Los Angeles… εμπιστευτικά

«Πες τρία αγαπημένα συγκρότημα από το Ελ-Έι». Πόσοι άραγε θα συμπεριλάβουν στην απάντηση ένα έστω από τα τρία που παρουσιάζει αναλυτικά ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος;

Μην το πείτε σε κανέναν, γιατί σίγουρα θα έχουμε παρεξηγήσεις. Και πολλές μάλιστα. Άντε τώρα να πείσεις ότι δεν είσαι εμπαθής, έχοντας επιλέξει να μιλήσεις για το Los Angeles, αφήνοντας απέξω την ψυχεδέλεια της δυτικής ακτής ή τους The Doors, The Byrds, Buffalo Springfield και Electric Prunes. Για να μην προσθέσω και τους Scars on Broadway, The Gun Club, Metallica, Tool, Jane's Addiction και Rage Against the Machine. Είπαμε: εμπιστευτικά. Για να γυρίσουμε απερίσπαστοι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 προχωρώντας εστιασμένα σε τρία σχετικά γνωστά, αλλά κάθε άλλο παρά εξαιρετέα συγκροτήματα, που κατά τη γνώμη μου άφησαν ανεξίτηλο το μουσικό σημάδι τους σε κάθε μουσικόφιλο που διέθετε στοιχειώδεις αντιστάσεις για τη μεσουρανούσα ιδιαίτερα στην ευρύτερη καλιφορνέζικη περιοχή ποιοτική… λαίλαπα του hair metal. Το αγαπημένο μου Los Angeles λοιπόν, μέσα από τρία συγκροτήματα, που εδώ θα εκπροσωπηθούν με δύο δίσκους το καθένα, δηλαδή, τα δύο από αυτά με το σύνολο της δισκογραφίας τους.

Shiva Burlesque - Shiva Burlesque (1988)

Οι Shiva Burlesque ξεκίνησαν ως το ντουέτο των Jeff Clark (φωνητικά) και Grant Lee Phillips (κιθάρα), που είχε προηγουμένως συνυπάρξει στους Torn Boys, αλλά σύντομα έγιναν κουαρτέτο με την προσθήκη των James Brenner (μπάσο) και Joey Peters (ντραμς). Σχεδόν άμεσα, έπεσαν στην αρχικά καθόλου δυσάρεστη παγίδα να συνδεθούν με το post-punk. Λέω αρχικά, διότι δεν υπήρξαν ποτέ καθαρόαιμοι post-punks, αλλά μια μπάντα που είχε επηρεαστεί και από το post-punk. Δυστυχώς αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ένας από τους κύριους λόγους που ο psychedelic-folk-rock, ή ο όπως αλλιώς κι αν τον πείτε πανέμορφος rock ήχος τους, δε μπόρεσε να εκτιμηθεί όσο του άξιζε.

Εδώ στην Ελλάδα είμαστε προνομιούχοι, επειδή το ομώνυμο ντεμπούτο τους αποτέλεσε την πρώτη κυκλοφορία της Nate Starkman & Son Greece με πολύ πιο όμορφο εξώφυλλο και ένθετο στίχων και φωτογραφιών. Σε αυτό βρίσκει κανείς μια εκτός εποχής ποιοτική αντίσταση στην ελαφρότητα μιας νοσταλγικής για το glam εποχής, που είχε δανειστεί τόση (ψευτο)αγριάδα και ένταση από το rock, όση χρειαζόταν για να οδηγηθεί σε mainstream ακροατήρια με πάντα πρόθυμα και γεμάτα λεφτά πορτοφόλια. Το punk έμοιαζε περισσότερο πεθαμένο από ποτέ (μέχρι να θεωρηθεί κυριολεκτικά απέθαντο), παρά την επίσης καλιφορνέζικη σθεναρή αντίσταση, με την ηχητική πρόταση των Shiva Burlesque να ακούγεται εντυπωσιακή έχοντας μια rhythm section που έβγαινε συχνά μπροστά για να εκσυγχρονίσει την ψυχεδελική πλευρά της Paisley Underground των συντοπιτών Rain Parade και να συμπορευτεί με την νέα ανεξάρτητη αρχοντιά των The Feelies. Τραγούδια όπως το “The Lonesome Death of Shadow Morton” όσο πανέμορφο post-punk κι αν ακούγονταν, είχαν κάτι διαφορετικό κι αυτό το αντιλαμβανόταν κανείς εύκολα. Τα ίδια ισχύουν για το “Indian Summer” και το εκπληκτικό “The Black Ship”, που θα μπορούσε να είχε γραφτεί από τους Sad Lovers & Giants, αν αυτοί αγαπούσαν τους The Dukes of Stratosphear.

