The Mess We Made
Οι σταθμοί και οι στάσεις στην πορεία των Third Eye Foundation και του Matt Elliott. Του Θάνου Σιόντορου
Το ότι το Bristol είναι μια ιδιαίτερη μουσικά πόλη της Αγγλίας, λίγο-πολύ, είναι οικείο σε όσους ασχολούνται με τα μουσικά τεκταινόμενα των τελευταίων 20-25 χρόνων. Το ότι από εκεί όμως ξεπήδησε ο Matt Elliott, ένας μουσικός που αν υπήρχε συμπαντική δικαιοσύνη θα ήταν γενικότερο σημείο αναφοράς, δεν είναι τόσο γνωστό όσο θα έπρεπε.
Ως σημαδιακή επαφή με τη μουσική ο ίδιος αναφέρει την πρώτη φορά που βρέθηκε όταν ήταν παιδί σε μια ορθόδοξη ρωσική εκκλησία, όπου αναρωτήθηκε τι είναι αυτό που κάνει τους ήχους από τη χορωδία να προκαλούν δάκρυα στα μάτια των ανθρώπων. Αργότερα, ως έφηβος θα ξεκινήσει να εργάζεται σε ένα σημαντικό δισκάδικο της πόλης και για δέκα χρόνια θα έχει την ευχέρεια να βουτήξει σε κάθε είδους ακούσματα, jazz, industrial, folk, soul κ.α., γεμίζοντας το μυαλό του με ήχους και ιδέες που δεν θα αργούσαν να πάρουν μορφή και σχήμα.
Το ξεκίνημά του έγινε ηχογραφώντας υπό το όνομα Linda's Strange Vacation μαζί με την Kate Wright και τη Rachel Brook, οι οποίες δραστηριοποιούνταν επίσης στα πειραματικά μουσικά σύνολα των Movietone και Flying Saucer Attack. Περιστασιακό μέλος των παραπάνω υπήρξε και ο ίδιος και μάλιστα με τους δεύτερους έβγαλε κάποια λίγα χρήματα, για να καταφέρει να κυκλοφορήσει το 1996, στην προσωπική του εταιρεία (που πήρε το όνομα των Linda's Strange Vacation) το ντεμπούτο του, Semtex. Ήταν το πρώτο άλμπουμ υπό την ταυτότητα The Third Eye Foundation και ένας θεοσκότεινος δρόμος άνοιγε για τα καλά προς τα αυτιά των ακροατών.
Δεν ξέρω αν σε αυτό το πρώτο του πόνημα γίνεται τόσο εμφανής η διαστροφική εμμονή του με τα πιο ζοφερά επίπεδα μουσικής έκφρασης, σήμα κατατεθέν των Third Eye Foundation, αλλά σε καμία περίπτωση δεν λες το απόσταγμα των κομματιών αισιόδοξο, χαρωπό, έξω καρδιά και τα συναφή. Πένθιμες ambient ατμόσφαιρες συναντούν σπασμένα beats και drum n' bass θέματα τυλίγονται σε ελεγχόμενο θόρυβο. Μια μικρή δόση από shoegaze ξεπροβάλλει που και που και γενικότερα έχουμε να κάνουμε με ένα όχι δυσκολοάκουστο και καθόλα αξιοπρεπές άλμπουμ.
Το δεύτερο άλμπουμ των Third Eye Foundation βγήκε τον επόμενο χρόνο, από την Domino Records, με τίτλο Ghost και το ταβάνι κατεβαίνει ακόμη πιο κάτω, πλησιάζοντας απειλητικά όποιον ανυποψίαστο ή μη πατήσει το play, μέσα από σαμπλαρισμένες κραυγές, ιαχές και drum n' bass περίβλημα συν μπόλικο πειραματισμό. Οι ιστορικοί τίτλοι των κομματιών θα μείνουν αξεπέραστοι (What To Do But Cry?, Corpses As Bedmates, I've Seen The Light And It's Dark) βάζοντας σε στο κόλπο χωρίς περιστροφές και είναι αλήθεια ότι κάποια από αυτά δεν ακούγονται και τόσο εύκολα. Για να μην κρυβόμαστε, το Ghost, στέκεται περισσότερο ως δήλωση παρά ως μουσική κατάθεση. Δύσκολο να το λατρέψεις αλλά εύκολο να σε γοητεύσει ως συνολική υπόσταση.
