MiCροϊστορίες: Ανατολικά της… Δύσης - Οι ομάδες και τα τραγούδια
Οι ομάδες πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα ασκούσαν κάποτε μια εξωτική έλξη στους ποδοσφαιρόφιλους της από δω μεριάς. Ενίοτε και στους μουσικούς της. Του Αντώνη Ξαγά
Τι είναι η Ευρώπη; Μην είναι μια ιδέα, μια ουτοπία (ή και μια δυστοπία); Είναι απλά μια γεωγραφική έννοια; Που αρχίζει και που τελειώνει; Ερωτήματα για τα οποία έχει χυθεί όχι μόνο πολύ μελάνι αλλά και άφθονο αίμα ανά τους αιώνες, από τότε που ο Δίας, εκείνος ο θεός τύπος που δεν είχε αφήσει μισοφόρι για μισοφόρι (και όχι μόνο), μεταμφιέστηκε σε ταύρο και απήγαγε την άμοιρη την Ευρώπη κουβαλώντας την στα μέρη μας. Για τον αλήστου π.χ. κόμη Μέτερνιχ η Ευρώπη τελείωνε έξω από το σπίτι του, από εκεί και πέρα ήταν ‘Ανατολή’. Μια αφοριστική άποψη η οποία καταδεικνύει την αμφιλεγόμενη και πολυυπόστατη σχέση των ‘Δυτικών’ με αυτό το κομμάτι του κόσμου, παραπάνω από έναν αιώνα πριν ο Ουίνστον ο Τσέρτσιλ διαπιστώσει/διακυρήξει σχεδόν ‘ποιητικά’ την ύπαρξη ενός ‘σιδηρού παραπετάσματος’ το οποίο χωρίζει υποτίθεται τον κόσμο της ελευθερίας (εισαγωγικά βάζετε κατά βούληση) από εκείνον του κο(υ)μουνιστικού ζυγού.
Κι αν το εν λόγω παραπέτασμα έχει, θεωρητικά τουλάχιστον, πλέον σηκωθεί από τα χρόνια του βρώμικου ’89, στα κεφάλια και στις αντιλήψεις η παρουσία του εξακολουθεί να υφίσταται εξίσου… σιδηρά μέχρι και τις ημέρες μας. Δεν είναι ασφαλώς ο παρόν χώρος ο κατάλληλος για περαιτέρω αναλύσεις, να μιλήσουμε δηλαδή για οριενταλιστικό εξωτισμό, για ιδεολογικές προβολές, για στρατοπεδικές λογικές, για (κρυπτο)ρατσιστικές απόψεις και για φαντασιακές έννοιες και κατασκευές (από τα ίδια τα έθνη έως και τις γεωγραφικές οντότητες). Κρατάμε όμως ότι οι τελευταίες, αν και φαντασιακές, μέσα από την διαρκή αναπαραγωγή και την (αυτο)επιβεβαίωση, παράγουν λίαν απτά αποτελέσματα και τελικά ορίζουν με τον τρόπο τους την ματιά μας στον κόσμο, σε κάθε επίπεδο. Μέχρι και στο ταπεινό επίπεδο μιας μπάλας που κυλά… Γιατί και το ποδόσφαιρο είναι και αυτό ένας κοινωνικός-πολιτικός φακός. Που ως φακός μπορεί να είναι εστιακός αλλά μπορεί να είναι και παραμορφωτικός. Ενίοτε μάλιστα συγχρόνως.