Red Temple Spirits - Dancing to Restore an Eclipsed Moon (1988)

Οι Red Temple Spirits βαφτίστηκαν από το τραγούδι "Two Headed Dog (Red Temple Prayer)" του μέντορά τους Roky Erickson, οπότε δε θέλει φαντασία να καταλάβει κάποιος ότι, εκτός από το post-punk, αγαπούσαν πολύ την ψυχεδέλεια. Σχηματίστηκαν το 1987 από τον εξαιρετικό τραγουδιστή William Faircloth (Ministry of Love), τον κιθαρίστα Dallas Taylor (Web), το μπασίστα Dino Paredes (Kelly Wheeler) και τον ντράμερ Thomas Pierik (Web). Παράλληλα, γοητεύονταν από το μυστικισμό των αυτοχθόνων Αμερικανών, όπως και τον ευρύτερο της Ανατολής και κυρίως του Θιβέτ, αποτυπώνοντας τις επ’ αυτών σκέψεις στους στίχους τους.

Το ντεμπούτο τους λεγόταν “Dancing to Restore an Eclipsed Moon” και ήταν τόσο επιβλητικό, όσο και ο τίτλος του. Βάζεις ακόμα και τώρα τη βελόνα πάνω στο “Exorcism / Waiting for the Sun” και καταλαβαίνεις. Ποιος από εδώ είπε κάτι για το “Pornography” των The Cure; Εντάξει, κακό είναι να το λες; Ξέρετε πολλούς που να μπόρεσαν να βγάλουν κάτι τι από την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρά του; Λέω, γιατί πολλοί το προσπάθησαν, αλλά… Να δούμε τώρα, πώς θα πω κάτι για το “Dark Spirits” που να μην ακουστεί «προσβλητικό»: Δε γνωρίζω και τόσα πολλά τραγούδια που έχουν την ενεργητικότητα των Wipers και των The Sound. Ουφ, το είπα. Το δε “Dreamings Ending” είναι ένα επιτηδευμένα ακατέργαστο διαμάντι πλημμυρισμένο από πάθος, ενέργεια και στιχουργικές αναφορές στο “Pornography”, ενώ πολύ όμορφη είναι και η γκαζωμένη εκδοχή του “Nile Song” των Pink Floyd. Ο δίσκος αυτός ήταν ο δεύτερος που κυκλοφόρησε σε πεντακόσια αριθμημένα αντίτυπα από τη Nate Starkman & Son Greece και ήταν διπλός με διαφορετικό επίσης εξώφυλλο. Τι όμορφα πράγματα συνέβαιναν στη χώρα μας τότε…

Red Temple Spirits - If Tomorrow I Were Leaving for Lhasa, I Wouldn't Stay a Minute More... (1989)

Το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ των Red Temple Spirits είχε ένα τίτλο κομμένο και ραμμένο για φροντιστήριο αγγλικών. Γιατί, λοιπόν, ο ποιητής λέει “were” και όχι “was”; Μήπως διότι διαισθανόταν πως δεν υπήρχε περίπτωση να αναχωρήσει, καθώς το τέλος πλησίαζε; Βλέπετε, εδώ το τροχαίο ατύχημα με το βαν αποδείχτηκε πιο καθοριστικό, απ’ ό,τι στην περίπτωση του Stephen King. Όπως και να ‘χει, ο μόνος που έφυγε αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ ήταν ο Pierik, για να αντικατασταθεί από τον Scott McPherson. Η μπάντα ήταν στα πολύ πάνω της ύστερα από το promo video του "City of Millions", που προβλήθηκε στη μυθική για την εποχή και αποκλειστικά rock περιεχομένου εκπομπή 120 Minutes του MTV, αλλά και τη συμμετοχή της στο 1989 CMJ Music Marathon της Νέας Υόρκης.

Το “If Tomorrow I Were Leaving for Lhasa, I Wouldn't Stay a Minute More...” έτυχε εξαιρετικής υποδοχής, οι φίλοι της μπάντας αυξάνονταν συνεχώς, αλλά ο αποσυντονισμός που επέφερε το τροχαίο ατύχημα αποδείχτηκε ανυπέρβλητος για το συγκρότημα, που διαλύθηκε το 1992. Τέσσερα χρόνια αργότερα οι Faircloth και Taylor, ως Invisible Opera Company of Tibet, επιχείρησαν να επανέλθουν στα μουσικά, αλλά σύντομα άλλαξαν γνώμη. Βλέπετε, η κληρονομιά του τελευταίου δίσκου τους ήταν αναπόφευκτα καταλυτική σε κάθε τους σκέψη. Το μάλλον αξεπέραστο έπος του “Soft Machine” έμοιαζε να είναι η αιχμή του δόρατος, πλάι στο τρομερό “A Black Rain”, με ένα τόσο εγκεφαλικά αυξομειούμενο τέμπο, που δε σε αφήνει στιγμή ήσυχο. Η δύναμη κορυφωνόταν σε υπέροχα τραγούδια όπως τα “Meltdown” και “Confusion”, ενώ από τις πιο ατμοσφαιρικές στιγμές ξεχωρίζουν το πολύχρωμα 80s “Alice” και τα ψυχεδελικότερα “In the Wild Hills” και “Rainbow's End”. Αυτή τη φορά οι δια χειρός Roger Waters Pink Floyd εκπροσωπούνται με το "Set the Controls for the Heart of the Sun", ενώ ο Roky Erickson και οι 13th Floor Elevators με την τρομερή διασκευή του "Rollercoaster".

