lodging”.  

Κοντά στο Love Vinyl σε ένα διατηρητέο πρώην άσυλο του 18ου αιώνα στεγάζεται το Museum Of The Home που διατρέχει 400 χρόνια στέγασης ως τρόπου ζωής και κοινωνικού αιτήματος στη Βρετανία με αναπαράσταση εσωτερικών χώρων διαφόρων τύπων κατοικιών. Είναι δωρεάν, όπως πάρα πολλά μουσεία στο Λονδίνο, και χρειάζεται καλύτερη σήμανση για να αναδειχθεί η προβληματική του, όμως ξεχωρίζει το κομμάτι για την παράδοση των αυτοοργανωμένων καταλήψεων που έχτισαν γερούς δεσμούς με την κοινότητα και με σωματεία εργατών, τα οποία προχώρησαν και στην έκδοση εγχειριδίων προς τους καταληψίες. Το ότι είναι το μοναδικό μουσείο αυτού του τύπου στον κόσμο ας το αποδώσουμε σε ατυχή σύμπτωση και όχι σε ευθυγράμμιση με τον κυνισμό της εποχής των έξι ενοικίων μπροστά και του “όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει”.

Παμπ στη Fitzrovia και στο Covent Garden

Το δεύτερο πιο κοντινό περιβάλλον σε σπίτι και ασυζητητί ο μείζων στυλοβάτης της βρετανικής καθημερινότητας ανά τους αιώνες είναι η παμπ. Και ειδικά η παλιά η παμπ, η σωστή του 1700, όπου ο μπάρμαν συνεχίζει να σου βάζει μπύρα και αφού έχει ξεχειλίσει το ποτήρι (εντάξει, έτσι κάνουν και στις άλλες). Σε πιάνει μια άγρια χαρά όταν παραγγέλνεις μπύρα στο στέκι του Charles Dickens ή της Mary Shelley, πώς να το κάνουμε, και ειδικά επειδή αυτά τα μέρη έχουν μείνει απείραχτα σαν ζωντανά μουσεία. Σε μία από τις αγαπημένες μου, τη Lamb & Flag παράμερα στο Covent Garden, έχουν γραφτεί ιστορίες με αίμα. Στα μέσα του 17ου αιώνα ο ποιητής John Dryden δέχτηκε επίθεση στον παράδρομο κολλητά στην παμπ από τραμπούκους του κόμη John Wilmot, αυλικού του Καρόλου Β’, επειδή του τα ‘χωνε με τα ποιήματά του. Παραδόξως έζησε, αλλά στην πορεία άρχισε εδώ να πέφτει αβέρτα οργανωμένο ξύλο. (Aπό όλους τους αστικούς μύθους που λέγονται για τους Βρετανούς μακράν ο πιο άκυρος είναι εκείνος που τους θέλει φλώρους). Στην άλλη αγαπημένη μου, τη Fitzroy Tavern στη Fitzrovia, στέκι του George Orwell, της Nina Hammett κ.ά., γελάω πάντα στις τουαλέτες στο υπόγειο με τις καδραρισμένες ανακοινώσεις από τον ΒΠΠ που ενημέρωναν ότι η παμπ θα έμενε ανοιχτή. “Business as usual during alterations to Germany”, “how to find the Fitzroy Tavern in the blackout”, “my familys war record” κλπ, ένα ακόμα τεκμήριο του (άσβεστου;) μίσους των Βρετανών για τους Γερμανούς στην απίθανη περίπτωση που σας είχε διαφύγει.

Happy places στο Camden Town

Από Fitzorvia εξυπηρετεί άψογα η Northern Line για Camden. Επιστροφή στα έγκατα της γης λοιπόν για λιγότερο war echo και περισσότερο reverb.

.. Μα τι θα πας να κάνεις στο Camden; Δεν έχει γίνει πολύ τουριστικό;

Σε ένα πρώτο γκεστάλτ θα πάω για να επιβεβαιώσω την παγκόσμια σταθερά ότι όλοι βρίσκουμε το Camden ωραιότερο τη χρονιά που πήγαμε πρώτη φορά και έκτοτε οι αντικουλτούρες έχουν εκτοπιστεί από τη μη κουλτούρα. Ισχύει ότι είκοσι χρόνια πριν η έστω επαπειλούμενη punk / metal / goth κοινότητα ήταν πάντως εδώ, ψώνιζε περίεργα κοσμήματα δίπλα μου, έβγαινε στο Electric Ballroom και πήγαινε στον μανάβη. Τώρα με το που πατάς το πόδι σου στην Camden High Street ακούς το “Anarchy In The UK” να ξεφωνίζει από το νιοστό μαγαζί που εξειδικεύεται σε μαγνητάκια Ελισάβετ ΙΙ και φασόν μπλούζες των Damned “για να το νιώσουμε” “αυθεντικά”. Ακόμα κι εγώ που γκρινιάζω, τότε ζούσα στη Russell Square ενώ τώρα είμαι εδώ τουρίστρια (άουτς!)