Τις ημέρες που έγραφα το κείμενο αυτό έπεσα τυχαία σε ένα άρθρο του Ηλία Μπαζίνα (ενός αρθρογράφου ο οποίος έγινε γνωστός μέσα από την αλήστου μνήμης εφημερίδα «Φίλαθλος», μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, με ευρύτατη μόρφωση αλλά και με ιδιότυπες απόψεις, κάποιες εκ των οποίων δύσκολα θα στέκονταν στο σημερινό πολιτικώς ορθό τοπίο) για το σοβιετικό (και κατ’ επέκταση το ανατολικό) ποδόσφαιρο, όπου σημείωνε μεταξύ άλλων ότι «γινόταν, με τα δικά μας κριτήρια, ευθυνόφοβο, αφελές και σε τελευταία ανάλυση εύθραυστο, όπως εύθραυστο είναι νομοτελειακά και το κάθε τι που οικοδομείται πάνω σε θεμέλια ‘άψογης και υποδειγματικής κοινωνικότητας’ και ‘ανθρώπινης συνεργασίας’», αποδίδοντας αυτή τη στάση σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο ποτέ δεν δίδαξε το «πως εκβιάζεται ένα αποτέλεσμα» υπό το πρίσμα ότι «ο ατομισμός είναι το δηλητήριο του λαού» (αλιεύω το απόσπασμα από το βιβλίο «Χωρίς παρωπίδες», εκδόσεις Αλκυών). Με μια εγγύτερη εξέταση πάντως η ευμενής αυτή άποψη για το εξ Ανατολών ποδόσφαιρο είναι ουσιαστικά συμπληρωματική εκείνης που καλλιεργούνταν ευρέως στην αποδώθε μεριά του παραπετάσματος, ότι δηλαδή το ανατολικό ποδόσφαιρο στερούνταν φαντασίας, κατέπνιγε την… ιδιωτική/ατομική πρωτοβουλία και όλα τα έθετε υπό ένα σιδηρούν (ή μήπως να το πούμε… ατσάλινο;) σύστημα και πλάνο. Βέβαια τέτοιου τύπου αναγωγές εθνικών (και ακόμη χειρότερα πολιτικών ή ιδεολογικών) χαρακτηριστικών και στερεότυπων στο ποδόσφαιρο (και όχι μόνο) είναι συνήθως μάλλον ατυχείς, αυθαίρετες και κατά βάση επινοημένες. Για κάθε τέτοια άλλωστε υπάρχουν ένα σωρό αντιπαραδείγματα και εξαιρέσεις, οι οποίες, σε αντίθεση με το ανοήτως και λίαν αντι-επιστημονικό ρηθέν, καταρρίπτουν τον κανόνα, δεν τον επιβεβαιώνουν (ας πούμε, ποια σχέση μπορεί να αποκαταστήσει κανείς π.χ. μεταξύ του θεωρητικά αλέγκρου και ανοιχτού ιταλικού χαρακτήρα με το εξίσου παραδοσιακό υποτίθεται κλειστό «κατενάτσιο»;)
Πάντως ακόμη και σε ένα τέτοιο ερμηνευτικό πλαίσιο είναι αξιοσημείωτο, ότι σε αντίθεση με τα περισσότερα ατομικά σπορ στα οποία οι Ανατολικοί διέπρεψαν (όπως και στα υπόλοιπα ομαδικά), στο ποδόσφαιρο δεν μπορεί κανείς να πει ότι η συγκομιδή ήταν εντυπωσιακή, ειδικά σε συλλογικό επίπεδο. Χρειάστηκε να φτάσουμε λίγο πριν την… λήξη, το 1985, για να σηκώσει μια ανατολική ομάδα το Κύπελλο Πρωταθλητριών (το παλιό το γνήσιο). Και ήταν η Στεάουα Βουκουρεστίου εκείνη η οποία «μες στης Σεβίλλης την μαύρη αρένα» (που έλεγε και ο… Μπουγάς) έπιασε την Μπαρτσελόνα από τα κέρατα νικώντας την στα πέναλτι με ήρωα εκείνο τον απίθανο τερματοφύλακα ονόματι Χέλμουτ Ντουκαντάμ. Στο πάλαι ποτέ Κύπελλο Κυπελλούχων οι Ανατολικοί τα είχαν καταφέρει λίγο καλύτερα, με πρώτη να ανοίγει λογαριασμό την Σλόβαν Μπρατισλάβας το 1969, για να ακολουθήσει το Μαγδεμβούργο (1974), δύο φορές η Δυναμό Κιέβου (1975 και 1986) και η Δυναμό Τιφλίδας (1981). Στην προσωπική μου μνήμη έχει μείνει ανεξίτηλη η ομάδα της Λοκομοτίβ Λειψίας η οποία είχε καταφέρει να φτάσει στον τελικό το 1987 στο ΟΑΚΑ κόντρα στον Άγιαξ του Βαν Μπάστεν αλλά και η απίθανη πορεία της Ζελέζνιτσαρ και της Βιντεότον στο ΟΥΕΦΑ το 1985, με την δεύτερη να φτάνει στον τελικό όπου θα χάσει αναμενόμενα από την Ρεάλ Μαδρίτης. Ιστορίες που όμοιες τους δύσκολο (έως και αδύνατον) να ξαναγραφτούν στο μοντέρνο ποδόσφαιρο της οικονομικής ολιγαρχίας (δυτικής τε και… ανατολικής).
