Μουσική Ανασκόπηση της Χρονιάς 1821

Εν τω μεταξύ στην υπόλοιπη Ευρώπη…

Μουσική παραγωγή υπήρχε την χρονιά του 1821. Μουσικοκριτική όμως; Ένα... χειρόγραφο-ανακάλυψη του Αντώνη Ξαγά το οποίο φιλοδοξεί να ξαναγράψει (ή να παραχαράξει;) την ιστορία

Ήταν μια αλυσίδα συγκυριών και συμπτώσεων μέσα από την οποία έφτασε στα χέρια μας ένα σπανιότατο και κιτρινότατο (λόγω ηλικίας προφανώς) χειρόγραφο, ανακάλυψη γνωστού μας αρχαιοδίφη «σε κονισσαλέον σωρόν» (όπως είχε γράψει και ο Ροΐδης) βιεννέζικου λαϊκού παζαριού, χωμένο ανάμεσα στις σελίδες ενός άσχετου βιβλίου μαγειρικών συνταγών. Πρόκειται για ένα εύρημα μεγάλης ιστορικής αξίας το οποίο μπορεί να εμπλουτίσει έως και να αναθεωρήσει ακόμη την ιστορία του Ελληνικού Διαφωτισμού, αποδεικνύοντας ότι οι συμπατριώτες μας της εποχής της Επαναστάσεως είχαν κεραίες συντονισμένες με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, η οποία ήταν τότε το παραγωγικό κέντρο της μουσικής τέχνης (κι ας μην ήξεραν ακόμη ότι ανήκουν σε αυτή).

Το χειρόγραφο φέρει τον παράξενο για τα τότε δεδομένα τίτλο «Φανζίνιον: Το Μουσικόν Πτύον» (φτυάρι δηλαδή) και υπότιτλο «Ανασκόπησις των εν τη Μουσική Δρώμενων του Σωτηρίου μετά Χριστόν Έτους 1821», ο συντάκτης του ωστόσο παραμένει, φευ, ανώνυμος, άγνωστος είναι επίσης και ο τόπος έκδοσής του (ειδικοί μελετητές που το εξέτασαν εμβριθώς, βασιζόμενοι στην απουσία κάθε αναφοράς στην ελληνική εγχώρια σκηνή, αλλά και στους σολοικισμούς και τους βαρβαρισμούς από τους οποίους βρίθει το κείμενο, πιθανολογούν ότι γράφτηκε εκτός του μητρικού ελλαδικού χώρου, με πιθανότερη προέλευση την Τεργέστη, από τα κύρια κέντρα της ελληνικής εμπορικής και διανοούμενης διασποράς της εποχής εκείνης).

Αυτό που μπορούμε σίγουρα να παρατηρήσουμε είναι ότι ο συντάκτης του κειμένου έχει ευρεία οπτική της μουσικής παραγωγής του καιρού του, ενώ σε πολιτικό επίπεδο μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα κοσμοπολίτικο ανανεωτικό πνεύμα και μια αντι-καρμπονάρικη (αναφορά στην ιταλική μυστική οργάνωση και ουχί στην μακαρονάδα) και αντι-φιλελεύθερη στάση (θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η σκιά της μαρτυρικής μοίρας του Ρήγα του Βελεστινλή έπαιξε έναν ρόλο), ένας διχασμός ο οποίος ταλάνιζε ως γνωστόν και τους ίδιους τους αγωνιστές της Επανάστασης. Ασφαλώς δεν διέλαθαν την προσοχή των ειδικών μας και ορισμένοι αναχρονισμοί στο κείμενο, οι οποίοι εγείρουν και κάποιες αμφιβολίες για την γνησιότητα της χρονολόγησης, ωστόσο φρονούμε ότι το γραπτό έχει την αξία του και αξίζει να διαβαστεί, οπότε σπεύδουμε να το δημοσιοποιήσουμε. Ο λόγος λοιπόν στον άγνωστο μας προπάτορα:

. . . . . . . . . . . . . . .

