Επενδύοντας εφιάλτες και ιλίγγους
Μία διπλή κυκλοφορία η οποία ίσως μας κάνει να ξαναδούμε κάποιες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου με νέο... αυτί. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Ο φολκλορισμός και η στυγνή υποτίμηση του κοινού σε επίπεδο βασικών κινηματογραφικών αρχών μας έχει εμποδίσει πολλές φορές να απολαύσουμε τα όποια στοιχεία επιβιώνουν από την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή της λεγόμενης Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου, πέραν βέβαια από μερικές ενστικτώδεις όσο και στυλιζαρισμένες (όσο παράδοξο και αν ακούγεται) ερμηνείες κάποιων κολοσσών του είδους. Θύμα των απωλειών είναι πολλάκις και η ίδια η μουσική, μιας και η χρήση μερικών κλασσικών μοτίβων (κωμικής ή δραματικής υφής) σε καταχρηστικό βαθμό κυριολεκτικά έκαψε το αυτί του Έλληνα θεατή.
Τις περισσότερες φορές έχουμε, ακόμα και όταν γνωρίζουμε τον συνθέτη, περισσότερο τα άσματα που έχει παράξει για την ταινία παρά τα καθαρά οργανικά σκέλη της μουσικής ένδυσης που είχε φτιάξει. Κλασσικό παράδειγμα ο Χατζιδάκις, που αν ρωτήσετε σχετικά, το συντριπτικό ποσοστό θα θυμάται το "νιάου βρε γατούλα" παραβλέποντας κάποια πανέξυπνα χωρία του, ακόμα και για την ταινία "Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο" (σκην. Αλέκος Σακελλάριος/1959) όπου εμπεριέχεται το προαναφερθέν άσμα.
Από ένα σημείο και πέρα ξεκινήσαμε για παράδειγμα να προσέχουμε τη μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη για τις εμπορικές ταινίες της Φίνος Φιλμ (και καταλάβαμε ότι ο Ντίνος Δημόπουλος φταίει που φαίνεται τόσο λάθος η μουσική του για το επίσης βουγιουκλακικό φιλμ "Η νεράιδα και το παλικάρι" του 1968).
Και αν βάλει στο λογαριασμό του κάποιος ότι τα τελευταία χρόνια τα ιδιωτικά κανάλια στο βωμό της παρουσίασης μίας τηλεοπτικής ζωής χωρίς αγκάθια παρουσιάζουν συνεχώς μόνο κωμωδίες (και μάλιστα μία κορφολόγηση καμιά τριανταριά από την συνολική ελληνική παραγωγή της εποχής) σε μία κουραστική λούπα. Δεν είναι καθόλου άστοχο να σημειώσουμε πως ότι παλαιότερα δεν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε μουσικώς (ένεκα ακουσμάτων) ήταν ευρέως διαθέσιμο, ενώ τώρα που έχουν αντιστραφεί οι δοκοί, αυτό που μπορούμε πλέον να παρακολουθήσουμε (ένεκα περισσότερων και πιο ανοιχτών ακουσμάτων αλλά και εμπειρίας ως ακροατές) είναι σε δόσεις διαθέσιμο μόνο από τα κρατικά κανάλια. Διότι θα παρατηρήσετε ότι ακόμα και η μέγασταρ (και μαγνήτης ακόμα και τώρα τηλεθέασης) Ζωή Λάσκαρη, η οποία έφτιαξε μία απόλυτα πειστική αλληλουχία ρόλων της κοπέλας των 60s η οποία προσπαθούσε ματαίως να μάθει τους νέους αστικούς κώδικες (αν και η ίδια βέρα Αθηναία σε όλους τους ρόλους), κάνοντας εντούτοις κατακλυσμιαία λάθη (μόνο και μόνο για να κοιμηθεί με βεβαιότητα ορθής ηθικής κρίσης ο θεατής της αίθουσας), ακόμα και αυτή λοιπόν η εμβληματική γυναικεία φιγούρα (και ως ηθοποιός και ως γυναίκα) των ελληνικών φιλμ της περιόδου εκείνης, εμφανίζεται όλο και πιο σποραδικά, χαμένη στην τηλεοπτική αμμοθύελλα.