Μια εποχή λοιπόν που είχα κατά νου διάφορους προσωπικούς πειραματισμούς με ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια (για να έρθουμε και στα μουσικά, αν -δεν- το έχετε καταλάβει τέτοιας στόχευσης, ή έστω κατάληξης είναι το άρθρο) η Βιντεότον μου είχε εντυπωθεί ως μια καλή επιλογή για καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Γιατί όχι; Εκείνος ο τύπος που ονόμασε το συγκρότημά του Saint Etienne δεν πρόκοψε; Σε αντίθεση ωστόσο με εκείνους που ονόμασαν τα δικά τους σχήματα Red Star Belgrade από την ιστορική ομάδα του Βελιγραδίου (η οποία ειρήσθω εν πάροδω σήκωσε και αυτή το Πρωταθλητριών, το 1991 πια, με αντίπαλο την... ταπιτένια Μαρσέιγ, σε έναν από τους πιο βαρετούς τελικούς που θυμάμαι). Τώρα ποιες είναι οι διαδρομές που συνέδεσαν από άποψη έμπνευσης μια σέρβικη (ή γιουγκοσλάβικη τότε) ομάδα με ένα άσημο σχήμα σύγχρονης americana και ένα παλιότερο βρετανικό που έπαιζε εκείνο το μελανότροπο new wave των αρχών της δεκαετίας του ’80 (πολύ ωραίο πάντως το σινγκλάκι τους το «Too far», αξίζει να το αναζητήσετε) παραμένει άγνωστο.
Από την άλλη υποθέτω ο Βερολινέζος DJ Dynamo Dreesen θα βρήκε γουστόζικο το λογοπαίγνιο με την πάλαι ποτέ κραταιά ομάδα της Δρέσδης, η οποία τις δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους και την άρση του παραπετάσματος ανεβοκατεβαίνει σαν ασανσέρ μεταξύ Β’ και Γ’ Εθνικής. Μολαταύτα διατηρεί έναν συμπαγή οπαδικό πυρήνα (κι ας πάσχει ένα κομμάτι του από ακατάσχετη… φαγούρα στις μασχάλες και τάσεις ανύψωσης του δεξιού χεριού στις εχμμ 45 μοίρες), ενώ το 1987 το φιούζιον τζαζ συγκρότημα Das Pferd διάλεξε το πεταχτό ορχηστρικό «Dynamo Dresden» κομμάτι για να ανοίξει τον πρώτο του δίσκο (στον οποίο μάλιστα συμμετείχε και ο σπουδαίος τσελίστας Tom Cora).
Η καταγωγή θα έπαιξε ασφαλώς καθοριστικό ρόλο και για το γεγονός ότι στον πρώτο δίσκο των αγαπημένων Ladytron (μία εκ των τραγουδιστριών τους, η Mira Aroyo, είναι βουλγαρικής ρίζας), το «604» που κυκλοφόρησε το 2001, ανάμεσα σε μερικούς 80s ρετροφουτουριστικούς electropop ύμνους φιγουράρει ένα ήσυχο, σχεδόν ambient κομμάτι το οποίο φέρει τον τίτλο «CSKA Sofia», φόρος τιμής προφανώς στην κάποτε επίσημη ομάδα του βουλγαρικού στρατού (που κάποια στιγμή μετά από ένα επεισοδιακό ντέρμπυ με την άσπονδο αντίπαλο Λέφσκι, κατηγορήθηκε για διατάραξη «των φιλικών σχέσεων των σοσιαλιστικών πεποιθήσεων» κι έχασε το όνομά της μετονομαζόμενη για λίγα χρόνια σε Σρεντέτς!), που κάποτε είχε τη φήμη του «φονέα των γιγάντων» στα ευρωπαϊκά κύπελλα (τρεις φορές απέκλεισε μια κάτοχο), που στις τάξεις της ανέδειξε μια μοναδική μπαλαδοπροσωπικότητα σαν τον Hristo Stoichkov. Σήμερα, μετά από μια πολυκύμαντη διαδρομή που περιλάμβανε χρεοκοπίες, πτώσεις σε χαμηλότερες κατηγορίες και μια αμφιλεγόμενη εξαγορά, υπάρχουν… δύο ΤΣΣΚΑ, η CSKA 1948 Sofia και η CSKA Sofia, με αμφότερες να ανταγωνίζονται στην Α’ Κατηγορία (και) για την γνησιότητα και την αυθεντικότητα του ιστορικού ονόματος.