«Ασφαλώς το έτος 1821 δεν έχη εισέτι παρέλθη, υπολείπονται γαρ δύο μήνες έως την εκπνοήν αυτού, εν τούτοις δυνάμεθα να κοινοποιήσομεν τον απολογισμόν αυτού (ας όψεται ο επισπεύδον ανταγωνισμός), αποφαινόμενοι ότι ήτο εν μάλλον μέτριον έτος δια την μουσικήν τέχνην. Απομιμήσεις πολλάς τε και φτηνάς έργων κατεστημένων δημιουργών ταλαιπώρησαν τα ώτα ημών, ρίπτοντας κατά τοιούτον τρόπον αθελήτως άφθονον ύδωρ εις τον μύλον οίτινων υποστηρίζουσιν ότι η μουσικήν απεβίωσεν οριστικώς το έτος 1791 οπόταν ο μέγας Βόλφγκανγκ Θεόφιλος Μότσαρτ απεδήμησε εις τας άγνωστες εκείνες όχθας αφ’ ων δεν υπάρχη επιστροφή, έκτοτε δε ουδέν καινοφανές ήθελε κομισθή εις την Υψηλήν Τέχνην της αρχαίας Μούσης Ευτέρπης, παρά μόνον μηρυκασμοί τε και αναμασήματα. Ίνα όμως μη σπεύσητε εις την κρίσιν υμών και χαρακτηρίσθετε ημάς κριτικούς οξύχολους και κεκολλημένους εις παρελθόντα μεγαλεία, απωλεσθέντες χρυσούς αιώνας και εσκωριασμένες ιδέας ωσάν πεταλίδες εις βράχον θαλασσινόν, σημειούμεν ότι τωόντι υπήρξαν εντός του μέγα εκδοθέντος πλήθους και έργα λίαν αξιόλογα και αξιάκουστα. Θου Κύριε, ουδέν το ριζοσπαστικόν και το ανατρεπτικόν αναμένομεν εις την ευγενή τοιαύτη τέχνην, ουχί μόνον διότι παρθενογένεσις άπαξ μόνον έλαβεν χώρα εις την Ιστορία όταν η Αειπαρθένος Θεομήτηρ Μαρία εμύρισεν τον καρπερόν θεϊκόν κρίνον, αλλά και διότι τοιούτοι λογισμοί θυμίζουσιν δυσοιώνως τας γκιλοτίνας του φρικτού Ροβεσπιέρου και της ανίερης Επαναστάσεως εις την χώραν των Φράγκων, σπίθας της οποίας μαθαίνομεν με φρίκην ότι εμεταλαμπαδεύθησαν και εις την δύσμοιρον πατρίδα ημών, εξαπλούμενες ωσάν πυρκαΐα εις δάσος πεύκης το θέρος, όπου πλείονες εκ των αποκαλούμενων «κλεφτών» και λοιπών ταραχοποιών τε και τρομοκρατικών στοιχείων, πλημμελούς σχέσεως με τον σάπωνα καθώς λέγεται, επήραν τα άρματα και απετόλμησαν να αμφισβητήσωσι την καθεστηκυία Αρχήν του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου. Ημείς αποτασσόμεθα μετά βδελυγμίας τέτοιας προθέσεις.

Εν τοιαύτη λοιπόν ευρισκόμενοι πνεύματος διάθεσιν και μετά από πολλαπλάς ακροάσεις και άφθονον δαπανηθέντα χρόνον, εξεπονήθη ευσυνειδήτως και μετά εμπαθούς αμεροληψίας ο κάτωθι απολογισμός:

