Arizona Dream
Ξανακούμε τα άλμπουμ του γκρουπ με το μοναδικό στυλ και τα εκτιμούμε περισσότερο - ιδιαίτερα αυτά των eighties. Του Μίλτου Τσίπτσιου
Plateau, Oh Me και Lake Of Fire ήταν τρία από τα τραγούδια που έπαιξαν οι Nirvana εκείνη τη βραδιά για το Unplugged του MTV στη Νέα Υόρκη. Και τα τρία ήταν από ένα συγκρότημα που καμιά δεκαπενταριά χρόνια μέχρι τότε βολόδερνε στη εμπορική μετριότητα, ριγμένο βάση της αξίας του από την σχεδόν ανύπαρκτη αποδοχή που εκλάμβανε, και που αυτή προέρχονταν κατά κύριο λόγω από τους κολλημένους, που αγόραζαν ότι έβγαζε η εταιρία που κυκλοφορούσε τους δίσκους τους, παρά ενδιαφέρονταν για αυτό καθ' εαυτό το συγκρότημα.
Λέγονταν Meat Puppets κι έρχονταν από την καυτή, αδιάφορη μα και στείρα μουσικά Αριζόνα, κουβαλώντας μαζί τους όλες τις χωριάτικες παραδόσεις και μια πατροπαράδοτη μουσική παιδεία, που αργότερα θα τη συγχώνευαν μέσα στο ιδιόμορφο psychedelic - country - punk rock που θα έπαιζαν. Ήταν τα αδέλφια Kirkwood ο Cris και ο Curt, που μαζί με τον Derrick Bostrom στα ντραμς έφτιαξαν ένα γκρουπ που ποτέ δεν απέκτησε το κύρος των Husker Du ή την δημοσιότητα των Gun Club, ούτε θα μνημονεύονταν μελλοντικά για τις αρτίστικες ανησυχίες τους όπως οι Minutemen ή έστω οι Replacements, αλλά έμεινε στη ιστορία για το στυλ του και την ικανότητά τους ως άλλοι χαμαιλέοντες να μεταλλάσσονται και να ελίσσονται όποτε οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Και φαίνεται πως αν οι Meat Puppets δεν περιόδευαν με τους Black Flag όταν τους είδε ο Cobain, ποτέ δεν θα είχαν αυτά τα δέκα λεπτά δημοσιότητας που απέκτησαν και που τελικά έγινε βάρος μη ικανό να σηκωθεί από τις πλάτες τους.
Hardcore ανεξέλεγκτων κακοφωνιών, παραδοσιακό country αναμεμιγμένο με φινετσάτο punk rock, ψυχεδελικό hard rock, εναλλακτική Americana, κολεγιακό rock, κιθαριστικό alternative, ως και καθωσπρέπει mainstream περιλάμβανε το μενού των δίσκων τους καθώς οι εποχές άλλαζαν και τα χρόνια περνούσαν. Και όλα ξεκίνησαν από το...
