Lyra: Φορέας ενός κάποιου νεοελληνικού πολιτισμού

Ένα αφιέρωμα με την προσωπική ματιά του Αναστάσιου Μπαμπατζιά σε μια εταιρεία η οποία έγραψε δίσκο-δίσκο τη δική της ιστορία.

Εννοείται ότι αυτό δεν μπορεί να είναι ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα στην ελληνική δισκογραφική εταιρεία Lyra. Απαιτείται μελέτη κυριολεκτικά πολύχρονη και άπειρος χώρος (πρέπει να γράψει κανείς βιβλίο δηλαδή) προκειμένου ένα τέτοιο αφιέρωμα να είναι πλήρες. Η ιστορία της είναι τεράστια και οι δίσκοι της από τότε που ιδρύθηκε πάμπολλοι. Δεν γράφω βιβλίο εδώ, το κείμενο αυτό είναι πιο αποσπασματικό, κάπως υποκειμενικό και τελικά προσωπικό. Θα αναφερθώ σε κάποια λίγα πράγματα που έχουν κυκλοφορήσει, όχι από την αρχή, κυρίως από τα τελευταία χρόνια, από αυτή τη μοναδική εταιρία που τα θεωρώ σπουδαία και αντανακλούν με ιδιαίτερο τρόπο (και αυτό είναι που έχει μεγάλη σημασία και την κάνει ξεχωριστή), αυτό που λέμε σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό.

Ναι. Υπάρχει τέτοιος. Είναι καταχωνιασμένος κάτω από πολύ μικροπρέπεια, σαβούρα και ανοησία και δεν πολυφαίνεται, αλλά υπάρχει. Ότι τον ξεσκεπάζει πρέπει να αναδεικνύεται και να μη θεωρείται δευτερεύον ή πάρεργο μέσα σε αυτή την κοινωνική σκουπιδολαίλαπα που βιώνουμε χωρίς να έχουμε επιλογή αποφυγής. Διότι είναι παντού. Μια αισθητικής στόχευσης χούντα. Αν αντιδράσεις μέσα της γίνεσαι αυτομάτως περιθωριακός. Η Λύρα βέβαια δεν υπάρχει πια εδώ και κάμποσα χρόνια γιατί έχασε τη μάχη με αυτό το τέρας. Υπάρχει όμως το έργο. Και αυτό είναι μια διαχρονική νίκη.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Λύρας είναι ότι ουσιαστικά δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, δεν έβγαλε μόνο «λαϊκά», ούτε μόνο «σοβαρή» μουσική, ούτε μόνο ποπ. Με μια μάλλον αυστηρή (με την καλή έννοια) διάθεση να κρατηθεί ένα ποιοτικό ύψος, ασχολείται με όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα και τελικά γίνεται το καταλληλότερο όχημα για να μεταδοθεί αυτό που χοντρικά ονομάστηκε ‘έντεχνο’, η σύζευξη δηλαδή της λαϊκότητας με τη λόγια έκφραση με τρόπο ουσιαστικό, μακρυά από αρπαχτές και ευκολίες, χωρίς τίποτα δήθεν (σχετικά με τον όρο ‘έντεχνο’ και πόσο δόκιμος είναι, ας μη μιλήσουμε τώρα). Μέσα σε αυτό το σύγχρονο έντεχνο πνεύμα δεν σνομπάρονται και κάποιες ιδιαιτερότητες οι οποίες φτάνουν μέχρι την παραδοσιακή μουσική ή την τζαζ και την κλασική, ή ακόμα και σε avant και improv παραπόταμους (πολύ λιγότερο συχνά βέβαια). Μέσα από όλη αυτή την ποικιλία κατορθώνεται κάτι πολύ σημαντικό. Ένα ενιαίο σύνολο που χαρακτηρίζεται από αυτό που λέμε ελληνικότητα. Σε αυτό στοχεύει η Λύρα. Την ενδιαφέρει η ελληνική ταυτότητα και το έργο που έχει με ποικίλους και παράδοξους τρόπους ίχνη και χαρακτηριστικά εντοπιότητας. Η ελληνικότητα μπορεί να είναι πολλά πράγματα, δεν θα τα αναλύσω τώρα, απλώς θα πω ότι είναι σε πολύ γενικές γραμμές το απόσταγμα, η γεύση που μένει από τη συγκέντρωση και επεξεργασία όλων των ξεχωριστών χαρακτηριστικών αυτού του τόπου (και όχι η εθνικιστική προκατάληψη των θερμόαιμων συντηρητικών που κάνουν λάβαρο πράγματα που δεν καταλαβαίνουν), είτε πρόκειται για τα φυσικά, δηλαδή το τοπίο και οι κάτοικοί του, είτε πρόκειται για την κουλτούρα και τις παραδόσεις που μας οδηγούν πολύ πίσω στον χρόνο. Μέσα από την πολυμορφία και το άπλωμα σε έναν «καμβά» όλων αυτών, οδηγούμαστε στην ιδιαιτερότητα ενός νέου ελληνικού πολιτισμού που κομμάτι του είναι και η Λύρα.

