Μουσικά είδη: Χρονολογία γέννησης και τεστ DNA πατρότητας (Μέρος δεύτερο)
Η συνέχεια του θεματικού κειμένου ...ριζικών αναζητήσεων του Παναγιώτη Αναστασόπουλου.
Παρουσιάζονται τέσσερα βασικά μουσικά είδη της λεγόμενης μαύρης μουσικής.
Disco
Αρχικά λεγόταν New York Hustle. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι το 1978 που κυκλοφόρησε το “Saturday Night Fever” η disco ήδη έπνεε τα λοίσθια. Μόνο που οι μέρες της δόξας και της ευρείας απήχησης είχαν ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα από τη μαγική κιθάρα του Nile Rodgers και το αξεπέραστο μπάσο που ακουγόταν σαν ολόκληρη μπάντα του Bernard Edwards. Η ιστορία κατά πάσα πιθανότητα ξεκίνησε το 1973 με το “Love’s Theme” της Love Unlimited Orchestra του κυρίου Barry White και το “Soul Makossa” του Manu Dibango, όπως και με το “Rock the Boat” των Hues Corporation την επόμενη χρονιά. Στο βιβλίο του "Turn the Beat Around: The Secret History of Disco" ο Peter Shapiro υποστηρίζει ότι τα δύο πρώτα disco τραγούδια κυκλοφόρησαν το 1973 και ήταν το "Law of the Land" των The Temptations και το "The Love I Lost" των Harold Melvin and the Blue Notes. Προφανώς, τα τραγούδια αυτά δε χαρακτηρίζονταν τότε ως disco, αλλά αποδείχτηκε ότι έφεραν κάτι παραπάνω από το σπερματικό ήχο της. Για παράδειγμα ο ήχος του Dibango ήταν κάτι φρέσκο με αφρικανικές ρίζες που είχαν ξεχωρίσει αρκετοί DJs.
Οι πρώτοι disco δίσκοι είχαν μουσική που βοηθούσε να γίνει πράξη το “shake your booty” σε αίθουσες χορού που ονομάζονταν discotheques και προοιώνιζαν την έκρηξη του punk. Βλέπετε, η disco, όπως είχε δηλώσει το 1978 και ο Nile Rodgers ήταν χορευτική μουσική που αποσκοπούσε να δώσει ανάσες στις δυσκολίες της ζωής και να κάνει τους ανθρώπους να περάσουν όμορφα. Γι’ αυτό ακριβώς κατακρίθηκε ως ρηχή και την εποχή εκείνη αποτελούσε βδέλυγμα για κάθε σοβαρό φίλο της μουσικής. Χαρακτηριστικά, ο συγγραφέας Nelson George είχε δηλώσει ότι «Η disco σύντομα κατάντησε ένα ήχος ανεγκέφαλης επανάληψης και στιχουργικής ηλιθιότητας». Ακόμα και στα μέσα του 1975 σε ένα άρθρο του Rolling Stone είχε γραφτεί «Γιατί γαμ…το να προσπαθήσω να εξηγήσω τι συμβαίνει; Ξαφνικά, σε μια εποχή ύφεσης, τεράστια κέρδη αποκομίζονται από άγνωστη χαμηλής ποιότητας μουσική, με το διανοουμενίστικο rock να έχει παραγκωνιστεί». Ο διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού της Νέας Υόρκης Rick Sklar ανακαλώντας στη μνήμη του συναντήσεις των παραγωγών, δήλωσε ότι απολύτως κανείς τους το 1973-74 δε μπορούσε να κατανοήσει πώς άλμπουμ όπως το “Soul Makossa” εμφανίζονταν στους καταλόγους επιτυχιών, τη στιγμή που οι δισκογραφικές εταιρείες δεν προωθούσαν το νέο αυτό είδος.
