MiCροϊστορίες: Ένα σκίτσο, κράουτ κομμουνάροι Γερμανοί και τα ηθικά ρόπαλα της εποχής
Ένα ευαίσθητο θέμα σε μια ιστορική προοπτική με απολήξεις στο παρόν. Του Αντώνη Ξαγά
Ίσως κάποια ηθικά ρόπαλα (κυριολεκτική η μετάφραση της γερμανικής περιγραφικότατης λέξης ‘Moralkeule’) να έχουν ήδη αρχίσει να κραδαίνονται, είναι που στους καχύποπτους και πληθωριστικά ηθικολόγους καιρούς μας βγαίνουν με μια μοναδική ευκολία, γι’ αυτό και παρέθεσα εδώ στην ολότητά τους, τους στίχους του κομματιού «Dem Guten, Schönen, Wahren» των Amon Düül 2, του σχήματος που ξεπήδησε μέσα απ’ τις κομμούνες και τα κοινόβια του (λίαν συντηρητικού) Μονάχου στα τέλη των 60s. Εδώ τους συναντάμε στον πρώτο τους δίσκο («Phallus Dei»), όπου έχουν αφήσει μεν πίσω τις άναρχες ημέρες των σκέτων Amon Düül (οι μουσικές απόπειρες των οποίων -μεταξύ μας- δεν ακούγονται, παρά μόνο ως ντοκουμέντα της εποχής - τουλάχιστον χωρίς βοηθητικές ουσίες), ωστόσο ακόμη η μουσική τους χαρακτηρίζεται από ένα δημιουργικό μεν «freak out» δε χάος (ο Στοκχάουζεν πάντως όταν του είχε ζητηθεί να τον σχολιάσει είχε πει δηκτικά «Κινηματογραφική μουσική για αρχάριους»), μια ηχητική μεταφορά σε έναν άλλο κόσμο φανταστικό και αλλόκοτο και δυστοπικό (μια «ψυχεδελική χώρα φολκλορικού τρόμου» σημειώνει ο David Stubbs στο «Future Days»). Κι αν όπως είναι και η πιο αποδεκτή ερμηνεία των στίχων του εν λόγω κομματιού, εδώ ο παιδοβιαστής Μολόχ τιμωρείται με λυντσάρισμα από τον όχλο, ωστόσο η βίαιη και δυσοίωνη εικονοποιία υπάρχει και εντυπώνεται. Πως λοιπόν να μην έχει ενδοιασμούς για την κυκλοφορία του δίσκου η εταιρία, ακόμη και μέσα στο υποτιθέμενο ελευθεριακό πνεύμα των καιρών εκείνων;
Ομολογώ ότι η αφορμή για το κείμενο αυτό υπήρξε η κουβέντα που άναψε πριν κάμποσο καιρό στα κοινωνικά μύδια για το διαβόητο σκίτσο του Ηλία Κυριαζή, ένα ακόμη από αυτά τα ‘nothing burger’ θέματα (που λέει και ο Techie Chan) με το αμελητέο έρεισμα και αντίκτυπο στον απτό πραγματικό κόσμο που αναστατώνουν για λίγο τον ψηφιακό κόσμο πριν τούτος στραφεί με τον ίδιο ενθουσιασμό και πάθος στο επόμενο κόκαλο ‘επικαιρότητας’, στην επόμενη ευκαιρία επίδειξης ορθών και ανώτερων φρονημάτων, όπως τα (εν)νοεί ασφαλώς η καθεμιά μας (που σημειωτέον ήταν περίπου τον ίδιο καιρό που σε ένα καράβι παλιό σαπιοκάραβο ένας αναρίθμητος αριθμός παιδιών πνιγόταν στα ελληνικά ανοιχτά με την παθητική –αν όχι πλέον ενεργητική, κατά τις διαρκώς σωρευόμενες ενδείξεις- συνδρομή του ελληνικού λιμενικού).