Ας δούμε λοιπόν κάποια δείγματα από αυτό το έργο.

Δύσκολο να διαλέξει κανείς οτιδήποτε από τους δίσκους που έχει βγάλει ο Νίκος Ξυδάκης. Θερινού ανέμου πνεύμα. Στην τύχη να διαλέξουμε, μέσα θα πέσουμε. Ένας από αυτούς που έβγαλε στη Λύρα είναι το «Μέλι των Γκρεμών». Απολύτως ταιριαστός τίτλος. Ο Ξυδάκης σε μεταφέρει στο ελληνικό τοπίο, ίσως και στο μυθικό με μια αύρα θαλασσινή τόσο μα τόσο ζωντανή που μοιάζουν τα τραγούδια του να μυρίζουν ιώδιο και οι μελωδίες του να ίπτανται πάνω απ’ τα κύματα μέσα στην πιο γλυκιά νύχτα. Μιλάμε για μια μουσική η οποία μοιάζει σαν να μην είναι προϊόν ενός ανθρώπου αλλά να δημιουργήθηκε από μόνη της, να πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από το χώμα, από τους βράχους, από τη δροσιά του Αιγαίου, με στόχο να ψυχαγωγήσει τους θεούς. Τους στίχους προσφέρει σε τούτο το θαύμα ο Θοδωρής Γκόνης, καθόλου περιστασιακός συνεργάτης του Ξυδάκη και τραγουδούν η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Μελίνα Κανά και η Δώρα Μασκλαβάνου. Το τραγούδι «Τα Μαύρα Μάτια» που ερμηνεύει η Μελίνα Κανά είναι συγκλονιστικό! Από κει και πέρα όπως είπα, όλοι οι δίσκοι του είναι θαυμαστοί, όπως η «Βουή του Μύθου» (για τον οποίο έχω ξαναγράψει), ή η «Τένεδος» και φυσικά και τα παλαιότερα άλμπουμ με τον Ρασούλη και τον Παπάζογλου που όμως εκεί ακούμε κάτι άλλο.

