Σε χαμηλό δεκαετίας (και άλλες συναφείς ιστορίες)
Μετά τα πρόσφατα live και εν αναμονή του δίσκου με τα ελληνόφωνα. Του Άρη Καραμπεάζη
Το πιο δύσκολο πράγμα όταν αποφασίζει να γράψει κανείς ένα εκτενές άρθρο γύρω από τη Monika/Μόνικα είναι αν θα γράφεται το όνομα της σε αγγλικά ή ελληνικά. Διαλέγω την πρώτη επιλογή, παρά το προφανές πρόβλημα που θα προκύψει με τις γενικές, τις οποίες πάντως θα προσπαθήσω να αποφύγω, και όλα τα υπόλοιπα είναι μάλλον εύκολα, with a little help for my friends εδώ στο Mic (και αλλού).
Όπως λοιπόν είχε γράψει και ο Θανάσης Παπαδόπουλος (που χάθηκε και αυτή η πένα με ψυχή;) σε όχι και τόσο ανύποπτο χρόνο, καθώς η κυκλοφορία του Exit το 2010 είναι αυτό που στα δικόγραφα συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘ο κρίσιμος χρόνος’ (για να μην πούμε επίδικος και παρεξηγηθούμε):
“Η κουβέντα για το νέο δίσκο της Μόνικα ξεκινάει κλασικά με την υπόθεση ότι υπάρχουν κάποιοι (προφανώς κομπλεξικοί) που της την έχουν στημένη. "Με το δίκαννο στο χέρι" κλπ. Κι ας μην υπάρχει κανένας λόγος για κάτι τέτοιο. Δεν προκαλεί ούτε η μουσική της, ούτε κάποια πολιτική στάση της, ούτε το image της, ούτε τίποτε. Το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί προκλητικό είναι το εκτός ορίων σπρώξιμο από τα ΜΜΕ, με υπερβολές του τύπου "η εκδίκηση του καλού", αλλά γι' αυτό δεν φταίει η Μόνικα. Αν το εκμεταλλεύτηκε, καλά έκανε. Δεν είναι η πρώτη, ούτε και αυτή που το άξιζε λιγότερο στο φινάλε. Η καχυποψία για πουλημένους γραφιάδες, και προαποφασισμένη με κάθε τρόπο προώθηση είναι δικαιολογημένη αλλά σίγουρα όχι αιτία να αντιπαθήσεις τη Μόνικα. Τη Lifo ή την Athens Voice μπορεί (άκου Radiohead, "We Suck Young Blood").”
Τα χρόνια πέρασαν. Την Athens Voice υπάρχουν πιο σπουδαίοι λόγοι (ή πιο ευτελείς, όπως το πάρει κανείς) από την Monika για να την αντιπαθήσει κανείς, τη Lifo πάνω-κάτω για τους ίδιους λόγους με τότε, ενώ πλέον μπορείτε να αντιπαθήσετε και την Popaganda, και γιατί όχι και το Mic (δεν ήθελα να πω εμένα και να φανεί εγωκεντρικό), που απασχολείται με την Monika πριν καν κυκλοφορήσουν οι επερχόμενοι (δύο, κατά τα προαναγγελθέντα) δίσκοι της και έρθει η μουσική και μας πει την δική της αλήθεια, που είναι και η μοναδική. Επειδή λοιπόν κάθε κουβέντα γύρω από την Monika ξεκινάει από την παραπάνω υπόθεση, κρύβομαι πίσω από την παραπάνω παράγραφο του Θανάση, και έχοντας συναίσθηση του ότι κάπου περισσεύω και φαίνομαι και από τις δύο πλευρές, συνεχίζω.