Τώρα που η ιστορία αυτή έχει καταστεί πλέον ευμένως ανεπίκαιρη ίσως η μόνη ουσία που μένει είναι ότι η δημόσια καταδίκη και ο λεκτικός λιθοβολισμός ενός ανθρώπου, η αναγωγή του βάσει μιας κοπτοραπτικής, μιας …κερασοεπιλογής σε μια φράση, ένα σκίτσο (όσο και κακόγουστο, ακόμη και αποκηρυγμένο), μια λέξη ακόμη-ακόμη, όλο αυτό που έχει αμερικανοτραφώς βαφτιστεί cancel culture, είναι ένα όπλο το οποίο δεν το κρατάνε και δεν το διαχειρίζονται πάντα οι «καλοί» (ακόμη πιο πολύ, οι αυτοθεωρούμενοι «καλοί» και ειδικά σε θέματα όπου η ακροδεξιά αντίληψη μπορεί να κρυφτεί πίσω από μια απολίτικη προβιά) και μπορεί εύκολα να γίνει μπούμερανγκ. Πόσο μάλλον όταν αυτό το κυνήγι γίνεται και επί έργων Τέχνης, πατώντας κατά βάση πάνω στην τόσο… διεστραμμένη στην ουσία της άποψη ότι η Τέχνη οφείλει να υπηρετεί το Καλό, το Ωραίο, το Όμορφο (όπως πάλι τα (εν)νοεί ασφαλώς η καθεμιά μας). «Η επιδίωξη μου ήταν να εξοργίσω, να θυμώσω τον θεατή» έλεγε ωστόσο ο ίδιος ο Παζολίνι αναφερόμενος στις 120 ημέρες του στα Σόδομα. Η Τέχνη μπορεί να δίνει βήμα και χώρο σε κάθε «τέρας» της αχαλίνωτης ανθρώπινης φαντασίας, να δοκιμάζει και να υπερβαίνει τα όρια, να κινητοποιεί (και ακραία) συναισθήματα, με επιτελεστικό και μη τρόπο, να τσαντίζει, να «βγάζει από τα ρούχα», να προκαλεί και αηδία ακόμη, να μορφοποιεί το Άσχημο, το Κακό, να αγγίζει το απαγορευμένο, το «ταμπού». Και η Τέχνη δεν είναι ζωή (εξού και είναι τόσο ύπουλη και υποβολιμιαία η σύγχυση καλλιτεχνικών έργων και ποινικών πράξεων), είναι υπέρθεση (sur-realism), αναπαράσταση, μετουσίωση και υπονόμευσή της, αισθητικοποίηση και ξόρκι αλλά και ανώδυνη εκτόνωση ακόμη, και δεν μπορεί να νοείται ως… προτροπή στην τέλεση πράξεων, δικαίων τε και αδίκων (ειδάλλως ας αρχίσουμε να πετάμε στην φωτιά αμέσως αμέσως τη μισή παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή με πρωταγωνιστές που… παραβιάζουν κάποιο άρθρο του ποινικού κώδικα).
Κάπως έτσι, μέσα από ένα σωρό έργα, από λογοτεχνικά όπως το ντελιριακό πραγματικά… πριαπικής φαντασίας του Εμπειρίκου «Ο Μέγας Ανατολικός», η διαβόητη και πραγματικά εμβληματική πια «Λολίτα» του Ναμπόκοφ («that book by Nabokov» που λένε και οι Police στο «Don’t stand so close to me», που καταγράφει τον ερωτικό πόθο μιας ανήλικης μαθήτριας για έναν καθηγητή της) μέχρι πιο πρόσφατα το τελευταίο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου «Λάδι σε καμβά», μια πολύ όμορφη και τρυφερή προσέγγιση του παιδικού ερωτισμού που μόλις ξυπνά, «όπου η αθωότητα ξεπερνά σε μαγεία τη σαγήνη του σώματος» («Πάνω απ’ όλα, το παιδικό φλερτ (μα ήταν, αλήθεια, παιδικό;) του κοριτσιού που περνά από τη μία ηλικία στην άλλη, ανακαλύπτοντας τον εαυτό του»), και φυσικά πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες (π.χ. τα πορτραίτα του Lewis Carroll), πολλά τραγούδια (για sweet sixteen, fifteen κοκ, little school girls κοκ, ενώ κάπου εδώ χωράει και το αλήστου μνήμης εξώφυλλο των Blind Faith), πολλάκις λοιπόν και με διάφορους τρόπους, η τέχνη έχει προσεγγίσει κατά καιρούς το ίσως κορυφαίο ζήτημα «ταμπού» της εποχής, αυτό με την μεγαλύτερη ηθική απαξία, την παιδοφιλία (μαζί με τον παιδικό ερωτισμό και την παιδική σεξουαλικότητα, έννοιες όλες διακριτές μεν θεωρητικά, αλλά πρακτικά αλληλεπιδρώσες). Και κάθε φορά με εντελώς διαφορετικό ύφος και αισθητική και πρόθεση (όταν είναι ανιχνεύσιμη αυτή), σε συνάρτηση πάντοτε με το εκάστοτε ιστορικό συμφραζόμενο.