Και εκεί που είχαμε περάσει τον κάβο της (ορθής και με επιχειρήματα) αμφισβήτησης της λεγόμενης Χρυσής Εποχής του ντόπιου κινηματογράφου (λογική που αναπτύχθηκε στα τέλη των 90s και αρχές των 00s και χρειάστηκε η ανακάλυψη εκ νέου του ατόφια χρυσοφόρου αυτοσχεδιαστή Ζήκου στα μέσα για να ενσκήψει το κοινό και πάλι με ζέση πάνω από τις ταινίες αυτές), σε αυτό το σημείο επενέβη η φυλλορροούσα, πραγματικής λογικής και σχεδιασμού executive ματιά πολλών νέων διευθυντών στην ελληνική tv για να σχηματιστεί η προαναφερθείσα γλυκερή λίστα ταινιών, η οποία ναι μεν εμπεριέχει μερικά διαμάντια, βλέπε για παράδειγμα τις υποδειγματικές ηθογραφίες "Η δε γυνή να φοβάται τον άντρα" και "Στουρνάρα 288", όμως έκλεισε την πόρτα σε κάθε τι "στενάχωρο" [με εορταστικές μόνο εξαιρέσεις τύπου ‘Παπαφλέσσας’ και ‘Η Μάχη της Κρήτης’].
Τούτες όμως οι στενάχωρες, λόγω και των πιο περίπλοκων από τα συνοδευτικά του απλού φαρσικού γέλωτα (που στο άνω του 85% υποστηρίζουν οι ελληνικές κωμωδίες) ηχοσυστημάτων, έκρυβαν και κρύβουν στην ηχητική τους μπάντα διαμάντια.
Αυτά τα διαμάντια ανέλαβε να ανασύρει με μια διπλή κυκλοφορία η b-otherside records, οι οποίες κυκλοφορίες εν προκειμένω φέρουν αμφότερες την υπογραφή ενός σπεσιαλίστα, του Μίμη Πλέσσα. Σπεσιαλίστας, διότι όχι μόνο όπως φάνηκε σε όλη την πορεία του Αθηναίου συνθέτη ο κινηματογράφος είναι ένας απόλυτα φυσικός χώρος λειτουργίας γι’ αυτόν, αλλά και διότι ο Πλέσσας ως παίκτης και ακροατής έχει αφομοιώσει πολλά μουσικά ρεύματα των καιρών, και όχι μόνο κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ ένεκα σπουδών στα τέλη των 40s και αρχές των 50s.
Η τέχνη της ηχητικής ένδυσης κινηματογραφικών ταινιών είναι μια ξεχωριστή ειδίκευση για έναν συνθέτη και αυτό δεν αφορά μόνο τα τερτίπια που άπτονται των εμπορικών κωδίκων που θέλει να αφομοιώσει ή αποδιώξει ο σκηνοθέτης, αλλά (κυρίως) το ειδικό ίχνος που πρέπει να ακολουθήσει ο συνθέτης για να συμπλεύσει με την φωτογραφία και το μοντάζ (όπως φυσικά και αυτονόητα και με την εξέλιξη του μύθου).
Ο Πλέσσας αποδεικνύεται μάστορας σε αυτές τις κυκλοφορίες της. Οι δίσκοι «Μίμης Πλέσσας: Μουσική για Κινηματογράφο 1 & 2» πιστοποιούν ότι στις ταινίες ‘Έγκλημα στα Παρασκήνια’ (σκην. Ντίνος Κατσουρίδης/1960), ‘Εφιάλτης’ (σκην. Ερρίκος Ανδρέου (1961) και στις τρεις δαλιανιδικές ‘Εγωισμός’ (1961), ‘Ίλιγγος’ (1963) και ‘Ιστορία μιας ζωής’ (1965) όπως αυτές απλώνονται μέσω της μουσικής τους στα δύο βινύλια (οι ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη καταλαμβάνουν τον δεύτερο, ενώ Κατσουρίδης και Ανδρέου μοιράζονται το vol 1) ο Πλέσσας έβαλε να δουλέψει το μίξερ του νεανικού swing που σάρωνε την εποχή, μαζί με ολίγον από rock’n’roll, μπόλικη jazz και κλασσικές γραμμές ορχήστρας σε θέματα που έχουν να κάνουν με συναισθηματικώς κομβικά σημεία και παρέδωσε μία άρτια δουλειά.
Να σημειωθεί επίσης το εξαιρετικά επιμελημένο artwork των δύο albums, το ότι πρώτη φορά κυκλοφορούν αυτόνομα ως soundtrack και ότι μάλλον θα θελήσετε να ξαναδείτε τις ταινίες μετά την ακρόαση των δίσκων.