Για τους Χειμερινούς Κολυμβητές δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να μιλήσει χωρίς κάτι να χαθεί στη μετάφραση... ή μάλλον ξέρω. Δεν μπορεί. Ειδικά αν επιλέξει τον δίσκο τους «Η Μαστοράντζα του Ερντεμπίλ» που είναι άλλο ένα συγκλονιστικό έργο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού και που φυσικά ακόμα δεν έχει αναγνωριστεί ως τέτοιο. Κυκλοφόρησε ξαφνικά το 2005 και τάραξε όσους το άκουσαν, τουλάχιστον όσους έχουν ψυχή. Γιατί έχει και αυτό ψυχή. Μιλάει και φτάνει σε βάθος. Τρυπάει το στομάχι και δημιουργεί λυγμούς. Ο Μπακιρτζής δεν είναι απλώς ένας τύπος με… αστεία ή ιδιότυπη φωνή. Ειδικά εδώ είναι ένας μύστης. Ένας αρχαίος ή και βυζαντινός ιερέας που κηρύττει την υπέρτατη ομορφιά του πανταχού παρόντος μυστηρίου μέσα από τους στίχους του Ευάγγελου Ζάχου Παπαζαχαρίου. Αυτό διακρίνει κανείς ακούγοντας τον ‘Ανέμελο Σαλό’. Το μυστήριο της Ανατολής μέσα στην ιστορία ενός μοναχού που μεταμορφώνεται σε ελάφι και τραυματίζεται από τα βέλη του κυνηγού. Ένας δίσκος πέπλο μαγείας που απλώνεται με μαεστρία. Όχι με ψυχρή σοβαρότητα αλλά με ιερή αγάπη. Μια χούφτα τραγούδια που μοιάζουν να γράφτηκαν την εποχή του Βυζαντίου ή ακόμα και να τραγουδήθηκαν τότε ανάμεσα στα ευεργετικά αρώματα της Ανατολής. Και όλα αυτά με ένα επιτελείο πολύ σπουδαίων μουσικών που ανάμεσά τους αστράφτουν ακόμα και φρητζαζίστες όπως ο Φλώρος Φλωρίδης και ο Μιχάλης Σιγανίδης. Τρέξτε να το ακούσετε.

Νίκος Μαμαγκάκης. Άλλο τεράστιο κεφάλαιο. Είναι ίσως κάπως άδικο να μην τοποθετείται δίπλα στον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη ως ισάξιος. Ο Μαμαγκάκης έκανε πολλά πράγματα. Αγάπησε τη λαϊκή μουσική, ήταν όμως ένας μεγάλος συνθέτης ο οποίος έφτασε και μέχρι την avant garde και τελικά τη μπόλιασε με μια ευωδιαστή λαϊκότητα και με δροσερό αέρα του ελληνικού θέρους. Και με έρωτα. Αγάπησε και την παραδοσιακή μουσική που και αυτή τη χρησιμοποίησε, την τοποθέτησε σωστά και με τόλμη μέσα στα έργα του. Τα έργα του είναι παραδείγματα προς μίμηση για πολλούς σύγχρονους έντεχνους τραγουδιάρηδες που νομίζουν ότι αρκεί να τσαλαβουτάνε σε ανώδυνες σχεδόν copy paste μελωδίες και αφ υψηλού ύφος, είτε μουσικό, είτε φυσιογνωμικό. Τραγούδια και μουσικές όμως σαν αυτές στον ‘Ερωτόκριτο’ του Μαμαγκάκη δεν θα κάνουν ποτέ. Ο ‘Ερωτόκριτος’ είναι ένα πραγματικά μεγάλο έργο. Ένα από τα πιο παλιά του Μαμαγκάκη, μια εξαίρεση σε σχέση με τα υπόλοιπα αυτού του κειμένου, μια μπαλάντα για τρεις φωνές και πέντε όργανα όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο εξώφυλλο. Έχουν επιλεχτεί πολύ προσεκτικά κάποιοι στίχοι από το τεράστιο ποίημα του Βιντσένζου Κορνάρου και έχουν μελοποιηθεί με τσέμπαλο, λαούτο, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο και κρητική λύρα που παίζει ο μεγάλος Κώστας Μουντάκης. Το αποτέλεσμα είναι υπερφυσικό. Μοιάζει παλαιό, μεσαιωνικό, μουσική σχεδόν άγνωστη από τα βάθη του χρόνου και συνάμα σύγχρονο, παράδοξο και πρωτοποριακό από την ένωση των κλασικών εγχόρδων με τα παραδοσιακά. Ο Μαμαγκάκης δεν καταλάβαινε τι θα πει καθαρόαιμος. Συνειδητοποιούσε ότι η ζωντάνια της τέχνης, η συνέχεια των πολιτισμών δεν προκύπτει μέσα από τη συντήρηση, αλλά από το μπαστάρδεμα. Το μελετημένο μπαστάρδεμα όμως, όχι απλώς να ρίχνουμε λίγο από κείνο και λίγο από τ’ άλλο στα κουτουρού. Αυτό είναι κοινός τόπος για τους σπουδαίους καλλιτέχνες βέβαια.

