On A Storyteller’s Night
O Άρης Καραμπεάζης γράφει (χωρίς ενοχές εννοείται) για το πιο ...άγνωστο θρυλικό συγκρότημα του ροκ και τον καλύτερο του δίσκο.
(All Apologies, no teen spirit)
«Καλά τρελάθηκαν εκεί στο Gagarin; Είναι δυνατόν να φέρνουν τους Magnum; Που πάει το μαγαζί δηλαδή;». Με ρωτάει ο Θεοδόσης Μίχος, σε μία έξαρση εναλλακτικής συνείδησης. «Εντάξει μωρέ, δεν το κάνουν αυτοί, αλλουνού παραγωγή είναι. Αλλά μάλλον θα πάω να σου πω, είμαι ψιλοφάν από τα χρόνια του metal», απαντώ σε μια έξαρση μουσικής ειλικρίνειας. Καθότι αν με ρωτούσες κάπου προς το 1995-1996 για τους Magnum, θα σου έλεγα πως ούτε καν ακουστά τους έχω, και ας του άκουγα σχεδόν φανατικά 2-3 χρόνια πριν. Με αφορμή το λοιπόν την επερχόμενη εμφάνιση τους στο Gagarin 205 στις 30 του Νοέμβρη, που μου φαίνεται κάπως περίεργο ότι είναι η πρώτη τους στη χώρα μας (είχα την εντελώς αυθαίρετη αίσθηση ότι έρχονται κάθε τόσο, απλώς εγώ δεν ασχολούμαι), ψάχνω να θυμηθώ πώς και γιατί το ομολογημένα ....magnum opus τους βρίσκεται εδώ και χρόνια στο γράμμα M της δισκοθήκης μου, ενώ από την άλλη απουσιάζουν ομοίως αυθαίρετα κάποιοι δίσκοι των Mudhoney, των Misfits, ακόμη και αυτού του Morrissey (εντάξει υπάρχουν σε CD αυτοί).
Παρότι αν κάτι για το οποίο φημίζομαι αυτό σίγουρα δεν είναι η μνήμη μου, εν τούτοις εις μνήμην της μόνης συνήθειας που δεν έχω εγκαταλείψει εδώ και χρόνια θυμάμαι σχεδόν από ποιο δισκοπωλείο και κατά προσέγγιση πότε αγόρασα κάθε δίσκο που έχω αγοράσει. Σίγουρα όσους έχω αγοράσει από δισκοπωλεία εντός συνόρων, καθώς στο εξωτερικό με τις μαζικές αγορές, κάπου μπερδεύονται τα πράγματα. Αλλά και εκεί έχω μία σχετικά σαφή εικόνα, θεωρώ. Παρά όμως την εντατική προσπάθεια (εντάξει, δεν πήγα και σε υπνωτιστή ομολογώ), δεν μπορώ να θυμηθώ πως βρέθηκε (και πως φέρθηκε στη συνέχεια) στη δισκοθήκη μου το... επαίσχυντο ‘On A Storyteller’s Night’, τούτων των ‘Άγγλων 80s ροκάδων’ (πιστεύω ότι είναι ο πιο αυθαίρετα εύστοχος χαρακτηρισμός που μπορεί να τους αποδοθεί, έστω και αν ξεκινούν από τα 70s και διανύουν άπειρες δεκαετίες μέχρι σήμερα), με το μάλλον αστείο όνομα, Magnum, που οι περισσότεροι αποδίδουν σε γνωστό παγωτό-πύραυλο. Παιδιά του Birminghamκαι τούτοι, τους «δικού τους» Manchester δηλαδή.
Είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν στοκάρανε αυτόν εδώ τον δίσκο στο Rollin’ Under, τον Λωτό ή το Καλειδοσκόπιο, για το NOISE δεν το συζητώ (άλλωστε δεν πολυψώνιζα εκεί). Ποντάρω σε κάποιο από εκείνα τα δισκοπωλεία με τα γυναικεία ονόματα όπως ΛΕΝΑ, ΝΟΡΑ κλπ, τα οποία επισκέφτηκα κάποιες φορές στο γνωστό μεταίχμιο ανάμεσα στον Nick Cave και τους Manowar. Και με την σημείωση ότι θυμάμαι πολύ καλά από που και πότε αγόρασα το ‘Triumph Of Steel’των τελευταίων.