Το You Guys Kill Me (1998) θεωρείται και αντικειμενικά είναι το πιο ξεχωριστό άλμπουμ των Third Eye Foundation, μιας και ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στην απόλυτη παράνοια και την υψηλή δημιουργία. Το εφιαλτικό For All The Brothers And Sisters είναι ο εθνικός ύμνος του σχήματος αλλά αποτελεί δοκιμασία να το ακούσεις ολόκληρο, το There 's A Fight At The End Of The Tunnel ξεδιπλώνεται βασανιστικά και το I'm Sick And Tired Of Being Sick And Tired μιλάει με την παράθεση και μόνο του ονόματος του. Το γλυκό δένει τέλεια με το ηθελημένα ψευδοχριστιανικό, αρρωστημένο artwork και οι απορίες γεννιούνται εντονότατα σχετικά με το τι διάολο γίνεται μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου;
Ευτυχώς το Little Lost Soul του 2000, έρχεται να μαλακώσει λίγο τα πράγματα όντας ό,τι πιο προσιτό δημιούργησε ο Elliott ως Third Eye Foundation, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε ποιότητα. Αντιθέτως ακούγεται χωρίς διακοπή, έχοντας το χάρισμα να σε βυθίσει σε ρετροφουτουριστικούς κόσμους όπου παρακμιακές τραγουδίστριες της όπερας συναντούν μονόχνοτους παραγωγούς ηλεκτρονικών ήχων. Θα έλεγα μάλιστα ότι αν και φαινομενικά δεν τρομάζει, είναι πιο επικίνδυνο, μιας και σε αφήνει να αιωρείσαι στη μελαγχολική του ατμόσφαιρα χωρίς βίαιες διακοπές, αλλά με διάρκεια και μεθοδικότητα. Τα δε τελευταία 3.30 λεπτά του Goddammit You've Got To Be Kind είναι η ιδανικότερη ηχητική προσομοίωση των στιγμών που κάποιος αφήνει τα εγκόσμια κατά τα ώτα του γράφοντος. Αν ένας σκηνοθέτης αποφάσιζε να το χρησιμοποιήσει για να ντύσει σχετική σκηνή, σίγουρα θα έβγαινε κερδισμένος από το τελικό αποτέλεσμα.
Δέκα χρόνια μετά κι αφού, όπως θα δούμε παρακάτω, ο Matt Elliott μεγαλούργησε -απλά ως Matt Elliott- σε αρκετά διαφορετικούς δρόμους, επιστρέφει απρόσμενα, το Νοέμβρη του 2010, ως Third Eye Foundation, με το The Dark. Προφανώς του είχε λείψει μια αμιγώς ηλεκτρονική παραγωγή. Αν πρέπει να συνδέσουμε το The Dark με κάποιο από τα άλλα άλμπουμ των Third Eye Foundation, τότε σίγουρα αυτό είναι το Little Lost Soul. Υπάρχει μια συνοχή στη ροή του δίσκου και επιπλέον η ωριμότητα αποφυγής υπερβολικών εξάρσεων είναι παρούσα. Μεγάλη έκπληξη και χαρά ταυτόχρονα η επιστροφή του κατά αυτό τον τρόπο, για όλους όσους συνδέθηκαν στενά με τη μουσική των Third Eye Foundation.
