Magazine

What on earth is the size of my life?

Ο Μίλτος Τσίπτσιος παρουσιάζει την πορεία, τις αλλαγές στη σύνθεση και τη δισκογραφία τους ίντσα προς ίντσα.

MagazineΣτις αρχές του 1977 το θρυλικό EP "Spiral Scratch" των Buzzcocks σαρώνει στην punk μουσική σκηνή της Βρετανίας και υπόσχεται μεγαλειώδη συνέχεια. Κι όμως, ο χαρισματικός στιχουργός και τραγουδιστής Howard Devoto (Trafford) έχει διαφορετική άποψη. Παρατάει το γκρουπ για κάτι νέο και διαφορετικό: δημιουργεί στο Μάντσεστερ τους Magazine το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με τέσσερις νέους και άγνωστους ως τότε μουσικούς. Τον Σκωτσέζο John McGeoch στην κιθάρα και ενίοτε στο σαξόφωνο, τον Barry Adamson στο μπάσο, τον Bob Dickinson στα Keyboards, και τον Martin Jackson στα ντραμς.

Η πρώτη τους συναυλία έμελλε να είναι η τελευταία του Club Electric Circus στο Manchester. Αν και στο 10ιντσο δίσκο αφιέρωμα του εν λόγω club δεν συμπεριλαμβάνονται, αφού παίζουν μόνο τρία κομμάτια με δανεικά όργανα από τους Buzzcocks, η Virgin ακούγοντας το demo με τα τραγούδια "Shot By Both Sides", "The Light Pours Out Of Me", και "Suddenly We Are Eating Sandwiches" που της στάλθηκαν και βασιζόμενη στο ηχηρό όνομα του Devoto, τους αναλαμβάνει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια και μέχρι τη διάλυσή τους.

Το Νοέμβριο του 1977 ο Dickinson φεύγει από το γκρουπ και γενικά από όλη τη μουσική βιομηχανία για πάντα, και οι υπόλοιποι τέσσερις κυκλοφορούν το πρώτο τους single "Shot By Both Sides" / "My Mind Ain't So Open" τον Ιανουάριο του 1978 που φτάνει στο νούμερο σαράντα ένα του τοπ. Η σύνθεση του "Shot By Both Sides" είναι των Devoto / Shelley, το κομμάτι είναι μεγαλειώδες και φέρνει στο νου τις παλιές καλές μέρες των συνεργασιών τους στους Buzzcocks. Το flip side είναι ένα καθαρά punk γρήγορο τραγούδι με όμορφο πέρασμα σαξόφωνου αλλά και απότομο τελείωμα. Η κριτική αποδοχή ήταν τεράστια. Το δισκάκι ανακηρύσσεται (και δικαιολογημένα) καλύτερο της χρονιάς σε πολλά μουσικά περιοδικά, ακόμη και της Αμερικής όπου παρέμεναν σχετικά άσημοι ακόμη.

Μετά την αποχώρηση του Dickinson μπαίνει στους Magazine ο Dave Formula και ξεκινούν την πρώτη μίνι περιοδεία τους στην Αγγλία, και την ετοιμασία του δεύτερού τους single "Touch And Go" / "Goldfinger" που κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1978. Το τραγούδι "Touch And Go" είναι το αρχικό δείγμα της μεταστροφής του γκρουπ από το ενθουσιώδες στο πιο προσεγμένο, ενώ το "Goldfinger" είναι η πρώτη διασκευή της καριέρας τους και γίνεται στο ομώνυμο κομμάτι των Barry, Bricusse και Newley, γνωστότερων μουσικών από την συνεισφορά τους σε κινηματογραφικές παραγωγές.


Τον Ιούνιο του 1978 κυκλοφορεί το πρώτο LP του συγκροτήματος το "Real Life" που φτάνει στο νούμερο είκοσι εννέα του τοπ. Όπως και στο προηγούμενο single η παραγωγή είναι και εδώ του John Leckie. Και στα εννέα τραγούδια του δίσκου οι στίχοι και η μουσική είναι του Devoto, σε πέντε από αυτά με τη βοήθεια του McGeoch, ενώ ένα είναι των Formula και Adamson.