Το πρόσφατο αφήγημα έχει κάπως έτσι. Ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά (και άγια) στον πλανήτη Monika, ο οποίος απομακρύνονταν βέβαια από τους δικούς μας μικροπλανήτες, αλλά έτσι είναι η ζωή έχει γυρίσματα (όπως θα δούμε και παρακάτω), ξαφνικά η ιστορία επαναλήφθηκε όχι ως φάρσα κατά το σύνηθες, αλλά ως διαφημιστικό, λίγο πιο κακογραμμένο από αυτά τα εποχιακά των Jumbo, που εκνευρίζουν την κατά τα άλλα υψηλή μας αισθητική, εξίσου όμως ενοχλητικό. Καθότι αν κάτι έχει πέσει σε ανυποληψία τα τελευταία χρόνια δεν είναι η πολιτική, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά το παραδοσιακό marketing. Και με τακτικές του τύπου Καζαντζίδη, οι Εβραίοι κλέβουν τη φωνή μου και την αναπαράγουν στις Στοές τους κ.λ.π. κανείς και ποτέ δεν πήγε μπροστά. Ούτε ο ίδιος ο Καζαντζίδης ως γνωστόν.
Συνεπώς, από όσα ακούστηκαν και γράφτηκαν τους τελευταίους δύο μήνες γύρω από τις σχέσεις Monika και Archangel θεωρώ ότι τίποτε απολύτως δεν έχει σημασία. Μεγαλοστομίες και ανοησίες του τύπου «αισθάνομαι επιτέλους ελεύθερη, χωρίς δισκογραφική εταιρεία» κ.λ.π. περιορίζομαι στο να τις εντάξω σε αυτό που όλοι λέμε μεταξύ μας εδώ και χρόνια περί του ότι η Monika καλύτερα είναι να μη δίνει συνεντεύξεις γιατί 3-4 σαχλαμάρες τις έχει στατιστικά σίγουρο ότι θα τις πει (έλα όμως που δίνει, και επιβεβαιώνει και την στατιστική).
Αν οι δισκογραφικές ήταν τίμιες, άγιες και καλές, ταινίες όπως το 24 Hour Party People και βιβλία όπως αυτό του Alan Mc Gee της Creation θα ήταν πιο βαρετά από την κάθε επόμενη τριλογία Star Wars. Έχω ξαναγράψει ότι η μανία για την εξαφάνιση των δισκογραφικών μόνο αρνητικές συνέπειες θα έχει στη μουσική που ακούμε, και θεωρώ βάσιμα ότι αυτό ήδη το ζούμε όσοι παρακολουθούμε την σύγχυση που επικρατεί ακόμη και σε ονόματα που θεωρητικά θα μπορούσαν να κυκλοφορούν καλούς και γερούς δίσκους (και παιδιά). Κατά τα άλλα όμως η δισκογραφική είναι ένας Εργοδότης, έστω και σε ιδιόμορφο καθεστώς σχέσεων εργασίας ή ανεξάρτητα εξαρτημένων υπηρεσιών. Αυτό ίσως τελικά θα έπρεπε να το γράφουν πάνω σε κάθε συμβόλαιο, ώστε όποιος βλέπει το τυρί, να αισθάνεται άνετα και με την φάκα από την αρχή. Επίσης καλό είναι να διαβάζουμε τι υπογράφουμε ή έστω να ξέρουμε με ποιους υπογράφουμε, που κάποιες φορές είναι πιο σημαντικό και από το να διαβάζουμε.
Ξεκαθαρίζω πάντως ότι την «φάκα» της Archangel ως προς τη δημιουργία του ‘φαινομένου Monika’ εγώ ως εξωτερικός - τρίτος την αποτιμώ θετικά. Για κάθε διαφορά οικονομικής φύσης υπάρχουν καλώς ή κακώς και τα ελληνικά δικαστήρια, στα οποία – σε αντίθεση με ό,τι ακούγεται- διαβεβαιώνω ότι σε κάποια θεματάκια το βρίσκεις το (όποιο) δίκιο σου και τα (όποια) χαμένα- αρπαγμένα λεφτά σου. Άσε που παρότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή, οι έδρες έχουν γεμίσει από thirty something δικαστίνες, που σίγουρα ακούνε και συμπαθούνε την Monika, περισσότερο από όσο την εταιρεία της (αστείο ήταν αυτό έτσι; μην παρεξηγηθούμε). Βασικά θέλω να πω ότι η όποια αλήθεια και το όποιο δίκαιο δεν αποκαθίσταται μέσα από ασαφώς υπαινικτικές δηλώσεις, κουτσομπολιά και φο μπιζού διακηρύξεις ανεξαρτησίας. Πάμε πιο κάτω από το παραπάνω παρακάτω λοιπόν.