Meat Puppets ( SST 1982): Είχε προηγηθεί το EP In A Car με πέντε τραγούδια σε μόλις πέντε λεπτά στη World Imitation το 1981, στο οποίο οι Meat Puppets ακούγονται σαν ξεκούρδιστοι Bad Brains ή σαν ζαλισμένοι Saccharine Trust, παίζοντας σε υψηλές ταχύτητες ένα φασαριόζικο hardcore, που σίγουρα δεν είναι αυτό που θ' απολάμβανε ένας μέσος ακροατής. Το ίδιο ακριβώς συνεχίζεται και στο πρώτο τους ομώνυμο LP, εκεί που οι Meat Puppets σε μόλις είκοσι λεπτά γίνονται ένα με τα γκρουπ της δυτικής ακτής, αυτά που εύκολα θα θυσίαζαν τη μελωδία προς χάριν της γρηγοράδας. Δίσκος πιο γρήγορος από το In Got We Trust, πιο χαοτικός από το Land Speed Record και με βασικό συστατικό την απόρριψη των ηχητικών κανόνων. Μέχρι και οι διασκευές στα παραδοσιακά κομμάτια του Αμερικανικού νότου εξευτελίζονται, οι στίχοι όταν δεν ξεχνιούνταν ξεχύνονται μανιωδώς σαν μια τραγουδιστική παρωδία, με τον Curt να ερμηνεύει όσο πιο άσχημα μπορεί -παράξενο- χωρίς οργή, αλλά μάλλον με κοροϊδία και αποστροφή για αυτό που κάνει. Είναι όμως ένα άλμπουμ αγνό που εξωτερικεύει δυνατά συναισθήματα, βαθιά επηρεασμένο από το πρωτόγονο hardcore του Λος Άντζελες των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα. Λίγο αχνά εδώ, αλλά πολύ πιο ξεκάθαρα αργότερα, θ' αρχίσουν να δείχνουν και την αγάπη τους για την country που θα παρουσιαστεί με ένα τρόπο ανεπανάληπτο. Όποιος δεν χωθεί βαθιά σ' αυτό τον δίσκο, πιο εύκολα θα τον αντιμετωπίσει σαν μια φάρσα, αλλιώς θα τον κατατάξει στις κορυφαίες στιγμές του Αμερικάνικου hardcore. (9)
Meat Puppets II (SST 1984): Όχι ένα, αλλά πολλά βήματα μακριά από τα θορυβώδη, μανιασμένα και ανεξέλεγκτα τραγούδια του In A Car και του πρώτου τους LP μας φέρνει αυτό το άλμπουμ. Ο δίσκος που αναδεικνύει τη συνθετική ικανότητα του Curt (όλα τα κομμάτια εδώ είναι δικά του), με τις απίθανες κιθαριστικές του διαδρομές που εκτοξεύουν το συγκρότημα στους ομίλους των ισχυρών. Κομμάτια που απομακρύνονται από το παιδαριώδες και θεότρελο προκάτοχό του και αναμειγνύουν κομψά το punk rock με την country και folk κουλτούρα των μελών. Σα να συναντούν οι Black Flag τους Guadalcanal Diary, ή οι Husker Du τον Neil Young στα καλύτερά του. Η τραγουδιστική συμπεριφορά του Curt αλλάζει, με τον τύπο να παρατάει το βαριεστημένο ύφος που τον έκανε να ακούγεται ως άλλος Darby Crash, και να βγάζει μια έντονα γλυκιά χροιά, δίνοντας μια ήρεμη υπόσταση στα τραγούδια, χωρίς αυτά να χάνουν τη φρεσκάδα και τη γρηγοράδα τους. Το μαγικό παίξιμο του Bostrom και οι χαλαρές μπασογραμμές του Cris αλληλοσυμπληρώνονται άψογα και ολοκληρώνουν το έργο. Οι άνθρωποι μεγαλουργούν χωρίς να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια, απλά αφήνοντας να τρέξουν σα νεράκι όλα τους τα βιώματα και οι μουσικές τους παραστάσεις και να χαρμανιαστούν με το punk που ήταν νούμερο ένα στα ενδιαφέροντα τους τότε. Και είναι ν' απορεί κανείς από ποιες ψυχές βγαίνουν