Ο δίσκος ξεκινάει με το "Definitive Gaze" τραγούδι που έδωσε και τον τίτλο στον δίσκο (So this is real life you're telling me, now I'm lost in shock your face fits perfectly), ενώ οι ζωγραφιές του Adamson στο "My Tulpa" που ακολουθεί είναι το καλύτερο ορεκτικό για την λίγο πιο αργή εκτέλεση από αυτή του single του "Shot By Both Sides". Το "Recoil" κλείνει το μάτι σε πολλά punk τραγούδια (για το πώς πρέπει να παίζονται), άλλωστε οι Magazine χωρίς να είναι το πλέον punk συγκρότημα, διαθέτουν και το punk ακροατήριό τους που τους υποστηρίζει. Η πρώτη πλευρά κλείνει με το "Burst" το μοναδικό κομμάτι του δίσκου αποκλειστική ευθύνη του Devoto, τραγούδι που δείχνει τη φανερή επιρροή που είχε πάνω του ο Bowie κυρίως στα θεατρινίστικα φωνητικά του.

Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το αργό γρήγορο και πάλι αργό "Motorcade" (το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου), για να μας θυμίσει πως ο Dickinson αν και εγκατέλειψε νωρίς το χώρο, ήταν πράγματι άξιος για να είναι ένα μέλος των Magazine. Στιχουργικά το τραγούδι αναφέρεται στην τελευταία βόλτα του προέδρου Kennedy με το ανοιχτό του αμάξι, με ένα μπαράζ οργάνων λίγο πριν το τέλος αλλά και πάλι ησυχία αμέσως μετά. Ακολουθεί το "The Great Beautician In The Sky" με το αλά βαλς ξεκίνημά του και τις ξαφνικές αλλαγές, το "The Lights Pours Out Of Me" με τον Shelley να εμφανίζεται για δεύτερη φορά στα credits του δίσκου, για να κλείσει ο δίσκος με το "Parade" των Formula και Adamson και το σπαραχτικό σαξόφωνο του McGeoch να σπάει κόκαλα.

Μετά το "Real Life" αποχωρεί ο Jackson από το γκρουπ, ο οποίος συνεχίζει την καριέρα του στους Chameleons στην αρχή, και λίγο αργότερα στους Swing Out Sister.

Στη θέση του Jackson έρχεται ο Paul Spencer για μία μικρή περιοδεία σε Αγγλία και Ευρώπη, όμως σχετικά γρήγορα απολύεται, και αργότερα μπαίνει στη μπάντα του Alex Harvey, ενώ στη συνέχεια ασχολείται με κινηματογραφικές παραγωγές. Αντικαθίσταται από τον John Doyle, και με αυτόν στη σύνθεσή τους οι Magazine, ένα μήνα αργότερα το Νοέμβριο του 1978 και χωρίς κανείς να το περιμένει (κυριολεκτικά), κυκλοφορούν το τρίτο τους single "Give Me Everything" / "I Love You You Big Dummy" σε παραγωγή του Tony Wilson. Εδώ οι Magazine ξαναδοκιμάζουν να διασκευάσουν κάτι και το κάνουν αυτή τη φορά σε ένα παλαιότερο κομμάτι του Captain Beefheart, ενώ το τραγούδι της πρώτης πλευράς παρόλο το ανατολίτικο ξεκίνημά του ξεχωρίζει για τα αργόσυρτα περάσματα του μπάσου και του αρμόνιου, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα πια τα μανιώδη παιξίματα του McGeoch.

Τον Μάρτιο του 1979 σαν τέταρτο single έρχεται το "Rhythm Of Cruelty" / "T.V Baby" σε παραγωγή του Colin Thurston, που αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μεν πρώτο στα έξυπνα περάσματα των keyboards, ενώ στο flip side το σαν Birthday Party σαξόφωνο κρατάει τις ισορροπίες ανάμεσα στα βαριεστημένα φωνητικά του Devoto, και το μονότονο παίξιμο του μπάσου και των ντραμς.

