Μουσική και ποδόσφαιρο: Δώσε κλότσο να κυλήσει...

Με τη σέντρα του Μουντιάλ της Ρωσίας, ο Αντώνης Ξαγάς πιάνει το θέμα "μπάλα και μουσική", το κλείνει στα καρέ του και το πολιορκεί από (σχεδόν) κάθε πλευρά.

Vinnie JonesΣαν να τα βλέπω ήδη τα υψωμένα φρύδια... Και τις εκφράσεις εκνευρισμού. Μπορεί και απέχθειας. Μα είναι δυνατόν; Οποία ιεροσυλία να ανταμώνονται στην ίδια πρόταση ένα σπορ, και μάλιστα τόσο ανταγωνιστικό και διεφθαρμένο (όπως ...ξέρουμε όλοι μας), που απευθύνεται στα πλέον κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα με την πλέον υψηλή "καθαρή" των τεχνών, τη μουσική; Τι δουλειά έχουν τα έργα του ποδαριού (το κλωτσοσκούφι που έλεγε ο πατέρας μου) με τα υψιπετή ιδανικά μιας τέχνης; Και φανταστείτε ακόμη δεν έχω εκφράσει καν την άποψη ότι και το ποδόσφαιρο μπορεί δυνητικά να γίνει και αυτό Τέχνη...

Πάντως φαινόμενα "ποδοσφαιροποίησης" (κατά το κλισέ -και αδίκως- λεγόμενο) της μουσικής υπάρχουν ουκ ολίγα (και χωρίς να πιάσουμε τη διαφθορά, το κυνήγι του κέρδους και έναν σωρό άλλους σκελετούς που κρύβουν στην ντουλάπα τους οι δισκογραφικές). Έχω γνωρίσει π.χ. κόσμο που αν τους πεις κακή κουβέντα για τον αγαπημένο τους μουσικό, σε αντιμετωπίζουν λες και τους έχει προσβάλλει τη μάνα, την κουνιάδα και όλο το σόι μέχρι τετάρτου βαθμού εξ αγχιστείας. Έχει άραγε καμία ουσιαστική διαφορά αυτό με το οπαδιλίκι με το ανάλογο αρρωστιλίκι με τον "γάβρο" π.χ.; Έχω παραβρεθεί επίσης σε λάιβ όπου η ατμόσφαιρα ελάχιστα διέφερε από εκείνη μιας θύρας νούμερο τάδε ελληνικού γηπέδου, σε πανκ mosh-pit όπου "πηδάνε και κλοτσάνε λες και παίζουνε φουτμπόλ" (στίχος από παλιό ελληνικό τραγούδι του Δημήτρη Ευσταθίου που παρωδούσε το νεόκοπο τότε ροκ εν ρολ με τον αμίμητο τίτλο "Αχ βρε Πρίσλεϋ"). Ακόμη και τα "τσαρτς" δεν είναι παρά απότοκο της μανίας των αγγλοσαξόνων για βαθμολογίες και κατατακτήριες σειρές, είτε μιλάμε για ...άλογα κούρσας στο Άσκοτ είτε για ομάδες της Τσάμπιονσιπ είτε για τραγούδια.

Μουσική και ποδόσφαιρο λοιπόν. Μια σχέση συμβίωσης από την αρχή (και πολύ πριν ο Elton John και ο Αντώνης Ρέμος γίνουν ...προεδράρες). Αμφότερα μπορεί να ξυπνήσουν πάθη, συγκινήσεις, να κινητοποιήσουν συναισθήματα, σκέψεις, μπορεί να γίνουν επιφάνειες προβολής εθνικιστικών και άλλων ψυχιατρικών συνδρόμων, ακόμη και όπλα προπαγάνδας και αποβλάκωσης των μαζών (αλλά και της επανάστασης, όπως είχε πει ο Τσε), να διαπλεχθούν με την εξουσία (για περισσότερα τα λέει ωραία ο Διονύσης Ελευθεράτος στο "Εξουσία τι μπάλα παίζεις;"). Εν ολίγοις να αποκτήσουν μια διάσταση πολλαπλή, κοινωνική, οικονομική, πολιτική, αλλά και εντελώς ψυχαγωγική. Το ποδόσφαιρο έχει δώσει αφορμές ακόμη και για πολέμους (βλ. τη σύρραξη Ονδούρας με Ελ Σαλβαδόρ το 1969) αλλά και συμφιλιώσεις, όπως εκείνη η διάσημη ιστορία της χριστουγεννιάτικης ανακωχής του 1914, όταν οι εμπόλεμοι αντίπαλοι άφησαν κάτω τα όπλα, συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη και έπαιξαν μπάλα, σαν παιδιά -που παιδιά ήταν έτσι κι αλλιώς-, μια ιστορία που απαθανατίστηκε δεκαετίες αργότερα στο κομμάτι των Farm "All together now", το οποίο έκτοτε έζησε τη δική του ζωή στις βρετανικές κερκίδες). Και φυσικά για να παιχτούν αμφότερα χρειάζονται εκείνο το μεταφυσικό χάρισμα που το λέμε ταλέντο.

