MiCροϊστορίες: Με τον Γκερντ, με τον Φραντς και τα άλλα παιδιά…
Ένα θρυλικό κι αχώριστο δίδυμο που έφτασε μέχρι και τα στούντιο. Όχι ακριβώς με την ίδια επιτυχία... Του Αντώνη Ξαγά
Τα ...στερεότυπα φυγείν αδύνατον και ο αναμάρτητος υμών (και ημών) πρώτος τον λίθον βαλέτω. Πολλοί τα εμίσησαν, ακόμη περισσότεροι τα κατήγγειλαν και φιλοδόξησαν να τα σπάσουν ή/και ανατρέψουν, όμως αυτά είναι ακόμη εδώ, πανταχού παρόντα στον καθημερινό ιδιωτικό και δημόσιο λόγο, βασικά σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης. Κι αν προσπαθούσαμε να αιτιολογήσουμε την ακαταμάχητη τους αυτή έλξη και ανθεκτικότητα θα στεκόμασταν στο γεγονός ότι παρέχουν ένα μαξιλαράκι ασφάλειας και ευκολίας, ότι με την διαρκή τους επανάληψη έχουν εντυπωθεί στο υποσυνείδητο (ατομικό αλλά κυρίως και συλλογικό) και κυρίως ότι σχεδόν πάντοτε εμπεριέχουν στον πυρήνα τους μια βάση αληθοφάνειας, ένα ‘ορθολογικό’ σκεπτικό, μια δόση ‘αλήθειας’, εκεί πάνω στη συνέχεια χτίζονται ολάκερα αυθαίρετα (επ)οικοδομήματα προκαταλήψεων και ιδεοληψιών, απρόσβλητα μάλιστα από οποιαδήποτε αντίφαση, αντιπαράδειγμα ή εξαίρεση (η οποία κατά το… στερεοτύπως λεγόμενο επιβεβαιώνει τον κανόνα, όταν στην πραγματικότητα τον καταργεί).
Το δε ποδόσφαιρο, ο αθλητισμός γενικότερα, έχει υπάρξει… γήπεδον δόξης λαμπρόν για κάθε λογής στερεότυπα, από τα πιο αθώα (π.χ. τις ad nauseam εκφραστικές τυπικούρες αθλητών και δημοσιογράφων) μέχρι και τα πιο τοξικά, εκείνα των εθνοτικών ομαδοποιήσεων και χαρακτηρισμών. Κι αν εδώ η βάσανος της πραγματικότητας έχει θέσει πολλά εξ αυτών υπό αμφισβήτηση, για κάθε γαρ jogo bonito των εξωτικών, δονούμενων υπό τους ήχους της σάμπα(ς) Βραζιλιάνων υπάρχει κι ένα κατενάτσιο των αλέγκρων κι εξωστρεφών Ιταλών, ενώ ακόμη και ο δημοφιλής χαρακτηρισμός για τα γερμανικά «πάντσερ» έχει αρχίσει να… χάνει λάδια όταν βλέπεις την μισή ενδεκάδα της Mannschaft να αμφισβητεί άμα τη εμφανίσει κάθε ερπυστριοφόρο κατάλοιπο άριας ‘καθαρότητας’ (κάπου εδώ κρύβεται κι εκείνη η επίσης πολλαπλώς διαψευσθείσα ρήση του Λίνεκερ).
