Miles Davis

50 χρόνια Bitches Brew. Σειρά της NASA τώρα.

Μισός αιώνας πέρασε, ο δίσκος έχει πάρει την στάμπα του 'κλασικού' και μπαίνει σε λίστες, ωστόσο συνεχίζει να ακτινοβολεί, να επηρεάζει, ακόμη και να διχάζει... Της Ελένης Φουντή

Επιτέλους, το 2020 έφυγε! Τσιμπιέμαι μα είμαι ξύπνια. Χρόνια πολλά σε όλες και όλους και αντίο σε μια χρονιά που μας άφησε με τόσο ελάχιστους λόγους να χαιρόμαστε, που κανονικά πρέπει να βγαίνουμε κάθε μέρα στο μπαλκόνι και να τους φωνάζουμε για λόγους αυτοσυντήρησης. Ξεκινώ πρώτη. Το 2020 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου των δίσκων (ω δίσκε). Αν δεν καταλάβατε ότι αναφέρομαι στο “Bitches Brew” (1970), ας συγχωρεθείτε από τους θεούς του fusion. Δεν λέω της τζαζ για να μην εξαγριώσω το φάντασμα του Miles Davis.

Το “Bitches Brew” είναι ούτως ή άλλως μεγαλειώδες μουσικό έργο, αλλά το φοβερό είναι πως και κάθε πτυχή του, όπως και ό,τι ακολούθησε, η τεράστια επίδρασή του σε ένα ευρύτατο φάσμα από τη τζαζ μέχρι το χιπ χοπ και την ποπ (μέχρι και οι Radiohead τον μνημονεύουν ως επιρροή) είναι λόγος γιορτής. Όλοι οι νέοι αισθητικοί δρόμοι στους οποίους οδηγήθηκε ο ήδη Miles Ahead Davis, αλλά και γενικότερα η μουσική στη συνέχεια, είναι λόγοι γιορτής, ακόμα κι αν αυτές οι προοπτικές προκάλεσαν τότε τρόμο.

Τρόμο, γιατί το εγχείρημα δεν έτυχε θερμής υποδοχής.

Ο τίτλος

Μπορεί να φαντάζει χαριτωμένο τώρα το περιβόητο memo του παραγωγού Teo Macero προς τη διοίκηση της Columbia όταν του ανακοίνωσε ο Davis τον τίτλο (“please advise” λέει, πάλι καλά που δεν έγραψε “ήταν ανάγκη να μπλέξω εγώ με τον τρελό, κάντε κάτι, βοήθεια”), αλλά δεν νομίζω να γελούσε και πολύ τότε. Ο ίδιος άλλωστε, αναφερόμενος στον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του δίσκου που ταρακούνησε για τα καλά το τακτοποιημένο σύμπαν των τζαζόφιλων της εποχής, είπε ότι ήταν μάλλον η πρώτη φορά που η λέξη bitches έμπαινε φόρα παρτίδα σε τίτλο άλμπουμ[1]. Έναν κάποιο πανικό στα headquarters της Columbia μπορούμε να τον φανταστούμε νομίζω. Ο δίσκος έφερε γκρίνιες πριν ακόμα βγει. Εκ των υστέρων βέβαια, τόσο ο Macero όσο και ο Clive Davis, o τότε πρόεδρος της εταιρείας, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν ακόμα και την ιδέα του “Bitches Brew”, αλλά αυτά τα τελείωσε ο Miles με την αυτοβιογραφία του. Μεταφέρω το κατατοπιστικότατο απόσπασμα αυτολεξεί (τώρα σκέφτομαι να ξαναδιαβάσω και όλο το βιβλίο από την αρχή):

“Some people have written that doing Bitches Brew was Clive Davis's or Teo Macero's idea. That's a lie, because they didn't have nothing to do with none of it. Again, it was white people trying to give some credit to other white people where it wasn't deserved because the record became a breakthrough concept, very innovative. They were going to rewrite history after the fact like they always dο[2].