Κι αν η ΤΣΣKA συνεχίζει την ύπαρξή της, και μάλιστα εις διπλούν, η ιστορική Ντούκλα Πράγας (ένα όνομα που μου φέρνει αναμνήσεις από εποχές δημοτικού και συλλογές από αυτοκόλλητα χαρτάκια), ίσως η μεγαλύτερη ομάδα της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας, έχει πλέον διαλυθεί (το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι και ένα διαρκές έμπρακτο μάθημα του sic transit gloria mundi). Από την άλλη είναι ενεργό και δραστήριο (κι ας έχουν περάσει οι καλές του ημέρες) το εξαιρετικό και... ακαταλόγιστο (φαίνεται και από το όνομα) λιβερπουλιανό συγκρότημα των Half Man Half Biscuit οι οποίοι στον δίσκο τους «Back Again In The D.H.S.S.» συμπεριέλαβαν ένα κομμάτι με τον φανταστικό τίτλο «All Ι want for Christmas is a Dukla Prague away kit»!
Και μιας που είμαστε σε σατιρικά συμφραζόμενα, αξίζει νομίζω μια αναφορά στον πανκ (ας τον πούμε έτσι) ποιητή Attila the Stockbroker και την ξεκαρδιστική του παρλάτα «Albanian football» (σε δίσκο μάλιστα ο οποίος φέρει την ούγια της γνωστής και λίαν εξαιρετέας Cherry Red) όπου δηλώνει φαν της ...Παρτιζάνι Τιράνων (μιλάμε για τύπο που είχε παίξει τότε live ακόμη και στην θεόκλειστη Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, φανατικό κατά τ’ άλλα της Μπράιτον εντ Χόουβ Άλμπιον, στο γήπεδο της οποίας μάλιστα είχε χρηματίσει εκφωνητής).
Κι αν από το 1989 και μετά φύσηξε (και σφύριξε) σαρωτικός ο ‘άνεμος της αλλαγής’, κι αν όπως αποφάνθηκε με μεγάλη πετυχεσιά ο διαβόητος Φουκουγιάμα έφτασε το ‘Τέλος της ιστορίας» με την επικράτηση των δυνάμεων του Καλού, απάντηση στο τι είναι και ποια είναι η «Ευρώπη μας» δεν φαίνεται να έχει δοθεί (και δύσκολα πρόκειται κιόλας). Μία από τις πολλές που υπάρχουν είναι που αποτυπώνει με το χαρακτηριστικό του πάθος και την εμπύρετη ερμηνεία του ο Joe Strummer, στο κομμάτι που έγραψε με τους Mescaleros το μακρινό(;) 2001 και φέρει τον τίτλο ‘Shaktar Donetsk’. Όχι δεν είναι μια άμεση αναφορά στην ομάδα του μαρτυρικού Ντονέτσκ (η οποία τα τελευταία χρόνια του πολέμου είναι σε μετακόμιση, αρχικά στο Λβιβ, τώρα στο Κίεβο). Είναι ένα κασκώλ της ομάδας που πρωταγωνιστεί και ο άνθρωπος που το έχει τυλιγμένο στον λαιμό του σαν ένα άγκιστρο σε αναμνήσεις, σαν μια πηγή δύναμης, ένας Ουκρανός εξόριστος στην Μακεδονία (την Βόρεια) που φεύγει να πάει οικονομικός μετανάστης στην Βρετανία, στοιβαγμένος στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. «Μην ανησυχείς, μην βιάζεσαι» του λέει ο διακινητής, «αν πραγματικά το θέλεις, θα φτάσεις κάποια στιγμή εκεί. Ζωντανός ή νεκρός»… Ήταν είναι και θα είναι και αυτή η «Ευρώπη» μας…
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό-φανζίν για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ και την οπαδική κουλτούρα, HUMBA!, τεύχος 45)