Μουσικά είδη: Χρονολογία γέννησης και τεστ DNA πατρότητας (Μέρος πρώτο)

"Εν αρχή ην..."; Μέσα στα αποσιωπητικά και στο ερωτηματικό, οι ατέρμονες (και ενίοτε αδιέξοδες) συζητήσεις των μουσικόφιλων. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου

Κανείς δεν αμφιβάλλει για την πατρότητα της λέξης «μουσική». Γεννήθηκε στη χώρα μας, για να εκφράσει μία από τις τέχνες των Μουσών και παγκοσμίως έχει μεταφραστεί σε διάφορες παραλλαγές με τέτοιο τρόπο, ώστε είναι άμεσα διακριτή η πρωτότυπη εκδοχή της. Κάτι άλλο που επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί, είναι η ύπαρξη των εντός ή εκτός εισαγωγικών μουσικών ειδών. Και τι δεν έχει γραφτεί για την αναγκαιότητα υπάρξεώς τους, την αυθαιρεσία προσδιορισμού του περιεχομένου τους, τη μεταξύ τους αλληλοκάλυψη ή την εμπορική σκοπιμότητα που τα δημιούργησε. Κι όλα αυτά, μόνο κακοπροαίρετα δε μπορεί κάποιος να τα χαρακτηρίσει. Όμως, υπάρχουν! Είτε ως «αναγκαίο κακό», είτε ως φυσι(ολογι)κό επόμενο της ίδιας της μουσικής.

Τα παλιά χρόνια, όταν τα μουσικά είδη ήταν λίγα στον αριθμό, ήταν καθολικά αποδεκτά ή, τουλάχιστον, μη αμφισβητήσιμα. Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια και πολλαπλασιάζονταν με (κυριολεκτικά) ειδοποιούς διαφορές κάποια όχι και τόσο εύκολα προσδιορίσιμα χαρακτηριστικά και με το fusion να έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί καλλιτεχνική έκπληξη, τόσο οι φωνές διαμαρτυρίας μεγάλωναν σε ένταση. Αλήθεια, τι να πει κανείς για το punk pathetique, το pornogrind, το unblack metal ή το cloud rap; Χρονολογικά, πρώτη καταγεγραμμένη και απλούστατη σε σχέση με ό,τι ακολούθησε τέτοια περίπτωση ήταν η οριοθέτηση του new wave και του post-punk. Γενικότερα όμως, τα “new” και τα “post” δε μπορεί παρά να είναι εξορισμού προβληματικά, αφού έχουν επισφαλή κύρια σημεία αναφοράς, δηλαδή κάποιο άλλο είδος και το ότι εκδηλώθηκαν μετά από αυτό.  

Κάνοντας λοιπόν μια βόλτα στο παρελθόν, τότε που αν αναφερόσουν σε ένα μουσικό είδος ο συνομιλητής σου μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσες, επιλέγουμε οκτώ από τα πιο θεμελιώδη για να θυμηθούμε ή διαπιστώσουμε πότε και από ποιους δημιουργήθηκαν. Κι αν νομίζετε ότι τα πράγματα, ακόμα και τότε, ήταν ξεκάθαρα, μάλλον θα εκπλαγείτε. Βλέπετε, τότε δεν είχε επινοηθεί το τεστ DNA πατρότητας, οπότε το Ομηρικό ζήτημα είχε ήδη αποκτήσει πολλές μουσικές προεκτάσεις.

Στο πρώτο μέρος της αναδρομής αυτής παρουσιάζονται τέσσερα βασικά είδη της rock μουσικής, ενώ στο δεύτερο άλλα τόσα της λεγόμενης μαύρης μουσικής.