τέτοιες κιθαριστικές μελωδίες, τέτοιοι στίχοι, τέτοια ρεφρέν, τέτοιος τρόπος να ανακατεύονται οι παραδοσιακοί ρυθμοί και να ξεβράζονται με αυτό τον πανκίστικο τρόπο. Εκτός των τριών, γνωστών πια του unplugged, ο δίσκος περιέχει την cow - punk καταιγίδα Split Myself In Two, το γλυκύτατο Lost, και κορυφώνεται με ένα από τα καλύτερα instrumental της Αμερικάνικης ηπείρου το Aurora Borealis, χωρίς κανένα από τα υπόλοιπα να μην μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον σπουδαία. Ένα LP μοναδικό και πρωτάκουστο, μεγάλη επιρροή για όλο το grunge, απλησίαστο ως και σήμερα, το αριστούργημα που όλοι θα ήθελαν να είναι ιδιοκτήτες του, που όμως η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να χρειαστούν δέκα ολόκληρα χρόνια για να ξεθαφτεί. (10)
Up On The Sun (SST 1985): Λένε πως οι ευθείες είναι ατελείωτες στους αυτοκινητόδρομους της Αριζόνα, λίγα τα αυτοκίνητα και η μοναξιά μεγάλη. Άνυδρα βουνά από τη μία πλευρά του δρόμου, έρημος και μοναχικοί κάκτοι από την άλλη. Που και που καμιά ξερή αφάνα ξεπροβάλει βιαστικά, μα απομακρύνεται γρήγορα μη τυχόν και διαταράξει τη μονοτονία του τοπίου. Με το Up On The Sun το τρίτο άλμπουμ των Meat Puppets αυτή η μονοτονία γίνεται ευχαρίστηση. Εδώ ο ήχος και οι εικόνες της ερήμου μας έρχονται άπλετα με την αναλογία punk rock με power folk να γέρνει ευκρινώς προς τα δεξιά. Υπνωτικές μελωδίες και ακουστικά θέματα τόσο ανάλαφρα που καταντούν ψυχωτικά και ταξιδεύουν μαζί σου. Οι folk πινελιές και οι γλυκές συγχορδίες καθαρίζουν τον αμμώδη αέρα. Με πιο μαλακό ήχο, πιο νωχελικό οδηγεί τον ταξιδευτή να κόψει ταχύτητα για ν' απολαύσει περισσότερο τη διαδρομή. Είναι σε άλλο πλανήτη από το Meat Puppets I και μίλια μακριά από το Meat Puppets IΙ που φαίνεται σα να μην προέρχονται από το ίδιο γκρουπ. Αν και αναβαθμισμένος ο ρόλος του Cris, και πάλι όλο το LP βασίζεται στις κιθαριστικές επιδεξιότητες του Curt που συχνά δείχνει να τραγουδάει χωρίς ν' ακούει που βρίσκονται τα υπόλοιπα όργανα. Πολύ καλά και εδώ τα instrumental, όπως και όλα τα υπόλοιπα με επικεφαλής τα ταξιδιάρικα Swimming Ground, Away και Two Rivers. (9,5)
Mirage (SST 1987): Το καυτό οδοιπορικό στους ερημικούς δρόμους της Αριζόνα συνεχίζεται χωρίς ίχνος σκιάς να μπορεί να δροσίσει τον άμοιρο ταξιδευτή. Οι Meat Puppets έχουν ήδη βγάλει το "σχεδόν" LP Out My Way ένα χρόνο νωρίτερα, εκεί που έχουν τη δυνατότητα και μπορούν να ηχούν πιο απελευθερωμένα χωρίς το άγχος να παρουσιάζουν έναν καλό δίσκο. Το Mirage του 1987 που ακολουθεί, είναι το πιο ψυχεδελικό τους άλμπουμ, ίσως το πιο πολύχρωμο και ρομαντικό, με απίστευτες country μελωδίες πασπαλισμένες με ρυθμικό, πολλές φορές και δυναμικό southern - rock, με λίγο χίπικες διαθέσεις που παντρεύει την Αμερικάνικη μουσική παράδοση με μια experimental αισθητική που ίσως σε μερικές στιγμές να σαλιαρίζει τόσο που να πέφτει στην παγίδα των γλυκανάλατων τραγουδιών. Τα