Shiva Burlesque - Mercury Blues (1990)

Πόσοι είπαμε ότι ήταν; Τέσσερις; Βάλτε τον τσελίστα Greg Adamson και το μπασίστα Paul Kimble (που θα βρείτε πίσω από το ψευδώνυμο Dick Smack) στη θέση του Brenner, για να συμπληρωθεί το κουιντέτο που κυκλοφόρησε το “Mercury Blues”. Το δεύτερο ήταν και το τελευταίο άλμπουμ τους, αφού οι διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της μπάντας, δυστυχώς δεν εξομαλύνονταν με τίποτα. Όμως, ουδέν κακό αμιγές καλού, όπως θα δούμε παρακάτω.

Στο δίσκο αυτό κάποιες φορές ακούμε τον Phillips να τραγουδά, με τα τραγούδια να γλυκαίνουν, χωρίς να χάνουν απολύτως τίποτα από τη δυναμική τους. Η συχνά δωδεκάχορδη κιθάρα και η rhythm section ανεβάζουν τους τόνους στο “Meet Jack Ruby”, στο υπέροχο “Chrome Halo” που δανείζεται άτοκα από τους συντοπίτες The Long Ryders, στο διαποτισμένο από Αμερικανική έρημο “Chester the Chimp”, όπως και στο “Sick Friend”, στο οποίο όταν αγριεύει η μπάντα μοιάζει στα καλύτερά της, με έναν ήχο «πνιγμένο» σε εκείνη τη χαρακτηριστική ανεξάρτητη χροιά, που συνδέθηκε αποκλειστικά με τα μόλις ξεψυχισμένα 80s.

Οι ηπιότερες στιγμές είναι περισσότερες από του ντεμπούτου και, τελικά, μοιάζουν να επιβεβαιώνουν όχι μόνο τις ικανότητες των πέντε μουσικών να φτιάχνουν μεστά και αρχοντικά τραγούδια, αλλά και την ψυχεδελική folk πλευρά τους, που προηγουμένως έβγαζαν πιο συγκεκαλυμμένα. Στην πραγματικότητα, δε μπορεί να γίνει κυριολεκτικά λόγος για ήπια κομμάτια, αλλά μονάχα για ηπιότερα, αφού τα χέρια τους δε μπορούν να κρατηθούν για πολύ ώρα χαλαρά. Σε αυτά συγκαταλέγονται το “Do the Pony”, που σταδιακά τα σπάει θυμίζοντας τους The Triffids, το “Mercury Blues”, το ψυχεδελικό και γεμάτο τιτιβίσματα “Sparrow's Song”, αλλά και το υπέροχο “Peace” που θα μπορούσε άνετα ύστερα από παραγωγή του Hugh Jones να βρει θέση στο “From the Lion’s Mouth” των The Sound. Χωρίς παρεξήγηση, παρακαλώ.

Μετά τους τίτλους τέλους, ο Clark ξεκίνησε προσωπική καριέρα έχοντας στο πλάι του τους Adamson και Brenner, με τον τελευταίο να συνεχίζει στους Scenic. Οι λοιποί τρεις έφτιαξαν μια γκρουπάρα, που την ονόμασαν Grant Lee Buffalo.

Grant Lee Buffalo - Fuzzy (1993)

Η μουσική των Grant Lee Buffalo έχει κάτι που δε βρίσκεις εύκολα: περηφάνεια. Καταλαβαίνω πως αυτός ο χαρακτηρισμός μπορεί να μη σημαίνει απολύτως τίποτα σε κάποιον που δεν τους έχει ακούσει, αλλά, πιστεύω, ότι αποτελεί το μεδούλι της δημιουργίας τους. Εντελώς “Fall in love with no time to say it” φάση, όταν την πρωτακούς, μέχρι που κατακάθεται μέσα σου και, πλέον, βρίσκεις το χρόνο να το λες και να το ξαναλές. Οι παλιόφιλοι Phillips, Kimble και Peters, έχοντας τον αέρα των Shiva Burlesque έστειλαν μια ντέμο κασέτα στην Singles Only label του μεγάλου Bob Mould, από την οποία κυκλοφόρησε το 1992 ως single το "Fuzzy". Πρώτα παραμίλησαν οι υπεύθυνοι της Slash Records υπογράφοντας για το ντεμπούτο τους και αμέσως μετά ο Michael Stipe, που δήλωσε ότι ο δίσκος έβγαινε άλμπουμ της χρονιάς με κατεβασμένα χέρια. Εύγε, Μιχαήλ.