Ενδιαφέρον είναι ότι και στην Τέχνη ακόμη τέτοιου τύπου εθνοτικά στερεότυπα αφθονούν, αν ρωτήσεις π.χ. κάποιον στον μικρόκοσμο των ενασχολούμενων με μουσική για την Γερμανία, κατά σοβαρότατη πιθανότητα θα σου παραθέσει υπερενθουσιωδώς ονόματα όπως οι Kraftwerk, οι Amon Düül, οι Can κλπ κλπ και θα σου μιλήσει για την σκηνή του κράουτ (με ή χωρίς ροκ). Ένας όρος βέβαια από τους πιο νεφελώδεις που κυκλοφορούν στο μουσικολογικό σινάφι, συνήθως τσουβαλιάζει μέσα του οτιδήποτε γερμανικό βγήκε στα 70s, σε μια ετερόκλητη μάζωξη η οποία πιάνει από την ηλεκτρονική μουσική και φτάνει μέχρι το βαρύ ροκ. Βασικά αγγλικός δάκτυλος κρύβεται πίσω από την ονοματοδοσία (γεια σου John Peel!) και από την διάδοση (γεια σου Julian Cope!), ενώ κατά βάση έχει πολεμική καταγωγή, krauts αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι Άγγλοι τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (από το γνωστό σε όλους τους συχνάζοντες στις μπυραρίες ξινολάχανο). Διόλου περίεργο ότι τα ίδια τα συγκροτήματα ποτέ δεν τον αποδέχτηκαν (οι Faust π.χ. σε συνέντευξη τους στο Wire είχαν σημειώσει ότι «όταν οι Άγγλοι άρχισαν να μιλάνε για krautrock, νομίζαμε ότι μας κοροϊδεύουν»). Και ίσως να μην διόλου περίεργο ότι όλα αυτά τα σχήματα, ενώ άσκησαν τεράστια επίδραση στην μουσική, η οποία φτάνει έντονη μέχρι και τις ημέρες μας, στην ίδια τους την πατρίδα ποτέ δεν είχαν ευρεία απήχηση (ουδείς προφήτης…), έμειναν στο περιθώριο με σχεδόν μηδαμινή κοινωνική απεύθυνση και αναγνωρισιμότητα (προς απόδειξιν υπάρχει ένα σπαρταριστό στιγμιότυπο από την γερμανική τηλεόραση, με τον David Bowie το 1997 καλεσμένο στο πιο διάσημο και μακρόβιο τηλεοπτικό σόου της χώρας -ο Thomas Gottschalk είναι κάτι μεταξύ… Ελένης Μενεγάκη και Νίκου Χατζηνικολάου-, ο οποίος σε κάποιο σημείο αναθυμάται την εποχή του Βερολίνου και τις καθοριστικές γερμανικές του επιρροές, ο παρουσιαστής απευθύνεται στο κοινό λέγοντας «Kraftwerk fans;», κάποια σποραδικά χειροκροτήματα ακούγονται, τον διακόπτει ο Bowie και αναζητάει φαν των Ηarmonia, ‘Harmonia κανείς;;’, σιωπή ακολουθεί, το προσπαθεί ξανά με κάτι πιο γνωστό, ‘Neu!, ξέρει κανείς το συγκρότημα Neu!;’, ακούγεται …ένα και μοναδικό (1) χειροκρότημα).
Η πραγματικά λαϊκή μουσική (να την πούμε mainstream;) στην Γερμανία, η οποία και μεσουράνησε ειδικά τα χρόνια από την δεκαετία του ’50 μέχρι εκείνη του ’80 (και με μια δυναμική αναβίωση την τελευταία δεκαετία), ήταν το schlager (κατά βάση μετάφραση του αγγλικού hit). Η μουσική ως το όπιον του λαού –κατά την ευμενή οπτική του Μαρξ: εύληπτες ευπροσήγορες μελωδίες, σαφείς και ασφαλείς, στίχοι απλοί και κατανοητοί (και με μια ακατάσχετη ενίοτε ροπή προς το κιτς), ίσως και αφελείς υπό μια διανοουμενέ σκοπιά, χωρίς κοινωνικο-πολιτικές αιχμές, όλα κομμένα δηλαδή και ραμμένα για τις ανάγκες του καθημερινού ανθρώπου ο οποίος δούλευε εξαντλητικά στα γρανάζια του Wirtschaftswunder, διαποτισμένα επιπλέον με άφθονο εξωτισμό και τάσεις απόδρασης σε μακρινές χώρες και ένα νοσταλγικό μεν, φαντασιακό δεν παρελθόν, το πραγματικό γαρ ήταν μαύρο και αιματηρό κι έπρεπε όσο ήταν δυνατόν να μείνει στη λήθη («προσπαθούσαμε να κάνουμε τους ανθρώπους να ξεχάσουν» διαβάζουμε σε μια συνέντευξη του Roberto Blanco, ενός από τους αστέρες του είδους -ο οποίος παρά το όνομά του ήταν... μαύρος).