Rock ‘n’ Roll

“The Blues Had a Baby and they Called it Rock’n’Roll” τραγουδούσε ο Muddy Waters, δίνοντας την ταυτότητα του πατέρα. Συνεκτιμώντας το γεγονός ότι ο αμερικανικός Nότος ήταν μακράν ο τόπος που γεννήθηκαν οι περισσότερες μουσικές συγχωνεύσεις, τότε βάσιμα υποστηρίχτηκε ότι η μητέρα του ήταν η hillbilly country. Ο πιο φωνακλάς αυτοαποκαλούμενος πατέρας του είναι αναμφισβήτητα ο Jerry Lee Lewis, αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, η ιστορία έχει τις ρίζες της πολλά χρόνια νωρίτερα. Από το ‘20s συναντώνται blues και country ηχογραφήσεις που έχουν, εμβρυακά μεν αλλά διακριτά, κάποια θεμελιώδη rock χαρακτηριστικά που έγιναν πιο εμφανή στα ‘40s μέσω του rhythm & blues. Μια από τις πολλές ήταν και το “My Man Rocks Me (With One Steady Roll)” του Trixie Smith το 1922. Οι ειδήμονες θεωρούν ως πρωτόλειες ηχογραφήσεις του υπό διαμόρφωση είδους το “Honky Tonkin’” του Hank Williams, το “Good Rockin’ Tonight” του Wynonie Harris και το “I Want a Bowlegged Woman” του Bull Moose Jackson. 

Εκείνο τον καιρό οι λέξεις “rock” και “roll”, που δεν ήταν κάτι άλλο παρά ευφημισμοί για το σεξ, άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως όχι μόνο στους στίχους των τραγουδιών, αλλά και στην περιγραφή της μουσικής και του χορού. Το 1951 είχαμε το επίσημο πάντρεμά τους στο Οχάιο από τον DJ Alan Freed, που ονόμασε το show του “Moondog’s Rock and Roll Party”, αλλά δε σκέφτηκε να διασφαλίσει με κάποιον τρόπο την πνευματική ιδιοκτησία του ονόματος. Σε αυτό ακουγόταν καθαρόαιμο R&B, που όμως απευθυνόταν και σε λευκά ακροατήρια. Δύο χρόνια αργότερα, ο Bill Haley & His Comets παρατούσαν το western swing για χάρη του R&B, παίζοντας δυνατότερα το ήδη γνωστό για τα σεξουαλικά του υπονοούμενα “Shake Rattle and Roll” του Big Joe Turner, χωρίς όμως τους προκλητικούς στίχους. Το «νέο» ακατέργαστο rock υβρίδιο βελτιώθηκε το 1954 με το κλασικό “Rock Around the Clock”, που απογειώθηκε μέσα από την ταινία “Blackboard Jungle” την επόμενη χρονιά.

Την ίδια εποχή το R&B του Chuck Berry παρέσυρε τους εφήβους με θεματολογία cars’n’sex’n’school και τρομερή κιθάρα. Στο αντίποδα βρισκόταν ο άσπονδος φίλος του Ike Turner, ο οποίος με το “Rocket 88” το οποίο υπέγραψαν το 1951 οι Jackie Brenston and his Delta Cats, δηλαδή οι μετονομασμένοι Ike Turner and His Kings of Rhythm, που θεωρείται από κάποιους ως ο πρώτος rock’n’roll δίσκος, λόγω και του παραμορφωμένου ήχου που έβγαινε από τον χαλασμένο ύστερα από τροχαίο ατύχημα ενισχυτή του Willie Kizart. Στα Sam Phillip’s Sun Studios του Memphis που έγινε η ηχογράφησή του, ο ιδιοκτήτης, ως νέος Alan Freed, ενθουσιασμένος από την προοπτική να φτιαχτεί μια μουσική για λευκούς και μαύρους, δήλωσε: «Αν μπορούσα να βρω ένα λευκό με νέγρικο ήχο και νέγρικη αίσθηση, θα κέρδιζα ένα δισεκατομμύριο δολάρια». Σε λίγο άνοιξε η πόρτα, μπήκε ο Elvis Presley και δημιουργήθηκε το single “That’s All Right (Mama)” / “Blue Moon of Kentucky”, που έδωσε νέα διάσταση στη blues και την country. Στη συνέχεια, από το 1954 μέχρι το 1956 ήρθαν στο προσκήνιο οι Bo Diddley, Little Richard Jerry Lee Lewis και Fats Domino, για να «κυλήσει» για τα καλά το νερό στο rock αυλάκι.