Βασική πολύ η τελευταία παρατήρηση, και γενικότερα όταν προσεγγίζουμε ένα έργο τέχνης, πέραν της όποιας «διαχρονικότητας», θυμόμαστε ότι τούτο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη συγχρονία του. Κι αξίζει εν προκειμένω να σημειώσουμε ότι πριν η θέση του παιδιού στον σύγχρονο κόσμο -ειδικά στο καλοζωισμένο «πρώτο» μέρος του- μπει στο επίκεντρο και ανέλθει σε ένα επίπεδο «όλα για το παιδί», ιερό και απαραβίαστο, πριν η παιδοφιλία, η παιδεραστία, η αποπλάνηση ανηλίκου κοκ καταστεί αντικείμενο των αστυνομικών και των ψυχίατρων (και βρει και θέση στο DSM), αυτή ήταν μια πρακτική ουδόλως ασυνήθιστη. Άλλωστε για αιώνες και για πολλούς πολιτισμούς το παιδί δεν αποτελούσε μια ειδική προστατευόμενη κατηγορία με ιδιαίτερα δικαιώματα, οπότε υπήρξε πολλές φορές εκτεθειμένο στην αυθαιρεσία, στην κάθε είδους επιβολή, βίαιη και μη, σεξουαλική και μη, με το νεόβγαλτο πλάσμα να είναι απολύτως ανυπεράσπιστο στα χέρια του γεννήτορα, εργαλειοποιημένο όργανο ακόμη και με την πλέον στενά οικονομική έννοια (από τα άμοιρα γαλαζοαίματα ανήλικα που ντύνονταν νύφες και γαμπροί και αποστέλλονταν σε μακρινές χώρες για δυναστικά αλισβερίσια μέχρι τα παιδιά των χαμηλών τάξεων που θεωρούνταν πρόσθετα εργατικά χέρια -πριν καν έρθει ο άγριος καπιταλισμός του 19ου αιώνα και τα στείλει στα εργοστάσια, σε συνθήκες που έχει περιγράψει με τα πιο μελανά χρώματα π.χ. ένας Ντίκενς). Ο δε πανάρχαιος μύθος του Κρόνου που τρώει τα παιδιά του είναι πραγματικά βγαλμένος από τη ζωή και την φύση (βλέπε και τον παρακείμενο πίνακα του Γκόγια), γιατί ναι μεν η κάθε ζωή, ανθρώπινη και μη, έχει ενστικτωδώς την τάση προστασίας του απόγονου DNA, όχι πάντα όμως, ειδικά όταν εμπλέκονται ζωτικά συμφέροντα του πρόγονου DNA -γιατί μέσα στην θεωρητικά πιο ανιδιοτελή αγάπη κρύβεται και η πιο ιδιοτελής ταυτόχρονα - και αυτό ίσως αν το καλοσκεφτούμε δεν έχει αλλάξει κατά βάθος παρά την υποτιθέμενη πρόοδο).
Μέσα στην εξ ορισμού ετεροβαρή σχέση γονέα και παιδιού, η διαμόρφωση της νέας ζωής, η διαπαιδαγώγηση και η εκπαίδευσή (και το παίδεμά της, με κάθε σημασία του όρου) της είναι ζητήματα που τίθενται κάθε φορά εκ νέου (αν και όχι επί μηδενικής βάσης), παίρνουν διαστάσεις παθιασμένες, ιδεολογικές και πολιτικές, ενώ εκ φύσεως έχουν κι έναν εξουσιαστικό πυρήνα (ακόμη κι όταν ξεκινούν με τις καλύτερες αντι-εξουσιαστικές προθέσεις). Επιστροφή λοιπόν στη Γερμανία των 60s και των 70s.