Παρότι όμως ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά και διάφορα, δεν άκουσα και δεν διάβασα από την Monika και την πλευρά της εν γένει έστω και ως υπαινιγμό το ότι η Archangel επιχείρησε, επεδίωξε ή πολύ περισσότερο κατάφερε να την χειραγωγήσει την Monika στο ‘καλλιτεχνικό’ μέρος των μεταξύ τους σχέσεων. Το αντίθετο μάλιστα. Συνεπώς, συμπεραίνω ότι η Monika –ακόμη και υπό αυτό το όψιμο καθεστώς διαμαρτυρίας- αποδέχεται ότι όλη αυτή τη δεκαετία απολάμβανε αυτό που γραφικά μεν, αλλά εύστοχα πάντως αποκαλείται εδώ και αιώνες ‘καλλιτεχνική ελευθερία’.
Χωρίς λοιπόν να χρειαστεί κάποια υπερανάλυση για το πως κρίνει και εκλαμβάνει ο καθένας μας τις μουσικές επιλογές της Monika και της εκάστοτε ομάδας της σε ζητήματα ήχου, ύφους, αισθητικής και παρεπόμενων αυτής, θέλω να πιστεύω ότι η πολλά υποσχόμενη dance pop divina (μετά τα 30, ίσως να μπορούμε πλέον να λέμε και diva βέβαια), που αποτέλεσε την τελευταία καλλιτεχνική version της Monika, ήταν αποτέλεσμα δικών της επιλογών, ή έστω ελεύθερης βούλησης στο να αποδεχτεί προτάσεις, συμβουλές και οδηγίες. Διότι στο κάτω-κάτω και οι προσωπικές μας επιλογές από κάπου υποκινούνται, ας μην το παρακάνουμε με την ανεξαρτησία. Αφήνουμε όμως την επιστήμη της φιλοσοφίας και πάμε σε αυτή της (πρόσφατης) ιστορίας.
Η τελευταία καλή και ‘μονιασμένη’ είδηση λοιπόν (και όταν λέω είδηση εννοώ προώθηση) που θυμάμαι από το μουσικό στρατόπεδο της Monika είναι αυτή.
Και αν τυχόν βαριέστε να ανοίξετε το link (καλά κάνετε διότι αυτό που διαβάζετε τώρα είναι σαφώς ανώτερο) η αλήθεια της προώθησης συνοψίζεται στη φράση ‘η Monika θα παρουσιάσει στο Ηρώδειο τα καινούργια της τραγούδια, με disco, funk και pop των 70s στο γενετικό τους κώδικα’. ΟΚ. Γνωρίζουμε πως αυτοί που γράφουν τα δελτία τύπου δεν είναι, όπως και εμείς, ο Greil Marcus, αλλά υπάρχει μία σαφώς οριοθετημένη (και κατά βάση αδιάβατη) απόσταση από εκεί μέχρι του να γίνεται λόγος για disco, funk & pop 70s’ γενετικό κώδικα (DNA, κάθε βαλκάνιος το λέει, και τέτοια φαιδρά δηλαδή....), των τραγουδιών μιας Ελληνίδας τραγουδοποιού, που γεννήθηκε στα late 80s και παρότι δεν είναι έντεχνη συμφορά, όποτε τη ρωτάνε κάτι ακόμη και για την αόριστη αναφορά της φωνής της στην όποια Hope Sandoval αγαπάει να μη λησμονεί ο καθένας μας, αυτή απαντάει (με ειλικρινές θράσος) ‘εγώ δεν ξέρω από αυτά, εγώ βασικά Χατζιδάκι και Θεοδωράκη άκουγα μικρή)’ και ότι τα τραγούδια της έχουν μία πηγαία ελληνικότητα, παρότι μη ελληνόφωνα κ.λ.π..
