Maurice El Médioni
Από τους τελευταίους εκφραστές ενός γνήσια πολυπολιτισμικού βορειοαφρικάνικου πνεύματος. Του Δημήτρη Κάζη
Στις 25 Μαρτίου του 2024 πέθανε ένας από τους πιο αγαπημένους μου μουσικούς, ο Maurice El Médioni. Ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτόν, γιατί παρόλο που είναι όσο πιο μακριά γίνεται από τη στάνταρ θεματολογία του MiC πιστεύω ότι αξίζει να τον γνωρίσουν οι αναγνώστες μας. Τελικά αποφάσισα να μεταφράσω ένα άρθρο από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Εβραϊκής Μουσικής, που τα λέει σχεδόν όλα, και να συμπληρώσω λίγα επιπλέον στοιχεία. Διαβάστε λοιπόν για την ενδιαφέρουσα ζωή και την εκπληκτική καριέρα ενός μουσικού που διαμόρφωσε ένα καθαρά δικό του στυλ που ονομάστηκε PianΟriental.
El Médioni, Maurice (1928 – 2024)
Του Hervé Roten
Γεννημένος στις 18 Οκτωβρίου στο Οράν της Αλγερίας σε ένα από τα πολύβουα σοκάκια του Derb Al Yahoud (της Εβραϊκής συνοικίας) ο Maurice El Médioni βαπτίστηκε στη μουσική των ανατολίτικων καφενείων από την πρώτη παιδική του ηλικία. Ο θείος του Messaoud Médioni, γνωστός σαν Saoud l’ Oranais (Σαούντ ο Ορανέζος) είχε ένα καφέ–καμπαρέ όπου έπαιζε βιολί και τραγουδούσε τραγούδια που έγραφε ο ίδιος και όπου η τραγουδίστρια Sultana Daoud, η οποία αργότερα πήρε το ψευδώνυμο Reinette l’ Oranaise, έκανε το ντεμπούτο της.
«Αλλά η μουσική δεν ήρθε σε μένα από αυτόν» διηγείται αργότερα ο Maurice El Médioni. «Ο πατέρας μου πέθανε το 1935, όταν ήμουν 7 χρόνων, και ήμασταν τέσσερα παιδιά που η μάνα μας μας μεγάλωνε με στερήσεις. Όταν ήμουν 9 ο μεγάλος αδερφός μου γύρισε από το παζάρι με ένα παλιό πιάνο. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Αγαπούσα να τραγουδάω Tino Rossi αλλά και Trenet» (…) Ήταν το πιάνο δύσκολο; Καθόλου. «Έμαθα να παίζω σε μια βδομάδα. Υπήρχε απόλυτη σύνδεση ανάμεσα στα δάχτυλα και στο μυαλό μου».
Ως πιανίστας ο Maurice ήταν περιζήτητος από τους συμμαθητές του για να παίζει σε πάρτυ και γενέθλια. Αλλά στις 8 Νοεμβρίου του 1942 έφτασαν οι Αμερικανοί στη Βόρεια Αφρική. Προικισμένος με μια έμφυτη αίσθηση για μουσική, αυτοσχεδιασμό και συνοδεία, ο Maurice στα 14 του χρόνια άρχισε να συχνάζει στα μπαρ που πήγαιναν όπου μυήθηκε στο boogie-woogie και στην country από Αφροαμερικανούς και Τεξανούς στρατιώτες. Γνώρισε και Πορτορικανούς που του έμαθαν τη ρούμπα και το τσα τσα τσα. Μετά την αποχώρηση των Αμερικανών το 1945 ο Maurice συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του σαν ράφτης ενώ συνέχισε να παίζει περιστασιακά σε καφέ.
Μια μέρα, γύρω στο 1947-48, «έπαιζα στο Café Salvat. Πέρασαν τρεις Βορειοαφρικανοί μουσικοί του δρόμου, με νταρμπούκα και ντέφι. Το μαγαζί γέμισε σε λίγα λεπτά και παίζαμε μαζί όλο το βράδυ. Η αραβική μουσική τότε μπλέχτηκε με την τζαζ και το τσα τσα τσα».