Όταν λοιπόν και κάποιοι από τους εγχώριους αστέρες της στρογγυλής θεάς εζήλωσαν δόξα και εκτός των ορίων του γηπέδου, και δη μπροστά σε μικρόφωνα και μέσα σε στούντιο, δεν θα μπορούσαν να μην το κάνουν παρά μόνο μέσα από την schlager λαϊκή οδό. Όπως το προσπάθησε και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιμονή και ο πρόσφατα R.I.P. (κατά την ποπ ορολογία της εποχής) Gerd Müller. Ο οποίος Γκερντ (Μίλαααρ που έλεγε ο Κωνσταντάρας στην παλιά ελληνική ταινία) ήταν γέννημα και θρέμμα της βαυαρικής επαρχίας, λαϊκό παιδί αγροτικής οικογένειας, ασουλούπωτο, ατσούμπαλο. κοντό και μάλλον παχουλό, το οποίο στη συνέχεια θα διαψεύσει κάθε τεχνοκρατική επιφύλαξη, και χάρη στο ταλέντο και στο ένστικτό του, αυτό που τον έκανε να μπορεί να σκοράρει κυριολεκτικά με κάθε μέρος του σώματός του, θα καταγραφεί ως ένας από τους κορυφαίους σκόρερ της ιστορίας του ποδοσφαίρου (1251 γκολ!). Κι αν πλέον μπορεί και να παίζει μπάλα στην …αλάνα των ουρανών, στην ‘μπάντα των αγγέλων’ (κατά την στερεότυπη δημοσιογραφική γραφικότητα) φρονώ είναι μάλλον δύσκολο να προσληφθεί. Γιατί όπως σχολιάστηκε ήδη από τότε, το τέρμα το πετύχαινε, τις νότες πάλι όχι (ήταν και εποχές που δεν υπήρχανε όλα τα σύγχρονα μαραφέτια τύπου autotune να διορθώνουν τα (σ)φάλτσα). To πρώτο του single μάλιστα (79 ευρά τρέχουσα τιμή στο discogs παρακαλώ) το 1967 ήταν αισθηματικής στόχευσης, όπως υποδηλώνει περισσότερο ο τίτλος του b-side «Nur jetzt nicht weinen» (‘Τώρα παρακαλώ μην κλαις’) παρά αυτός της κύριας πλευράς («Raba da da»). Άπατο πήγε από πωλήσεις, ο ίδιος δεν πτοήθηκε όμως και το 1969 επανήλθε πιο φιλόδοξα, επιστρατεύοντας ένα ζευγάρι πιο γνωστών παραγωγών, τους Claus Ritter και Walter Geiger, και εστιάζοντας σε κάτι που ήξερε πολύ καλά. Με μουσική πιο κοντά στην οom-pah βαυαρική παράδοση, τίτλο "Dann macht es Bumm", ‘και μετά κάνει μπαμ’ δηλαδή, σαφή αναφορά στον ‘βομβιστή του έθνους’, όπως είχε αποκληθεί (κι ας του ζήλεψε τον τίτλο ο …Andreas Baader), και στίχους βγαλμένους από το γήπεδο (‘όλοι φωνάζουν δυνατά, Μίλερ προχώρα, έμπαινε, και την επομένη στιγμή τα καταφέρνει με ένα τρικ’). Στο δε υπεράνω κριτικής εξώφυλλο απαθανατίζεται στον αγωνιστικό χώρο με κάπα, στέμμα και σκήπτρο. Σφετεριζόμενος άραγε την θέση του Κάιζερ, που είχε απονεμηθεί στον φίλο και συνοδοιπόρο του για πολλά χρόνια στην Μπάγιερν Μονάχου Franz Beckenbauer;