Και δημιουργείται ένεκα της απόστασης λόγων και έργων, και πάλι η υποψία ότι όχι μόνον δεν πρόκειται για γενετικό κώδικα εδώ πέρα, αλλά αντίθετα για επίκτητα χαρακτηριστικά δια της χειρουργικής μεθόδου, την οποία εδώ και αιώνες ακολουθεί η μουσική βιομηχανία (προσοχή: όχι απαραίτητα οι δισκογραφικές, μιλάμε για τους κάθε λογής ‘τεχνικούς συμβούλους’ πέριξ των δημιουργών, αρκετές φορές και για τους φίλους και συγγενείς αυτών, που δεν έχουν και τον μανδύα του κακού εργοδότη, που λέγαμε και παραπάνω) προκειμένου να οδηγήσει τον δημιουργό σε δρόμους, που ούτε και ο ίδιος το φαντάζονταν ότι μπορούσε να τους διαβεί με τέτοια επιτυχία.
Ξεκαθαρίζω πάντως ότι τα παραπάνω υπήρξαν μάλλον εικασίες δικές μου σε όλα αυτά τα χρόνια της αρμονίας και της αγάπης ανάμεσα σε Monika και Archangel, καθότι (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) η Monika όχι μόνον δεν διαμαρτύρεται για τυχόν τέτοιες τακτικές, αλλά αντίθετα υποστηρίζει (με όποιον τρόπο μπορεί τέλος πάντων, όπως διαπιστώσαμε και στο Gagarin) αυτήν την ψευδεπίγραφη disco funk αναθυμίαση η οποία όσο και αν ξεσηκώνει σήμερα μέρος του εναπομείναντος κοινού της, άλλο τόσο επιβεβαιώνει ότι η ημερομηνία λήξης της προηγείται αυτής της ημερομηνίας παραγωγής της.
Το Secret In The Dark ανεξάρτητα από το φίλτρο υποκειμενικότητας με το οποίο το προσεγγίζει ο καθένας, αναδεικνύεται με ευκολία στο χειρότερο άλμπουμ που έχει ηχογραφήσει ποτέ η Monika, με τις συνθέσεις να πάσχουν η μία μετά την άλλη και η κάθε επόμενη περισσότερο, όχι μόνον εξαιτίας της ηχητικής επίστρωσης, αλλά κύρια γιατί με δυσκολία μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται όντως για συνθέσεις και όχι απλώς για ένα κακογραμμένο generator στο οποίο ο προγραμματιστής έριξε από τη μία τα υπολείμματα ικανότητας της Monika-ς (τι λέγαμε για τις γενικές;) στο να γράφει τραγούδια και από την άλλη ό,τι μπήκε τελευταία στιγμή στο πρόγραμμα από τις αόριστες παιχτικές ικανότητες των φημισμένοι –κατά τα δελτία τύπου μουσικών- μεταγραφών αεροδρομίου.