Εν αρχή ην ο Μπετόβεν, ας μας επιτραπή η βλάσφημος παράφρασις του βιβλικού Λόγου, θα ήτο μην σφάλμα βαρύτατο να μην κλίνομεν μετά σεβασμού τον αυχένα εις τον γερόλυκον Λουδοβίκο, όστις διόλου δεν επαναπαύεται επί των ήδη κατακτηθεισών δαφνών του, τα υπερ-πεντήκοντα του έτη δεν έχουν ψυχράνει ουδέν κατ’ ελάχιστον τον ζήλον του (άλλως τε ο πεντηκονταετής εστί ο νεανίας της εποχής κατά την αδώμενη λαϊκή ρήση), μολονότι διάφοροι φήμαι δια την βαίνουσα προς πλήριν απώλειαν ακοή κυκλοφορούσιν, τας οποίας δεν επιθυμούμεν να πιστεύσομεν. Εφέτος λοιπόν ο ακάματος συνθέτης συνέγραψεν την «Σονάταν για Πιάνο υπ’ Αριθμ. 30 σε Λα ύφεσιν μείζονα», ήτινα κατά πως μαθαίνομεν ολοκληρούται εντός μόνο 20 λεπτών (δεν έχομεν προσώρας εξετάση ιδίοις οφθαλμοίς την παρτιτούρα, μηδέ εννοείται έχομεν καταφύγει εις παρανόμως κτηθείσες και ανταγραφείσες εκδοχές αύτης). Βέβαιον πάντως εστί το ότι ο Μπετόβεν ουδέν έχη αποδείξαι εις ουδέναν κι ας ενεδρεύουσιν φέροντες καρυοφίλιον ανά χείρας ουκ ολίγοι καλοθεληταί εις την γωνίαν.

Παραμένοντας εις παρομοίαν μουσικήν τεχνοτροπία, δεν θα παραλείψομεν μνείαν εις τον συμπατριώτην και συνονόματόν του Λουίς Σπορ (όστις γεννηθείς Λουδοβίκος εν συνέχεια μετωνομάσθη για λόγους προφανείς) και εις το «Κοντσέρτον δια Κλαρινέτο υπ’ Αριθμ. 3 σε Φα ελάσσονα». Επρόκειται περί συνθέσεως αξιολογοτάτης κι ας ξεύρομεν ότι ο δημιουργός αύτης δεν χαίρει ιδιαιτέρας εκτιμήσεως εις το περίκλειστον σινάφιν ημών των μουσικοκριτικών, οίτινες διακατεχόμεθα ενίοτε από σύνδρομον συμπλεγματικόν έναντι όσων γνωρίζουσι επιτυχία και κατακτώσι αποδοχήν εις τον πολύν κόσμον (τον αποκαλούμενον και «πλέμπαν» εκ των Ρωμαίων πληβείων της αρχαιότητος), αποστρεφόμενοι μετά περιφρονήσεως τα ώτα ημών εκ των έργων αυτών, απαξιούντες τοιούτω τρόπω δημιουργούς ωσάν τον αξιοσέβαστον κύριον Σπορ, δια τον οποίο είμεθα βέβαιοι ότι έχη ήδη κατακτήση την διαχρονικήν φήμην, τα δε έργα αυτού θα μνημονεύονται και θα παίζονται ακόμη και κατόπιν παρέλευσις 200 ετών!

Παρομοία φρονούμεν εστί και η περίπτωσις του εκ του βασιλείου της Νεαπόλεως ορμώμενου Τζοακίνο Ροσίνι, η… πριαπικήν του τολμούμε να είπομεν παραγωγικότης του έτεκεν εφέτος την 32ην (!) του όπεραν, φέρουσα τον τίτλον «Ματθίλδη ντε Σαμπράν». Επρόκειται, όπως υποψιαζόμεθα και εκ του τίτλου, περί όπερας κωμικής του λεγόμενου είδους ‘μπούφα’, επί της οποίας ωστόσο πολλοί κριτικοί εδιχάσθησαν, απόψεις διεσταυρώθηκαν οξείες ως μονομάχου σπάθαι, άλλαι ευμενείς, άλλαι ιοβόλαι, αι οποίαι εθεώρησαν το έργον, ιδιαίτερα την υπόθεσιν του, τόσο κωμικήν ώστε εκαταντούσε τραγική, την δε μουσική ανούσιαν ως νερόβραστη κολοκύνθη. Οφείλομεν όμως ως αντβοκάτοι του Διαβόλου να υπερασπίσομεν τον μέγα Ροσσίνι παρατηρούντες το δυσβάσταχτος άχθος που φέρει εις τους ώμους του, ειδικά μετά την μεγάλην επιτυχίαν που εγνώρισαν παλαιότερα μελοδράματα αυτού όπως ο «Κουρεύς της Σεβίλλης», ηναγκάζοντας αυτόν να ακολουθεί ενίοτε ακουσίως την πεπατημένην οδόν που ο ίδιος εχάραξεν.