Με τους μουσικούς φίλους του Hamida Guerbi, Amar Ben Amar και Kaddouri, ο Maurice έπαιζε στο Café Salvat που δεν άδειαζε ποτέ. Ώσπου μια μέρα ο μουσικός Blaoui Houari τον κάλεσε να γίνει μέλος στην Οριεντάλ Ορχήστρα της Όπερας του Οράν που διηύθυνε ο Mahieddine Bachtarzi. Ως επικεφαλής μιας μουσικής κοινότητας, της Moutribia, ο Bachtarzi είχε πολλές επαφές με άλλες χώρες του Μαγκρέμπ, με αποτέλεσμα ο Maurice El Médioni να συνοδεύσει πολλούς Τυνήσιους καλλιτέχνες σε περιοδείες στην Αλγερία. «Στη Γαλλία ήταν καλός φίλος μου ο Raoul Journo αλλά δεν παίξαμε ποτέ μαζί! Όλοι οι Τυνήσιοι μουσικοί στο Παρίσι και τα περίχωρα ήταν φίλοι μου: ο El Kahlaoui Tounsi, o Maurice Meimoun…»
O El Médioni στο πιάνο με τον Μαροκινό Εβραίο σούπερσταρ Samy Elmaghribi στη δεκαετία του '50 (από το οικογενειακό αρχείο του Maurice El Médioni)
Το 1961 ο Maurice El Médioni άφησε την Αλγερία για να μεταναστεύσει στο Ισραήλ, όπου έμεινε για λίγους μήνες πριν εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1962, όπου έπαιζε περιστασιακά σε πάρτυ, Μπαρ Μιτζβά και γάμους. Το 1967 αποφάσισε να επιστρέψει στην ήλιο της Μεσογείου και μετακόμισε στη Μασσαλία όπου άνοιξε ένα κατάστημα ρούχων με τον αδερφό του. Όποτε τον ζητούσε η Line Monty (Σ.τ.Μ.: Εβραιοαλγερινή σταρ τραγουδίστρια η οποία παράλληλα με τη μεγάλη οριεντάλ καριέρα της, η οποία βασίστηκε εν πολλοίς σε τραγούδια του El Médioni, έκανε και άλλη εξίσου επιτυχημένη και βραβευμένη στο γαλλικό τραγούδι) ανέβαινε στο Παρίσι για να τη συνοδεύσει στο πιάνο.
Το 1985 εγκατέλειψε την 42 χρόνων καριέρα του ως ράφτης και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη μουσική (Σ.τ.Μ.: Σε συνέντευξή του έχει πει ότι η μητέρα του τον είχε βάλει να της ορκιστεί ότι δεν θα γίνει μουσικός γι’ αυτό και δούλευε ράφτης μέχρι το θάνατό της). Έπαιζε τακτικά με την Reinette l’ Oranaise, τον Lili Boniche (Σ.τ.Μ.: Άλλος ένας Εβραιοαλγερινός θρύλος της αραβοανδαλουσιανής μουσικής που έκανε δεύτερη καριέρα στα 90s με dub remix των τραγουδιών του σε παραγωγή του Bill Laswell) και τον Blond-Blond ενώ διατηρούσε τη στενή του συνεργασία με την Line Monty.
Στη δεκαετία του ‘90 ο Michel Lévy, ο οποίος είχε αγοράσει τον κατάλογο της εταιρίας Dounia από τον El Khalaoui Tounsi, κυκλοφόρησε κάποια CD με τον Bruno Barre στα οποία συμμετείχαν ο Lili Boniche, η Reinette l’Oranaise, η Line Monty, ο Blond-Blond, ο Luc Cherki, ο René Perez και άλλοι σε μια συλλογή με τίτλο «Θησαυροί του εβραιο-αραβικού τραγουδιού» (Trésors de la chanson judéo-arabe). Αυτά τα CD, που αργότερα επανακυκλοφόρησαν από την Buda Musique, έφεραν ξανά στη μόδα τους κορυφαίους τραγουδιστές του γαλλο-αραβικού οριεντάλ τραγουδιού που πολύ συχνά έπαιζε στους δίσκους τους ο Maurice El Médioni και τραγουδούσαν και πολλά δικά του τραγούδια. Το 1992 στο άνοιγμα του φεστιβάλ χορού του Μονπελιέ εμφανίστηκαν οι τρεις πρώτοι που αναφέρονται παραπάνω.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να εκτοξευτεί η καριέρα του El Médioni, στο στούντιο και στη σκηνή. To 1996 η Piranha κυκλοφόρησε ένα CD με τίτλο ‘Café Oran – Maurice El Médioni et son PianOriental’, όπου έπαιζε με τους Klezmatics.