Ο Μιχάλης Σιγανίδης είναι μια ιδιότυπη περίπτωση μέσα στον κατάλογο της Λύρα αλλά ταυτόχρονα απολύτως ταιριαστός. Δεν είναι συχνό φαινόμενο ένας μουσικός της avant garde, του αυτοσχεδιασμού και της τζαζ να είναι τόσο μέσα στο πνεύμα της ελληνικότητας. Τόσο πολύ που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μοναδική περίπτωση. Κοντραμπασίστας κορυφαίος καταρχάς, που βλέπουμε το όνομά του σε δίσκους διαφόρων καλλιτεχνών, να συνδράμει για να γίνει το αποτέλεσμα λίγο πιο υψηλό. Τα προσωπικά του έργα όμως δεν θα τα μπερδέψει κανείς με τίποτα άλλο. Πειραματίστηκε με θάρρος και ορμή δοκιμάζοντας πράγματα που ελάχιστοι θα τολμούσαν και τα έβαλε και σε πρώτο πλάνο, τα άφησε να φαίνονται δεν είπε απλώς «ε, ας βάλω κι αυτό εκεί στην ακρούλα». Μπορεί μια εκκίνηση να είναι η τζαζ αλλά είναι μια τζαζ σουρεαλιστική, όχι μόνο με το λόγο (ο οποίος χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα) αλλά και μέσα στον ίδιο τον ήχο. Μέσα από πρακτικές της musique concrète και του κολλάζ προκύπτει ένα ηχητικό παραλήρημα άκρως δημιουργικό το οποίο παραδόξως ποτέ δεν παύει να είναι ελληνικό, να σε κάνει να νιώθεις ότι δεν μπορεί να είναι από πουθενά αλλού, σχεδόν ανεξήγητα!

Τι να πούμε για την Σαβίνα Γιαννάτου, την υπέροχη πριγκίπισσα του τραγουδιού και της φωνής! Σαφώς και δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από τον κατάλογο της Lyra αλλά ούτε και από αυτό το μίνι αφιέρωμα. Σχεδόν εύθραυστη παρουσία, λεπτή, αέρινη και όμορφη πάντα, δημιούργησε έναν ξεχωριστό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στο ελληνικό τραγούδι και παραπέρα. Από νωρίς (και μέσα από τη συνεργασία με τη Λένα Πλάτωνος) έδειξε ότι ο χώρος που κινείται είναι πιο ευρύς, πιο ανοιχτός και δημιουργικός. Η Σαβίνα δεν ήταν ποτέ απλώς τραγουδίστρια ή ερμηνεύτρια. Είναι καλλιτέχνης και έμαθε να συνθέτει με τη φωνή της. Είτε στα πλαίσια της συνηθισμένης τραγουδιστικής φόρμας, είτε μέσα από τον αυτοσχεδιασμό, ελεύθερο ή μη, είτε με τις παραδοσιακές μουσικές που αγαπά. Απέδειξε εδώ και πολλά χρόνια ότι μπορεί να τα κάνει όλα. Μέχρι και η μεγάλη ECM ενδιαφέρθηκε για αυτήν (όχι μικρό πράγμα). Υπάρχουν οι Primavera En Salonico (Άνοιξη στη Σαλονίκη) που είναι το συγκρότημά της, με συμμετέχοντες μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της ελληνικής σκηνής, όπως ο Σιγανίδης και ο Λαμπράκης και οι οποίοι παίζουν ένα λαμπρό fusion μεσογειακής κυρίως μουσικής με τζαζ, υπάρχουν οι συνεργασίες της με μεγάλους Έλληνες και ξένους αυτοσχεδιαστές, όπως ο σαξοφωνίστας Φλώρος Φλωρίδης και o κοντραμπασίστας Barry Guy, αλλά εγώ θέλω να σας παροτρύνω να ακούσετε κυρίως τη συνεργασία της με την Elena Ledda, το album “Tutti Baci”, έναν αριστουργηματικό πραγματικά δίσκο στη Λύρα από το 2006. Μια ζωντανή ηχογράφηση όπου οι δύο κυρίες τα δίνουν πραγματικά όλα παίζοντας με την μπάντα τους όλα όσα τους αφορούν. Όλη η μουσική της Μεσογείου περνάει από τα τραγούδια αυτού του δίσκου. Και όχι μόνο της Μεσογείου. Όλα όμως συνδέονται με τρόπο μαγικό. Όλα γίνονται ένα. Η μουσική αποκαλύπτεται παντοδύναμη ως μια οντότητα απ’ όπου κι αν προέρχεται, με τις δύο πρωταγωνίστριες να κεντάνε με τη φωνή τους αστέρια σε ύφασμα από μεταξένιο αιθέρα.