Στρέφοντας νυν το βλέμμα προς αναζήτησιν νέου και ζωτικού αίματος, θα ξεχωρίσωμεν σίγουρα εκ των μουσικορυχείων της Βοημίας τον ακατέργαστον αδάμαντα ονόματι Γιαν Βάτσλαβ Βόριτσεκ, και την «Συμφωνίαν σε Ρε μείζονα» αυτού. Τολμηρός κριτής θα ηδύνατο να χαρακτηρίσει ταύτην ακόμη και νεορομαντική καθότι ο νεανίας ακολουθεί πιστά τα χνάρια του Μότσαρτ και του Μπετόβεν. Αξία η προσπάθεια, σε σημεία τινά μάλιστα δύναται να συμπαρασύρη τας κεφαλάς των ακροατών εις παθιασμένας παλινδρομικάς κινήσεις, ενώ ο καιρός γαρ εγγύς ίνα τελειώσομεν οριστικώς με στερεότυπα του τύπου «καλόν εστί για βοημικόν» και λοιπάς τέτοιας άστοχας παρομοιώσεις τε και αναλογίας.

Φρονούμε επίσης πως οφείλομεν να έχομεν τα ώτα μας κυριολεκτικώς ως κύνες ορτσωμένα προς τον έτι αγένειον, μόλις δωδεκαετή και εκ σπουδαίου παραγωνίου κρατούντος (εγγονός γαρ του παλαιού φιλοσόφου Μωυσή Μένδελσον) Γερμανοεβραίον Φέλιξ Μένδελσον Μπαρτόλντι, όστις με τας «Συμφωνίες του για έγχορδα» («Streichersinfonien» γερμανιστί) καλλιεργή ελπίδας για το μέλλον, ημείς είμεθα πεπεισμένοι ότι θα απασχολήση κατ’ εξακολούθησιν τας στήλας του «Μουσικού Πτυός». Η μουσική του μειρακίου ετούτου ηκούγεται ωσάν όστις να έθεσεν εντός ιγδίου μαρμάρινου τον Χάυδν, τον Μπαχ και τον Μότσαρτ και να κατέτριψεν αυτούς μετά πάθους, εις εν αποτέλεσμα ότι προαναγγέλλη μέλλουσας αρετάς και επιτεύγματα λαμπρά. Κρατούμεν συγχρόνως και μία επιφύλαξιν (χυδαϊστί «πισινήν») και ένα χαλινόν εις τους υπερβολικούς διθυράμβους που του επιδαψιλεύουσιν ήδη ακράτως πλείστοι συνάδελφοι, ειδικά της ανταγωνιστικής έκδοσης «Το Δικράνιον», άτινες συχνότατα αρέσκονται εις κενάς επιδείξεις παναγνώστων, ακόμη και εκ της μητρός αυτών, μουσικών όπως και νέων τάσεων διαβιουσών μόνο εις την κεφαλήν και τα γραπτά αυτών.

Δια το κομμάτιον το οποίο θα καταλάβη την θέσιν Ένα του φανζινίου μας για το έτος 1821, η εκλογή δεν ήτο δύσκολος, κι ας ομιλούμεν περί ενός λίαν καλώς κεκρυμμένου μυστικού, ωσάν κλέφτικον αμνοερίφιον ψηνόμενον εις θαμμένην χόβολην, το οποίο επιπλέον δεν έχη καν αντικρύση το φως της επισήμου δημοσιότητος (μην ερωτάτε πως το ηκούσαμεν ημείς, διότι θα ανταπαντήσομεν «τι νομίζετε, μπρίκια κολλώμεν;). Δημιουργός είναι ο λίαν αγαπητός εις τα σελίδας τούτας Φραγκίσκος Σούμπερτ, η σύνθεσις φέρει τον τίτλο «Gesang der Geister über den Wassern», ήτοι «Άσμα των πνευμάτων επί των υδάτων», και αποτελή μελοποίησιν ποιήματος του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, μία υπνωτικής επιρροής χορωδιακή νυκτωδία, στοιχειωτική, στοχεύουσα εν τοις μυχοίς της καρδίας μας και βυθίζουσα ημάς εις όνειρον νυκτός ασέληνου και γλυκείας.