Ο ιστορικός της μουσικής Robert Gordon έχει δηλώσει: «Το rock and roll δημιουργήθηκε όταν λευκοί χωριάτες προσπάθησαν να παίξουν μαύρη μουσική. To country music υπόβαθρο που είχαν, τους εμπόδιζε και δε μπορούσαν να το κάνουν. Γι’ αυτό δεν αποκαλούμε rhythm and blues ό,τι τελικά έφτιαξαν».

Progressive Rock

Για μερικούς το progressive rock είναι το πιο ποιοτικό μουσικό είδος. Υπηρετήθηκε - συνειδητά ή ασυνείδητα- μόνο από μουσικούς που γνώριζαν από μουσική. Κάτι που ακούγεται μεν, αλλά δεν είναι αυτονόητο, ιδιαίτερα μάλιστα στο πέρασμα των χρόνων. Είχε τεράστιας διάρκειας συνθέσεις, διαρκείς εναλλαγές και περίπλοκες -τουλάχιστον για τη «συμβατική» rock έννοια- ενορχηστρώσεις, με μουσικά σχήματα ή ορχήστρες ενίοτε να συνδράμουν τις μπάντες στην υλοποίηση των οραμάτων τους. Διότι συχνά ως τέτοια αντιμετωπίζονταν αυτά που οι άλλοι αποκαλούσαν τραγούδια. 

Πάμε πίσω στο 1967, τότε που κυριαρχούσαν τα τρίλεπτης διάρκειας τραγούδια και η κιθάρα λίγο - πολύ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα συνοδευτικό του ρυθμού όργανο. Μέχρι που εμφανίστηκε ο «πεπειραμένος» κύριος Jimi Hendrix και όλα άλλαξαν. Στο San Francisco οι The Grateful Dead έπαιζαν για πολλή ώρα αυτοσχεδιαστικά μάντρας τις νύχτες, ενώ οι Vanilla Fudge σκάρωναν τεράστιες επικές εκτελέσεις σύγχρονων απλοϊκών pop τραγουδιών. Την ίδια στιγμή οι Iron Butterfly είχαν μόλις κυκλοφορήσει το “In-A-Gadda-Da-Vida”, μέσα στο οποίο περιλαμβανόταν η ομώνυμη δεκαεπτάλεπτη σύνθεση με εμφανείς επιρροές από τις μουσικές της ανατολής, επιβλητικά σόλο μπαρόκ οργάνου και στιβαρά riffs, δημιουργώντας αυτό που όχι και τόσο σύντομα επρόκειτο να αποκληθεί progressive rock. Τα παραπάνω συγκροτήματα, εκτός από το μουσικό όραμά τους, είχαν κοινό το ότι ανήκαν στην αποκαλούμενη acid rock psychedelia, που στην αντίπερα όχθη εκφραζόταν από τους Pink Floyd. 

Η πρώτη καταγραφή του όρου progressive rock, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί χρονικά. Κάποιοι συνδέουν τη γέννησή του με το όχι και τόσο εξωτικό Todmorden και ειδικότερα με το άξιο τέκνο του Keith Emerson. Ο Keith, αν και είχε κλασική μουσική παιδεία, αγαπούσε εξίσου το R&B και τα blues, τα οποία σταδιακά τον οδήγησαν στη soul τραγουδίστρια P.P.Arnold και στη συνέχεια τους Brian “Blinky” Davidson, Lee Jackson και David O’List, με τους οποίους έφτιαξε τους The Nice. Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν οι The Nice ξεχώρισαν ανάμεσα στα συγκροτήματα της Βρετανικής pop, με τον Emerson να διδάσκει παίζοντας Hammond C3 και να ουρλιάζει μπροστά στο ανυπόμονο κοινό του. Την ώρα λοιπόν που οι The Nice κυκλοφορούσαν το ντεμπούτο τους το 1967, οι φίλοι των Pink Floyd θα μπορούσαν βάσιμα να κάνουν λόγο για τις απαρχές του prog, αν οι The Nice δεν υποστήριζαν τα επιχειρήματά τους ως οι αληθινοί πατέρες του, βασιζόμενοι στα εξής: σε μια άμεση συγγένεια με την κλασική μουσική, μια στιχουργική πομπώδη θεματολογία και μια εκφρασμένη μουσική δεξιοτεχνία. Δηλαδή τα στοιχεία που μετά βεβαιότητας εκφράστηκαν στην πολυσχιδή σύνθεση “Five Bridges Suite” του 1970.