Πριν γυρίσουμε πίσω στο σημαδιακό έτος 2003, δεν πρέπει να παραληφθεί η αναφορά στις δύο εξαιρετικές συλλογές με remix από τον Elliott, ως Third Eye Foundation, σε άλλους μουσικούς. Η πρώτη κυκλοφόρησε το 1996 με τίτλο In Version και περιείχε κυρίως μπάντες του σιναφιού που αναφέραμε στην αρχή (Flying Saucer Attack, Hood κ.α.) και η δεύτερη το 2001 με τίτλο I Poo Poo On Your JuJu (τα σχόλια δικά σας). Στο πολύ ενδιαφέρον I Poo Poo On Your JuJu συναντά μεταξύ άλλων και τον Yann Tiersen, αναλαμβάνοντας να δώσει μια σκιαχτική, καταθλιπτική εικόνα στην κακομοίρα την Amelie Poulain που σίγουρα δεν ήξερε τι την περίμενε! Με τον Tiersen αρκετά χρόνια μετά θα περιόδευαν μαζί, περνώντας κι από τη χώρα μας. Άλλωστε εδώ και αρκετό διάστημα ο Elliott έγινε κάτοικος Γαλλίας, επιλέγοντας μια ήσυχη περιοχή κοντά στη φύση και αφήνοντας πίσω το θορυβώδες Bristol.
2003 λοιπόν και ένα δεκάιντσο παρουσιάζεται με τον τίτλο Borderline Schizophrenic υπό το όνομα Matt Elliott. Ακουστικές κιθάρες κάνουν την εμφάνισή τους και μια μυστηριώδης αλλαγή κατεύθυνσης διαφαίνεται. Σαν το στοιχειό που τον βασάνιζε χρόνια να μεταλλάχτηκε και να σταμάτησε η καταιγιστική μάχη μεταξύ τους, χωρίς βέβαια νικητή. Φυσικά και δεν μιλάμε για ολοκληρωτική αλλαγή κλίματος αλλά μια πιο ισορροπημένη και ήπια δίοδο στην έκφραση των ανησυχιών του. Κάτι που θα φανεί ολοκληρωτικά στο The Mess We Made το άλμπουμ που ακολούθησε λίγους μήνες μετά.
Το The Mess We Made παραμένει μέχρι και σήμερα ό,τι καλύτερο έχει δημιουργήσει ο Matt Elliott και φαντάζει αρκετά δύσκολο να ξεπεραστεί. Πιο συμβατικές φόρμες τραγουδοποιίας αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία προστίθεται το απαραίτητο πείραγμα και το φάσμα των επιρροών του μεγαλώνει αισθητά. Κατά κάποιο τρόπο ξανασυστήνεται στο κοινό του μέσα από ένα πιο ενήλικο και λιγότερο αιχμηρό πρίσμα. Συνάμα αφήνει περίτρανα να διαφανεί η ωρίμανσή του, προσωπικά και καλλιτεχνικά, καθώς και η σαφώς πιο ουσιαστικά απογυμνωμένη μορφή που θέλει να δώσει στη μουσική του.
Βλέποντας μάλιστα την τροπή που θα πάρουν τα επόμενα άλμπουμ του, πλέον μπορούμε να πούμε ότι το The Mess We Made υπήρξε η χρυσή τομή μεταξύ της Third Eye Foundation περιόδου και του ό,τι ακολούθησε. Χρυσή τομή και κορυφή ταυτόχρονα.
Η τριλογία των Drinking Songs (2005), Failing Songs (2006) και Howling Songs (2008) συν τα απομεινάρια αυτών, Failed Song (2009) δεν μπορούν να εξεταστούν ξεχωριστά μιας και κατά κάποιο τρόπο παρουσιάζουν ένα ενιαίο έργο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Ici D'ailleurs, η γαλλική εταιρεία η οποία τα κυκλοφόρησε, αποφάσισε να τα παραθέσει και σε ενιαία μορφή με τίτλο Songs η οποία αποτελεί κόσμημα (ιδίως η βινυλιακή έκδοση) για όσους αγοράζουν ακόμη τη μουσική που ακούνε ή μέρος αυτής.