Ελάχιστη σημασία έχουν όλα αυτά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, σημασία έχει μόνο η μουσική. Αλλά όπως έχουμε ξαναπεί, δεν είμαστε ακόμη εδώ για να αναπαράγουμε τέτοιες δηλώσεις πίστης και ελπίδας. Όσοι τυχόν έχουν αγοράσει δίσκους που κατά βάση δεν τους άρεσαν ποτέ, απλά και μόνο για να αισθάνονται πιο άνετοι πηγαίνοντας στο ταμείο και αποζητώντας ασυνείδητα το μη επικριτικό βλέμμα του δισκοπώλη, καταλαβαίνουν ακριβώς τι εννοώ. Κάπου εδώ τελειώνει το προοίμιο – απολογία για τη μη συμμετοχή μου στο αφιέρωμα του Mic στα δισκοπωλεία, και περνάμε στο κυρίως θέμα.
Αυτό που κυρίως θα διαβάσει κανείς σε διάφορα review-αφιερώματα, αλλά και γενικού οπαδικού περιεχομένου κείμενα γύρω από το έκτο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Magnum στον περίπου 13ο χρόνο της καριέρας τους, και 7ο της δισκογραφικής τους πορείας (δηλαδή στο σημείο που οι Smiths θα είχαν διαλύσει ήδη τέσσερις φορές), συνοψίζεται στην εύηχα κλισέ μουσικομαρκετίστικη φράση ‘All Killer/ No Filler’.
Ακούγοντας το άλμπουμ, αναρωτιέσαι πόσα άραγε fillers εμπεριέχονται σε κάθε προηγούμενο και επόμενο δίσκο του είδους (θα τα πούμε παρακάτω για αυτό), για να επιμένουν όλοι σε έναν τέτοιο ούτως ή άλλως αχρείαστο ισχυρισμό. Ως γνωστόν no filler άλμπουμ δεν υπάρχουν, ακόμη και αν μιλάμε για ‘ανυπέρβλητα αριστουργήματα’, για ‘ατόφια δεκάρια’, σε αντικειμενικές ή υποκειμενικές συνθήκες. Δηλαδή υπάρχει κάποιος που όταν σκέφτεται το ‘Revolver’ το πρώτο τραγούδι που του έρχεται στο μυαλό είναι το ‘Doctor Robert’ (ΟΚ, όλο και θα υπάρχει, αλλά δεν ήταν και το καλύτερο παράδειγμα προς χρήση οι Beatles ομολογώ).
Ξεκαθαρίζω λοιπόν ότι κατ’ εμέ το ‘On A Storyteller’s Night’ όχι απλώς δεν πάσχει από έλλειψη fillers, αλλά ότι αυτά είναι τόσο αριθμητικά, όσο και διακριτά ποιοτικά, παρόντα και ικανά, ώστε να υπογραμμίζουν με σαφή τρόπο τα ορισμένα εκείνα τραγούδια, που τον καθιστούν έναν αν μη τι άλλο άξιο επιμέλειας και εμμονής δίσκο. Και επειδή πάντοτε θέλω να μιλάω με ντοκουμέντα, θα πω ευθύς εξαρχής ότι ακόμη και το περιβόητο Les Morts Dansant μου ακούγεται πάντοτε σαν ένα μάλλον ανυπόφορο τραγούδι, που φέρει την κύρια ευθύνη για το γεγονός ότι οι Magnum τελούν σε ασυνεχή αντιστοίχιση με αστειότητες τύπου Meat Loaf, από τις οποίες στην πραγματικότητα απέχουν (ή έστω είναι ικανοί να απέχουν) και από πάνω ντρέπεται και που είναι και ροκ μπαλάντα, που θα αγαπάμε για πάντα και τα λοιπά.