To 2000 ηχογράφησε το ‘Samaï Andalou – Arab-Cuban Music’ που κυκλοφόρησε από την Magda και το Pianoriental στην Buda.
To 2003 έβγαλε το ‘Liturgie Hebraïca – Andalouse’ και το 2004 συνόδευσε τους Philippe και Jonathan Darmon στο CD ‘Musiques d’hier et de toujours…Grands classiques de la liturgie juive d’Algérie’ (Editions ESDE). Η μεγαλύτερη διεθνής επιτυχία ήρθε το 2006 με το ‘Descagra Oriental: The New York Sessions’ που ηχογράφησε με τον Κουβανό με έδρα τη Νέα Υόρκη περκασιονίστα Roberto Rodriguez για την Piranha και κέρδισε το πρώτο βραβείο του BBC στην κατηγορία World Music, πολιτιστικές διασταυρώσεις.
Το 2007 έπαιξε στη Μασσαλία με την El Gusto Οrchestra, ένα γκρουπ από Εβραίους και Άραβες βετεράνους της παραδοσιακής αλγερινής μουσικής Chaâbi. Το Μάρτιο του 2010 έπαιξε στο Théâtre du Vieux Colombier στο Παρίσι για το βραβείο Prix Francine et Antoine Bernheim, υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Γαλλικού Ιουδαϊσμού (Fondation du Judaïsme Français). Το 2012 εμφανίστηκε στο γαλλο-ιρλανδο-αλγερινής παραγωγής ντοκιμαντέρ ‘El Gustohe’, με παραγωγό και σκηνοθέτιδα την Safinez Bousbia.Τέλος, στις 27 Ιανουαρίου του 2013, στα 84 του χρόνια, ηχογράφησε μια δίωρη συναυλία στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας του Ιουδαϊσμού Oran-Oran, που κυκλοφόρησε η Buda Musique.
Το 2011 ο Maurice με τη σύζυγό του, η οποία είχε σοβαρά προβλήματα υγείας, μετακόμισαν στη Νετάνια, μια παραλιακή πόλη δίπλα στο Τελ Αβίβ, για να είναι κοντά στους δυο γιους τους. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε σε μεγάλες σκηνές σε όλο τον κόσμο: Λος Άντζελες, Βερολίνο, Μόντρεαλ, Μόσχα (Σ.τ.Μ.: και Αθήνα, όπου έδωσε έξι παραστάσεις στο Gazarte μαζί με τον Νίκο Ξυδάκη). Λίγο αργότερα όμως ο καρκίνος του πνεύμονα τον υποχρέωσε να σταματήσει τις περιοδείες. Τότε ήταν που έγραψε τα απομνημονεύματά του σε ένα βιβλίο με τίτλο ‘A Memoir: From Oran to Marseilles (1936 – 1990)’.
Σ.τ.Μ.: Το 2014 κυκλοφόρησε ένα βίντεο κλιπ με τον ίδιο να τραγουδάει το τραγούδι του ‘Ahla Ouassahla’ που ήταν μεγάλη επιτυχία της Line Monty. Είναι αντιπροσωπευτικό του πνεύματος της μουσικής του και μια από τις τελευταίες φορές που εμφανίστηκε ακμαίος και κεφάτος.
Πέθανε ήσυχα στον ύπνο του στις 25 Μαρτίου του 2024. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο ίδιος και η οικογένειά του δεν σταμάτησαν ποτέ να δημοσιεύουν ντοκουμέντα από την απίστευτη καριέρα του που σηματοδότησε τη σύνθεση ετερόκλητων μουσικών ειδών: τζαζ, λάτιν, οριεντάλ και άλλα. Αν υπάρχει πιάνο στον παράδεισο οι άγγελοι σίγουρα θα χορεύουν στον ήχο της οριεντάλ ρούμπας κάτω από το ευγενικό χαμόγελο του Maurice της Μεσογείου.
Μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο εδώ.