Moby

Ένας έντεχνος μέσα στην pop

Ο Moby με τον νέο του δίσκο του έριξε μια νέα ματιά στην μέχρι σήμερα πορεία του, ο δίσκος αυτός ήταν και η αφορμή για τον Αναστάσιο Μπαμπατζιά να κάνει και αυτός το ίδιο

Αν εξαιρέσει κανείς κάτι πολύ ωραία ambient μεγαθήρια που μοίραζε τζάμπα ο Moby τα τελευταία χρόνια (μην πέφτουμε και μεις στην παγίδα να νομίζουμε πως οτιδήποτε δεν έχει χρηματική αξία είναι ανάξιο λόγου - μέγα ζήτημα για άλλο κείμενο), τα επίσημα άλμπουμ που έβγαλε τα τελευταία χρόνια ήταν μάλλον απογοητευτικά. Για κάποιο λόγο όμως πάντα μου είναι κάτι παραπάνω από συμπαθής αυτός ο περίεργος μουσικός ο οποίος εδώ και τριάντα χρόνια δίνει ρέστα με τις ρηξικέλευθες ιδέες του οι οποίες σκάβουν μέχρι τον πυρήνα μιας ολικής popular music, έτσι που τολμά να περνάει απ΄ τη μια μέρα στην άλλη από το techno στο grunge και να γράφει τις πιο υπέροχες ονειρικές μελωδίες, μετατρέποντας τον μινιμαλισμό αλλά και τα μπλουζ σε εργαλεία αναβάθμισης της mainstream μουσικής πραγματικότητας.

Εν αρχή ήταν το rave για τον Moby ή αλλιώς Richard Melville Hall. Τα πρώτα δείγματα που έβαλαν φωτιά στις πολύχρωμες πίστες των αρχών των 90s κυκλοφόρησαν με τα ψευδώνυμα UHF, Voodoo Child και τελικά Moby. Ένας από τους ήρωες τις εποχής εκείνης, όταν ο ηλεκτρονικός ήχος ήταν κάπως ξένος ακόμα στο ευρύτερο κοινό και που τότε αυτό το κοινό απέρριπτε (τώρα όλοι ηλεκτρονικά ακούνε, σχεδόν αποκλειστικά) και μόνο οι ravers «χάνονταν» υπό τον γδούπο του εξογκωμένου drum machine και των basic synthesisers. Ο Moby όμως δεν ήταν άλλος ένας από το πλήθος. Είχε ιδέες και ήθελε να κάνει τη διαφορά και αυτή ήρθε φυσικά με το ‘Go’. Γνωστό σχεδόν σε όλους με αυτή τη σχεδόν μεταφυσική μινιμαλιστική γραμμή του, παρμένη μεν από τον Badalamenti, αλλά διατυπωμένη με εντελώς άλλο τρόπο προσωπικό, στοίχειωσε τις πίστες και ανέβασε τον Μoby σε βάθρο. Ακούστε όμως και το υπόλοιπο πρώτο άλμπουμ του από το 1992 ( που μάλλον δεν το έχετε ακούσει οι περισσότεροι) γιατί το ‘Go’ δεν ήταν από μόνο του η κορύφωση της ιδιαιτερότητάς του. Απέδειξε άμεσα ότι δεν ήταν διάττοντας αστέρας ούτε …κωλόφαρδος άσχετος και η συνέχεια από κει και πέρα ήρθε με απανωτά χτυπήματα. Το 1993 ας πούμε εμφανίστηκε το “Thousand”. Φλιπσάηντ σε ένα techno single. Μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι το ‘Thousand’ μπήκε στο βιβλίο των ρεκόρ Guiness. Το φοβερό είναι ότι επετεύχθη κάτι σχεδόν ακατόρθωτο (1000 bpm το λεπτό ειν’ αυτά! - ένα πολύ γρήγορο κομμάτι σπάνια αγγίζει τα 150 για να καταλάβετε). Ασύλληπτη ταχύτητα σταδιακά μεταβαλλόμενη που καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον μουσικά και να μην είναι απλώς εντυπωσιασμός. Διαβρωτικό και απόκοσμο, μοιάζει με άγνωστη φουτουριστική μηχανή γιγαντιαίων διαστάσεων που μπαίνει σε λειτουργία πρώτη φορά με σκοπό ποιος ξέρει τι ανοσιούργημα ή θαύμα γαλαξιακού μεγέθους. Ο Moby έδειξε εδώ τα δόντια του και δήλωσε με αυτό το conceptual μαξιμαλιστικό κόσμημα που τελικά εντυπωσιάζει ακόμα και σήμερα ότι δεν τον ενδιαφέρει μόνο η πίστα του club.