Η πρώτη σημαντική ώθηση στη disco δόθηκε από τους DJs. Κι αν το L.A. και το San Francisco είχαν ήδη τις δικές τους σκηνές, η πρωτεύουσα ήταν αναμφισβήτητα η Νέα Υόρκη, με πρωτεργάτες της μαζικής έκρηξης ένα γκρουπ DJs που λεγόταν Record Pool, το οποίο σύντομα πλαισιώθηκε από δισκογραφικές εταιρείες που συνειδητοποίησαν ότι ένα spin σε κάποιο κλαμπ ισοδυναμούσε με ραδιοφωνική ακρόαση. Κατά μία άλλη εκδοχή, η πρώτη club DJ ήταν η Régine Zylberberg το 1953 στο Whisky à Go-Go του Παρισιού, η οποία φέρεται να έφτιαξε την πρώτη discotheque με χρωματιστά φώτα στο δάπεδο της πίστας και χρήση δύο πικάπ, για να μη μένουν κενά ανάμεσα στα τραγούδια και σταματά ο χορός. Η ύφεση των ‘70s μετά την ανέχεια των ‘60s και την αρτιότητα του prog rock γέννησαν ένα κοινό που λαχταρούσε να διασκεδάσει. Κι έτσι η κατ’ ουσίαν urban soul εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και ζωντάνεψε παντρεύοντας την R&B με τον αριστουργηματικό Philly sound, φτιάχνοντας τη disco. Τα γεννητούρια πιθανότατα έγιναν στα στούντιο της Philadelphia International Records, όπου ο ορθόδοξος soul προσανατολισμός έδινε τη θέση του σε τραγούδια όπως το “When Will I See You Again” των The Three Degrees. Σε λίγο, οι επιχειρηματίες πήραν την απόφαση να φτιάξουν δίσκους για το κοινό των κλαμπ και η disco βιομηχανία έκοβε την κορδέλα των εγκαινίων της. Το πρώτο #1 disco τραγούδι στο ειδικό πλέον chart του Billboard ήταν το "You Should Be Dancing" των Bee Gees.
Ένας από τους πρωτοπόρους που έπιασαν τα vibes ήταν ο διανομέας Harry Stone, που ίδρυσε την T.K. Records στη Florida και αμέσως απόλαυσε το πρώτο του #1 με το “Rock Your Baby” του George McCrae, που, χμμ, «αγάπησε παράφορα» η Grace Jones. Όπως βλέπετε, η λέξη rock μόνο σπάνια δεν ήταν στις απαρχές της disco: “Rock Your Baby”, “Rock the Boat”, “Rockin’ Chair” της Gwen McCrae κι αυτό για να προσελκύσει μέρος του προσηλωμένου στη rock κοινού. Οι Harry Casey και Richard Finch που υπέγραψαν το “Rock Your Baby” συνεργάστηκαν ακολούθως στους KC & the Sunshine Band, με τους οποίους έκαναν πολλές επιτυχίες, όπως το “Get Down Tonight” και δημιούργησαν τον Miami sound, με τη χαρακτηριστική κατάχρηση του cowbell που σαμπλαρίστηκε κατά κόρον.
Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στις Η.Π.Α., ήρθε η ευρωπαϊκή απάντηση από τη Γερμανία με την αναμφισβήτητα ποιοτική συνεισφορά των Silver Convention και την σαφέστατα ελαφρύτερη των Boney M. Πλέον, το έδαφος ήταν ώριμο για να αναπτυχθεί ο καρπός της υπερατλαντικής σχέσης, που ονομάστηκε Eurodisco και αρχικά εκπροσωπήθηκε από τον κομβικό για το είδος παραγωγό Giorgio Moroder, τη ντίβα Donna Summer και τον ιδιοκτήτη Casablanca Records Neil Bogart. Φήμες λένε ότι ο Bogart έπαιξε σε ένα πάρτυ το “Love to Love You Baby” και οι καλεσμένοι το λάτρεψαν, ζητώντας του να το ξαναηχογραφήσει με μεγαλύτερη διάρκεια. Κι έτσι γεννήθηκε το disco extended, με το συγκεκριμένο τραγούδι να φτάνει τα δεκαέξι λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα. Η disco είχε έρθει για να μείνει και μελλοντικά επρόκειτο να αγαπηθεί (έστω και ανομολόγητα) και από αρκετούς που τη χλεύασαν. Μόνο που τότε, σχεδόν κανείς δε θα πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.