Μια ειδική περίπτωση είναι ο δίσκος του Παπα-Αναστάση. Λέγεται «Σούλι-Ήπειρος». Βγήκε το 1995 και περιέχει τραγούδια από την Ήπειρο φυσικά,γνωστά και άγνωστα, που αγαπά να τραγουδά ο σημαντικός αυτός συνεχιστής μιας παράδοσης η οποία σιγά σιγά πεθαίνει. Πεθαίνει δηλαδή με τη μορφή που τη συναντούμε εδώ, γιατί οι παραδόσεις δεν πεθαίνουν έτσι εύκολα ούτε σε διάστημα δεκαετιών. Η μορφή που τη συναντούμε εδώ είναι απλή και δωρική με τα κλασικά όργανα, κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Ο Παπα-Αναστάσης δεν είναι επαγγελματίας, δεν έχει δική του μπάντα, τραγουδούσε από αγάπη για αυτή την τέχνη όποτε τον καλούσαν σε πανηγύρια και σε γιορτές. Έτσι για αυτόν τον δίσκο τον συνοδεύει ο σπουδαίος και πασίγνωστος Πετρολούκας Χαλκιάς. Όμως δεν πρωταγωνιστεί, δεν σκεπάζει το έργο. Μόνο συντροφεύει τη σπουδαία γλυκιά φωνή του Παπα-Αναστάση που παρουσιάζεται με τον πιο σωστό τρόπο. Δίσκος για όποιους και όποιες ενδιαφέρονται για μια σύγχρονη έκφανση μιας κάποιας αγνότητας της μουσικής πριν αυτή γίνει εμπόρευμα.

Μιας και είμαστε στην Ήπειρο ας παραμείνουμε για να αναφέρουμε και τον εκπληκτικό διπλό δίσκο του Βασίλη Σούκα με το όνομα «Η Τέχνη του Κλαρίνου». Πιστεύω πως πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες εκδόσεις ηπειρώτικης μουσικής των τελευταίων δεκαετιών αφού περιέχει μια χορταστική συλλογή με το παίξιμο αυτού του τεράστιου μουσικού και που ίσως βοήθησε (μέσω της Λύρας) να προβληθεί και σε ένα άλλο κοινό που πιθανόν και πολύ κακώς τον είχε παρεξηγήσει ή και αμφισβητήσει ή απλώς αμελήσει. Πολύ λίγοι γνώριζαν τότε (το 1995) το επίσης μεγαλειώδες έργο του «Η τέχνη του Αυτοσχεδιασμού» που είχε βγει σε βινύλιο από την εταιρία Praxis του Κώστα Γιαννουλόπουλου και ευτυχώς επανεκδόθηκε το 1998 από την Libra. Δίσκος που έδειχνε ότι η μουσική γι’ αυτούς τους παίχτες τους λαϊκούς είναι κάτι πολύ παραπάνω από το γλέντι στο πανηγύρι (χωρίς να το υποτιμώ καθόλου βέβαια). Το παίξιμο του Σούκα είναι πιο λυρικό, πιο ελαφρύ και αεράτο από των συναδέλφων του στα πιο βόρεια της Ηπείρου που παίζουν μια μουσική ποτισμένη στο απόκοσμο (ακόμα και στον Πετρολούκα Χαλκιά το διακρίνουμε αυτό το απόκοσμο, ειδικά στον δίσκο του «Μοιρολόγια και γυρίσματα» που είναι κι αυτός δίσκος μεγάλος). Αυτό βέβαια δεν έχει καμιά απολύτως υποτιμητική χροιά για τον Σούκα, να εξηγούμαστε.

