MiC: 20 χρόνια κομμάτια
Τα πρώτα 20 είναι τα δύσκολα. Τα επόμενα είναι τα ακόμη πιο δύσκολα... Του Αντώνη Ξαγά
Κοιτούσα για πολύ ώρα την λευκή οθόνη και τον κέρσορα να αναβοσβήνει υπνωτιστικά, πριν σκαλίσω τούτες τις πρώτες γραμμές. Τις οποίες αμέσως έσβησα. Και μετά ξανά λευκό… Κοιτούσα με τόση ένταση που περίμενα μέσα από την λευκή έκταση να αρχίσουν να αναδύονται από μόνες τους μορφές και σχήματα…
Δεν είναι ότι δεν «το έχω» με τις επετείους. Σε προσωπικό επίπεδο τουλάχιστον, δεν αποφεύγω ούτε αντιπαθώ εξ ορισμού τις σημαδιακές ημερομηνίες, τις εορταστικές τους μνημονεύσεις, ούτε καν τα γενέθλια, κι ας μεγαλώνουμε και τα άσπρα μαλλιά του παιδικού τραγουδιού γίνονται ορατή πραγματικότητα (σε αντίθεση φευ με την σοφία). Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος. Από την άλλη με κουράζει αφόρητα και εξού και κρατώ συνειδητά μεγάλες αποστάσεις από την γενικότερη δημοσιολογική επετειολαγνεία τύπου «RIP» και «Σαν Σήμερα», κι ας μπορεί να δώσει απλόχερα μηρυκαστική ύλη για να γεμίσουν άσκοπα και άκοπα σελίδες επί σελίδων, τυπωμένων αλλά και …άτυπων.
Τούτο το «Σαν Σήμερα» όμως δεν ήθελα/μπορούσα να το αφήσει να περάσει έτσι. Γι’ αυτό και έθεσα εαυτόν (ξανά) μπροστά στην άσπλαχνα λευκή οθόνη… Χαμένο ανάμεσα σε αναπολήσεις, εικόνες, ήχους, στιγμές, ανθρώπους, ονόματα, προσωπικές μνήμες που μάλλον κανέναν δεν αφορούν. Και σε αυτό το αυθόρμητο «πως πέρασαν τα χρόνια», που όλοι το έχουμε εκστομίσει με κάποια αφορμή, τόσο στερεότυπο μεν, τόσο αβάσταχτα πραγματικό δε. Και πώς αλήθεια να μιλήσεις για ένα συλλογικό παρελθόν τόσο αξεδιάλυτα συνυφασμένο με το σημερινό σου Είναι, χωρίς να περιπέσεις σε «αγία» νοσταλγική περιδίνηση, σε εγωιστική αυτοδικαίωση και αυτοεπιβεβαίωση, σε εξωραϊστική ανακατασκευή του «Τότε» -το οποίο, πφφφ, δεν είναι σαν το «Σήμερα»- τόσο ασυνείδητη, όσο και αναπόφευκτη (η μνήμη γαρ δεν είναι μόνο ατελής, είναι και κάκιστος σύμβουλος, ο καλύτερος δημιουργός φαντασμάτων έλεγε ο Οκτάβιο Πας), με όλα «καλώς καμωμένα», σε ένα αφήγημα, ένα (κατα)δικό σου παραμύθι (αλλά και παραμυθία); Δύσκολο έως κι αδύνατο…
20 χρόνια MiC λοιπόν… Και είμαστε ακόμη εδώ (‘το MIC υπάρχει ακόμα;’ αναρωτιόταν δημόσια κάπου το 2006 καλός συνάδελφος με αφορμή ένα από τα θρυλικά -για μας- πάρτυ μας). Δίχως ίσως να το καταλάβουμε ή να το επιδιώξουμε. Παρολ’ αυτά. Και όχι, δεν αναφέρομαι σε ηρωικές/επικές (κι εδώ μπαίνουν τα βιολιά) αφηγήσεις για καραβάκια που πάνε κόντρα στους καιρούς και για αγριολούλουδα που αντέχουν ή τις γνωστές γκρίνιες για την μίζερη ελληνική πραγματικότητα του «χώρου», αλλά και την ευρύτερη συνθήκη, για την οποία η μουσική, η τέχνη και ο πολιτισμός γενικότερα είναι ένα είδος πάρεργου, ένα «ποιοτικό» ξεκάρφωμα που απαξιώνεται με την πρώτη αφορμή. Και με την πρόσφατη «πανδημία» και με την περιλάλητη Κρίση. Η Κρίση όμως είναι διαρκώς εδώ, το χτες ποτέ δεν είναι ίδιο με το σήμερα, κάθε εποχή είναι «μεταβατική» και όλοι υπάρχουμε «παρολ’ αυτά». Η ίδια είναι η ζωή είναι μια διαρκής κρίση. Και επιλογή.