ΟΚ. Δεν έχω κάτι ιδιαίτερο με τους session-άδες και τους λοιπούς μισθοφόρους του ροκ, της disco, του funk κλπ. . Ξέρω ότι πολλοί εξ αυτών είναι που έχουν κάνει το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς, ακόμη και εκεί που δεν το περιμένουμε (στα γκρουπ που προς τα έξω το παίζουν gang of brothers κλπ), αλλά εν προκειμένω το γλυκό δεν έδεσε, και δεν περιμέναμε και να δέσει δηλαδή. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αν αύριο το πρωί (γράφω πάντα βράδια, για να φτιάχνω ατμόσφαιρα στο κείμενο) η Monika κλειστεί σε ένα στούντιο μόνη της, με μια κουτσή κιθάρα και ηχογραφήσει οχτώ τυχαία τραγούδια από όσα τυχόν της έχουν ξεμείνει επειδή ήταν αρκετά εσωστρεφή για να ισχυριστεί μετά κανείς ότι το γενετικό τους υλικό βρέθηκε σε ξεχειλωμένους καναπέδες του Studio 54, το αποτέλεσμα θα είναι εξόχως καλύτερο από ότι στο Secret In The Dark. Εκτός και αν το κάνει επίτηδες χάλια και αυτό το υποτιθέμενο άλμπουμ, απλά και μόνο για να εκτεθούμε και εμείς με τη σειρά μας δηλαδή.
Σήμερα όμως τα Ηρώδεια ανήκουν στο παρελθόν για τη Monika, η οποία εκτός από το να διδάσκεται δύο τρία βασικά μαθήματα του καπιταλισμού σχετικά με το ότι το κόστος μιας ακριβής παραγωγής συνεπάγεται ότι πρώτος θα αποζημιωθεί από την επιτυχία της αυτός που την πλήρωσε (την παραγωγή) και όχι αυτός που την προκάλεσε (την επιτυχία), θα πρέπει να αποφασίσει και τι θα κάνει όχι μόνον με την εταιρεία της (την πρώην και την επόμενη), αλλά και με τη μουσική της.
Διότι το να λες από τη μία ότι «γυρίζω στην αλητεία του ροκ» (με όλα τα ευτράπελα της η φράση, προσωπικά δεν με ενόχλησε κι όλα, άλλωστε ποιητική αδεία μπορούμε πράγματι να επιστρέψουμε σε ένα μέρος που δεν έχουμε πάει ποτέ) μέχρι το ετοιμάζω και έναν δίσκο με ελληνόφωνα, για να καταδειχθεί η ελληνικότητα μου, υπάρχει μία κάποια απόσταση (θα την φάνε οι αποστάσεις την Monika τελικά, είναι και αυτό το L.A. - Αθήνα στη μέση άλλωστε). Την οποία βέβαια δεν την καλύπτει το ελληνόφωνο ροκ, αν τυχόν υπονοείται κάτι τέτοιο, που δεν το νομίζω.
Δεν λέω ότι σώνει και καλά η Monika θα έπρεπε να συνεχίζει τη ζωή της -εκτός και εντός μουσικής- εκλιπαρώντας να τη φτύνουν οι γκόμενοι, ρίχνοντας το στα χάπια και παίζοντας το δια βίου Cat Power από κατ’ απ’ τ’ αυλάκι. Αυτά τα πράγματα ή δεν τα κόβεις μικρός ή δεν τα ξαναρχίζεις μεγάλος. Μέση οδός δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως ακόμη και στο (όχι και τόσο μακρινό εδώ που τα λέμε) Exit άλμπουμ τραγούδια όπως το Not Enough, που είχαν δείξει με έμμετρο τρόπο ότι η ρυθμική διάσταση της δεν χρειάζεται να εξαναγκάζεται απαραίτητα σε προκάτ dance φλυαρίες. Όλα αυτά όμως είναι θεωρίες επί χάρτου. Πιθανόν και στο ελληνόφωνο και στο αγγλόφωνο άλμπουμ, η ευστοχία να επιστρέψει, οπότε εδώ θα είμαστε να το επισημάνουμε (και στην αντίθετη περίπτωση, πάλι εδώ θα είμαστε).
Εν μέσω της παραπάνω δισκογραφικής και όχι μόνο ακαταστασίας, συνεχίζω πάντως να μην έχω αλλάξει επί της ουσίας άποψη για την Monika, από αυτήν που είχα το 2005, όταν και δια της ρομαντικής μεθόδου της αλληλογραφίας (ηλεκτρονικής δυστυχώς) είχε λάβει χώρα αυτή εδώ η συνέντευξη.