Άκουσα πρώτη φορά τον ‘Καρυωτάκη’ της Λένας Πλάτωνος κάπως αργά. Το 2003 ήταν αλλά δεν έχει σημασία. Μου το έδωσαν σε μια αντιγραμμένη κασέτα και από τα πρώτα δευτερόλεπτα ήξερα ότι εδώ κάτι σημαντικό συμβαίνει. Και τον άκουσα απανωτά πέντε φορές! Αυτός ο δίσκος έχει μαγεία. Αληθινή μαγεία. Δεν το λέω μεταφορικά. Κάτι κάνει στον χώρο. Ότι ώρα κι αν είναι, το φως λιγοστεύει και η ατμόσφαιρα παγώνει. Δεν ξέρω τι συνέβη τότε στην σπουδαία αυτή μάλλον μάγισσα-καλλιτέχνιδα, πάντως ο Καρυωτάκης δε θα μπορέσει ποτέ να μελοποιηθεί καλύτερα από κανέναν. Το φάντασμά του ίπταται πάνω από το κεφάλι σου όταν αυτός ο δίσκος παίζει στο στερεοφωνικό. Από την αρχή μέχρι το τέλος ο συνδυασμός μιας ταυτόχρονα ουράνιας και χθόνιας μελωδικότητας με τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου ως άλλης αλαφροΐσκιωτης παρουσίας μετατρέπει το αποτέλεσμα σε κάτι άλλο πέρα ακόμα και από τη μουσική. Δεν ξέρω αν είναι μουσικά το καλύτερο έργο της Λένας, δεν έχει όμως και σημασία γιατί σίγουρα είναι μοναδικό και απολύτως ξεχωριστό μέσα στη δισκογραφία της. Είναι πραγματικά απόκοσμο. Μια πένθιμη άνοιξη μέσα σε ένα κόσμο ανόητο και ψεύτικο.

‘Άλλη μια ιδιάζουσα περίπτωση είναι οι Mode Plagal. Ένα σύγχρονο τζαζ σχήμα το οποίο ενδιαφέρεται ακριβώς για την ανάδειξη αυτού του σημαντικού λαϊκού και παραγκωνισμένου από τη σύγχρονη κοινωνία πολιτισμού στον ελλαδικό χώρο μέσα από το fusion της τζαζ με παραδοσιακούς σκοπούς, λόγια και εικόνες. Ούτως ή άλλως το είπαμε και πιο πάνω ότι η πιο μεστή εργασία που ακολουθεί κάποιες παραδοσιακές συντεταγμένες είναι μέσω του μπασταρδέματος όπως το μπόλιασμα των δέντρων.

Οι Mode Plagal λοιπόν έχουν «πει» τα περισσότερα τραγούδια τους μέσω της Lyra και αυτά έχουν τίτλους επίσης μπασταρδεμένους όπως “Funky Βεργίνα”, “Το Λεβέντικο του Miles” (εκ του Miles Davis), έχουν κάνει διασκευές στην “Πικροδάφνη”, “Τρία παιδιά Βολιώτικα» και πολλά άλλα. Δεν λείπουν και οι συνεργασίες με άλλα σχήματα και μουσικούς όπως με τον Σαββόπουλο που είχα την τύχη να τους δω και ζωντανά κάτω από τα Μετέωρα, τους Bosphorus και τους Χαΐνηδες.