Αρκετά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του ο Emerson ερμήνευσε τη δημιουργία της νέας μουσικής ως εξής: «Την εποχή εκείνη ήταν απολύτως φυσιολογικό ένας μαύρος μουσικός να εμπνέεται από την πολιτισμική κληρονομιά του, δηλαδή τα blues, τα gospel ή ο,τιδήποτε άλλο. Όλα αυτά όμως οδηγούσαν σε μια διαφορετική κληρονομιά και συγκεκριμένα της δυτικής ορχηστρικής μουσικής. Προσωπικά προτιμούσα την ενέργεια της rock και τη μουσικότητα του Bartok ή του Stravinsky». Αν, λοιπόν, οι The Nice θεωρηθούν ως οι πρωτεργάτες του progressive rock, τότε τι να πει κανείς για τους Emerson, Lake and Palmer; Θυμηθείτε το σκοτεινό και τραχύ “Tarkus”, το “Pictures at an Exhibition” που αντλούσε παρανοϊκά έμπνευση από τον Ρώσο συνθέτη Mussorgsky, το κλασικό “Trilogy” και τον ορισμό του progressive rock “Brain Salad Surgery”, που περιλάμβανε τη σύνθεση “Karn Evil Nine”. Γι’ αυτό ο Emerson μπορεί απολύτως δικαιωματικά να διεκδικήσει την πατρότητα του είδους, αν και δε μπορεί κανείς να αγνοήσει το γεγονός ότι ταυτόχρονα στη Βρετανία η μουσική αυτή άνθιζε.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1973, το “Tubular Bells” και το “The Dark Side of the Moon” ήταν δύο άλμπουμ που αναμφισβήτητα θεωρήθηκαν ως prog rock. Ο ειδήμων επί του progressive rock John Bungey διευκρίνισε ότι: «Ο όρος progressive rock δεν είχε εμφανιστεί πριν τη δεκαετία του ‘70. Περιέργως, το είδος αυτό αρχικά αποκαλούνταν new wave. Ως νέος την εποχή εκείνη, θυμάμαι να υπάρχουν στα δισκοπωλεία  προθήκες με μουσική αυτού του είδους και στην πορεία το Melody Maker να χρησιμοποιεί υπερβολικά τη λέξη από “p”. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι σε θέση να πω ποιος είναι ο πατέρας του. Ο Robert Fripp, οι Procol Harum και το “Concerto for Group and Orchestra” των Deep Purple είναι πολύ σημαντικά. Ο Keith Emerson; Τουλάχιστον αυτοί προσπαθούσαν. Πίστευαν ότι αυτή ήταν μια σωστή κατεύθυνση για να πάρει η μουσική και πολλοί έβλεπαν μπάντες όπως οι King Crimson και έλεγαν ότι ήταν εντυπωσιακές. Εγώ πάλι, είδα τους ELP στο φιλμ στο Isle of Wight και μπορώ να πω ότι ήταν τρομεροί».  