Φημολογείται επίσης ότι πρόκειται για τον καλύτερο δίσκο που έχει ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει ποτέ υπό την ιδιώνυμη ταμπέλα του A.O.R.. Δεν θα συμφωνήσω, ούτε θα διαφωνήσω. Απλώς το μεταφέρω. Χωρίς να έχω εντρυφήσει στο είδος, θα σημειώσω απλά ότι δεν έτυχε να ακούσω ποτέ κάποιον δίσκο στο εν λόγω δικαίως παρεξηγημένο υπo-είδος του rock, για τον οποίο θα μπορούσα να γράψω 2-3 καλά πράγματα στη σειρά. Εξαιρείται ίσως το ‘Frontiers’ των Journey, που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν, και 2-3 ψευδο-ροκ ελληνικοί δίσκοι των late 80s-early 90s, που ακόμη περιμένουν να χαρακτηριστούν ως A.O.R. και να πει επιτέλους και για αυτούς η ιστορία την τελευταία της, αλλά σωστή, λέξη. Ολοκληρωμένα άλμπουμ των Toto ή των Asia δεν έχω ακόμη αξιωθεί να ακούσω, ενώ πεισματικά δεν έχω ακούσει ποτέ ούτε μισή νότα από τους Marillion, παρότι μέχρι και ο Πάκης Τζιλής από τον Λωτό επιμένει να το κάνω (εντάξει ξέρω ότι δεν είναιA.O.R., αλλά ήθελα να το αναφέρω).
Υπάρχει άραγε μέχρι και σήμερα το A.O.R.; Ή τέλος πάντων συνεχίζει να είναι δόκιμος ο όρος και να ανταποκρίνεται πραγματικά σε ένα τμήμα του rock, που με βάση κυρίως κάποια εξωτερικά του χαρακτηριστικά ξεχωρίζει από το υπόλοιπο σώμα του; Είναι η ίδια η έννοια, και η ψευδεπίγραφη σημασία που αποδίδεται με αυτήν, μία παρωχημένη απώλεια της ψευδαίσθησης περί του ότι το rock ‘n’ roll υπήρξε, στάθηκε και θα είναι η ‘μουσική της νεολαίας’, των ‘μοντέρνων ρυθμών’, της εξέγερσης και της αντίδρασης, του περιβόητου ‘ροκ τρόπου ζωής’ και των λοιπών κλισέ, που αναπαράγονται κυρίως από αυτούς που ουδέποτε απασχολήθηκαν συστηματικά με το ροκ.
Όπως και να έχουν τα πράγματα το ροκ ενηλικιώθηκε εδώ και αιώνες, εμείς εδώ και κάποια χρόνια, και καθώς και εμείς και αυτό οδεύουμε προς το γήρας, δεν υπάρχει περιθώριο να αντιμετωπίζεται οτιδήποτε ως guilty pleasure, με την ενοχή στην προκειμένη περίπτωση να έχει να κάνει με την στοχευμένη εμπορική διάθεση από την ημέρα μηδέν, σε αντιπαράθεση ας πούμε με την όποια υπόγεια εμμονή των κάθε λογής Sonic Youth ή την σχεδόν προβληματική στάση των όποιων Wovenhand, που βλέπουν κυρίως το από που έρχονται και τζάμπα άλλαξαν και όνομα εδώ που τα λέμε. Στο κάτω – κάτω δεν είναι οι Magnum αυτοί των οποίων το μπλουζάκι μπορείτε να αγοράσετε από τα πλησιέστερα σας H&M αυτές τις μέρες. Η θεωρία πάντοτε καταρρέει, ακριβώς για να επιβεβαιωθεί, ως γνωστόν.
Ο δίσκος ανοίγει με το ‘So Far Jerusalem’, το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, με απόσταση από τα υπόλοιπα. Θεωρώ ότι κάθε δίσκος που δεν ντρέπεται τον εαυτό του και τον αριθμό των αντιτύπων που στοχεύει να πουλήσει (μιλάμε για τις εποχές των μη 500 αριθμημένων αντιτύπων βέβαια), «οφείλει» να ξεκινάει με το καλύτερο του τραγούδι. Δεν βρίσκω το λόγο να μην γίνεται αυτό. Έχοντας ακούσει ένα τραγούδι σαν και αυτό, σχεδόν δεν έχεις πρόβλημα να συνεχίσεις την ακρόαση ολόκληρου του δίσκου, ακόμη και αν τα υπόλοιπα είναι μέτρια τραγούδια ή έστω λίγο άνω του μετρίου. Σου δίνει ένα μεγάλο κουράγιο, πως να το πω. Στριφογυρνάει στο μυαλό σου σε όλη τη διάρκεια της ακρόασης. Σε κρατάει ζωντανό μέχρι τέλους, η ελπίδα ότι θα ακούσεις κάτι που θα το πλησιάσει. Θυμίζω ότι και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ξεκινάει τα ‘Χαιρετίσματα’ με τα... ‘Χαιρετίσματα’, τι μπορεί να στραβώσει παρακάτω; Μάλλον τίποτε, όπως ξέρουμε.