Rap
Η πατρότητα της rap αρχικά μοιάζει η ευκολότερη να προσδιοριστεί, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται δύσκολη, αφού εξαρτάται από το ποιον ακριβώς ορισμό θα της δώσεις. Για την πλειοψηφία γεννήθηκε το 1979 από τους Sugarhill Gang και ειδικότερα την κομβική κυκλοφορία τους “Rapper’s Delight”. Στα δεκατέσσερα λεπτά του, εκτός από το “Good Times” των Chic, ακούγονταν για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα οι ρίμες των MC και τα breakbeats που για μια τετραετία κυριαρχούσαν στο νότιο Bronx. Αυτά όμως, σύμφωνα με τους μυημένους, είναι παραμύθια των αμύητων, γιατί η αλήθεια είναι διαφορετική. Σύμφωνα με το συγγραφέα του “Rap Attack” David Toop: «Οι Sugarhill Gang ήταν για το hip-hop, ό,τι ήταν οι The Police για το punk» (σ.σ.: μάλλον δεν του αρέσουν καθόλου τα “Next to You” και "Fall Out"). Οι Sugarhill Gang φάνηκαν μπροστάρηδες, επειδή αποτύπωσαν έξυπνα στο βινύλιο όλα τα χαρακτηριστικά της rap. Στην προσπάθειά τους αυτή καταλυτική ήταν η συνεισφορά της Sylvia Robertson, πρώην τραγουδίστριας και τότε ιδιοκτήτριας της Sugarhill Records, η οποία προέβλεψε σωστά τη δυναμική του νέου ήχου, χάρη στις αντιδράσεις των παιδιών της.
Οι μυημένοι, λοιπόν, θεωρούν ότι οι The Last Poets ήταν το πρώτο rap συγκρότημα, οι οποίοι με τραγούδια όπως το “Niggers are Scared of Revolution” προμήνυσαν την πολιτικοποιημένη πλευρά της rap που αργότερα υπερτονίστηκε από τους Ice Cube, Paris και Public Enemy, όπως και από το μέγιστο Gil Scott-Heron (“The Revolution Will Not Be Televised”), αλλά και τον Jimmy Castor ("It's Just Begun") ο οποίος αποδείχτηκε σημαντική επιρροή για τη hip-hop σκηνή στα τέλη των ‘70s.
Αν όμως ορίζαμε τη rap ως ένα μουσικό στυλ που έχει πολύ δυνατά beats και στίχους που δεν τραγουδιούνται, αλλά απαγγέλλονται, τότε απολύτως φυσιολογικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πατέρας της ο James Brown, που θα είναι πλέον και ο “Godfather of rap”, αφού τραγουδούσε, ούρλιαζε και έκανε rapping σε πολλά funky τραγούδια του. Πάρετε ως παράδειγμα τα “Get Up, Get Into It, Get Involved” (1971) και Funky President (People it’s Bad)” (1974) και ξανασκεφτείτε για ποιο πράγμα μιλάμε. Ακούστε τα breakbeats, το scratch και θυμηθείτε τι σήμαιναν τα παλαιάς κοπής hip-hop singles. Και τώρα μια ρητορική ερώτηση: Σε ποιον ανήκει ο μακράν πιο σαμπλαρισμένος πίσω κατάλογος στην ιστορία της rap;
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Brown δεν ήταν ο μόνος, αλλά ένας από τους αρκετούς πρώιμους rappers, μιας και αυτό το στυλ ήταν διακριτό και σε άλλους αστέρες της soul, όπως στους Millie Jackson, Barry White και Isaac Hayes, όπως και σε μερικούς Τζαμαϊκανούς reggae toasters. Ένας άλλος ήταν ο Muhammad Ali, για τον οποίο ο LL Cool J έχει δηλώσει: “Χωρίς τον Muhammad Ali, δε θα υπήρχε το “Mama Said Knock You Out”, ενώ ο όρος G.O.A.T. δε θα είχε ποτέ επινοηθεί». Επίσης, και ο Bo Diddley θεωρήθηκε πρώιμος rapper, με τη rap να έχει τις ρίζες της στο doo-wop, τις στρατιωτικές χορωδίες, τα παιδικά και τα τραγούδια των καταδικασμένων σε καταναγκαστικά έργα, ενώ, σύμφωνα με τον Toop, η rap είναι δυνατό να ανιχνευθεί στους griots της δυτικής Αφρικής.