Heavy Metal

Ο Dave Davies των The Kinks τα είπε ορθά - κοφτά με οκτώ λέξεις: «Δεν το λέγανε heavy metal όταν το ανακάλυψα», διακωμωδώντας την πεποίθηση μεταξύ των ανοιχτόμυαλων ότι τα “You Really Got Me” και “All Day and All of the Night” έθεσαν τις βάσεις για ένα μουσικό είδος που μερικοί συνδυάζουν αποκλειστικά με τον αποκρυφισμό, ενώ ακόμα περισσότεροι έσπευσαν να θεωρήσουν βραχύβιο, όπως και το punk άλλωστε, και μετανιώνουν την ώρα και τη στιγμή που το δήλωσαν δημόσια. Ο ήχος που έβγαλε ο Dave σε αυτά τα τραγούδια ήταν όντως διαφορετικός από ό,τι σχετικό είχε μέχρι τότε ακουστεί. Βγήκε από μια κιθάρα Harmony Meteor, συνδεδεμένη με έναν 10-watt El Pico ενισχυτή, ο οποίος τροφοδοτούνταν από έναν πιο ορθόδοξο AC 30, με ηχεία τα οποία ο Dave είχε βεβηλώσει με ένα κοπίδι «για να βγάζουν αυτόν τον βραχνό ήχο που του άρεσε». Αυτός ο ήχος, που ήταν ό,τι πιο βαρύ είχε παιχτεί από Βρετανό κιθαρίστα, επηρέασε πολλούς και διάφορους, αρχής γενομένης από τους The Who, με τον Davies να ομολογεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Όλα έγιναν κατά λάθος, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες καταστάσεις».

Κάμποσα χρόνια νωρίτερα, το 1959 είχε γραφτεί στην Ταγγέρη η νουβέλα “Naked Lunch” του William Burroughs, που κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. το 1962 και στη Βρετανία δύο χρόνια αργότερα, στην οποία αναγραφόταν η φράση “heavy metal”. Το βιβλίο αυτό, που σύντομα απέκτησε μυθικές counter-culture διαστάσεις, σίγουρα είχε διαβαστεί από τον Dennis Edmonton (aka Mars Bonfire), ο οποίος το 1968 έγραψε το κλασικό “Born to Be Wild”, που έδωσε στο ντράμερ αδελφό του Jerry προκειμένου να το παίξει με τη μπάντα του, τους Steppenwolf. Τις λεπτομέρειες τις γνωρίζετε καλά: το τραγούδι είχε δυνατά riffs, macho γρυλλίζοντα φωνητικά, απλούς και πιασάρικους στίχους και, φυσικά, τη φράση “heavy metal thunder”. Με νωπή ακόμα τη δυναμική εμφάνιση του Jimi Hendrix στο Monterey Pop Festival, ξεπετάχτηκαν οι  Blue Cheer που υποστήριζαν ότι ήταν η πιο δυνατή μπάντα των Η.Π.Α., καμαρώνοντας που κατά την ηχογράφηση του “Outsideinside” (1968) είχαν σπάσει τα στούντιο μόνιτορ με την ένταση της μουσικής τους.

Η βρετανική «απάντηση» σε όλα αυτά αναμφισβήτητα ήταν οι Black Sabbath. Έχοντας μετονομαστεί έτσι, αφήνοντας το 1969 την αρχική ονομασία τους Earth, ήταν πρωτεργάτες ενός σκληρού και κατά βάση σκοτεινού ήχου, με συχνές δαιμονικές στιχουργικές αναφορές που οφείλονταν στο μπασίστα Geezer Butler, που πλέον καμαρώνει για τον πιστό καθολικό γιο του. Το έτερο μέλος της μπάντας Tony Iommi, που διατηρεί κυρίως φιλανθρωπικούς δεσμούς με την καθολική εκκλησία, έχει δηλώσει: «Χωρίς τους Sabbath, δε θα υπήρχε αυτή η μουσική σήμερα. Την εποχή που ξεκινήσαμε, κανείς δεν έκανε κάτι ανάλογο. Από πού ακριβώς προήλθε; Βασικά, συνέβη λόγω των riff. Τα riff που αρχίσαμε να παίζουμε ήταν κατά κάποιον τρόπο σατανικά». Ο ασχολούμενος με το heavy metal πρώην δημοσιογράφος Dante Bonutto συμφώνησε με τον Iommi, λέγοντας ότι οι Sabbath αντιπροσώπευαν αυτό που ο κόσμος εννοούσε, όταν έλεγε heavy metal, θεωρώντας τη σατανική θεματολογία τους ως μια στάση που υιοθέτησαν επειδή ταίριαζε πολύ με τη μουσική τους.