Έχει γραφτεί πολλάκις (κι από την υποκείμενη γραφίδα) ότι η νεολαιίστικη εξέγερση (ή να πούμε καλύτερα αντίδραση;) των 60s στη Γερμανία, υπό τη βαριά σκιά του ναζιστικού παρελθόντος πήρε και μια άλλη τροπή, ούσα μια συλλογική σύγκρουση με την γενιά των ‘μεγάλων’ που είχαν, είτε ενεργά είτε παθητικά στηρίξει το χιτλερικό καθεστώς, είτε μιλάμε για γονείς, δασκάλους, δικαστικούς, αστυνομικούς, δημόσιους υπάλληλους και άλλους ευυπόληπτους πολίτες, πολλοί ήταν ακόμη στη θέση τους από τότε (όπως είχε πει και ο καγκελάριος Αντενάουερ - και ίσως του αναγνωρίσουμε ένα πραγματιστικό δίκιο- «όταν χρειάζεσαι νερό, δεν πετάς αυτό που έχεις, κι ας είναι βρώμικο»). Κόντρα λοιπόν σε μια αυταρχική παιδεία και στην συμβιβασμένη και μπουκωμένη με τα αγαθά του Wirtschaftswunder, αλλά και ταυτόχρονα αφόρητα συντηρητική, μικροαστική μουχλίλα και έναν πουριτανικό Χριστιανισμό (σε αμφότερες τις ομολογιακές του εκφράσεις), ένα τμήμα της νεολαίας, κυρίως το φοιτητικό, ανέπτυξε μια έντονη εναντίωση σε κάθε είδους εξουσία και καταπίεση και μια τάση υπέρβασης των ορίων που έθετε η μπουρζουάδικη κοινωνία. Ξεκινώντας μάλιστα ακόμη κι από το πλέον σωματικό επίπεδο, τη λεγόμενη «σεξουαλική απελευθέρωση», στις μπροσούρες των καιρών συναντάς σταθερά αναλύσεις περί του ελέγχου της σεξουαλικής επιθυμίας και των ενστίκτων ως εργαλείο πολιτικού ελέγχου. Μέσα λοιπόν σε ένα κλίμα laissez faire ερωτισμού που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα σε κοινοβιακά πλαίσια αλλά και σε εκπαιδευτικά ιδρύματα (βλέπε την περίπτωση της «Rote Freiheit»), η παιδική σεξουαλικότητα αντιμετωπιζόταν ως μια αποδεκτή μορφή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, με την προσέγγιση της να γίνεται ακόμη και με μια αθώα αφέλεια ενίοτε και με ελευθεριακά αμφιλεγόμενους τρόπους, ενώ σε κάποιους κύκλους ακόμη και η παιδοφιλία έφτασε να τίθεται σε όρους προοδευτικότητας. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο ζήτημα αυτό συναντήθηκαν σε μια αν όχι επιδοκιμαστική, πάντως σίγουρα, ανεκτική ματιά, διάφορα κινήματα (όπως μέρος του γκέι κινήματος, το οποίο διαβιούσε ουσιαστικά εν παρανομία, μέχρι το 1969 ήταν ποινικά κολάσιμο το συναινετικό σεξ μεταξύ ακόμη και ενηλίκων ανδρών), ο αναρχισμός, το πρώιμο οικολογικό κίνημα αλλά και ο φιλελευθερισμός (προσοχή, με την κανονική του έννοια, όχι με αυτή που (παρ)ερμηνεύεται στην Ελλάδα), συστήματα σκέψης δηλαδή με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες τα οποία όμως τέμνονται στην αρχή της αυτοδιάθεσης και σε μια αποστροφή απέναντι στο Κράτος και τις επιταγές του. Κατά καιρούς αναζωπυρώνεται στην Γερμανία η συζήτηση και η διαπραγμάτευση με αυτό το ακανθώδες παρελθόν, σκελετοί στην ντουλάπα κομμάτων κατεστημένων πια όπως οι Πράσινοι και το FDP έρχονται στην επιφάνεια (π.χ. από την νεολαία του FDP υπήρξε κάποτε αίτημα για αποποινικοποίηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης/κακοποίησης ανηλίκων), ωστόσο οι αναφορές αυτές αντιμετωπίζονται κατά κανόνα άλλοτε με άρνηση κι απώθηση κι άλλοτε με αμηχανία και σιωπή. Το σίγουρο ωστόσο είναι ότι μέχρι τα μέσα των ‘80s κυκλοφορούσαν τέτοιες απόψεις, οι οποίες όμως, λίγο μέσα από την αντίδραση του τότε φεμινιστικού κινήματος που ανέδειξε τις τραυματικές συνέπειες τέτοιων πρακτικών για τον παιδικό ψυχισμό, λίγο με την παρακμή των κινημάτων και την εξημέρωση και σταδιακή συστημική τους αφομοίωση, κατέληξαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αφήνοντας ωστόσο έναν προβληματισμό για τους κινδύνους που εμφιλοχωρούν σε μια πολιτική στάση η οποία (ετερο)καθορίζεται από το «αντί», για το ότι σε κάθε αντι-εξουσιαστική κίνηση ενυπάρχουν σπέρματα μιας νέας εξουσίας και ότι όταν σπάνε κάποια όρια και αναστολές αναζητείται (αν δεν επιβάλλεται κιόλας) η χάραξη κάποιων νέων.