Franz BeckenbauerΔεν θα αγγίξουμε εδώ το ακανθώδες ζήτημα "τι εστί Τέχνη" και "τι είναι ομορφιά", όμως φρονώ πως σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έκφρασης η οποία έχει αναφορά στην ευαισθησία, την αισθητικής και το ωραίου μπορεί δυνητικά να γίνει Τέχνη και μάλιστα υψηλή. Έκφρασης ακόμη και με μια μπάλα! Εν τέλει το ποδόσφαιρο είναι βγαλμένο από τη ζωή, και μάλιστα αποτελεί από τις πλέον ενστικτώδεις της εκδηλώσεις. Δώστε μια μπάλα σε ένα παιδί που ίσα που περπατά. Θα την κλωτσήσει και ασταθώς και αδέξια θα τρέξει ξωπίσω της με αθώα χαρά. Ένα παιδί που παίζει πίσω από μια μπάλα... Και η τέχνη ένα παιχνίδι δεν είναι στο κάτω-κάτω της γραφής; (κάτι που έχει θεμελιώσει φιλοσοφικά ο Χουιζίνγκα με τον homo ludens του). Και η ζωή μην είναι μια μπάλα που κυλά, που μαζί της κυλάνε επιθυμίες, όνειρα, ελπίδες ("και αν η φτώχεια διαρκώς μας βασανίζει, είναι στρογγυλή η μπάλα και γυρίζει"), ακόμη κι έρωτες ("δεν μπορείς κυρά μου να παίζεις πια φουτ(ε)μπόλ με την καρδιά μου" όπως τραγούδησε και η Μαρίκα Νίνου). Κι ας μην υπάρχει γκολ και νίκη στο τέλος του δρόμου, παρά μόνο το αμείλικτο σφύριγμα της λήξης. "Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου, κλότσ' από δω, κλότσ' απο κεί" είχε γράψει ο Ταχτσής.

Κι αν το ποδόσφαιρο είναι απλά 22 γομάρια που κυνηγάνε ένα τόπι, μην είναι και η μουσική ένας τύπος που γρατζουνάει κάτι χορδές, ή η ζωγραφική ένας τύπος που απλά πιτσιλάει χρώματα σε ένα τελάρο; Η τεχνική είναι πάντα απομυθοποιητική. Η αισθητική όμως μπορεί να είναι αναγνωρίσιμη και μάλιστα υπό προϋποθέσεις ευρέως λαϊκή. "Αρτίστες" αποκαλούσανε παλιά τους ντρι(μ)πλαδόρους, το είδος που εκλείπει από το σύγχρονο ποδόσφαιρο (όπως ίσως κατ' αναλογία εκλείπουν και οι μελωδοί στη σύγχρονη μουσική). Ο Σοστακόβιτς (ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός της Ζενίτ Λένινγκραντ και είχε γράψει και ένα έργο με ποδοσφαιρικό περιεχόμενο και τίτλο "Η χρυσή εποχή"), έβλεπε το ποδόσφαιρο σαν το "μπαλέτο των μαζών" (και δεν θα αντισταθώ εδώ να κάνω τον συνειρμό με τις αυταρχικά αρμονικές χορογραφίες του Λομπανόφσκυ στην πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ και τη Δυναμό Κιέβου - ο μύθος λέει μάλιστα ότι είχε προσλάβει ειδικά έναν χορογράφο από τα Μπολσόι!). Και ο Εντουάρντο Γκαλεάνο μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου έβλεπε καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου να χορεύουν το ταγκό. Κατά μία έννοια μια ποδοσφαιρική ομάδα μοιάζει και με μια ορχήστρα τζαζ. Κάπου μεταξύ αυτοσχεδιασμού και πειθαρχίας, εκεί που μπορεί να προκύψει η πλέον ανυπόφορη κακοφωνία αλλά και η πιο καθηλωτική μαγεία. Ο Παζολίνι θα το τραβήξει, γνήσιος προβοκάτορας, ακόμη πιο πέρα, αναγνωρίζοντας το ποδόσφαιρο σαν την "τελευταία ιερή παράσταση των καιρών μας", την πιο γνήσια μορφή Τέχνης.