Σκοτεινές folk μπαλάντες που οι ρίζες τους χάνονται σε πολύ παλαιότερες εποχές, θρηνώδεις ιστορίες από βροχερά λιμάνια γεμάτα ιστιοφόρα, μεσαιωνικές ταβέρνες, μάχες, φαντάσματα, αποτυχημένες σχέσεις και άλλες αβάσταχτα θλιμμένες διηγήσεις. Τόσο ειλικρινά και ανεπιτήδευτα δοσμένες που πράγματι αποτελούν χάδι και χτύπημα ταυτόχρονα. Είναι από εκείνες τις φορές που θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Άρη Καραμπεάζη του mic.gr ότι τα τραγούδια αυτά του Elliott αποτελούν γνήσια λαϊκή μουσική, μια παραπέρα ματιά στην ανεξερεύνητη ευρωπαϊκή folk (σλάβικη, ισπανική, κεντροευρωπαϊκή) υπό ένα όχι όμως αυστηρά παρελθοντολογικό ή αναβιοτικό βλέμμα. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ακραία μουσικόφιλος, ψαγμένος ή δεν ξέρω τι άλλο για να αφεθεί σε μία μελωδία του Elliott. Όλοι, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο θα βρουν κάτι οικείο χωρίς να χρειάζεται να εντοπίσουν την πηγή ή να μπουν σε διαδικασία ανάσυρσης συνειδητών και ασυνείδητων μνήμεων. Αν αυτό δε λέγεται επίτευγμα, προερχόμενο μάλιστα από κάποιον που ξεκίνησε ως μια έκφανση του ακραίου ήχου, τότε πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ ποιο λέγεται. Και όλα αυτά, χωρίς ποτέ να κλονιστεί η αίσθηση αλληλουχίας, τιμιότητας και ομαλής σταδιακής εξέλιξης.
Κομμάτια όπως το πλέον κλασσικό The Kursk ή τα Gone, Broken Bones, What's Wrong, Song For A Failed Relationship, Lament, A Broken Flamenco και πολλά ακόμη, είναι εξαίσια δείγματα των όσων προείπαμε και πρώτης τάξεως αφορμές για να ανακινήσει κανείς το συναισθηματικό του κόσμο. Η αναμόχλευση αυτή βέβαια εμπεριέχει το ρίσκο του να μην γνωρίζεις πού αυτό θα οδηγήσει αλλά μάλλον ποτέ κάτι ουσιώδες δεν γεννήθηκε μέσα από τη στασιμότητα. Δεν ειπώθηκε πάντως τυχαία, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, η φράση ότι η μουσική του Matt Elliott είναι να μην σε πετύχει την κατάλληλη στιγμή γιατί μπορεί τότε τα πράγματα να είναι δύσκολα...
Γνήσιος αντιστάρ ο Elliott δεν κυνήγησε ποτέ προβολείς γιατί δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος να το κάνει και όχι γιατί απλά αντιδρούσε στο κατεστημένο, δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι ο κόσμος των παραισθησιογόνων -με το κόστος του να τον γνωρίσεις βέβαια- αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης και δεν έκρυψε ότι η χρόνια κατάθλιψή του είναι μια από τις αιτίες του οικοδομήματος που βλέπουμε. Προφανώς και δεν θα μπορούσε να έχει γίνει αλλιώς θα προσέθετα εγώ. Αυτό όμως που ούτε γνωρίζω ούτε μπορώ να προβλέψω, είναι τι θα αποτελέσει το επόμενο βήμα στην πορεία του, μιας και μου φαντάζει σχεδόν αδύνατο να εξάντλησε ήδη τα αποθέματά του. Τι καλύτερο όμως από το να έχει κανείς τέτοιου είδους απορίες; Σχεδόν στοιχηματίζω ότι δεν θα απογοητευτεί κανείς πάντως.
_____
[Πρώτη δημοσίευση: mov., Δεκέμβριος 2010]