Ένας σύγχρονος ποδοσφαιρόφιλος Πλούταρχος θα αφηγούνταν τις ιστορίες των δυο τους - παρά τις διαφορές τους τις μεγάλες (από την μία το παιδί του λαού από την άλλη αυτό της καλοζωισμένης μεσαίας τάξης) σε «Βίους Παράλληλους» μεν αλλά και πολλάκις τεμνόμενους, τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Έτσι και ο Μπέκε ο Μπάουερ (κατά τον Μουστάκα στην άλλη παλιά ταινία) διέπραξε κι αυτός το δις εξαμαρτείν του στο πεντάγραμμο, μένοντας σε (wannabe) crooner ξενέρωτο ύφος σε άσματα όπως το "Gute Freunde kann niemand trennen" (στίχοι σε νόημα και επίπεδο «Φίλοι για πάντα») ή λίγο αργότερα με το ευγλώττως τιτλοδοτημένο«1:0 für die Liebe» (‘1-0 για την αγάπη’ - στέλνοντας έτσι στον κουβά κι όσους την είχαν παίξει... όουβερ).
Λίμπερο και κυνηγός θα συναντηθούν μάλιστα δισκογραφικά λίγα χρόνια αργότερα. Ήταν παραμονές του εντός έδρας Μουντιάλ του 1974, όταν μαζί με Heynckes, τον Netzer και τα άλλα παιδιά θα ενώσουν τις φωνές τους υπό την καθοδήγηση του παραγωγού (και πρώην ποδοσφαιριστή) Jack White (ο οποίος τα επόμενα χρόνια θα βρεθεί πίσω από επιτυχίες της πρόωρα χαμένης Laura Branigan αλλά και του Ιππότη της Ασφάλτου -και του Τείχους του Βερολίνου- David Hasselhoff). Αποτέλεσμα ήταν ολάκερος δίσκος με δώδεκα τραγούδια, από τα οποία ξεχώρισε το σινγκλ «Fußball ist unser Leben», το οποίο γνώρισε τούτη τη φορά μεγάλο σουξέ, παραλίγο να γίνει και χρυσό. Προαναγγέλλοντας έτσι ίσως την επιτυχία της ομάδας στα γήπεδα της χώρας, με κορύφωση εκείνη την μοναδική δραματουργία που ανέβηκε 7 Ιουλίου του 1974 στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου και άφησε στο τέλος αστεφάνωτη την μεγάλη Ολλανδία του Κρόιφ. Σε ένα σενάριο που περιλάμβανε τις ιστορικές 17 πάσες των οράνιε με το επακόλουθο πέναλτυ, την ισοφάριση πάλι από την άσπρη βούλα με εκτέλεση του Paul Breitner, αυτού του σπουδαίου επιτελικού μέσου με την αφάνα και τις μαοϊκές αντιλήψεις (για τον οποία έγραψαν οι Die Ärzte το "Der Afro von Paul Breitner"), την τεράστια απόκρουση του Sepp Maier σε τετ-α-τετ του Τζόνι Ρεπ (και θα αναφέρουμε εδώ το new-wave βρετανικό σχήμα με τον μάλλον σουρεαλιστικό όνομα Sepp Maier's Gloves - εξαιρετικό κομμάτι το "Ambition"), ενώ επεφύλασσε στον Gerd Müller την μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του και το σπουδαιότερο του γκολ, το τελευταίο με την εθνική ομάδα, το θρυλικό γυριστό που έγραψε το τελικό 2-1.
Το κοντό παιδί με τα χοντρά πόδια από την επαρχία τα είχε πια καταφέρει…
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό-φανζίν για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ και την οπαδική κουλτούρα, HUMBA!, τεύχος 42)