Αλμπέρ ΚαμύΚαι αν είναι τούτος ακριβώς ο μαζικός και λαϊκός χαρακτήρας του αθλήματος η κύρια αιτία της καταφρόνησης του, η μαγεία του δεν άφησε ασυγκίνητους πολλούς από τους λεγόμενους ανθρώπους του πνεύματος, πέρα από ελιτίστικες προκαταλήψεις και κοινοτοπίες. "Μετά από τόσα χρόνια και αφού είδα πολλά, ό,τι ξέρω για την ηθική και το καθήκον του ανθρώπου το οφείλω στο ποδόσφαιρο" συμπυκνώνει σε μάθημα ζωής την εμπειρία του (είχε παίξει για κάποια χρόνια τερματοφύλακας στην ποδοσφαιρική ομάδα του Πανεπιστημίου στο Αλγέρι, πριν ένας τραυματισμός του κόψει -ευτυχώς;- την καριέρα) ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ. Σε ανάλογο πνεύμα, από την αντίπερα όχθη, ο παλιός προπονητής Τζιοβάνι Τραπατόνι είχε πει κάποτε ότι "όποιος ακούει Μότσαρτ, μπορεί να παίξει καλύτερο ποδόσφαιρο. Μαθαίνεις πολλά για τις εντάσεις, το τέμπο, τον ρυθμό. Μαθαίνεις τη λογική να διαβάζεις ένα παιχνίδι".

Με αυτό το τόσο σοβαρό λοιπόν παιχνίδι ασχολείται το χωρισμένο σε νοηματικές ενότητες αφιέρωμα που ακολουθεί, μια ενδεικτική χαρτογράφηση ενός αχανούς κόσμου, εκεί που το ποδόσφαιρο και η μουσική συναντήθηκαν (ενίοτε και συγκρούστηκαν) πιο άμεσα, πέρα από αναλογίες και μεταφορές. Στην κερκίδα ή σε ένα μουσικό στούντιο. Η επιλογή εννοείται ότι βασίστηκε αναπόφευκτα σε προσωπικά (και ενίοτε οπαδικά) κριτήρια. Θα μου συγχωρεθεί ελπίζω...

Μουντιάλ: κι όλα τα έθνη προσκυνάνε σώβρακα και φανέλες
Εδώ και αν υπάρχει άπλετος χώρος για απομυθοποίηση, εδώ οι παθογένειες, τα συμφέροντα και η διαφθορά παίζουν πραγματικά μπάλα σε ρόλο ...δεκαριού. Μολαταύτα τούτη η τετραετής σύναξη των εθνών διατηρεί ακόμη κάτι από τη παλιά της έλξη, όσο κι αν έχουμε γκώσει κι από την τηλεοπτική υπερπροσφορά θεάματος. Είναι ίσως αυτή η ψευδαίσθηση οικουμενικότητας, ίσως και το γεγονός ότι η επανάληψη αυτή δίνει μια παρηγορητική κυκλικότητα στον άτεγκτο γραμμικό χρόνο λειτουργώντας συγχρόνως σαν σημαδούρα μνήμης στο πέλαγος του παρελθόντος. Κι ας μην είναι τα πράγματα όπως παλιά (ποτέ δεν ήταν). Γιατί οπωσδήποτε τα ωραιότερα Μουντιάλ είναι εκείνα που έζησες μικρός, τότε που όλα σου φαίνονταν μεγάλα και οι παίχτες έμοιαζαν παιχταράδες (και τους μάζευες σε χαρτάκια από "τύχες" και γκοφρέτες, εγκαινιάζοντας την πορεία σου στον αγορίστικο κόσμο των συλλεκτών). Και όσο μεγαλώνεις-γερνάς, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της νοσταλγίας οι μορφές τους γιγαντώνονται ακόμη πιο πολύ σε σύγκριση με το Σήμερα που δεν είναι όπως Τότε, γκρίνιααα, μιζέρια και υψηλή ....χοληστερίνη.