Περαίνοντας το αφιέρωμαν ετούτον, ουδέν απομένει παρά να ευχηθώμεν το νέον έτος 1822 να φέρη τα βέλτιστα και τα κρείττονα εις την μουσικήν και εις…

. . . . . . . . . . . . . . .

Κάπου εδώ διακόπτεται λίγο απότομα το χειρόγραφο, την συνέχειά του πιθανότατα δεν θα την μάθουμε ποτέ. Έχουμε όμως την αμφίβολα προνομιούχα θέση να γνωρίζουμε την συνέχεια των μουσικών που μνημονεύονται στο κείμενο: έτσι, το αναφερόμενο έργο του Schubert τελικά εκδόθηκε μόλις το 1858, τριάντα ολάκερα χρόνια μετά τον θάνατό του, και όντως θεωρείται από τα ομορφότερα χορωδιακά του δημιουργήματα, ο μικρός «αγένειος» Mendelssohn μεγάλωσε (κι ας μην απέκτησε ποτέ γενειάδα) και πράγματι έγινε σπουδαίος συνθέτης, από τους σημαντικότερους του 19ου αιώνα, και ευρέως πολυακουσμένος ακόμη και στον χώρο πέραν των ρεκτών της κλασικής μουσικής καθώς ήταν εκείνος που συνέθεσε το «Γαμήλιο Εμβατήριο», ο Rossini συνέχισε για χρόνια να γράφει όπερες με καταιγιστικό ρυθμό (έφτασε τις 39 τελικά), αντίθετα ο φέρελπις Βοημός (και μετέπειτα Τσέχος) Jan Václav Voříšek δεν του έμελλε να γράψει άλλη συμφωνία καθώς πέθανε από την… ποιητική νόσο της φυματίωσης το 1825. Ο δε τόσο αποδεκτός και δημοφιλής στην εποχή του Louis Spohr ξεχάστηκε αγρίως, τα έργα του σπανίως ανασύρονται από την ναφθαλίνη. Όσο για τον Ludwig van Beethoven, τα λόγια είναι μάλλον περιττά, έγινε ‘Ο’ Μπετόβεν, όνομα εμβληματικό, συστατικό της σύγχρονης κουλτούρας (ακόμη και της ποπ, ακόμη και ως… σκύλος), το 2020 μάλιστα εορτάστηκαν τα 250 χρόνια από την γέννησή του με μια λαμπρότητα η οποία σκιάστηκε από την έλευση του κορονογιού.

Α, και last but not least (που λένε και στην πατρίδα του Κάνιγγος και της Καμίλας), εκείνη η επανάσταση των κλεφτών και τρομοκρατών ανταρτών στην άκρη της Βαλκανικής Χερσονήσου, νομίζω όλοι γνωρίζουμε ότι εστέφθη με τόση επιτυχία ώστε να μπορούμε σήμερα να αναπνέουμε τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας (κατά προτίμηση με μάσκα FFP2), να μπορούμε να περπατάμε στον δρόμο με το κεφάλι ψηλά (αρκεί να έχει σταλεί SMS πριν) και άφοβα (υπό την επιτήρηση των γκλομπ των ζαπτιέδων του Βεζίρη Προστασίας του Πολίτη), να μπορούμε να απολαμβάνουμε την ελευθερία της έκφρασης, και να εορτάζουμε με καλαισθησία και μεγαλοπρεπείς παρελάσεις ενώπιον ντόπιων και ξένων κοτζαμπάσηδων και μπεϊζαντέδων την 200η της επέτειο. Καλά πήγε αυτό… Βέβαια ως γνωστόν τα πρώτα 200 είναι τα δύσκολα, τα επόμενα 200 είναι τα κρίσιμα…