Ναι μεν τα περισσότερα τραγούδια του "Fuzzy" ανέτρεχαν ως ιδέες στην εποχή πριν το τέλος των Shiva Burlesque, αλλά είχαν μια εμφανώς διαφορετική αύρα, λόγω ωρίμανσης και βασικής σύνθεσης κιθάρα - μπάσο - ντραμς, που όταν αποτελείται από καλούς μουσικούς, μπορεί να ακούγεται σαν ορχήστρα. Γι’ αυτό ο δίσκος απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και το όνομά τους έγινε άμεσα γνωστό, φιγουράροντας στις περιοδείες πλάι σε εκείνα των Pearl Jam, Smashing Pumpkins, R.E.M. και The Cranberries. Το άλμπουμ ανοίγει με το “The Shining Hour”, ένα όχι και τόσο κλασικό δείγμα Americana, που από τις πρώτες νότες του σε κάνει να σκεφτείς πως κάτι σημαντικό γίνεται εδώ. Οι Αμερικανικές ρίζες, που είναι πανταχού παρούσες στη μουσική τους, φαίνονται ιδιαίτερα στο “Jupiter and Teardrop”, το οποίο ειδικότερα κρύβει μέσα του σαν σε επιτομή όλη την ανεξάρτητη Αμερικανική rock της δεκαετίας του ’80. Στο δε ομώνυμο τραγούδι, η ερμηνεία του Phillips είναι αληθινά εξαιρετική και η μουσική μαγικά ατμοσφαιρική, με την κιθάρα να βαδίζει αρχοντικά σε ένα αργόσυρτο αναγωγικό τέμπο.

Grant Lee Buffalo - Mighty Joe Moon (1994)

Mighty Grant Lee Phillips, με άλλα λόγια. Μετά από ένα χρόνο στο δρόμο, οι Grant Lee Buffalo μπήκαν απνευστί στο στούντιο και ηχογράφησαν σε παραγωγή του μπασίστα τους το ήδη χιλιοπροβαρισμένο “Mighty Joe Moon”, με τη βοήθεια του Adamson (τσέλο) και του Greg Leisz (pedal steel). Δεν ξέρω ποιος πήρε την απόφαση να είναι το "Mockingbirds" το πρώτο single του δίσκου. Αρκετά καλό, δε λέω, αλλά δε μπορείς να ρίχνεις αυτό πρώτο σε ένα κοινό που έχει ήδη πολύ αυξημένες απαιτήσεις από εσένα. Να το πω αλλιώς: Τόσα χρόνια έχουν περάσει και δε μπορώ να κατανικήσω τη στιγμιαία παρόρμηση να σηκωθώ όρθιος σε ένδειξη σεβασμού, κάθε φορά που ακούγονται οι πρώτες νότες του "Lone Star Song". Στο χωρίς ίχνος μιζέριας μοιρολόι αυτό για το χαμό του Waco, υπάρχουν όλα: από τον Bob Dylan μέχρι τους 16 Horsepower, μόνο που είναι πασπαλισμένα με τρομερή ερμηνεία του Phillips (Male Vocalist of the Year από το Rolling Stone) και υπερδοσολογία 80s ανατριχίλας.

Κι όμως, η μπάντα δεν εκτοξεύθηκε εμπορικά, όπως πολλοί ήλπιζαν. Φυσικά, το άλμπουμ είναι κορυφαίο με υπέροχα τραγούδια όπως το εγκεφαλικό και μεγαλειώδες “Demon Called Deception” που είναι μία από τις καλύτερές τους στιγμές γενικά, το αρχοντικό “Lady Godiva and Me” και το πανέμορφα πειραγμένο “Drag”. Ξεχωρίζουν ακόμα το “It’s the Life” που θυμίζει τις ηπιότερες στιγμές των The Replacements και το “Sing Along”. Μάλλον ούτε η ίδια η Αμερική ήταν αρκετά προετοιμασμένη για να υπερβεί τις επικρατούσες τάσεις της εποχής και να αναγνωρίσει το μεγαλείο του βγαλμένου από τη γη της ολόφρεσκου indie folk-rock, του παιγμένου όμως με τον παλιό καλό ροκάδικο τρόπο.