Στα υπέροχα εξώφυλλά τους πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε μια αναφορά όπου επιλέγουν καλλιτέχνες όπως ο Κόντογλου και ο Μποστ, δύο από τους σημαντικότερους δηλαδή εκπροσώπους μιας σύγχρονης ουσιαστικά εικονογραφίας η οποία έχει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά εντοπιότητας, μιας βαθιάς ελληνικότητας πέρα από την κενόδοξη, κούφια περηφάνια.

Για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου έχω διχασμένη γνώμη. Σχεδόν τίποτα δεν μου αρέσει εδώ και αρκετά χρόνια από αυτά που φτιάχνει. Μου φαίνονται ευτελή και επιφανειακά. Έλα όμως που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς των τελευταίων δεκαετιών αυτού του τόπου. Θα ήταν τουλάχιστον αδικία και λάθος να μην τον αναφέρω ακόμα και στα πλαίσια αυτής της εντελώς προσωπικής επιλογής καλλιτεχνών. Δεν θέλω να διαλέξω καν συγκεκριμένο άλμπουμ μιας και τα αριστουργήματά του είναι διάσπαρτα σχεδόν σε όλους τους δίσκους που έβγαλε στη Λύρα. Από τα πρώτα στις αρχές των 90s μέσα από την πιο «κανονική» εργασία του μέχρι και τον «Σαμάνο» του 2007 με τον Σαββόπουλο. Μετά άρχισε μια σταδιακή κατρακύλα. Στο «Βραχνό Προφήτη» ξεκινάει ο Θανάσης να ξεδιπλώνεται και να παίρνει δημιουργικά ρίσκα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προηγούμενες δουλειές ήταν υποδεέστερες… ίσα -ίσα) που τον μεταφέρουν σε rock περιοχές. Το rock όμως στον Θανάση Παπακωνσταντίνου δεν είναι «καθαρό» ούτε αμετακίνητο. Είναι ίσως μόνο άλλη μια ευκαιρία, ένα εργαλείο για να εξιστορήσει τους σχεδόν παγανιστικούς λαϊκούς μύθους του. Και αυτό πιο πολύ είναι ο στόχος του. Είναι ένας σύγχρονος περιπλανώμενος μεταφορέας ιστοριών και μύθων που μπολιάζει το παρόν με ποιητική μαγεία βγαλμένη από τα σπλάχνα του κάμπου και των βουνών αυτού του τόπου. Κάπως έτσι χτίζεται μια ειδική μουσική που φυτρώνει από πολύ παλιές ρίζες και καταλήγει σε παράδοξα νέα φρούτα.

Φυσικά και θα πούμε κάτι και για τον Μάνο Χατζιδάκι. Θα πούμε για τον δίσκο του «Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς». Ουσιαστικά ένα από τα τελευταία του έργα αφού κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1983, 11 χρόνια πριν πεθάνει δηλαδή. Και είναι απόδειξη αυτό ότι ο Χατζιδάκις υπήρξε ένας τεράστιος καλλιτέχνης που δεν κουράστηκε ποτέ να πλάθει την τέχνη του. Οι ‘Μπαλάντες της οδού Αθηνάς’ είναι ένα αριστούργημα χωρίς καμιά απολύτως υπερβολή. Ένα αριστούργημα που χωράει την υψηλή λόγια αισθητική του δημιουργού του χωρίς να κοιτά αφ’ υψηλού δίνοντας χώρο σε ένα βαθύ λαϊκό αίσθημα που άλλες φορές είναι τρυφερότητα, άλλοτε πόνος και θλίψη, άλλοτε μνήμη, πόθος, ακόμα και λαγνεία. Όλα χωράνε. Οι ‘Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς’ είναι ένα γλυκό σάουντρακ της εξιστόρησης της κρυμμένης ομορφιάς του κέντρου της Αθήνας. Αυτής της Αθήνας που ακόμα και σήμερα παιδεύεται κάτω από μπάζα ασύδοτης μικροαισθητικής και θλιβερού ναρκισσιστικού θράσους των ανθρώπων της, να αναπνεύσει. Ακόμα υπάρχουν σε αυτό το δρόμο, την οδό Αθηνάς, μισοπνιγμένες κραυγές ηδονής που αντιλαλούν, αναπαράγονται, έστω και ανεπαίσθητα, αντιληπτές όμως από αυτούς που ξέρουν να αφουγκράζονται. Φωνές ενός άλλου κόσμου, παραγκωνισμένου αλλά επίμονου.