Δεύτερος μεγάλης διάρκειας δίσκος μόλις εννέα μήνες μετά το "Real Life", έρχεται το "Secondhand Daylight" σε παραγωγή του Colin Thurston και πάλι, που σκαρφαλώνει ως το νούμερο τριάντα οχτώ του Βρετανικού τσαρτ. Και σε αυτόν το δίσκο τα κομμάτια είναι εννέα, όλα συνθέσεις του Devoto, που με την πολύτιμη βοήθεια των άξιων συνεργατών του, προσφέρουν έναν δίσκο που αν και δεν εκτιμήθηκε όσο του άξιζε όταν κυκλοφόρησε, με το πέρασμα του χρόνου βρήκε ανταπόκριση, και σήμερα θεωρείται σωστά σαν ένας από τους καλύτερους δίσκους του τέλους της δεκαετίας του εβδομήντα.

Ο δίσκος ξεκινάει με το "Feed The Enemy" με ένα υποτονικό και σχεδόν αισθησιακό σαξόφωνο να δημιουργεί δόλιες καταστάσεις, περνάει στο single "Rhythm Of Cruelty" λίγο διαφορετικά παιγμένο από την κανονική του single εκτέλεση, και συνεχίζει με το κομμάτι που από τους στίχους του πήρε την ονομασία του ο δίσκος το "Cut - Out Shapes". Τα δύο τελευταία τραγούδια της πρώτης πλευράς είναι το δυναμικό new wave "Talk To The Body", και το νευρώδες ερωτικό "I Wanted You Heart".

Το instrumental (του ανθρώπου τελικά για όλες τις δουλειές McGeoch) "The Thin Air" ανοίγει τη δεύτερη πιο κρύα και σκοτεινή πλευρά του δίσκου, ακολουθούμενου από τα "Back To Nature" και "Believe That I Understand" προσωπικά παραδείγματα του Devoto για το πως οι τότε Cure και τα μετέπειτα υποκατάστατα των Joy Division θα έπρεπε να λειτουργούν.

Ο δίσκος κλείνει με μία έκπληξη: το τραγούδι "Permafrost". Στα πεντέμισι λεπτά της διάρκειάς του ο Devoto χωρίς ίχνος μίσους και κακής διάθεσης, ψελλίζει αναπάντεχα και τελείως φυσιολογικά το I will drug you and fuck you under permafrost ενώ οι μουσικοί από πίσω παίζουν χαμηλά σχεδόν νανουριστικά για κάτι που πρέπει να γίνει, γιατί όπως τελικά κλείνει το τραγούδι It's hard to keep some things in mind... As The Day Stops Dead.

Η νέα δεκαετία ξεκινάει για τους Magazine μάλλον σε νέες βάσεις. Κάτι η πρόσληψη του μάγου των στούντιο Martin Hannett ως παραγωγού, κάτι η εμπειρία που είχε αποκομιστεί από τους μουσικούς τα προηγούμενα χρόνια, κάτι η μεγαλειώδη περιοδεία στην Αμερική, οδηγούσαν την κατάσταση στην απόλυτη ποιοτική καθιέρωση. Και πράγματι τον Φεβρουάριο του 1980 κυκλοφορεί το "A Song From Under The Floorboards" / "Twenty Years Ago" που είναι και το πρώτο single από την επερχόμενη τριλογία των εφτάιντσών τους που θα έρθουν για να καλύψουν την άφιξη του τρίτου μεγάλης διάρκειας δίσκου τους. Εδώ η μελωδία του μπάσου έχει τον πρώτο λόγο, οι υπόλοιποι μουσικοί ακολουθούν τον δικό τους ξεχωριστό και απλό δρόμο, ενώ οι στίχοι είναι για πρώτη φορά τόσο προσωπικοί και εξομολογητικοί. Αντίθετα το "Twenty Years Ago" τους βρίσκει πιο πρωτόγονους, να ροκάρουν ελεύθερα σε στυλ Fall, και στιχουργικά να βρίσκονται πιο κοντά στο ακατανόητο.

Αυτή είναι η εποχή που τρία μέλη των Magazine ασχολούνται και με διαφορετικά πράγματα. Οι Adamson, Formula, και McGeoch μπαίνουν στους νεορομαντικούς Visage του Steve Strange και του Midge Ure, ενώ παράλληλα ο αεικίνητος McGeoch βοηθάει για λίγο και τους Siouxsie And The Banshees, ώσπου αργότερα γίνεται και πλήρες μέλος τους.

Και μένει ο Devoto που κλεισμένος στο στούντιο μαζί με τον Hannett ετοιμάζονται για κάτι μοναδικό. Απρίλιος 1980 και η Virgin Records κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ των Magazine με τίτλο "The Correct Use Of Soap" που φτάνει στο νούμερο είκοσι οχτώ στο τοπ της Αγγλίας.