Αν αυτές είναι οι ιστορικές της αναφορές, τότε η rap στην πιο σύγχρονη μορφή της αναμφισβήτητα αποτελεί μέρος της hip-hop κουλτούρας, με τη γέννησή της να ανάγεται στο Bronx στα μέσα των ‘70s , όπου οι DJs άρχισαν να μεγαλώνουν τα drum breaks των disco και funk δίσκων, για να κρατούν αμείωτη την ένταση στην πίστα, με το rapping των MCs να γίνεται κυρίαρχο στη διασκέδαση του κόσμου με φράσεις όπως: “To the beat Y’all” και “Wave your mother..cking hands in the air like you just don’t care”. Τα αθλητικά παπούτσια έγιναν της μόδας, το γκραφίτι εξελίχθηκε σε μορφή τέχνης και τα breakdancing και moonwalking ήταν ευρέως διαδεδομένα, με μπροστάρηδες τους Grandmaster Flash και τον Afrika Bambaataa, πριν εμφανιστούν οι Sugarhill Gang. Αν όμως θελήσει κανείς να βρει τον πατέρα της πιο σύγχρονης rap, τότε θα δει ότι αυτός ήταν ο Kool Herc, ένας Τζαμαϊκανός DJ που έφηβος μετακόμισε στο Bronx και, αφού απέτυχε να προσελκύσει τα παιδιά της πόλης στη reggae, άρχισε να παίζει Latin dance δίσκους με συνεχές rapping και breakbeats, ξεπερνώντας ακόμα και τους DJs της Νέας Υόρκης. Θεωρείται ως ο πρώτος scratcher και νεωτεριστής rapper που εκφραζόταν με λεξιλόγιο του δρόμου. Ο Toop του αποτίει φόρο τιμής γράφοντας: «Για τους καθαρούς του hip-hop, ο DJ Kool Herc ήταν αυτός που επινόησε το στυλ Bronx MC».
Soul
Τον τίτλο του πατέρα της soul music διεκδίκησαν πολλοί και μάλιστα έχοντας σοβαρά επιχειρήματα, με επικρατέστερους τους Ray Charles, James Brown και Sam Cooke. Ο Brown, με απόλυτη φυσικότητα, διεκδικεί την πατρότητα σχεδόν κάθε είδους μαύρης μουσικής και της soul, αφού ήταν ο αδιαφιλονίκητος master των hooks και των grooves, όπως ακούραστα αποδείκνυε στις πολυάριθμες γεμάτες ενέργεια ζωντανές εμφανίσεις του. Από την άλλη, ο απίστευτα επιδραστικός Cooke αποδείχτηκε ειδικός τόσο στις soulful μπαλάντες, όσο και στις χορευτικές στιγμές, κάνοντας ευρύτερα γνωστή τη soul μέσω των pop charts. Γι’ αυτό τον αποκαλούσαν King of Soul, ενώ για κάποιους ήταν και ο πατέρας της. Καθολικότερης όμως αποδοχής φαίνεται πως τυγχάνει ο κύριος "The Genius" Charles.
Ο Ray, που όταν ήταν επτά ετών έχασε το φως του πιθανότατα λόγω γλαυκώματος, ξεκίνησε μαγεμένος από τον Nat King Cole τη μακρά πορεία του το 1948 με το McSon Trio και πέντε χρόνια αργότερα υπέγραψε στην Atlantic Records. Από εκεί κατέκτησε άμεσα τα R&B charts, αλλά πειραματιζόταν ταυτόχρονα με περισσότερα μουσικά είδη, δημιουργώντας αίσθηση με το εκπληκτικό “What'd I Say” και συμβάλλοντας τα μέγιστα στη γέννηση του νέου ήχου της soul.
Οι ρίζες της αφρο-Αμερικανικής pop, συνεπώς και της soul, εντοπίζονται στη gospel music των τελών των ‘50s, στα blues και στο R&B. Οι τρεις παραπάνω διεκδικητές της πατρότητας, αλλά και άλλοι όπως οι Etta James, Clyde McPhatter, Curtis Mayfield και Little Richard είχαν μάθει να παίζουν πιάνο σε gospel συγκροτήματα. Ο νέος ήχος έδινε βαρύτητα στα πνευστά και τη rhythm section, ενώ συχνά συνοδευόταν από βαρύνουσας σημασίας φωνητικά, παλαμάκια, διαλογικούς στίχους και χορευτικά μέρη που έδιναν στις συναυλίες αισθητική παραστάσεων. Εξαρχής και απόλυτα δικαιολογημένα η soul συνδέθηκε με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη μετάβαση της εκκλησιαστικής μουσικής στον κόσμο. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός μέχρι να κυριαρχήσει η ερωτική διάθεση, ιδιαίτερα κατά την παντοδυναμία της Atlantic Records, αν και αρχικά η θρησκευτική αγάπη μπλεκόταν με τη σωματική, παρά την οπτική της μεγάλης κυρίας Aretha Franklin να ξεκαθαρίσει τα πράγματα.