Placido DomingoΚαι κάπως έτσι, σχεδόν παβλοφικά ξυπνάνε οι παιδικές αναμνήσεις, όλοι θυμούνται το πρώτο τους Μουντιάλ, σχεδόν όσο και το πρώτο σεξ, το δικό μου ήταν 9 χρονών το 1982 (για Μουντιάλ μιλάμε ε;) στην Ισπανία, ακόμη θυμάμαι το ομώνυμο παγωτό κυπελλάκι, ακόμη ...δεν θυμάμαι τον επίσημο ύμνο της διοργάνωσης "El Mundial", τραγουδισμένο πάνω σε στερεότυπα ταυρομαχικό ρυθμό από τον καλλικέλαδο Placido Domingo (όπως δεν θυμάμαι σχεδόν κανέναν επίσημο ύμνο, κανένας δεν έχει μείνει άλλωστε πραγματικά στα ευρύτερα χείλη από τότε που οι Los Ramblers τραγούδησαν το "El Rock del Mundial" για τη Χιλή του 1962, κι ας πήραν στο ενδιάμεσο την εργολαβία ονόματα όπως ο Daryl Hall, o Vangelis, o Ricky Martin και η Shakira με το αλήστου μνήμης "Waka Waka (Esto es Africa)", εκνευριστικό όσο και η βουβουζέλα σε εκείνο το Μουντιάλ).

Και αν παραμείνω για λίγο ακόμη βυθισμένος στο ροζ πέπλο των αναμνήσεων, δεν μπορεί να μην με ξαναδώ στην προνομιακή αλάνα μας σε ατελείωτο μεσημεριανό παιχνίδι, στα 3 κόρνερ πέναλτυ, μπακότερμα και άλλοι απροσδιόριστης προέλευσης κανονισμοί, και μόλις βράδιαζε να βγαίνουν οι μανάδες στο μπαλκόνι, Τάσσοοο, Αντώννηηη, κομ, σπίτι αμέσως, μόνο τούτη την εποχή δεν χρειαζόταν ο κόπος γιατί μαζευόμασταν μόνοι μας, το βράδυ γαρ ...άρχιζε το ματς που τραγουδούσε τότε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ("Το ματς"), κι ας ήταν Νέα Ζηλανδία - Σκωτία (Άρτσιμπαλ, Νταλγκλίς!) κι ας μην μας δονούσε του Διακογιάννη η φωνή, που μολαταύτα μας είχε καταφέρει να μας κολλήσει τις εμμονές του με το αγγλικό ποδόσφαιρο. Ίσως όχι άδικα κιόλας, άλλωστε μιλάμε για την μητρόπολη και του ποδοσφαίρου και της ποπ κουλτούρας (ψάρεψα ένα άρθρο του Ηλία Μπαζίνα από το αρχείο μου στο οποίο σημείωνε δηκτικά: "έχει στηθεί μια ολάκερη βιομηχανία αφορισμών, αναπόδεικτων συνήθως- και κλισέ με σκοπό να εκθρέψει το μύθο του αήττητου των κυρίαρχων Λαών (...) Επειδή οι Εγγλέζοι πολέμησαν καλά στο Πουατιέ και στο Τραφάλγκαρ, θεωρήθηκε ότι ήταν εξ ορισμού αήττητοι και στο ποδόσφαιρο") Έκτοτε είναι παράδοση σε κάθε διοργάνωση να ασχολούμαστε με το δράμα της εθνικής Αγγλίας που κάθε φορά λες και ακολουθεί πιστά την μπεκετιανή ρήση "προσπαθεί να αποτύχει καλύτερα". Η κακοδαιμονία πάντως δεν έχει εμποδίσει την ομάδα να τραγουδά. Ξεκινώντας εκεί λίγο μετά το πρώτο και μονάκριβο 1966, με το (προφητικό;) "Back home" (αξιοπερίεργο είναι ότι στο b-side υπήρχε ένα τραγούδι με τον μάλλον κρυπτικό και άσχετο τίτλο "Cinnamon Stick", ήτοι ... ξυλάκι κανέλας). Το 1982 τραγούδησαν όλο αισιοδοξία "This time, we'll get it right", το 1986 πίστευαν ότι είχαν "The whole world at our feet" (δεν λογάριασαν όμως ένα ... θεϊκό χέρι), το 1990 έφτασαν στην κορυφή, όχι όμως την πολυπόθητη, αλλά εκείνη των βρετανικών τσαρτς με το εξαιρετικό "World in motion" των New Order με την εξαιρετική ομολογουμένως σύμπραξη του John Barnes στο ραπάρισμα. Και η ιστορία συνεχίζεται... Ίσως τελικά να μην έχει σημασία καν το αποτέλεσμα, αλλά το όνειρο, όπως τραγούδησαν με μελαγχολικό ρομαντισμό και ανάλαφρο αυτοσαρκασμό το 1996 (με αφορμή το τότε σπιτικό Euro) οι Lightning Seeds στο "Three lions": "Three lions on a shirt/Jules Rimet still gleaming/thirty years of hurt/never stopped me dreaming".