Στο μέσον ενός τυπικά αχρείαστου προλόγου υπάρχει η φράση «η Gracetone Recordings από τη Θεσσαλονίκη, που η Monika θα τη σέρνει στα δικαστήρια στο μέλλον», που αποδεικνύει ότι λίγο-πολύ όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν Γέροντα Παϊσιο, καθότι την προφητεία πολλοί εμίσησαν, το αυτοεκπληρούμενο αυτής ακόμη περισσότεροι. Συνεπώς αντιγράφοντας για μία ακόμη φορά τις καλύτερες στιγμές μου θα ξαναπώ ότι η Monika “έχει ασυνείδητα ρημαγμένη ευαισθησία στη φωνή της, επιλέγει σοφά να στήνει κλισαρισμένα στιχάκια και να μην αλλάζει ακόρντα στα κομμάτια της και όταν κάνει μπάντα θα την βάλουμε με το ζόρι να διασκευάσει το Hazel των Cocteau Twins!”.
Πήρα την πρωτοβουλία να διαγράψω την τελευταία φράση (μου) αφενός γιατί είναι σαφές ότι έχουμε πλέον ξεφύγει από τον εν λόγω στόχο και προσανατολισμό (θα την επαναφέρω, αν επανέλθουμε), αφετέρου γιατί (εκεί που δεν το περίμενα) έτυχε (οκ, δεν περνούσα και από έξω και μπήκα ακριβώς, αλλά περίπου έτσι) να δω δύο live της Monika το τελευταίο δίμηνο. Αυτό στο Saristra Festival στην Κεφαλλονιά τον Αύγουστο, που για δύο κλάσματα του δευτερολέπτου υπήρξε η μοναδική φορά που θα μπορούσε να δει κανείς τη Monika live φέτος αν δεν ήταν συνδρομητής της κλπ κλπ κλπ και ασφαλώς αυτό στο Gagarin τον Σεπτέμβριο, διότι από μεγάλες επιστροφές είχα χάσει αυτήν του Σαλπιγγίδη στην Τούμπα και δεν εννοώ να την ξαναπατήσω.
Ας σοβαρευτούμε όμως καλύτερα, καθότι η αίσθηση που μου άφησαν τα δύο live (και ειδικά αυτό του Gagarin) είναι ότι η Monika δύσκολα μπορεί να το γυρίσει το παιχνίδι. Ή τέλος πάντως απαιτούνται χαοτικές αλλαγές νοοτροπίας για να φύγουμε και πάλι από ένα live της έχοντας την αίσθηση ότι κάτι μας άγγιξε λίγο περισσότερο από όσο τυχόν μας αγγίζει ένα ενθουσιασμένο μεν, αλλά μη προσηλωμένο και σχεδόν ανυπόμονο να φεύγει, κοινό, που απλά περιμένει τις 2-3 ενέσεις ευκολίας για να κουτσοχορέψει, να κουτσοτραγουδήσει, να κουτσοενθουσιαστεί και γενικώς να την κουτσοβγάλει και απόψε τη φάση, καλή- κακή δεν έχει σημασία. Ποιος μπορεί να κρίνει άλλωστε;
Περισσότερο από το κοινό της όμως, την Monika (ειδικά τη βραδιά του Gagarin) για όσους έχουν αυτιά και ακούνε και για όσους έχουν πάει και σε 5-6 live στα οποία η μπάντα τους έδωσε 2-3 φορές τη διάρκεια τα μυαλά στο πιάτο (που λένε και οι σοφοί χεβιμεταλλάδες), την πρόδωσαν οι ίδιοι οι μουσικοί της. Είναι αλήθεια αυτό που έχουν γράψει οι περισσότεροι, ότι δηλαδή το live μετά από μία ανυπόφορα ανιαρή πρώτη ώρα, πήρε τα πάνω του όταν κατέφθασαν τα στοχευμένα groove για τα οποία γκρινιάξαμε ήδη παραπάνω, αλλά αυτό δεν έδειξαν να το συμμερίζεται κανένας από τη σκηνή (πλην της Monika, η οποία όντως έδειξε μια ειλικρινή συγκίνηση, έστω και από αφελείς φράσεις του τύπου «πάμε για την Αθήνα μας», λες και αν ήμασταν στην Κοζάνη δεν θα έπρεπε να «το πάμε»). Έτυχε δυστυχώς η αμέσως προηγούμενη μπάντα που είχα δει στο Gagarin να είναι οι Budos Band, και όσο και δεν είναι ορθό να συγκρίνουμε τα ασύγκριτα, το αδιάφορο επίπεδο (υψηλό, μέτριο, χαμηλό, δεν έχει σημασία) των πολύφερνων υποτίθεται μουσικών της Monika, με βάση αυτή την πρόσφατη ανάμνηση τους εξέθεσε ακόμη περισσότερο. Στα όρια της μισθωμένης ευτέλειας θα έλεγα τώρα που πέρασε λίγος καιρός, γιατί σε πραγματικό χρόνο μου είχαν έρθει και χειρότερες φράσεις στο μυαλό.