Ουπς!

Το artwork

Μα λευκοί να εκμεταλλεύονται μαύρους, πού ακούστηκε κύριε Μάιλς μου; Τι μου λέτε; Και παίρνοντας την πάσα των πασών (ω πάσα) εδώ, το υπέροχο εξώφυλλο του Mati Klarwein δεν είναι απλώς μια σπουδαία ζωγραφική δημιουργία, αλλά ίσως η πλέον αξιομνημόνευτη περίσταση (γιατί δεν ήταν η μόνη) όπου η δουλειά του έγινε πλατφόρμα έκφρασης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Μέσα σε ένα καυτό πολιτικό κλίμα, με τις φυλετικές εντάσεις στο κόκκινο, το ραγδαία αναπτυσσόμενο κίνημα Black Power που έφερε την προώθηση της μαύρης κουλτούρας και της αφροαμερικανικής συλλογικής συνείδησης, αλλά και τις μαζικές αντιδράσεις για τον πόλεμο στον Βιετνάμ, ο Davis ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν ζούσε στη γυάλα του. Η μαύρη και η λευκή φιγούρα πλάτη με πλάτη αυτές τις φυλετικές διαιρέσεις δεν δείχνουν; Εδώ έχουμε ένα σχεδόν τρισδιάστατο ψυχεδελικό artwork (βρίσκω εκπληκτικό τον σχεδιασμό με τα διαφορετικά επίπεδα και την αίσθηση προοπτικής), ενημερωμένο με τον πολιτικό - κοινωνικό αναβρασμό του δεύτερου μισού των 60s και παράλληλα με ανάδραση με τις εξελίξεις στη ροκ σκηνή την ίδια περίοδο.

Η μουσική

Μια ανάδραση που κάθε άλλο παρά ενθουσίασε τους κριτικούς και τους ορκισμένους τζαζ πιουρίστες, στη βάση ότι ο δίσκος δεν είναι… τζαζ. Λες και είπε κανείς ότι είναι. Ο ίδιος ο Davis καταρχάς έχει περιγράψει τον ήχο του “Bitches Brew” ως την αναγκαία αλλαγή πορείας και τη ρήξη με τις μουσικές συμβάσεις και τις παραδοσιακές φόρμες (που ο ίδιος συνδιαμόρφωσε μέχρι τότε στη τζαζ, μην ξεχνιόμαστε) για να μπορέσει να προχωρήσει δημιουργικά.

What they didn't understand was that I wasn't prepared to be a memory yet, wasn't prepared to be listed only on Columbia's so-called classical list. I had seen the way to the future with my music, and I was going for it like I had always done. Not for Columbia and their record sales, and not for trying to get to some young white record buyers. I was going for it for myself, for what I wanted and needed in my own music. I wanted to change course, had to change course for me to continue to believe in and love what I was playing[3].

Και είναι απορίας άξιο που δεν το κατάλαβαν, γιατί εκεί που οι περισσότεροι μουσικοί πασχίζουν να γράψουν κάπου με μικρά γράμματα το όνομά τους πάνω στον υπερηχητικό πύραυλο που λέγεται ανθρώπινος πολιτισμός, που περνάει βολίδα από μπροστά μας και όποιος δει είδε, εκεί που κάποιοι λίγοι καταφέρνουν να αλλάξουν μια φορά στη ζωή τους πορεία στον πύραυλο, ο Miles Davis άλλαξε την πορεία του πυραύλου τουλάχιστον τρεις φορές μέχρι τα τέλη 60s. Από το σπιντάτο bebop και τη συνεργασία με τον Charlie Parker, στα “Birth Of The Cool” (1957) sessions, τη σχηματοποίηση του hard bop, την επανάσταση της modal jazz με το “Kind Of Blue” (1959) και τις περιπτύξεις με τον κλασικισμό και το φλαμένκο στο “Sketches Οf Spain” (1960), ο Davis οδηγούνταν συνεχώς από την προσωπική του αντίληψη για το μέλλον όχι μόνο της τζαζ αλλά και της τέχνης ευρύτερα και την εσωτερική του ανάγκη για διαρκή αμφισβήτηση, αναθεώρηση και εν τέλει εξέγερση. Αυτό που δεν κατάλαβαν ήταν πως ο Miles Davis δεν μπορούσε να γίνει το αρχέτυπο του τζαζ μουσικού που συντηρεί την αποδοχή των κριτικών και κάποιου εστέτ κοινού, γιατί ο άνθρωπος βρισκόταν αλλού, σε άλλο δημιουργικό χωροχρόνο.