Το ‘So Far Jerusalem’ και πάλι, ενώ είναι ένα αναντίρρητα τεράστιο από κάθε άποψη τραγούδι, εν τούτοις στην εσωτερική του θεώρηση εμφανίζεται ακόμη και αυτό ως γοητευτικά άνισο. Και μάλιστα στο πλαίσιο ενός παράδοξου, που θέλει το υποτιθέμενα απογειωτικό ρεφρέν, να είναι σαφώς υποδεέστερο τόσο από την μεγαλειώδη synth driven εισαγωγή του (σε ιδανικές συνθήκες κάθε φορά που το παίζουν ζωντανά θα έπρεπε να ανάβει ένας πυρσός, αλλά ήδη η εν λόγω συνήθεια έχει υποπέσει στην πλημμέλεια των Μάλαμα-Παπακωνσταντίνου), όσο και από το κυρίως σώμα του τραγουδιού. Ένα άνευ ετέρου κάλεσμα προς οπαδούς, αλλά και εχθρούς της μπάντας, που με δυσκολία το συναγωνίζεται η στακάτη παράθεση ιστορικών στοιχείων, που μάλλον μειώνουν, παρά τονίζουν την συναισθηματική έξαρση που είχε δημιουργηθεί μέχρι τότε. Ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είναι το πραγματικά σπουδαίο δεύτερο single της Laura Branigan, αλλά εν μέρει υπονομεύεται από την έπαρση του να παραμείνει εντός των αόριστων ορίων του rock. Έστω και του adult oriented.
Όπως και να έχει όμως ο δίσκος έχει ξεκινήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και (σχεδόν) τίποτε δεν μπορεί να πάει λάθος μέχρι το τέλος. Και πρακτικά τίποτε δεν πηγαίνει λάθος ως το τέλος, παρότι τα λάθη που περιμένει κανείς είναι άπαντα παρόντα.Διάφορα (πολλά και διάφορα για την ακρίβεια) riff, είτε στις κιθάρες- είτε στα πλήκτρα, που διαρκώς και επιτηδευμένα προσπαθούν να είναι και να ακούγονται μεγαλύτερα από τη ζωή, αλλά τις περισσότερες φορές δεν είναι, και για αυτό ακούγονται περισσότερο ικανά για να ταυτιστεί κανείς μαζί τους . Φωνητικά που φιλτράρονται τόσες φορές, ώστε να ακούγονται επιβλητικά και σαρκαστικά την ίδια ακριβώς στιγμή. Αφηγηματικές τακτικές στα παραπάνω πολλαπλώς φιλτραρισμένα φωνητικά, που κάνουν τον Chris De Burgh να φαντάζει μάστορας της μελωδίας.
Γενικώς παρούσα μέχρι εξαντλήσεως αποθεμάτων και αντοχής όλη αυτή η αίσθηση που επιχειρεί (και ενίοτε καταφέρνει) να μεταδώσει το pomp rock των 80s περί του ότι δεν ήρθε απλά για να σώσει τον κόσμο, αλλά για να τον διαμορφώσει εξαρχής και στα δικά του μέτρα, και να μείνει έτσι για πάντα.
Ως γνωστόν αυτό δεν συνέβη. Περισσότερο από τον κόσμο, άλλαξε το ίδιο το rock και στην πορεία απογυμνώθηκε σε τέτοιο βαθμό (ευτυχώς), που μέχρι και ο The Boy έφτασε να δηλώνει σε αυτό εδώ το μουσικό site, που θέλει να πλασάρεται ως κανόνας περί των εξαιρέσεων, ότι τα πράγματα πρέπει να γίνουν και πάλι μεγάλα και να επιστρέψουν στα στάδια (δυστυχώς, ειδικά αν είχε υπόψη του το Ολυμπιακό Στάδιο του Σαββόπουλου, και όχι το Morumbi των Simple Minds και των Duran Duran). Σε όλη τη διάρκεια του δίσκου τα πράγματα δεν είναι τόσο progressive όσο θα ήθελαν οι σοβαροί ακολουθητές του γκρουπ, αλλά ούτε και τόσο pop όσο θα ήθελαν τύποι σαν και εμένα, που δεν θυμούνται καν πότε και γιατί τον αγόρασαν.