Είναι η εποχή του "Closer", του "Crocodiles", του "Grotesque", του "In The Flat Field", του "Kilimanjaro", του "Seventeen Seconds" και πολλών άλλων που θεωρήθηκαν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο ως πρωτοποριακοί post punk δίσκοι. Εδώ όμως υπάρχει μαζεμένη όλη η αισθητική, όλη η μαγεία που συνόδευε εκείνη τη σκοτεινή (κατά πολλούς) μουσικά εποχή, και όλη η μεγαλοπρέπεια που θα μπορούσε να αναδυθεί από τα αυλάκια του βινυλίου από ένα συγκρότημα που τα προηγούμενα δείγματά του το έθεταν στην κορυφή του χώρου. Αυτός ο δίσκος είναι το απόλυτο δείγμα του όρου post punk, αν τελικά υπάρχουν όροι στη μουσική.

Ξεκινώντας από τα δυναμικά rock κομμάτια "Because You're Frightened" και "Model Worker" που λίγα γκρουπ θα μπορούσαν να συνθέσουν, και καταλήγοντας στη new wave αισθητική του "I'm A Party" και του "You Never Knew Me", η πρώτη πλευρά τελειώνει με το καλύτερο τραγούδι των Magazine το φοβερό "Philadelphia". Σ' αυτό ο Adamson παίζει όσα θα έπαιζε κάποιος άλλος μπασίστας σε όλη του την καριέρα, η διακοπτόμενη κιθάρα του McGeoch δένει πάνω στα φωνητικά του Devoto, με τα keyboards του Formula να τσιρίζουν στο background, καθώς τα ντραμς του Doyle κρατούν σταθερό το ρυθμό. Ένα τραγούδι που παρακαλάς να μην τελειώσει.

Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το φανκοειδές "I Want To Burn Again" και τα δεύτερα γυναικεία φωνητικά του, και συνεχίζει με την τρίτη διασκευή του συγκροτήματος που έχει αποτυπωθεί σε αυλάκια δίσκου, τη μεγάλη επιτυχία των Sly And The Family Stone το "Thank You (Falettinme Be Mice Elf Agin)", παιγμένο με μαεστρία, αλλά και με επίδειξη σεβασμού στο κύρος του συγκροτήματος που δανείστηκε το τραγούδι.

MagazineΤο τραγούδι που ακολουθεί λέγεται "Sweetheart Contract", και είναι ένα κομμάτι που θα επανεμφανιστεί σε single λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, υπάρχει το "Stuck" μία ακόμη ανάμιξη funk περασμάτων με new wave πινελιές φανερά επηρεασμένο από τις παράλληλες ενασχολήσεις των μελών του γκρουπ με το νεοκυματικό ρεύμα, ενώ τελευταίο κομμάτι μένει το προγενέστερο σαν single τραγούδι "A Song Under The Floorboards" για να κλείσει τελικά ο πιθανόν καλύτερος δίσκος των Magazine, αλλά σίγουρα ο πιο κριτικά αποδεκτός, αυτός που έφερε ένα βήμα πιο μπροστά τη μουσική σκηνή της Βρετανίας.

Ταυτόχρονα ή ίσως λίγες μέρες νωρίτερα από την κυκλοφορία του "The Correct Use Of Soap", οι Magazine κυκλοφορούν το δεύτερο single από την τριλογία των εφτάιντσων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, και αυτό είναι το "Thank You (Falettinme Be Mice Elf Agin)" / "The Book". Και αν και το "Thank You" βρήκε την καταξίωση που του άξιζε από την παρουσία του στο LP, το "The Book" δεν είναι τραγούδι, παρά είναι μία αφήγηση του Devoto για το ταξίδι ενός άντρα στην κόλαση.

Νέο single τον Μάιο του 1980 είναι το "Upside Down" / "The Light Pours Out Of Me", με το οποίο κλείνει και η τριλογία των singles που ξεκίνησε λίγους μήνες νωρίτερα. Το "Upside Down" είναι ένα μέτριο για τα δεδομένα των Magazine απλό new wave τραγουδάκι, ενώ το "The Light Pours Out Of Me" παρουσιάζεται σε μια διαφορετική εκτέλεση από αυτή του "Real Life", μάλλον όμως κατώτερη.