Εν πολλοίς (διότι αν πούμε εν ολίγοις, θα πρέπει να γράψουμε μίνι μυθιστόρημα στην επόμενη αναφορά μας) κάπως έτσι έχει η κατάσταση για την Monika, που πάντως κατά τον υπογράφοντα παραμένει ό,τι πιο αναπάντεχα σπουδαίο έχει βγάλει η εγχώρια σκηνή (ας μην την οριοθετήσουμε τώρα, δεν είναι η ώρα τέτοια) από καταβολής της (δηλαδή από τότε που την θυμόμαστε και μας απασχολεί εμάς, όπως είναι το ορθό νόημα αυτής της φράσης για όποιον τη χρησιμοποιεί), καθώς ο τρόπος με τον οποίο «μπήκε στα πράγματα» και μας άφησε μαλάκες (έστω και για λίγο) συνεχίζει να μην έχει υποσκελιστεί από τον τρόπο με τον οποίο στη συνέχεια εκβιάστηκαν τα πράγματα και οι καταστάσεις γύρω της, αλλά και σε μεγάλο βαθμό από την ίδια, όσο και αν έχει αρχίσει να προσπαθεί να μας πείσει για το αντίστροφο. Έχω την προσωπική αίσθηση ότι αυτή τη στιγμή η Monika βρίσκεται στο χαμηλότερο δυνατό σημείο μίας πορείας άλλοτε συναρπαστικής, άλλοτε ενδιαφέρουσας και άλλοτε προβλέψιμα κινούμενης. Η λαϊκή σοφία και οι ειδήμονες της ελληνικής κρίσης θα έλεγαν κάπου εδώ ότι δεν πάει παρακάτω, ότι πλέον υπάρχει περιθώριο μόνο για ψηλότερα κλπ, αλλά ως αποδεικνύεται και με αυτή την τελευταία (την κρίση) το χαμηλότερο είναι τελικά το σημείο της μαρμότας.
Το να μείνει η Monika τελικά χωρίς label και να ανακαλύψει ξαφνικά την τόλμη και τη γοητεία του underground και του DIY το θεωρώ το χειρότερο δυνατό σενάριο. Όπως όλοι ξέρουμε κάπου εδώ γύρω υπάρχει το label εκείνο στο οποίο εξαρχής θα έπρεπε να είχε πάει η Monika για να μη χρειάζεται τώρα να γράφουμε 2.500 και κάτι λέξεις για να πούμε τα αυτονόητα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, ο κολιός τον Αύγουστο και να μας έχει ο θεός καλά να επανέλθουμε με back to back κριτικές των δίσκων της και πάλι, τώρα που έχει επιστρέψει έστω και περιστασιακά ο Τάσος Πατώκος και δεν θα χρειαστεί να αναμετρηθώ με την Γραμμική Β’ του Πάνου Πανότα.