Τις τελευταίες ημέρες, πριν βρεθώ μπροστά σε αυτή την λευκή ανημποριά, σκάλισα πολύ τα αρχεία που έχω την παλαιόθεν μανία να τηρώ. Σχόλια συναδέλφων και αναγνωστών, επώνυμα και ανώνυμα, δημόσια και ιδιωτικά, εσωτερικά μηνύματα. Πολλές φωτογραφίες, photographs as memories, κι ας θεωρούσα πάντα την φωτογραφία την πιο πένθιμη τέχνη, όπου αντικρίζεις τον εαυτό σου «κάποτε», ανυποψίαστο, και ανθρώπους που στην πορεία χαθήκαμε, όπως χάνονται οι άνθρωποι, χωρίς να το καταλάβουν και ενίοτε χωρίς να το θέλουν, μαζί και ανθρώπους που δεν είναι πια μαζί μας αλλά πάντα θυμόμαστε (η Τίνα, ο Λεωνίδας, η Δήμητρα, ο Χρυσαφάκης).
Και φυσικά πολλά κείμενα. Εν αρχή ην ο λόγος γαρ, έτσι ξεκινάει και το πιο δημοφιλές βιβλίο της ανθρωπότητας, ένας λόγος ο οποίος ανέκαθεν υπήρξε εν αφθονία στο MiC, ποτέ δεν πιστέψαμε στην πρωτοκαθεδρία της εικόνας (κι ας λένε οι Κινέζοι…), ούτε στην γοητεία του πιασάρικου μικρού κειμένου, «5 min για να διαβαστεί». Και μπορεί εκείνος ο αρχαίος Ρωμαίος που είχε διατυπώσει το διαχρονικό scripta manent να μην είχε φυσικά υπόψη του το ιντερνέτ, ωστόσο το πολυπλόκαμο αυτό δίκτυο έφερε εκείνη την ρήση πολύ κοντά στην απόλυτη δικαίωσή της (…μέχρι φυσικά να πέσει ο σέρβερ). Και έτσι οι παλιοί μας εαυτοί υπάρχουν εκεί έξω –ακόμη κι αν θέλουμε να τους ξεχάσουμε, «εγώ τα έγραφα αυτά;» - ψηφιακά αποθηκευμένοι σε ατελείωτες αλληλουχίες 0 και 1 σε κάποια cache γωνία, έκθετοι και έρμαια του τυχαίου googling και της κρίσης με σημερινά αμείλικτα γυαλιά, την ώρα που τα πιο «χειροπιαστά» έντυπα, στα οποία κατά καιρούς πολύ έχοντες το φετίχ της γραφής καταφύγαμε, σκονίζονται στην ευμενή (και λυτρωτική για πολλούς ‘γκουρού’) ασφάλεια ντανιασμένων στοιβών τις οποίες ελάχιστοι πλέον μπορούν ή/και θέλουν να ψάξουν.
«Η αρχή είναι το απειροελάχιστο του παντός!». Έτσι, κόντρα στην λαϊκή ρήση, ξεκινούσε το πρώτο ‘τεύχος’ (έτσι βαφτίζαμε τις ανανεώσεις μας για χρόνια) του MiC εκείνον τον μακρινά κοντινό Νοέμβρη του 2000, 3 του μηνός (ή μήπως ήταν 4;). Ένα τεύχος το οποίο έδωσε εξαρχής στίγμα, φιλοξενώντας δισκοκριτικές σε PJ Harvey και Gry και Perry Blake και αφιερώματα σε Sound και Spacemen 3. Κι αν στο Διαδίκτυο τα στοιχεία της εντοπιότητας κατά βάση χάνονται σε μια συνήθως ψευδαισθητική παγκοσμιότητα, μέχρι και σήμερα ακόμη αναγκάζομαι να απαντώ «εγώ δεν είμαι μάτια μου απ’ τη Θεσσαλονίκη» σε ανάλογες ερωτήσεις, γιατί κι αν με τα χρόνια το MiC έχει σκορπίσει και στα 4 σημεία του ορίζοντα, εγχώριου αλλά και εξωχώριου, η Θεσσαλονίκη ήταν η έδρα και η γενέτειρα, τόσο που δεν μπορώ να σκεφτώ τις σελίδες του χωρίς να τις τυλίγει εκείνη η ομίχλη του Θερμαϊκού που σηκώνεται τα πρωινά. Ναι, ξέρω, η φαντασία μου τα φταίει, ο ελεγειακός μου εαυτός που προσπαθώ να τον κρύβω καλά, ο καθένας μας μπορεί να τον έχει, όπως κι εκείνος ο άγνωστος ανώνυμος αναγνώστης, σε ένα από τα πιο συγκινητικά και υποστηρικτικά για μας κείμενα, από ένα blog που έχει