Τον Ιούλιο του 1980 οι Magazine κυκλοφορούν το single "Sweetheart Contract" Νούμερο πενήντα τέσσερα στο τοπ, τραγούδι παρμένο από το "The Correct Use Of Soap", με δεύτερη πλευρά το "Feed The Enemy" σε μία live γρήγορη και πανκοειδή εκτέλεση προερχόμενη από μία συναυλία στο θρυλικό κλαμπ του Μάντσεστερ το "Russell". Το ίδιο single προσφέρονταν στις πρώτες κόπιες του μαζί με ένα extra single με τα τραγούδια "Twenty Years Ago" και "Shot By Both Sides" και αυτά live στο εν λόγω κλαμπ. Αργότερα παρουσιάστηκαν και τα τέσσερα μαζί σε ένα δωδεκάιντσο κυρίως για να βοηθήσουν στην επερχόμενη περιοδεία του γκρουπ στην Αυστραλία.

Η περιοδεία πράγματι ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1980, και κράτησε περίπου ένα μήνα. Μέσα από αυτή ξεπήδησε και η νέα κυκλοφορία των Magazine το τέταρτο LP με τίτλο "Play" από μία συναυλία στη Μελβούρνη. Δυστυχώς είναι η εποχή που ο McGeoch είναι πια φουλ μέλος των Siouxsie And The Banshees κάτι που δεν του επιτρέπει να ακολουθήσει στο μακρινό αυτό ταξίδι, και έτσι αντικαθίσταται από τον Robin Simon πρώην μέλος των Neo, αλλά γνωστότερο από τη συμμετοχή του στους Ultravox. Ο McGeoch συνέχισε τη μεγαλειώδη καριέρα του αργότερα μεταξύ άλλων στους Armoury Show, τους Public Image Limited, και τους Ultravox.

And now three little words, προλογίζει ο Devoto για το κατά πολύ διαφορετικό (πιο ροκίστικο) αυτή τη φορά "Give Me Everything" που ανοίγει το Play, και είναι το ένα από τα δύο τραγούδια του live μαζί με το "Twenty Years Ago" που προέρχονται αποκλειστικά από singles. Ακολουθεί το "A Song Under The Floorboards" το ένα από τα συνολικά τέσσερα τραγούδια του "The Correct Use Of Soap", το "Permafrost" αντιπροσωπεύει το "Second Hand Daylight", ενώ από το "Real Life" υπάρχουν τα "The Light Pours Out Of Me", "Parade", και "Definitive Gaze". Γενικά το "Play" είναι ένα θαυμάσιο live άλμπουμ, δυναμικό, και με πολύ καλό ήχο, ουσιαστικά όμως κύκνειο άσμα των Magazine, γιατί η συνέχεια δεν ήταν η προσδοκούμενη. Έτσι ένδοξα τελείωσε το 1980 με ένα LP, ένα live LP, τέσσερα εφτάιντσα και ένα EP, που αν και ποσοτικά δείχνουν να είναι πολλά, η ποιότητα μέσα σ' αυτά περισσεύει.

Και μπαίνουμε στο 1981. Εμφανίζεται στη μουσική σκηνή το "Prayers On Fire", το "Heart Of Darkness", το "From The Lions Mouth" και πολλά άλλα σε μια χρονιά ορόσημο. Και οι Magazine τι κάνουν; Πρώτα ο Robin Simon φεύγει από το συγκρότημα για να συναντήσει ξανά το παλιόφιλό του από τους Ultravox John Foxx, και να το βοηθήσει στη σόλο καριέρα του. Στη θέση του έρχεται ο Ben Mandelson φίλος του Devoto από το κολέγιο, για ν' αναλάβει τις κιθάρες στην τελευταία περίοδο που ξεκινάει το καλοκαίρι με το single "About The Weather" / "In The Dark", που αργότερα κυκλοφόρησε ως 12" με την προσθήκη του τραγουδιού "The Operative".