Η συνήθης ...αφυπνιστική Νέμεσις των ονείρων της αγγλικής ομάδας, η γερμανική δηλαδή (και ας μην αναπαράγουμε και εδώ την ατάκα του Λίνεκερ που έχει κολλήσει από τότε σαν τσίχλα στα στόματα των σπορτκάστερζ και δεν λέει να βγει), έχει να επιδείξει από τη μεριά της σαφώς λιγότερες μουσικές επιτυχίες (ευτυχώς κατά μία έννοια), σε μια αλησμόνητα κιτς πάντως στιγμή η Nationalmannschaft συνέπραξε επί σκηνής με τους ...Village People τραγουδώντας "Far Away in America".

Feest met OranjeΕίπαμε, δεν θα το εξαντλήσουμε το θέμα, αξίζει όμως να σταθούμε στις δύο μεγάλες απούσες του φετινού Μουντιάλ, η απουσία των οποίων ξενερώνει σχεδόν ανεπανόρθωτα τη διοργάνωση. Στην Ιταλία δηλαδή, η οποία το 2006 τραγούδησε ομαδικά τον εναλλακτικό ιταλικό ύμνο, το "Azzurro" που είχε γράψει ο Paolo Conte και απαθανάτισε με την ερμηνεία του ο Adriano Celentano (μέχρι να έρθει ο ...Γκατούζο να του δώσει μια άλλη διάσταση. Η άλλη απούσα, η "βασίλισσα χωρίς στέμμα" Ολλανδία, το 1990 κυκλοφόρησε ολόκληρο δίσκο (τίτλος "Feest met Oranje") βασισμένο σε μεταλλαγμένα ιταλικά καντσόνι και μελωδίες, Volare και O Sole mio και τέτοια, όπου απειλούν την Άρτα και τα Γιάννενα ("ερχόμαστε") και φυσικά κοροϊδεύουν τους άσπονδους γείτονες τους, Αριβεντέτσι Ντόιτσλαντ (οι οποίοι βέβαια μετά, σε πείσμα αυτών κατέκτησαν εκείνο το κύπελλο). Για μια αίσθηση πάντως των μεγεθών, όποιος επισκεφθεί σήμερα στο Άμστερνταμ το "Het Oranje Voetball Museum" και αντέχει, μπορεί να ακούσει πάνω από ...100 κομμάτια μόνο για τους "οράνιε".