Τέλος, υπάρχει στον κατάλογο της Λύρας ένας δίσκος που αν δεν τον έβαζα θα ήταν μεγάλη παράληψη. Λέγεται “The Black Sea Project”. Σε αυτόν τον δίσκο παίζει μουσική η Ορχήστρα της Μαύρης Θάλασσας. Εντελώς κυριολεκτικό όνομα μιας και οι συμμετέχοντες είναι Βούλγαροι, Τούρκοι, Έλληνες, Ρώσοι, Μολδαβοί, Ουκρανοί, Ρουμάνοι, Γεωργιανοί. Πέντε συνθέσεις υπογεγραμμένες από τους Ζurab Gagnidze, Alexander Alexandrov, Okay Temiz, Nariman Omerov και Φλώρο Φλωρίδη. Όλες με τα δικά τους ξεχωριστά χαρακτηριστικά και χρώματα αλλά όλες μαζί ορίζουν ένα υπερδυναμικό ethnic fusion με πολύ τζαζ που ακολουθεί τους δρόμους της Ανατολής. Εδώ τα πράγματα πάνε πιο βαθιά γιατί ο δίσκος αυτός αγκαλιάζει τις ρίζες, την ιστορία και την παράδοση της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου οδηγώντας μας να αφουγκραστούμε ακόμα και ένα απώτατο πιθανό παρελθόν που βέβαια είναι και το δικό μας παρελθόν. Δίσκος κόσμημα και για την Λύρα αλλά και για την παγκόσμια τζαζ.

Ο κατάλογος όμως είναι ατέλειωτος πραγματικά. Ξεκίνησα κάπως στα τυφλά να διαλέγω τους δίσκους για αυτό το κείμενο από περιπτώσεις που μου άρεσαν ιδιαίτερα αλλά θα μπορούσα να συνεχίσω να γράφω και για άλλους πολλούς χωρίς να ξεφεύγω από τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μου. Σύντομα διέκρινα ότι τα περισσότερα είναι από την ύστερη εποχή της Λύρας και αυτό μου άρεσε γιατί βλέπουμε ότι ζει ακόμα αυτό το «κάτι» που κάνει αυτόν τον τόπο κάτι. Στο χέρι μας είναι να σκεφτούμε λίγο. Να αφήσουμε κάποια στιγμή πίσω ότι μας κοιμίζει του νου. Να δούμε λίγο πιο καθαρά πίσω από την ομίχλη της επιβεβλημένης μπόχας και προτού βιαστούμε να τσινήσουμε σαν «καλοί» Ευρωπαίοι που δεν θέλουν να καταλάβουν την ομορφιά των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε τόπου και κυρίως της Ανατολής της οποίας μας αρέσει-δε μας αρέσει είμαστε κομμάτι, γιατί μάθαμε να θεωρούμε σπουδαίο ότι απομακρύνεται όσο πιο πολύ γίνεται από την «κακιά λούμπεν» παράδοσή μας, απ’ τα «μπουζούκια», από το Βυζάντιο, απ’ τα Βαλκάνια και αντιγράφει ότι δηθενιά και ψευτιά μας πασαριστεί από την Εσπερία, ας μάθουμε, ας ακούσουμε τι έχουν να πουν και κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες που δεν απορρίπτουν τη Δύση αλλά ούτε την θεοποιούν και εξερευνούν τη γλώσσα της τέχνης με τρόπο πιο εσωτερικό εστιάζοντας στο τοπικό με αγάπη και σεβασμό. Δεν είναι μιζέρια και συντηρητισμός να τα αναγνωρίζει κανείς αυτά. Μιζέρια και συντηρητισμός είναι η άγνοια, η απολυτότητα και η προκατάληψη. Και η ασφυξία της δουλοπρέπειάς μας προς την Ευρώπη.