Όταν ήρθε στο προσκήνιο η southern soul της Stax Records, ξεκίνησε η αρχικά διακριτική πρόσμειξη της soul με το rhythm’n’blues και την country-n’western, φέρνοντας στο φως τους Isaac Hayes, Wilson Pickett, Otis Redding, Chris Kenner και Dylan Christian. Από την άλλη, η Tamla Motown από το Detroit έπαιρνε τα ηνία, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ακόμα υποείδους της soul, που ήταν πιο φιλικό σε λευκά ακροατήρια και εκπροσωπήθηκε από πολλούς και διάφορους όπως το μέγιστο Marvin Gaye, τους The Temptations, Four Tops, William “Smokey” Robinson και τις Supremes.
Funk
Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Το πληροφορηθήκαμε το 1965 από τον τίτλο του “Papa’s Got a Brand New Bag”. Ποιος ήταν ο μπαμπάς; Μα, φυσικά ο -πανταχού παρών- "Mr. Dynamite" James Brown. Οι στίχοι μιλούν για έναν ηλικιωμένο τύπο, που αποδεικνύεται αρκετά γενναίος για να ανεβεί στην πίστα ενός nightclub, αλλά έχει και ένα "brand new bag", δηλαδή ένα νέο τρόπο να χορεύει, με τη μουσική να σε κατακλύζει με πνευστά και ένα riff ηλεκτρικής κιθάρας, αλλά και τους μουσικούς να τονίζουν υπερβολικά το πρώτο beat ("on the one"). Αν πιστέψουμε όμως τον ίδιο τον James, που κάτι περισσότερο από εμάς θα ξέρει, ο πρώτος funk δίσκος κυκλοφόρησε ένα χρόνο νωρίτερα και ήταν το single “Out of Sight”.
Η “the way I like, it is the way it is” funk music γεννήθηκε και διαμορφώθηκε από τους Αφρο-Αμερικανούς, στηριζόμενη στην κληρονομιά της jazz, των gospel, της soul, του black rock και του R&B. Πήρε το όνομά της από τον όρο που αρχικά ίσχυε στη jazz, ήταν κι αυτή ρυθμική, διέφερε όμως κατά το ότι δεν έδινε βαρύτητα στο δεύτερο και στο τέταρτο beat, αλλά στο πρώτο, κατά το πρότυπο της african tribal music, δίνοντας στον τελικό ήχο μια σαφώς μεγαλύτερη δυναμική. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ήταν οι πολύ δυνατές επαναλαμβανόμενες basslines, που έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση του ρυθμού, που ήταν κοφτός και γι’ αυτό άμεσα αναγνωρίσιμος. Ο δρόμος για να μπει το μπάσο στην πρώτη γραμμή είχε ανοίξει με το θρυλικό μπασίστα της Motown James Jamerson, τον οποίο ακολούθησε κατά πόδας ο Boosty Collins που έπαιξε στους Parliament και τους Funkadelic, αλλά και ο Larry Graham των Sly & the Family Stone, ο οποίος εφηύρε τη “slap bass technique”. Πέρα από αυτά, η funk ήταν μια μουσική άμεσα συνδεδεμένη με το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με μπροστάρη τον Brown που στεκόταν στο πλευρό του Martin Luther King Jr. και τραγούδησε μετά τη δολοφονία του το “Say it Loud, I’m Black and I’m Proud”.
Εκτός από τον αδιαφιλονίκητο πατέρα του είδους αυτού, ξεχώρισαν και άλλα ονόματα που εκτόξευσαν τη δημοτικότητά του. Οι αγαπημένοι από πολλούς φίλους της rock και απίστευτα επιδραστικοί Sly and the Family Stone που είχαν στις τάξεις τους ανδρικά και γυναικεία μέλη, ο George Clinton που επέτρεπε να αυτοσχεδιάζουν οι μουσικοί που τον συνόδευαν στους Parliament και τους Funkadelic (“Free Your Mind… and Your Ass Will Follow”), δημιουργώντας το υποείδος funkadelic, που ήταν μείξη psychedelic rock και funk, αλλά και οι Bar-Kays που έβαλαν κι αυτοί το δαχτυλάκι τους με το "Soul Finger".
Μέρος 1ο