Και η χώρα μας, η Ελλάδα μας; Όχι, τούτη τη φορά δεν άρκεσε η "ελληνική ψυχή" για την πρόκριση. Και εδώ πάντως αξέχαστη θα μείνει εκείνη η πρώτη φορά, το 1994 στις ΗΠΑ, όταν μουσικά την είχε συνοδέψει, για το μεν πιο λαϊκό κοινό το "Γεια σου Ελλάδα" του Μάριου Τόκα, ερμηνευμένο από τον τραγουδιστή του γαλάζιου Γιάννη Πάριο, για το δε πιο έντεχνο το "Ελλάδα, Ελλάδα" του Χρήστου Νικολόπουλου και του Μάνου Ελευθερίου με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα. Τελικά ίσως πιο ταιριαστό να ήταν το ..."Μια βροχή θα μας σώσει" (είμαστ' απροπόνητοι, ντεφορμέ και σκόρπιοι") που είχε γράψει ο Κώστας Τουρνάς μες στην παρακμή του εκεί στα 1989, αλλά φευ, σε εκείνο το Μουντιάλ ο ήλιος στα γήπεδα της Αμερικής έλαμπε αδυσώπητος. Δέκα ακριβώς χρόνια αργότερα η ντροπή θα ξεπλυθεί για τα καλά για το ελληνικό ποδόσφαιρο με την κατάκτηση του Γιούρο (όχι πάντως από μουσική άποψη, αν θυμηθούμε εκείνο το σινγκλάκι που είχε βγει από την Planetworks ως "Οι Νικητές", διάστικτο από την παράκρουση του Χελάκη και πάνω σε ένα μπουζουκομπίτ βγαλμένο από τις χειρότερες κασέτες της ...Πλάκας, ενώ στο Μουντιάλ της Βραζιλίας πήγαμε χορεύοντας παραδοσιακή ...σάμπα με τους Locomondo και την Εθνική Ομάδα Αστέγων. Κι αν κάποιος θυμηθεί τους παλιότερους "Πρωταθλητές" των Φατμέ, μολονότι κάποια στιγμή το άσμα έγινε όντως γενικής χρήσης, αρχικά είχε γραφτεί για την άλλη μπάλα, την ...σπυριάρα και τον μπασκετικό θρίαμβο του 1987.

Τραγούδια και ύμνοι για την ..."μία είναι η ομαδάρα"
Ακόμη κι αν δεν είσαι οπαδός, ούτε καν φίλαθλος, δεν μπορεί να μην σε συνεπάρει ο μαζικός ηλεκτρισμός αν βρεθείς μέσα σε μια γεμάτη και παλλόμενη κερκίδα. Εκεί όπου μπορεί να νιώσεις την ατομικότητα σου να διαλύεται σε ένα "ανήκειν", σε κάτι που σε υπερβαίνει. Έστω κι αν αυτό είναι ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος (και ας μνημονεύσουμε στο σημείο αυτό δύο κομμάτια που έχουν χρησιμοποιήσει ως sample το γηπεδικό ambience, ήτοι το "Fearless" των Pink Floyd το οποίο κλείνει με τις ιαχές από το γήπεδο της Έβερτον και το "La Düsseldorf" των ομώνυμων κραουτάδων, το οποίο ανοίγει με τις επευφημίες των οπαδών της τοπικής Fortuna - η οποία ειρήσθω εν παρόδω, φέτος ανέβηκε ξανά στη Μπουντεσλίγκα με διπλή χαρά κιόλας, καθώς συγχρόνως έπεσε και η μισητή γειτόνισσα Κολωνία).