φωνητικά του Curt που πάντα ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων και ήταν το αδύνατο σημείο των Puppets, εδώ βελτιώνονται αν και πάλι δεν συμβαδίζουν πολύ - πολύ με τις νότες. Δίσκος και πάλι βασισμένος στις κθαριστικές συγχορδίες, μπάσο που χάνεται ώρες - ώρες, μεγάλη (για τα δεδομένα τους) εισβολή keyboards, ενώ η κακή παραγωγή έχει κάνει τα ντραμς για πρώτη φορά ν' ακούγονται λίγο νιουγουεβίστικα, κάπως ηλεκτρονικά και στακάτα, σχεδόν ρομποτικά που τελικά αδικούν τον Bostrom. Ο δίσκος αν και μουδιασμένος στην αρχή, ζωηρεύει στη συνέχεια καθώς κυλούν τα τραγούδια για να ξαναπέσει στη θλίψη αργότερα. Ξεχωρίζει αισθητά το Liquified που θαρρείς και βγήκε από το πρόσφατο παρελθόν τους, ενώ ακολουθούν από κοντά τα ιδιόρρυθμα cow - punk Confusion Fog και Quit It, το σαν υπνωτισμένο The Wind And The Rain και το ανέλπιστα ευχάριστο και ρυθμικό I Am A Machine. (8,5)
Huevos (SST 1987): Πιο ηλεκτρικό και σαφώς σκληρότερο από το Mirage και μόλις πέντε μήνες μετά από αυτό. Κάποιες στιγμές ο και πάλι μεταλλαγμένος ήχος λειτουργεί θετικά, καθώς αν συνέχιζαν με ρυθμούς Mirage, θα κινδύνευαν να γίνουν κάποιοι ακόμη κλώνοι του Neil Young, ή κάποιοι φτωχοί συγγενείς των Dire Straits. Στα θετικά η επιστροφή του Bostrom στα γνωστά του power rock χτυπήματα, αρνητική εντύπωση όμως προκαλεί η επιμονή τους για αυτό το southern rock που τους κάνει να ηχούν σαν απομεινάρια της σχολής των ZZ Top, ινδαλμάτων κατά τα άλλα του Curt. Όλο το LP "μυρίζει" Αμερικάνικο νότο από το εξώφυλλο μέχρι τον τίτλο και φυσικά μέσα από τις συνθέσεις. Δεν είναι αφύσικο που η Ευρώπη ως εκείνη τη στιγμή τους έχει γυρισμένη την πλάτη με τις πωλήσεις τους να περιορίζονται στην Αμερικάνικη αγορά. Στο Huevos ο Curt τραγουδάει τις hard rock συνθέσεις του με τα παράφωνα και πάλι φωνητικά του και σολάρει σαν τον Gibbons, τη στιγμή που οι άλλοι δύο περιορίζονται σε πιο παθητικό ρόλο. Μερικά αδιάφορα southern απομεινάρια μιας άλλης εποχής, ένα Automatic Mojo σα να βγήκε από κάποιο LP των ZZ Top, και μόνον τρία επιπέδου, το όντος αισθησιακό όνομα και πράμα Sexy Music, το cow - folk I Can't Be Counted On και το καλύτερο όλων Look At The Rain. (7,5)
Monsters (SST 1989): Το τελευταίο LP των Meat Puppets στη SST, που αν και ξεκινάει φουριόζο και με χεβυμεταλλίστικη διάθεση, κάνει ένα γύρισμα στη συνέχεια στο ψεχεδελίστικο folk και συνεχίζει και τελειώνει με μια ιδιάζουσα indie - rock φινέτσα. Ανέλπιστα σωστά τα φωνητικά από τον Curt, η κιθάρα του πάντα σε υψηλό επίπεδο, και από τα τραγούδια ένα πολύ καλό Lights, ένα μελωδικό (το καλύτερο του δίσκου) Touchdown King, και ένα Party Till The World Obeys που θυμίζει τις παλαιότερες ημέρες. Τα υπόλοιπα από νωθρά ως μέτρια αναμασήματα ZZ Top μπλουζιών και ανεπιτυχών hard rock κομματιών. Συνολικά μέτριο το αποτέλεσμα, που σε μερικές στιγμές καταντάει κουραστικό, απομακρύνοντας και τους τελευταίους πιστούς οπαδούς τους. Έτσι ως φυσιολογική θεωρείται η διακοπή για λίγο καιρό των ηχογραφήσεων, μέχρι το γκρουπ να βρει την καινούργια του ταυτότητα. (7,5)