Ωστόσο, όσο κι αν έχει μαζικοποιηθεί το Cyberdog, όσο κι αν η ανακαίνιση των παλιών στάβλων στην αγορά τους έκανε χίπστερ κι αυτούς, this is Camden γαμώτο! Υπάρχουν πάντα happy places και για μας. Θα πιούμε μπύρα στο μεταλλάδικο το Black Heart, θα δούμε κανένα λαϊβάκι στο Underworld (εδώ άφησα εκκρεμότητα) και προφανώς θα πάμε στα δισκάδικα. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα βρεις εκεί. Φερ’ ειπείν μια μέρα στο Out On The Floor Records με τα όμορφα ζωγραφισμένα ταμπελάκια στα διαχωριστικά βινυλίων ο ιδιοκτήτης βρήκε ένα δέμα με δίσκους και ένα σημείωμα με το οποίο ο αποστολέας ζητούσε συγγνώμη γιατί τους είχε κλέψει πριν δέκα χρόνια αλλά στο μεταξύ έγινε χριστιανός και τον έφαγαν οι τύψεις. Cure, Stone Roses και Smiths μεταξύ άλλων. Τι έχει λοιπόν να μας πει ο Morrissey που εκόπτετο επαναλαμβανόμενα πέρι του θανάτου του Λονδίνου στο “Glamorous Glue”; Μήπως υπάρχει ελπίδα τελικά και δεν είναι dead το London; Αν και μαλάκωσε κι αυτός αργότερα όταν άφησε την καρδιά του “under slate grey Victorian sky”. Μάλλον ούτε εκείνον τον αφήνει αδιάφορο το Camden, συγχωρεμένος.

Σε κάθε περίπτωση όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο All Ages, η παράλειψη του οποίου είναι έγκλημα για όποια και όποιον ασχολείται με τον underground σκληρό ήχο. Punk, metal και οι συναφείς προεκτάσεις κατεβαίνουν εδώ στο επίπεδο της γειτονιάς, τουτέστιν οι χειρόγραφες σημειώσεις στους δίσκους είναι πολύ πρακτικές. Τηρουμένων των αναλογιών ο Meryl Streek και η “extremely rare” black metal συλλογή της Peaceville που πήρα εγώ είναι κάτι σαν Madonna σε αναγνωρισιμότητα. Στο “community notice” ένας κιθαρίστας ψάχνει κόσμο και το τονίζει ο άνθρωπος: όχι metal, κοτσίδες, ράστα, πλήκτρα, εφετζίδικα φωνητικά. Η μπάντα θα είναι old school punk λέμε. Άδικο έχει; Κοιτάζω τον διπλανό μου και αμέσως μεταφέρομαι στο παλιό Camden που θυμάμαι. Φεύγοντας με αποχαιρετάει το σημείωμα στην πόρτα. “Thank you from your happy place”. Παρακαλούμε. Γι’ αυτό ακριβώς ήρθα.

Electric Dreams στην Tate Modern

Δεν φεύγω ποτέ από το Λονδίνο χωρίς βόλτα στην Tate Modern, πράγμα που ομολογουμένως συνδέεται και με τον λαβύρινθο φαγητού και φασαρίας της γειτονικής Borough Market. Κανονικά χρειάζεται ξεχωριστό κείμενο για τη συμβολή των φωνών των πλανόδιων στη συγκρότηση λονδρέζικης ταυτότητας, οπότε κρατάμε τις λογοτεχνικές αναφορές του Dickens, του Swift κλπ πάνω στο θέμα και συνοψίζω: Στη Borough Market ερχόμαστε με όρεξη να ακούσουμε και να φάμε. Η Tate άλλωστε θέλει δυνάμεις. Τις οποίες βέβαια αντλείς αυτόματα με την επιγραφή “free and open to all” στην είσοδο. Ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ότι όλες οι μόνιμες εκθέσεις εδώ είναι δωρεάν, αλλά ισχύει. Μπορείς να χαζεύεις όλη μέρα Mark Rothko, Andy Warhol, Guerilla Girls, Γιάννη Κουνέλλη, David Hockney και δεν συμμαζεύεται χωρίς να ξοδέψεις ούτε ένα penny.