Το "About The Weather" είναι μία σύνθεση του Formula, ένα απλό δυναμικό και συνάμα γλυκό κομμάτι, που χρησιμοποιήθηκε και στο επόμενο LP. Το "In The Dark" είναι αργό υπνωτικό τραγούδι με δεύτερα γυναικεία φωνητικά που περνάει απαρατήρητο, ενώ το "The Operative" χωρίς να είναι καλύτερο, τουλάχιστον έχει μία δόση αισθησιασμού που είχε συνηθίσει να δίνει το γκρουπ στις καλές του μέρες.

Αμέσως μετά το single βγαίνει στην αγορά και το τελευταίο τελικά LP των Magazine το "Magic, Murder And The Weather" και πάλι σε παραγωγή του Martin Hannett. Ο δίσκος ξεκινάει με το "About The Weather" στη single του εκτέλεσή του, ενώ το τραγούδι της πρώτης πλευράς που κλέβει την παράσταση είναι το μυστηριώδες "The Honeymoon Killers". Αξιοπρόσεκτα κομμάτια του άλμπουμ είναι το "This Poison" ίσως το καλύτερο του δίσκου, ενώ το "Naked Eye" μας δείχνει πως θα ήθελε ο Hannett να ήταν το επόμενο άλμπουμ (αν υπήρχε) των Joy Division.
Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια συνεχίζουν στον ίδιο στάνταρ ρυθμό βασισμένο στα keyboards και το μπάσο, και αυτό οφείλεται κατά πολύ στον Formula που φαίνεται να έχει κάνει προσωπική υπόθεση τον δίσκο ολόκληρο. Είναι απλά synth pop τραγουδάκια που, το μόνο που τα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του σωρού είναι η πιο ανθρώπινη ενορχήστρωσή τους, μιας που ως γνωστών η τέχνη του παρελθόντος δεν ξεχνιέται. Ο δίσκος φτάνει μέχρι το νούμερο τριάντα οχτώ στο τοπ της Αγγλίας.

Λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου ο Devoto αναγγέλλει τη διάλυση των Magazine, και το 1983 κυκλοφορεί το δίσκο "Jerky Versions Of The Dream" με την βοήθεια των Adamson και Forrmula. Λίγα χρόνια αργότερα δημιουργεί τους Luxuria με δύο δίσκους στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Ο Adamson συνεχίζει στους Bad Seeds του Nick Cave, πριν συνεχίσει τη μεγαλειώδη του σόλο καριέρα, ενώ ο Doyle μπαίνει και αυτός στους Armoury Show του McGeoch.

Ένα χρόνο αργότερα η Virgin Records κυκλοφόρησε τη συλλογή "After The Fact" με δέκα τραγούδια από τις διάφορες στιγμές της καριέρας τους, ενώ συλλογή με τον ίδιο τίτλο, αλλά με διαφορετικά τραγούδια κυκλοφόρησε για την Αμερικάνικη αγορά. Το Αμερικάνικο "After The Fact" περιλαμβάνει όλα τα single του γκρουπ (Α και Β πλευρές), ξεχνώντας μόνο ολόκληρο το "Sweetheart Contract", και τα τραγούδια "Twenty Years Ago", "Thank You", και "In The Dark".

Μία ακόμη συλλογή κυκλοφορεί το 1983 ένα EP με τέσσερα τραγούδια τα "Shot By Both Sides" στη single εκτέλεση, "Goldfinger", "Give Me Everything", και "A Song From Under The Floorboards".

Το 1987 κυκλοφορεί το CD συλλογή "Rays And Hail", και το 1990 το "Scree" με σχεδόν όλα τα τραγούδια από τα singles του γκρουπ.

Δέκα χρόνια αργότερα νέο CD το τριπλό box-set "Maybe It's Right To Be Nervous Now" (τίτλος δανεισμένος από τους στίχους του "Philadelphia"), που περιλαμβάνει και δεκαπέντε τραγούδια από τα τέσσερα John Peel Session που φτιάξανε οι Magazine κατά τη διάρκεια της ύπαρξής τους, ενώ εδώ βρίσκονται και μερικά ακυκλοφόρητα κομμάτια που για τον ένα ή τον άλλο λόγο έμειναν έξω από κάποιο δίσκο. Η συλλογή της ίδιας χρονιάς "Where The Power Is" δεν έχει να προσθέσει κάτι το ιδιαίτερο.

To 2002 οι Devoto - Shelley ξαναβρέθηκαν μαζί και ηχογράφησαν το άλμπουμ "Buzzkunst".