κατέβει πια: «Όταν ανακάλυψα το site του mic.gr ενθουσιάστηκα. Σαν να είδα άθικτη από το χρόνο μια παλιά μου αγάπη. Ίδιο το Rollin Under, παρόντος του Μπάμπη, που μόνο φατσικά με γνώριζε και μου έλεγε ένα γεια όταν πήγαινα στο μαγαζί να χάνομαι στο ψάξιμο της κασέτας, με στραμμένη την πλάτη στους υπόλοιπους ψαγμένους, οι οποίοι έπεφταν με τα μούτρα στους δίσκους. Είπα μέσα μου ότι οι άνθρωποι πίσω από την ιστοσελίδα είναι οι ίδιοι και δεν έχω άδικο. Μέχρι και το τάγκιασμα από τα χιλιάδες τσιγάρα και τους κρύους καπνούς του μαγαζιού μυρίζει μόλις ανοίξεις το site.» Θυμίζοντας μας κιόλας, ότι η αρχή όλων πάει ακόμη πιο πίσω στον χρόνο, ξέρω, αν ακολουθήσουμε την αιτιακή αλυσίδα μπορεί να φτάσουμε στους δεινόσαυρους, όμως τίποτε δεν θα ήταν ίδιο, οι περισσότεροι από μας δεν θα υπήρχαμε καν στον χώρο, αν ο Μπάμπης Αργυρίου δεν είχε στήσει κάπου πίσω στα 1985 το φανζίν Rollin Under, δίνοντας εκφραστικό βήμα σε μια αφανή και αγνοημένη κοινότητα, ανοίγοντας έτσι μια ιστορία με μια μοναδική συνέχεια και συνέπεια, ένα διαρκές ζητούμενο και πέρα από τα στενά όρια της «λιμνούλας» μας, σε κάθε ανθρώπινη σχέση και δράση. Ο Μπάμπης Αργυρίου που είναι πάντα εδώ, μια διαρκής έμπνευση και στήριξη, σε κάθε επίπεδο. Αυτός τουλάχιστον χωρίς να λέει πολλά…
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι (αν παραμείνουμε στην ηρακλείτεια παρομοίωση) του χρόνου, στην χώρα τα πράγματα ήρθαν πάνω και κάτω, ο κόσμος έγινε ακόμη πιο ακατανόητος, εμείς ήμασταν νιοι και… ωριμάσαμε, παντρευτήκαμε, χωρίσαμε, κάναμε παιδιά, τσακωθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε, κόσμος και κοσμάκης πέρασε από τούτες τις σελίδες (κάποιοι μπορεί καν να μην το θυμούνται), κάπως έτσι φτιάχτηκε ένας δικός μας αγαπημένος mic-ρόκοσμος. Απέξω πολλοί μας γουστάρησαν, δικαίως και αδίκως, άλλοι τόσοι κι ακόμη περισσότεροι (ο κακός ο λόγος είναι πάντα ευκολότερος και –μεταξύ μας– ‘διαβαστερότερος’), μας κράξανε, δικαίως και αδίκως, ελιτιστές, σνομπ, φλύαρους, γερασμένους, ξενέρωτους. Κι εμείς βεβαίως από την μεριά μας, ποτέ δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με ότι κάναμε, για πολλά χρόνια το MiC πήγαινε διακοπές κάτω από την απειλή του να μην επιστρέψει την επόμενη σαιζόν, κάθε φθινόπωρο μαζί με τα πρωτοβρόχια τρικούβερτοι καβγάδες στήνονταν (ακόμη και για το αν ο Σαίξπηρ γράφεται Σέξπιρ και το πάρτυ με ‘υ’ ή με ‘ι’), αναρίθμητες φορές είπαμε μεταξύ μας ‘δεν πάει άλλο’, στα προαναφερθέντα αρχεία μου βρήκα ένα σωρό μηνύματα με τίτλους ‘Save MiC’, ‘τι θα κάνουμε’, τι δεν θα κάνουμε, τι πρέπει να κάνουμε, με υποσχέσεις που σπάνια τηρήθηκαν και σχέδια επί χάρτου που σπάνια υλοποιήθηκαν. Αν δούμε την όλη πορεία σαν μια προσπάθεια που ξεκίνησε από κάπου για να φτάσει κάπου, μπορεί αυτό το ‘κάπου’ να μην ήρθε ποτέ. Πόσο νόημα όμως έχουν άραγε τέτοιες τελεολογικές και εκ των υστέρων προσεγγίσεις; Δεν ξέρω αν θελήσαμε και ποτέ ένα κάποιο ‘κάπου’.