Σε πέντε λεπτά μέσα το ομώνυμο του άλμπουμ τραγούδι συνοψίζει την εύλογη εκείνη δυσχέρεια, που καθιστά το ‘On A Storyteller’s Night’ τον μάλλον πιο αγαπημένο δίσκο των οπαδών του συγκροτήματος, ανεξαρτήτως τελικά από ποια πλευρά ατενίζουν τους Magnum, και μαζί με αυτούς την τότε καθολική κυριαρχία των studio, των παραγωγών και των μηχανικών ήχων, που βρέθηκαν στο διάβα κάθε γκρουπ που προσπαθούσε να πραγματοποιήσει το όποιο όραμα του και ταυτόχρονα είχε στη διάθεση του υπερ-αρκετά χρήματα για να το κάνει. Άραγε αν οι Sonic Youthαν είχαν 10-15 κιθάρες ακόμη θα συνέχιζαν να τις κουρδίζουν «περίεργα»; (εντάξει βαρύ, αλλά καταλάβατε τι θέλω να πω, ελπίζω).
Είτε πράγματι σπουδαία και εμπνευσμένα, όπως το ‘Two Hearts’ με τις αξιοζήλευτες από το πιο άξιο postpunk μπασογραμμές, είτε σπουδαιοφανή και περιορισμένης έμπνευσης, όπως το ‘All England’s Eyes’, που καλό θα ήταν να μπορούσαμε να ακούσουμε τα drums και μόνο, χωρίς τις υπόλοιπες ηρωικές χαρούλες από κιθάρες και φωνητικά στο περιθώριο, τα τραγούδια των Magnum, υπογραμμίζουν, θεωρώ, την αδυναμία εξέλιξης μίας μουσικής, που περισσότερο έμεινε εγκλωβισμένη σε οριοθετημένες προθέσεις, με τον αντιθετικά ίδιο τρόπο που συνέβη κάτι τέτοιο με όσους από την άλλη πλευρά θεώρησαν το underground ως τελικό προορισμό και όχι ως αφετηρία, όπως πράγματι πρέπει να είναι.
Κάπου εδώ, και πριν καταλήξω να αναρωτιέμαι πώς και γιατί βρέθηκα να γράφω γύρω στις 2.000 λέξεις για έναν δίσκο που είχα ξεχάσει όχι μόνον από που και πότε τον απέκτησα, αλλά ακόμη και το ότι υπάρχει στη δισκοθήκη μου (και τον θυμήθηκα μόνο εξ αφορμής της συναυλίας), καταλήγω όλως μη αναπάντεχα στον φθηνό πειρασμό να «συγκρίνω» το ‘On A Storyteller’s Night’ με ορισμένα από τα σπουδαία άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1985 και για τα οποία ούτε ντράπηκα, ούτε και ξεχάστηκα ποτέ.
Κάπου ανάμεσα στο ‘Songs From The Big Chair’ των Tears For Fears και το ‘Steve McQueen’ των Prefab Sprout, και σίγουρα πολύ μακριά και σε εντελώς διαφορετική διάσταση από το ‘Meat Is Murder’ των Smiths και το ‘First And Last And Always’ των Sisters Of Mercy, το έκτο άλμπουμ των Magnum περιέργως μου ακούγεται σήμερα ως ένας πιο ουσιαστικός δίσκος από το ‘The First Born Is Dead’του Nick Cave, αλλά και ως ελάχιστα τολμηρός και εμπνευσμένος σε σχέση με το ‘A Secret Wish’ των Propaganda. Τέτοια υπήρξε η σύγχυση και τέτοιος ο ενθουσιασμός μου, ακούγοντας τον μετά από είκοσι και βάλε χρόνια.
Αν υπάρχει ένας δίσκος τον οποίο την μία ημέρα θα βαθμολογούσα με μηδέν και την επόμενη με δέκα, είναι σίγουρα αυτός. Ίσως και ένα δυο άλλοι, αλλά δεν είναι τώρα της παρούσης και δεν μου έρχονται και πρόχειρα. Σε κάθε περίπτωση η σχέση μου με τους Magnum είναι σαφώς adult oriented και γίνεται κατά το δυνατόν περισσότερο υγιής όσο περνάνε και τα χρόνια της ενηλικίωσης, χωρίς ασφαλώς αυτό να συνεπάγεται κάποιου είδους ωριμότητα. Φευ, που λέγαμε και πρόσφατα.