No Strings Attached (SST 1990): Εδώ έχουμε την αποχαιρετιστήρια συλλογή της SST, καθώς οι δρόμοι της εταιρίας και του γκρουπ χωρίζουν για πάντα μετά από μια γεμάτη οχταετία που τα είχε όλα. Από χαοτικό hardcore, στυλιζαρισμένο μα και εμπνευσμένο cow - punk, ψυχεδελίστικες αναζητήσεις, southern rock, hard και indie. Όλα αυτά καταγράφονται σε αυτό το διπλό βινύλιο που περιλαμβάνει δύο ντουζίνες τραγούδια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον ακροατή να ζήσει από κοντά όλη αυτή την μετάλλαξη. Τα κομμάτια που περιλαμβάνονται εδώ αποτελούν το αφάν γκατέ τους, και αυτός που τα διάλεξε θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας. Έχουμε λοιπόν τα δύο καλύτερα από το In The Car όπως και από το πρώτο τους, πέντε από τα καλύτερα του Meat Puppets II, τα τέσσερα, μάλλον, καλύτερα από το Up On The Sun, ένα από το Out My Way, τέσσερα από το Mirage, τρία από το Huevos όπως και από το Monsters. Για τα τελευταία μόνον υπάρχουν κάποιες ενστάσεις, καθώς μέσα στον συγκεκριμένο δίσκο βρίσκονται σίγουρα τρία καλύτερα από αυτά που μπήκαν. (9)
Forbidden Places (London 1991): Με μια δεκαετία στην πλάτη και με το "στίγμα" ακόμη του cult γκρουπ να πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους, οι Meat Puppets κάνουν το μεγάλο πολυεθνικό βήμα μπας και καταφέρουν να διευρύνουν τον κύκλο τους και πάρουν κάποια παραπάνω ψίχουλα αναγνωρισιμότητας. Είναι ο δίσκος που τον γνώρισαν όλοι εξ' αιτίας του Sam, μιας ας πούμε επιτυχίας του γκρουπ που μάλλον οφείλεται περισσότερο στην προώθηση που του έδωσε η νέα τους εταιρία η πιο σοβαρή αλλά και με περισσότερες απαιτήσεις London Records, παρά στη σπουδαιότητά του. Και πράγματι ο μοντέρνος ήχος και η καλή παραγωγή του Forbidden Places τους φέρνει κοντά στα συγκροτήματα της εποχής, ο δίσκος ακούγεται ευχάριστα με λίγο ροκίζον seventies, λίγο alternative, λίγο country και western, και δύο απλώς αρεστά το προαναφερόμενο Sam και το Open Wild. Θα ξεχαστεί όμως πολύ γρήγορα καθώς μια νέα λαίλαπα από Σιάτλ μεριά έρχεται. (7)
Too High To Die (London 1994): Η μεταγραφή τους στη νέα εταιρία δεν αποδίδει ακόμη τα αναμενόμενα και οι Meat Puppets παρέμεναν σχεδόν ανενεργοί για κοντά δύο χρόνια μετά το Forbidden Places. Σαν μάννα εξ' ουρανού όμως έρχεται η πρόσκληση του support και του unplugged των Nirvana για να τους αλλάξει τη ζωή. Η μπόρα παίρνει και το Too High To Die που γίνεται χρυσό, πουλώντας πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες αντίτυπα, αριθμό που ούτε στα όνειρά τους είχαν δει ποτέ οι Meat Puppets ακόμη και αν προσέθεταν οτιδήποτε είχαν κυκλοφορήσει ως τότε. Και τι περιέχει ο δίσκος; Ένα συνηθισμένο μελωδικό ροκάκι το Backwater που θα παιχτεί τόσο στα κολεγιακά ραδιόφωνα που