Αυτή τη φορά εγώ πήγα για την περιοδική έκθεση “Electric Dreams” με θέμα την ηλεκτρική και ηλεκτρονική τέχνη από τα 1950s μέχρι τα 1990s. Δεν είναι ότι δεν έχουμε ξαναδεί installations του Ξενάκη και του Cage, οι οποίοι εκπροσωπούνται κι εδώ με τα “Strategie” και “Cartridge Music” αντίστοιχα. Αλλά αυτή η έκθεση είναι από τις πιο εκτενείς, λεπτομερείς και ορθά στημένες που μπορώ να σκεφτώ για τους τρόπους που η τέχνη επανέφευρε τον εαυτό της με εισροές από την επιστήμη και την τεχνολογία σε εκείνες τις κρίσιμες δεκαετίες πριν την επανάσταση του ίντερνετ. Τότε είχαμε τις πρώτες κινητικές - τεχνολογικές εγκαταστάσεις, πρώιμες εφαρμογές εικονικής πραγματικότητας και διαδραστικών έργων και ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών ήχου και οπτικής. Δρασκελισμοί αισθητικής έκφρασης που στην Tate παρουσιάζονται με δεκάδες καλλιτέχνες και κολεκτίβες και γι’ αυτό εκτίμησα το θεματικό στήσιμο στη λογική της χρονολογικής - εννοιολογικής εξέλιξης των καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως και το ότι δίνεται έμφαση στη φουτουριστική και avant-garde διάσταση μιας ρετρό τεχνολογίας, αλλά και στην αλληλεπίδραση των έργων με τους επισκέπτες.

Ξεχώρισα τους Ιάπωνες Jikken Kōbō (1950s) για τις ριζοσπαστικές συνέργειες οπτικής και musique concrète, το Dreamachine του Βρετανού Brion Grysin (1950s - 1960s) που το βλέπεις με τα μάτια κλειστά και τη ζαλάδα του “μαθηματικού” μπλε - κόκκινου διαδρόμου των Γάλλων GRAV - Groupe de Recherche d'Art Visuel (1960s). Ζαλάδα και οπτικές ψευδαισθήσεις επιφυλάσσουν και οι Ιταλοί Arte Programmata (1960s) που έπαιξαν με τα χρώματα και τη μηχανική. Στις μεταλλικές ράβδους του Αμερικανο-Κινέζου Wen-Ying Tsai (1960s) έβαλα τελικά το “Be My Wife” του Bowie από το κινητό. Όχι για να τους κάνω πρόταση γάμου αλλά για να τις ξυπνήσω. Οι οδηγίες έλεγαν χτυπήστε παλαμάκια, τραγουδήστε, βάλτε μουσική, κάντε θόρυβο τέλος πάντων (θόρυβο στο Λονδίνο, πώς και;) Είχε και κόσμο, είπα να μη γίνω θέαμα τραγουδώντας. Περίοπτη θέση στα highlights με ειδικό podcast από την Tate έχει η Παλαιστίνια Samia Halaby (1980s) που έφερε επανάσταση με τον προγραμματισμό μιας Amiga 1000 για τη δημιουργία κινητικών - μηχανικών ζωγραφιών. Θρηνητική η τέχνη της ασφαλώς, καθώς τοποθετεί στο επίκεντρο τη χαμένη της πατρίδα. Κλείνω με τα ονειρικά video games της Βρετανίδας Suzanne Treister (1990s).

Φεύγω κρατώντας και κάτι για το οποίο δεν χρειάστηκε να σημειώσω τίποτα. Θα το θυμάμαι κι έτσι. Εκείνη η τέχνη ήταν οραματική όχι (μόνο) αυτοαναφορικά αλλά και με κοινωνικό προσανατολισμό στην ουτοπία της κοινής χρήσης της τεχνολογίας και της επιστήμης. Ήχος και εικόνα παντού. Μπορώ να σκεφτώ και λιγότερο ταιριαστές κατακλείδες γι’ αυτό το ταξίδι. Φεύγω όπως θα ξανάρθω. Με δική μου ευθύνη, χωρίς ωτοασπίδες.

Ο τίτλος του κειμένου “Loud and Everlasting” αναφέρεται στο Κεφάλαιο 5 του βιβλίου London: The Biography (2000) του Peter Ackroyd.