Σε μια ελαφρότερη άποψη του ζητήματος, πιο ποπ και σαφώς πιο… mainstream, αξίζει να παρατηρήσουμε πως αυτή η ελευθεριακή στάση ξεπέρασε και τα στενά όρια κάποιων «ακραίων» χώρων και διαχύθηκε σε όλο το κοινωνικό εύρος. Έτσι, κυρίως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70 έγινε μεγάλη επιτυχία στη Δυτική Γερμανία μια σειρά (η οποία έφτασε τις 12 συνέχειες!) sexploitation ψευδο-ντοκυμαντέρ με τίτλο «Schulmädchen Report», ταινίες οι οποίες υποτίθεται είχαν τον... καλό σκοπό να ενημερώσουν τη νεολαία για τις παγίδες που μπορεί να έκρυβε η σεξουαλική ζωή μέσα από μια γαργαλιστική φτηνή προσέγγιση (κάτι σαν τις …«Αληθινές ιστορίες» ελληνικού καναλιού στο πιο πικάντικο – είχαν πάντως εξαιρετική μουσική, υπεύθυνος για την οποία ήταν ο Gert Wilden, συνθέτης φασόν θεμάτων για τηλεόραση, για σειρές -και της… Χάιντι, μεταξύ άλλων- σόου και διαφημίσεις). Ήταν τόση η επιτυχία μάλιστα που στο είδος των «Report» ταινιών γυρίστηκαν ένα σωρό ακόμη άλλες, με πρωταγωνίστριες όχι πια μόνο μαθήτριες, αλλά φοιτήτριες, τουρίστριες («Autostop-Lustreport»), νοσοκόμες, νοικοκυρές («Hausfrauen-Report») ακόμη και χήρες (Witwenreport), όλες στην υπηρεσία του λάγνου βλέμματος και των άτακτων φαντασιώσεων του μέσου Γερμανού κυρ-Βόλφγκανγκ -Παντελής δεν υπάρχει γαρ εκεί σε όνομα (και ίσως κάπου εδώ θα μπορούσε να τεθεί και το ζήτημα της διαβόητης «σεξουαλικής απελευθέρωσης», και το πόσο αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε – ακόμη και στις πλέον θεωρητικά εξισωτικές κομμούνες- με απόλυτα πατριαρχικό τρόπο και στόχευση, αλλά αυτό είναι άλλου πάστορα Ευαγγέλιο).
Σκοπός βέβαια του κειμένου δεν είναι να καταλήξουμε σε μια εύκολη απόφανση του τύπου «σήμερα αυτά δεν θα μπορούσαν να γυριστούν» ή σε ένα προβοκατόρικο εκ των υστέρων κυνήγι μαγισσών. Τέτοιες αβασάνιστες συγκρίσεις και μεταφορές δεν έχουν και ιδιαίτερο νόημα γιατί πράγματι «σήμερα δεν θα μπορούσαν», οι εποχές αλλάζουν μαζί και η τέχνη, που είναι απόλυτα συνυφασμένη μαζί τους. Κι εν τέλει η αντιμετώπιση ενός ακόμη και τραυματικού παρελθόντος, η διαπραγμάτευση μαζί του (η Vergangenheitsbewältigung που λένε και στα μέρη εκείνα), απαιτεί σίγουρα ανοιχτότητα και ειλικρίνεια αλλά πρέπει να γίνεται με ψυχραιμία και (εν)συναίσθηση του ιστορικού πλαισίου. Ο μεταχρονολογημένος «ηθικός πανικός» ποτέ δεν υπήρξε καλός σύμβουλος, ακόμη λιγότερο ο παραδοσιακός σκληροπυρηνικός πουριτανισμός μεταμφιεσμένος σε πολιτική ορθότητα και διάφορα άλλα συναφή δαιμόνια εκπορευόμενα κατά βάση από αμερικάνικα πανεπιστήμια της ανωτέρας στάθμης, για τα οποία θα πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε όχι μόνο αν έκαψαν κάποια αθώα «χλωρά», αλλά αν βοήθησαν κιόλας στην μαζική εξάπλωση των «ξερών.