Μέχρι το 1970 ο όρος heavy metal δε χρησιμοποιούταν ευρέως. Οι Sabbath θεωρούνταν ως μια heavy rock μπάντα. Στα τέλη του 1968 η Island Records έκανε μια προσπάθεια να τον φέρει ενεργά στο προσκήνιο με μια νέα μπάντα, τους The Heavy Metal Kids, αλλά τα μέλη της αρνήθηκαν πεισματικά, επιμένοντας να ονομαστούν Free. Όμως το 1973 ο Gary Holton ηγήθηκε ενός συγκροτήματος που λεγόταν The Heavy Metal Kids και έπαιζε ένα ευρύτερο rock μείγμα. Το Δεκέμβριο του 1974 ο δημοσιογράφος Nick Kent περιέγραψε στην κριτική του το “Physical Graffiti” των Led Zeppelin ως «82 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα απαράμιλλης heavy metal επιδειξιομανίας».

Κατά τη διάρκεια των 70s οι ρόλοι των μελών μιας καθώς πρέπει heavy metal μπάντας αποκρυσταλλώθηκαν. Ο ντράμερ δεν ήταν αφανής, αλλά showman, συνήθως κρυμμένος πίσω από διπλό drumkit (Cozy Powell), ο τραγουδιστής ήταν αληθινός frontman, επιδειξιομανής και με φωνητικές ικανότητες (Ronnie James Dio -εμπνευστής του “evil eye” και ύστερα ταπεινός θρήσκος-, Robert Plant), ο κιθαρίστας δεξιοτέχνης και απρόβλεπτος (Ritchie Blackmore) και ο μπασίστας βλοσυρός (Roger Glover). Στις αρχές των 80s το ευρύ κοινό θεωρούσε το heavy metal ως ένα κατακλυσμό σκληρού ήχου, που έντυνε στίχους για τον πόλεμο, τη βία, το σεξ και τη χρησιμότητα της μελέτης του έργου του Aleister Crowley. Μη ξεχνάτε ότι μιλάμε για την λίγο αλλόκοτη εποχή που ο όρος κατέληξε να υποφέρει από κρίση ταυτότητας, αφού στο πλευρό των Iron Maiden, Saxon, Judas Priest, δε βρίσκονταν μόνο οι Motörhead, αλλά και οι Def Leppard, Kiss και Van Halen. Τα χρόνια που ακολούθησαν απέδειξαν ότι η συγχυτική αυτή για το μη αφοσιωμένο στο heavy metal κοινό φάση ήταν περαστική.

Punk Rock

Ο Jon Savage στο κλασικό βιβλίο του “England’s Dreaming - The Sex Pistols and Punk Rock” γράφει: «Αν μια ιδέα είναι καλή, ξεκινά σε πολλά μέρη αμέσως. Για μένα, δεν έχει σημασία ποιος υποστηρίζει ότι ξεκίνησε το punk, διότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η ιδιοκτησία ή η αρχική δημιουργία, αλλά το πώς αυτές οι ιδέες χρησιμοποιήθηκαν». Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του punk συναντώνται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι δύο σημαντικότερες μορφές, που διεκδικούν παθιασμένα την πατρότητά του είναι αυτές του Νεοϋορκέζου ρόκερ Richard Hell και του Βρετανού ιμπρεσάριου και επιχειρηματία Malcolm McLaren. Κατά έναν όμως αναπάντεχο τρόπο, όσες φορές οι δυο τους βρέθηκαν μαζί, συμπεριφέρθηκαν πολύ συγκαταβατικά, αν και διεκδίκησαν το ιστορικό μερίδιο της δόξας που πίστευαν ότι τους αναλογεί.