Το “Bitches Brew” τάραξε σαν υδροσίφωνας τα νερά της μουσικής σκηνής, γιατί πέρα από οποιαδήποτε ταμπέλα τζαζ, ροκ, fusion, funk κλπ από όσες επιστρατεύτηκαν αυτά τα 50 χρόνια για να το περιγράψουν, είναι μια ηλεκτρισμένη, μια ακραία progressive τέχνη που χρησιμοποίησε όλα αυτά τα μουσικά ιδιώματα για να φτιάξει μια νέα μουσική, η οποία τα ξεπέρασε και τα άλλαξε για πάντα. Εξ ου και οι τόσες γκρίνιες. Σε πολύ κόσμο τα κομμάτια ακούγονταν σαν άναρχη, ατέρμονη φλυαρία χωρίς δομή και προορισμό. Άλλοι στράβωσαν που ο Davis έβαλε στην πρίζα την.. αμόλυντη τζαζ και τον κατηγόρησαν ότι ξεπουλήθηκε. Ευτυχώς στο τέλος νίκησε η μουσική.

Ο Miles εκείνη την περίοδο λάτρεψε τον Hendrix και άκουγε Sly and The Family Stone, κάτι που είχε ήδη αρχίσει να αντανακλάται στη δουλειά του στα τέλη των 60s, οπωσδήποτε με το “In a Silent Way” (1969), αλλά πιστεύω και νωρίτερα με το “Miles In The Sky” (1968). Προοδευτικά προσπέλαζε όλο και περισσότερο τους ηλεκτρικούς ήχους της ποπ και ροκ σκηνής, το μυαλό του δούλευε φουλ με ανεβασμένες στροφές και με το “Bitches Brew” έφτασε where no man has gone before. Με δύο μπάσα (υπάρχει πιο εθιστικό groove από αυτό του “Miles Runs The Voodoo Down”; δεν έχω βρει προσωπικά), τρία keyboards, δύο ντράμερ και δυο ακόμα περκασιονίστες, επιπλέον των πνευστών, τη χρήση ηλεκτρικών οργάνων και χωρίς να έχουν όλοι αυτοί ιδιαίτερη καθοδήγηση για να διατηρηθεί η φόρμα ελεύθερη, χτίστηκε ένας πολυεπίπεδος (σαν το εξώφυλλο) ήχος, με τζαζ - ροκ προσανατολισμό και έντονο tribal χαρακτήρα, πράγματα πρωτάκουστα στη τζαζ. Το άνοιγμα του “Spanish Key” για παράδειγμα είναι καραμπινάτη ροκιά. Ένας ανυποψίαστος ακροατής δεν μπορεί με τίποτα να φανταστεί την εξέλιξη του κομματιού. Γενικά, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πού πήγαινε η κατάσταση, εκτός από τον Miles που είχε εντοπίσει τον προορισμό του (και των άλλων) πάνω στον χάρτη και πέρασε μέσα από τον υδροσίφωνα αταλάντευτα.