Και από λάθη; Άλλο τίποτε… Στηρίξαμε κι αποθεώσαμε μετριότητες, γράψαμε για δίσκους πιο σοβαρά απ’ ότι ίσως αξίζουν, υπήρξαμε υπέρμετρα και ενίοτε άδικα δηλητηριώδεις ή/και επιθετικοί, παραβλέψαμε πολλά, υποκύψαμε σε συγκρουσιακούς εγωισμούς, δεξαμενόπλοια πλέοντα σε λιμνοθάλασσα. Μακριά από την ναρκισσιστική πορνογραφία του «Είμαι ο Εαυτός μου» και του «δεν θα άλλαζα/δεν μετανιώνω για τίποτα», υπάρχει ωστόσο μια κρυφή περηφάνια ότι όλα τα λάθη είναι (κατα)δικά μας και μόνο, δική μας αποκλειστική ευθύνη, μακριά από διαπλεκόμενες συναλλαγές οικονομικού και πελατειακού τύπου, μέσα από την δική μας ιδιότυπη, λίγο ξεροκέφαλη ανεξαρτησία μας. Και όπως έγραψε κάποτε ο Λάμπρος Σκουζ, «ποτέ δε μπόρεσα να συμβιβαστώ με το ‘κάθε λάθος για καλό’, γελούσα μ' εκείνους που ισχυρίζονταν πως αγαπούν τα λάθη τους, εγώ ήθελα να τα γαζώσω».
Μολαταύτα συνεχίζουμε... Με έναν επαγγελματικό ερασιτεχνισμό (ή και τούμπαλιν) και μια οργανωμένη ανοργανωσιά, εξακολουθούμε να μας αρέσει να λέμε πολλά, να μην αγχωνόμαστε να είμαστε επίκαιροι τρέχοντας πίσω κάθε κόκκαλο επικαιρότητας και να μην μας ενδιαφέρουν τα κοινά, νεανικά και μη, δυναμικά και μη, το πάντα άπιαστο «τι θέλει ο κόζμος». Με την επιμονή των παλαιότερων και τον ενθουσιασμό και την άγνοια κινδύνου των νεότερων. Το MiC άλλωστε ήταν, είναι και θα είναι (σαν το παλιό αγαπημένο συγκρότημα) οι άνθρωποι του, αυτοί το καθορίζουν κομίζοντας ο καθένας και η καθεμία ελεύθερα την δική του/της σκευή και αισθητική, κρατώντας συγχρόνως στον πυρήνα ένα πνεύμα αναλλοίωτο και άρρητο, πάντοτε όμως υπαρκτό και διακριτό φρονώ (ή θέλω να ελπίζω), ακόμη και μέσα στον σημερινό ακατάπαυστο και συχνά εριστικό βόμβο των κάθε λογής απόψεων και «γνώμη μου».
Όπως είχε γράψει κάποτε ο Άρης Καραμπεάζης (ο πρώτος που ανέλαβε το άκαρδο πόστο του ‘αρχισυντάκτη’ - για να ακολουθήσει ο ίδιος ο Μπάμπης Αργυρίου και ο Πάνος Πανότας), το MiC τελικά είναι κάτι ιδιόμορφα δημιουργικά και εντελώς παράδοξα ανταποδοτικό στην εσωστρεφή κατάρα του να περιστρέφεις μέρος της ζωής σου γύρω από τις μουσικές. Ίσως να μην μπορούμε κι αλλιώς… Και τώρα συνειδητοποιώ ότι το πραγματικό δύσκολο σε τέτοια επετειακά κείμενα είναι το τέλος. Όχι ο επίλογος, το Τέλος. Το οποίο πάντοτε υπονοείται αλλά ποτέ δεν εκφράζεται. Κρύβεται πίσω από μεγαλεπήβολες διακηρύξεις προθέσεων και «θαθαθα» υποσχέσεις για το μέλλον. Το οποίο όσο λαμπρό κι αν θέλουμε να το φανταζόμαστε, όσες ευχές, όσα «να τα κατοστήσετε» και να ακούσουμε, ξέρουμε κατά βάθος ότι εμπεριέχει νομοτελειακά και αναπόφευκτα αυτό το Τέλος. Μέχρι τότε, όταν και όπως, συνεχίζουμε. Κι όσο πάει…