Οι Αμερικανοί υποστηρίζουν βάσιμα ότι οι ρίζες του punk μπορούν εύκολα να εντοπιστούν στα εδάφη τους από τα μέσα των ‘60s, τόσο μέσα από τους τρελαμένους ενισχυτές των The Seeds και των ? and the Mysterions, το όλο garage ιδίωμα που στη συνέχεια πείραξαν οι The Velvet Underground, το αιματοβαμμένο ωμό rock των Iggy & the Stooges και MC5, αλλά και την προκλητική και γεμάτη eyeliner εκδοχή του rock των The New York Dolls. Ο McLaren, που ζούσε στη Νέα Υόρκη και ήταν μάνατζερ των Dolls είχε δηλώσει: «Ήταν η πρώτη φορά που είχα συνειδητοποιήσει ότι υπήρχαν μπάντες που ποτέ δεν έπαιξαν πολύ καλά και έφτιαχναν αυτή τη δύσκολη να διαχειριστεί κανείς προκατασκευασμένη κάντο-μόνος-σου μουσική. Υπήρχε επίσης ένα κλαμπ, όπου έπαιζαν κάποιες μπάντες με προϊστορία στο garage rock, που λεγόταν CBGB». Στο μνημειώδες αυτό καταγώγιο του East Village έπαιζαν συχνά οι Television, που είχαν φτιαχτεί από τον Tom Verlaine και τον Richard Hell. Ο Hell με χτένισμα «καρφάκια» και σκισμένα t-shirts, όπως γράφει ο Jon Savage, ήταν πρωτοπόρος στην «ιδέα των γρήγορων και μικρής διάρκειας τραγουδιών που αφορούσαν τους νέους», κάτι όμως που είχαν λίγο πριν κάνει πολύ επιτυχημένα οι The Ramones. Γι’ αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που τους θεωρούν ως τους αληθινούς πατέρες του punk.  

Ο Hell, μιλώντας για την εικόνα του punk και ιδιαίτερα των spiky-barnet μαλλιών, αναφέρθηκε στον Arthur Rimbaud ως έμπνευση, διευκρινίζοντας ότι: «Οι μουσικοί προσπαθούσαν να μιμηθούν τα μαλλιά που είχαν ως παιδιά, που αντιπροσώπευαν την, αναμεμειγμένη με την αθωότητα, αντίθεση στη συμβατικότητα. Όταν ήμουν νεότερος, ήμασταν ξυρισμένοι στα πλάγια του κεφαλιού και αφήναμε αφάνες». Η άλλη αναπόσπαστη με το punk εικόνα ήταν τα σκισμένα ρούχα, που υποδήλωναν αποφασιστικά μια anti-rock στάση: «Ντυνόμαστε το ίδιο είτε ανεβαίναμε στη σκηνή είτε όχι, φορώντας τα t-shirts μέχρι που αποκτούσαν τρύπες, οπότε τις πιάναμε με παραμάνες, μεγαλοποιώντας αυτό όσο μπορούσαμε. Όμως αυτός που το έφτασε στα άκρα ήταν ο Malcolm».

Ο McLaren ήταν ερωτευμένος με τον Hell: «Ήταν ένα υπαρξιακό, ποιητικό πλάσμα, που φορούσε τα σκισμένα του t-shirts με ένα πολύ άνετο στυλ». Όταν μάλιστα επέστρεψε στο Λονδίνο κόλλησε ένα πόστερ του Hell στο μαγαζί Sex που διατηρούσε στην King’s road, γράφοντας πάνω του τον τίτλο του τραγουδιού “Blank Generation” των Television. Το πόστερ αυτό είδε ο μπασίστας Glen Matlock και εμπνεύστηκε το επικό τραγούδι “Pretty Vacant” των The Sex Pistols. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Matlock παραδέχτηκε ακομπλεξάριστα ότι το κύριο riff του τραγουδιού ήταν εμπνευσμένο από το "SOS" των ABBA. Στη συνέχεια ο McLaren ζήτησε από τον Hell να έρθει στο Λονδίνο, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε «επειδή ο McLaren ήθελε να με ελέγχει απόλυτα». Κι έτσι ο McLaren, με τη βοήθεια του Matlock, αναζήτησε νέους μουσικούς με την εικόνα και το στυλ του Richard, το οποίο βρήκε στον Johnny Rotten, που μέχρι τότε δε γνώριζε ποιος ήταν ο Hell και δε δεχόταν κουβέντα από κανέναν, συμπεριλαμβανομένου του McLaren. Η θεωρούμενη από τους συντηρητικούς ως αυτοκαταστροφική μουσική γενιά του “There's no point in asking / You'll get no reply” είχε έρθει για να μείνει. Και τα καταφέρνει ακόμα για τα καλά.