Ο αντίκτυπος

Το “Bitches Brew” υπήρξε φυτώριο συνταρακτικών εξελίξεων στη μουσική. Πρόκειται για δίσκο με ένα αδιανόητο all-star cast μουσικών που συνέχισαν να γράφουν ιστορία στη τζαζ και το τζαζ - ροκ, fusion στερέωμα: Wayne Shorter, Joe Zawinul, Chick Corea, John McLaughlin, Dave Holland, Jack DeJohnette κλπ, δηλαδή ποιον να πρωτοαναφέρω δεν ξέρω. Επίσης, μόνο από εκεί μέσα βγήκαν τρία θρυλικά fusion γκρουπ, οι Weather Report του Shorter με τον Zawinul, οι Return To Forever του Corea και οι Mahavishnu Orchestra του McLaughlin.

Με το “Bitches Brew” άρχισε “επίσημα” η ηλεκτρική περίοδος του Miles Davis (για την οποία όπως είπα και πριν η ανθρωπότητα είχε προειδοποιηθεί εγκαίρως), που άνοιξε τον δρόμο για ένα σωρό αριστουργήματα. Δεν είναι τυχαίο που πίσω από τους σπουδαιότερους fusion δίσκους βρίσκονται απόφοιτοι του ΥΥΜ του Davis (Υπερπανεπιστημίου της Υπερκόσμιας Μουσικής - μου αρέσει οπτικά, θα το κρατήσω για συμπερίληψη στην επιστολή που θα στείλω στη NASA για να μπει η ηλεκτρική περίοδος στο επόμενο Voyager Golden Record). Στους προαναφερθέντες αρίστους αποφοίτους (κανονικούς αρίστους· όχι με την όψιμη έννοια του όρου) πρέπει να προσθέσουμε τουλάχιστον τον Herbie Hancock με το αξεπέραστο “Head Hunters” (1973) και τον Billy Cobham με το “Spectrum” την ίδια χρονιά. Ο Cobham συμμετείχε και στην αρχική σύνθεση των Mahavishnu Orchestra.

Κάποιες διστακτικές τάσεις πρόσμιξης προϋπήρχαν βέβαια. Δεν είναι πως πρωτοεμφανίστηκαν με τις διεργασίες του “Bitches Brew”, ούτε καν με το “In A Silent Way”. Όμως ο Miles Davis ήταν ο πρώτος που τόλμησε και παραβίασε κατάφωρα το συμβόλαιο με τα dos and don’ts της τζαζ, άνοιξε την πόρτα στο ροκ και έτσι πήραν την ασίστ των ασίστ (ω ασίστ) αυτοί που έπρεπε και γράφτηκε η ιστορία που γράφτηκε.

Ο ίδιος έβγαλε μια σειρά από συγκλονιστικές δουλειές μέχρι το 1975, όπως το “Jack Johnson” (1971) που ξεστράτισε ακόμα περισσότερο προς το.. αμαρτωλό ροκ μονοπάτι, ή τη συλλογή “Get Up With It” (1974) με εκπληκτικά, σχεδόν electro-jazz sessions, όπου ο Davis είδε το μέλλον της ambient και έκλεισε το μάτι στον Brian Eno. Η κορύφωση πάντως νομίζω ότι ήρθε τo 1974-1975 με τα μαγικά λάιβ “Agharta”, “Pangaea”, “Dark Magus”. Δεν ξέρω ποιο μ’ αρέσει περισσότερο, πάντως τα δυο μέρη του “Zimbabwe” από το “Pangaea” με βοήθησαν να βγάλω την ανοιξιάτικη καραντίνα.

Μετά το 1975 αποσύρθηκε για τις απαραίτητες ανάσες. Για λίγο. Τι άλλο να κάνει πια; Τα έκανε όλα. Αφηγήθηκε το μέλλον.

 

[1]  Greg Hall, “Teo: The Man Behind the Scene,” Down Beat, Ιούλιος 1974

[2], 3 Miles Davis, Quincy Troupe, “Miles: The Autobiography”, Simon & Schuster, 1989