Ακολούθησε πολύ γρήγορα ένα πιο «μαλακό» άλμπουμ ονόματι ‘Ambient’, το οποίο περιέχει κομμάτια πιο ατμοσφαιρικά (κάτι που σχεδόν όλοι οι ravers επίσης έκαναν τότε, ήτο μόδα αφού-όμως ο Moby το εννοούσε και φυσικά πέτυχε). Προσπεράστηκε, δεν έγινε γνωστό σε μεγάλο εύρος, όμως δείχνει ήδη από τότε τις δυνατότητες του Μοby ως συνθέτη και μελωδού. Μια αναφορά και στο «The rain falls and the sky shudders» από την ίδια περίοδο δεν μπορώ να μην την κάνω. Πρόκειται πάλι για flipside στο single “Move” και είναι πραγματικά θαυμαστό. Απλό στη σύλληψη, μια απόκοσμη μελωδία η οποία στριφογυρνά σε όλη τη διάρκεια πάνω σε ένα στρώμα από αέρηδες και βροχή καταφέρνοντας να μη γίνει new age σάχλα και να υποβάλει μια πραγματικά λειτουργική ατμόσφαιρα, να μεταφέρει. Εξαιρετικός συνοδός και το ‘Move’ που μοιάζει με ευεργετικό βροχερό κυκλώνα χιλιάδων στροφών ανά σεκόντ.

Με το “Everything is Wrong” από το 1995 έχω την εντύπωση ότι ο Moby κάνει το pop breakthrough. Το μεγάλο κοινό αρχίζει να τον αναγνωρίζει, ακούγεται περισσότερο στα ραδιόφωνα και όχι πια ως μια ιδιοτυπία αλλά ως σταρ. Και μάλιστα αυτό στην περίπτωσή του δε σημαίνει τίποτα κακό κι ας του φαίνονται... όλα λάθος. Οι μελωδίες του δυναμώνουν και συνοδεύονται από υψηλής ενέργειας γκαζομηχανές, ένα hi-voltage πανδαιμόνιο με μια μελαγχολική ματιά στην ποπ. Αφού... αισθάνεται πολύ αληθινός.

Μια από τις πιο εντυπωσιακές και για όλους σοκαριστική κίνηση τότε (το 1996) ήταν το άλμπουμ ‘Animal Rights’. Γούσταρε το σκληρό rock o Moby, αντίθετα από τους περισσότερους ρέηβερς που συνήθως το σιχαίνονταν και έδειχνε έτσι για άλλη μια φορά ότι δεν νοιαζόταν να ανήκει σε μια «κοινότητα» και δεν τον ενδιαφέρουν οι ταμπέλες. Παντελής έλλειψη παρωπίδων. Το ‘Animal Rights’ ήταν το grunge album που έδειξε τον τρόπο σε πολλούς επίδοξους νεανίες που ονειρεύονταν να γίνουν Cobain στη θέση του Cobain. Αλλά μπορώ να πω ότι ντρόπιασε και πολλούς ήδη καταξιωμένους του χώρου. Είναι ένα σκληρό rock αληθινά ψυχωμένο και ευαίσθητο (η ευαισθησία δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο αυτών που παίζουν «μαλακά»). Και προσωπικό. Έβγαλε ίσως κάποια απωθημένα, έκραξε κάποια πράγματα που τον έκαιγαν και μετά έφυγε πάλι για αλλού.

Το 1999 τον είχα ψιλοαφήσει πίσω μου τον Moby. Πολύ κακώς. Γιατί μάλλον έβγαλε το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας του. Το ‘Play’. Πραγματικά ένα έργο τέχνης. Ένα κομψοτέχνημα της ποπ κουλτούρας για το οποίο πρέπει να είμαστε περήφανοι που το αγκαλιάσαμε (τελικά). Που δεν μας άφησε αδιάφορους η ζεύξη των αρχαϊκών μπλουζ που ο Moby υιοθέτησε σε αυτά τα τραγούδια με τον μινιμαλισμό μέσω της απλής διαχείρισης με λούπες και κολάζ. Σας ακούγεται σα να μιλάμε για κα’να περίεργο αβανγκαρντίστικο πείραμα ε; Aμ δε... Ο Moby συνεχίζει να είναι απλός, λαϊκός, να απευθύνεται σε όλους και να δίνει στην ποπ μουσική μια ποιότητα δημιουργική και εκφραστική που πολύ σπάνια είχε στο παρελθόν.