θα φτάσει στην κορυφή των rock charts, και μια αναμόχλευση όλης της γκάμας του rock ξεκινώντας από το hard γυρνώντας στα blues, ξεστρατίζοντας στη folk και από εκεί στην αγαπημένη τους country, καταλήγοντας στο παρωχημένο mainstream. Ένα συνεσταλμένο άλμπουμ με μπαλάντες και grunge μελωδίες που η συμπτωματική του επιτυχία δεν το καθιστά ταυτόχρονα και ενδιαφέρoν, απλώς ακούγεται ευχάριστα σαν συνοδευτικό μιας άλλης ενασχόλησης. (7)
No Joke! (London 1995): Όλα τα όνειρα έχουν ένα τέλος και οι Meat Puppets ξυπνούν απότομα στην πεζή πραγματικότητα. Τα ναρκωτικά τους έχουν πλέον κυριεύσει τις ψυχές, ειδικά τον Cris που γνώρισε από πρώτο χέρι την καταστροφή που φέρνουν με φυσικό επακόλουθο να μην μπορεί ν' ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του γκρουπ. Με νύχια και με δόντια καταφέρνουν να ολοκληρώσουν - βιαστικά η αλήθεια είναι - το τελευταίο τους LP στη London μπας και εξαργυρώσουν τα τελευταία κομμάτια επιτυχίας. Τα καταφέρνουν μια χαρά στο αποτέλεσμα καθώς το άλμπουμ είναι μια παρτιτούρα του Too High To Die, αλλά αποτυγχάνουν στο κομμάτι της επιτυχίας. Φαίνεται κανείς να μην ενδιαφέρεται πλέον για τη δουλειά τους από τη στιγμή που οι πρώην οπαδοί τους, τους έχουν αποχωριστεί από καιρό, ενώ το grunge δεν επιτρέπει (ακόμη) παραδοσιακά γκρουπ να εισβάλουν στα ύδατά του. Έτσι το No Joke πέρασε και δεν ακούμπησε πιτσιλώντας μας με λίγο κιθαριστικό alternative στυλ Dinosaur Jr., λίγο space και grunge στα όρια των Monster Magnet, λίγο country δικό τους και πολλή άσκοπη μελωδία. Ξεχωρίζει με διαφορά το Inflatable που είναι του Cris, τα καλούτσικα Eyeball και Cobbler και η μπαλάντα των βιολιών και του πιάνο Head. (7)
Live In Montana (Rykodisc 1999): Όλοι οι δίσκοι των Meat Puppets της SST περιόδου επανεκδόθηκαν από τη Rykodisc σε πολύ προσεγμένες συσκευασίες με bonus κομμάτια συνήθως live ή ακυκλοφόρητα, και μερικές φορές οπτικό υλικό και εκτενείς σημειώσεις του Bostrom και άλλων ειδικών. Η ίδια εταιρία επίσης μας προσφέρει αυτό το live, εποχής μετά Huevos και λίγο πριν Monsters. Εδώ οι Meat Puppets βρίσκονται σε σημείο που η συνθετική τους φόρα έχει πιάσει ταβάνι καταπιανόμενοι με οποιαδήποτε έκφανση της rock συνήθως με εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Εδώ ξεχαρμανιάζουν από το ανάλατό τους παίξιμο στα τελευταία στούντιο άλμπουμ και εξωτερικεύουν το θυμωμένο punk attitude τους που ποτέ δεν τους έλλειψε, απλώς παραμερίζονταν. Παραμερίστηκαν και αυτές οι ξεδιάντροπες και κουραστικές Νιλγιαγκικές αλχημίες και παραδίδονται στην ελευθερία της έκφρασης και ότι βγει. Συχνά ακούγονται σαν αλήτες ναρκομανείς (όπως και στην πραγματικότητα άλλωστε ήταν), και όσο προχωράει η συναυλία χωρίς επαφή συχνή με τον κόσμο, χαμένοι στον δικό τους. Το live ξεκινάει με την απολαυστική εισαγωγή του Touchdown King και συνεχίζει με ακόμη δύο από τον ίδιο δίσκο, η αλήθεια είναι ακόμη ακατέργαστα, δύο