Από κει και πέρα σε όλα τα άλμπουμ που ακολούθησαν υπάρχουν αδιάφορα, ενδιαφέροντα ως και πολύ καλά πράγματα, συνεχίζοντας όμως σε ένα γνώριμο μοτίβο (κάτι που δεν είναι αυτομάτως κακό). Και ενώ όλα αυτά είναι παραπάνω από αρκετά, φέτος το έκανε πάλι το θαύμα του. Το ‘Reprise’ παρόλο που περιέχει διασκευές από τα δικά του χιτς θα μείνει πιστεύω ως ένα από τα σημαντικά έργα του, άλλο ένα κόσμημα στη δισκογραφία του. Διότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι ένα best of ή ένα απλό άλμπουμ διασκευών. Πρόκειται για μια δημιουργική επανατοποθέτηση. Δεν είναι η εύκολη λύση αλλά μια διαφορετική προσέγγιση πραγμάτων που ακόμα τον αφορούν και μας αφορούν με την τωρινή σκέψη, με τη γνώση που αναβαθμίζει και κάνει το καλό καλύτερο. Είναι καινούρια έργα. Το ότι είναι οι ίδιες συνθέσεις δε λέει τίποτα. Γιατί είναι ο Μoby του τώρα. Με την εμπειρία δεκαετιών.

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής κάτι λίγα σχόλια που πήρε το μάτι μου από δω κι από κει, δεν το βλέπουν με καλό μάτι το πράγμα (από τις εξαιρέσεις ο συνάδελφος σε αυτές τις σελίδες Χρήστος Αναγνώστου). Δεν καταλαβαίνω γιατί, ίσως να νομίζουν (ιδιαιτέρως εύκολα) ότι ο Moby σίγασε και αναμασά. Ακούγοντας όμως (διότι δεν είναι δεδομένο ότι οι περισσότεροι το κάνουν) δεν μπορείς παρά να παραδεχτείς ότι οι νέες ενορχηστρώσεις που συνδυάζουν με εξαιρετικό τρόπο τη συμφωνική ορχήστρα, η οποία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα, είναι απολαυστικές.

Η ορχήστρα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο αλλά δεν είναι πρωταγωνιστής, δεν «κλασικοποιούνται» τα τραγούδια, συνεχίζουν να είναι ποπ. Θα λέγαμε μια ποπ έντεχνη με την καλύτερη δυνατή έννοια. Ο Moby επεμβαίνει σε όλα τα κομμάτια του τόσο καίρια και τόσο άψογα που σ’ αφήνει άφωνο.

Ακόμα και στο ‘Go’, που ομολογώ ότι με δυσκόλεψε λίγο στις πρώτες ακροάσεις, ακούμε τη μετάλλαξή του, με κρουστά αντί για ηλεκτρονικά μπητ, να παίρνει τη θέση του επιτυχημένα μέσα στο σύνολο. Να γίνεται ένα νέο λειτουργικό μέρος στο άλμπουμ που δεν ξεχωρίζει, που δεν το καταλαβαίνεις ως ένα dance classic που διασκευάστηκε τυπικά.

Από κει και πέρα ότι και να πιάσεις είναι αριστοτεχνικά κατασκευασμένο. Με σιγουριά, άνεση και στόχο. Ειδικά στο ‘God Moving Over The Face Of The Waters’ με τη συμβολή ενός σπουδαίου πιανίστα από το ρόστερ της DG, του Vikingur Olafsson, η ορχήστρα ανεβάζει την ήδη σπουδαία σύνθεση σε άλλα εκστατικά ύψη. Χωρίς επιτήδευση και με κορύφωση απόλυτα λειτουργική που αν ακούσεις κάπως δυνατά μια αίσθηση εξαΰλωσης και απώλειας του πατώματος θα τη βιώσεις. Όχι και μικρό πράγμα νομίζω.

Ακόμα και ο Mark Lanegan (που συνήθως με εκνευρίζει) μ’ αρέσει ιδιαίτερα εδώ που τραγουδά μαζί με τον Kris Kristofferson στο ‘The Lonely Night’.

Όλα τα κομμάτια είναι σε αυτό το mode. Τίποτα δεν είναι ασήμαντο και περιττό. Όλα έχουν την ειδική προσωπική ομορφιά τους και ταυτόχρονα ολοκληρώνουν το σύνολο. Ένα σύνολο που ισοδυναμεί με ένα σπουδαίο έργο.

Κάτι μας σφύριξε ο Moby και για πιθανό part 2. Ανυπομονώ και γι’ αυτό και ελπίζω να έχει μέσα και το ‘Thousand’ παιγμένο με ορχήστρα. Να τους καούν τα δοξάρια.