από το Huevos που πανκίζουν συγκρινόμενα με αυτά του LP, δύο από το II με μια διαφορετική προσέγγιση, το καλύτερο του Mirage που είναι και το καλύτερο εδώ, ενώ αδικούν το Up On The Sun παίζοντας μόνον το instrumental του. Ακόμη υπάρχουν δύο καουμπόικες διασκευές, και ένα Medley με το Paranoid μέσα να ζαλίζει με την εκτέλεσή του. Γενικά, σχεδόν όλα τα κομμάτια σε αυτό τον δίσκο ακούγονται καλύτερα από τις στούντιο εκδοχές τους, με πρωταγωνιστή τον Bostrom που καταπλήσσει με το βαθύ, μετρημένο και υπέροχο παίξιμό του. Ζωντανός δίσκος που αξίζει και με το παραπάνω. (9)
Golden Lies (Atlantic 2000): To ότι το rock 'n roll πενθεί από την στιγμή της διάλυσης των Devil Dogs, είναι κάτι το οποίο είναι λίγο-πολύ γνωστό στους ενασχολούμενους. Από εκεί και μετά, όχι βέβαια πως δεν έχουν κυκλοφορήσει καλές δουλειές ή δεν έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες. Οι Μeat Puppets έμειναν πέντε χρόνια εκτός δισκογραφικής δράσης και επιστρέφουν φέτος με το φιλόδοξο Golden Lies. Η κατάσταση είναι καθαρά στα χέρια και στην έμπνευση του Curt Kirkwood και κατά τη γνώμη μου δεν την χειρίστηκε σωστά. Έχουμε βαρεθεί τους χιλιοειπωμένους στίχους [συνέχεια]
Rise To Your Knees (Anodyne 2007): Μετά το No Joke το γκρουπ διαλύθηκε. Ο Cris περνούσε τον δικό του Γολγοθά με τους θανάτους που μπήκαν μέσα στο σπίτι του, και με τον εθισμό του στη ηρωίνη. Ο Bostrom αποσύρεται αποφασίζοντας να ξεκουραστεί από τη δύσκολη δουλειά του rock star και έτσι έμεινε ο Curt που φτιάχνει νέα μπάντα και συνάμα κυκλοφορεί και σόλο δίσκους. Όμως εφτά χρόνια μετά το Golden Lies και δώδεκα χρόνια μετά την αποχώρησή του Cris, τα αδέλφια ξανασμίγουν αφήνοντας πίσω προβλήματα με νόμους και ναρκωτικά για μια νέα αρχή, με τον Ted Markus στα ντραμς καθώς ο Bostrom συνεχίζει την αποχή του. Επιστρέφουν και σε ανεξάρτητη εταιρία πιο απελευθερωμένοι από τις πολυεθνικές απαιτήσεις. Ο δίσκος πατάει και πάλι στο πατροπαράδοτο hard rock, άντε μετά βίας στο χαλαρό grunge. Αργές αρμονικές μελωδίες, όμορφες κιθάρες, λίγο σκληρό rock που όμως δεν τρομάζει, λίγο ποπ μελαγχολία, κομμάτια δίχως ενέργεια και παλμό, σε ένα δίσκο με τόσο μεγάλη διάρκειας (τρεις φορές μεγαλύτερη αυτής του ομώνυμου τους), που η βαρεμάρα σε οδηγεί στον ύπνο. (6,5)
Sewn Together (Megaforce 2009): Και καθώς περνούν τα χρόνια ξεφτίζει η punk επιδερμίδα και μένει το country rock υπόστρωμα, που κάποτε την έκανε να ξεχωρίζει. Τίποτε όμως στο Sewn Together, το πολλοστό άλμπουμ των Meat Puppets - βαριέμαι να μετράω, δεν θυμίζει ότι είναι μια μπάντα που ξεπήδησε από τα έγκατα της SST. Αγόρασα πρόσφατα σε επανέκδοση το κλασσικό των Minutemen, άλλο να στα λέω, κι άλλο να το ακούς. Όχι ότι τα πράγματα δεν θυμίζουν Meat Puppets βέβαια. Κάθε άλλο. Με το απόλυτα χαρακτηριστικό της φωνής του Curt Kirtwood να κυριαρχεί, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Μία και [συνέχεια]