Gerry & the PacemakersΘα χάναμε κυριολεκτικά τη ...μπάλα αν μπαίναμε και στα χωράφια των τραγουδιών της εξέδρας. Ρυθμοί και μελωδίες τις εποχής, σε διασκευή, σε παρωδία, σε παράφραση (we will we will fuck εεεε rock you) έχουν στρώσει το χαλί για κάθε είδους ευφάνταστο και μη σύνθημα (νομίζω ο Άρης Καραμπεάζης θα μπορούσε να γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο πάνω στο θέμα). Από την εποχή του απλοϊκού "Na Na Hey Hey" των Steam και του "Go west" μέχρι το σήμερα όπου παντού ακούς το "Seven Nation Army" των White Stripes (που να το φανταζόντουσαν οι δυο τους όταν το έγραφαν, στη χώρα μάλιστα όπου "football" σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό). Από αμερικάνικη γραφίδα πάντως έχει γεννηθεί και το θρυλικό "You'll never walk alone", η σύνθεση χρονολογείται από το 1945 και ένα μιούζικαλ, τον Ατλαντικό τον διάβηκε στην Mersey εκτέλεση των Gerry & the Pacemakers και από εκεί έφτασε στην ιδιαίτερα ...μουσικόφιλη κερκίδα της Λίβερπουλ, η οποία εκείνα τα χρόνια παρακολουθούσε στενά τα μουσικά τεκταινόμενα (ακούστε εδώ το πέταλο, στο αποκορύφωμα της Μπητλομανίας να τραγουδά "She loves you γιε γιεεε"). Ένα τραγούδι το οποίο σιγά-σιγά το τραγούδι, χάρις και στο συγκινητικό του μήνυμα απλώθηκε ανά την Ευρώπη, σήμερα αντηχεί σε ένα σωρό άλλα γήπεδα (μια καλή π.χ. εκτέλεση ακούγεται στο πάντα κατάμεστο Βεστφάλεν της Μπορούσια Ντόρτμουντ). Είναι μάλιστα περίπου το ίδιο μήνυμα (και γραμμένο και αυτό για μια προσωπική τραγική απώλεια) που είχε και το "Πέρασε η μπόρα" του Νίκου Ζιώγαλα, το οποίο σαν "Μόνη ξανά δεν θα σ' αφήσω" είχε υιοθετηθεί για κάποιο διάστημα από τους οπαδούς της ΑΕΚ.

Και σε αυτή την κατηγορία λοιπόν δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μπροστάρηδες οι Άγγλοι, με ύμνους και τραγούδια των ομάδων τους να έχουν κατά καιρούς κατακτήσει πανύψηλες θέσεις στους καταλόγους επιτυχιών, με ίσως πιο επιτυχημένο σαν single το "Come on you reds" του 1994 της ίδιας της Manchester United με την καθοριστική συνδρομή των Status Quo (για την οποία Μάντσεστερ μόνο, λέγεται ότι υπάρχουν καμιά 200αριά τραγούδια). Κάποια ευτυχώς έχουν ξεχαστεί ντροπιασμένα στη λήθη, όπως εκείνο το ελεεινό "The Anfield Rap" της Liverpool FC του 1988 (κάπως πιο της προκοπής ήταν το "Pass and move (it's the Liverpool Groove)" μαζί με τους Boot Room Boys, ουσιαστικά τους Apollo 440). Το πιο ωραίο και μελωδικό για μένα είναι εκείνο της αχώνευτης ...Τσέλσκυ (sic) με τίτλο "Blue is the color", τραγουδισμένο από την ομάδα του 1972. Κι αν όπως ήδη υπονοήσαμε οι διασκευές και οι δανεισμοί δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στον χώρο, ήταν εν τούτοις ιδιαίτερα περίεργο το γεγονός ότι το τραγούδι το υιοθέτησε αυτούσιο και η σουηδική ομάδα της Χάμαρμπυ, παρόλο που τα χρώματά της ήταν το ...πράσινο και το λευκό.

ΠαναρκαδικόςΣε ύμνους για την ομαδάρα εννοείται ότι δεν υστερούμε και στα καθ' ημάς, σχεδόν κάθε ομάδα(ρα) έως και τον πάτο της κάθε τοπικής κατηγορίας έχει τον δικό της. Γραμμένο συνήθως από κάποιον οπαδό που ...κάτι ξέρει από νότες, με αυτοσχέδιους στίχους που μοιάζουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, κάποιο περήφανο ζώο (αετοί, πάνθηρες, λιοντάρια κλπ), οι λεβέντες και τα παλικάρια, οι νίκες (πάντα νικάμε), η Ιστορία μας (όλες οι ομάδες είναι "ιστορικές"), μια γνησιότητα η οποία ακροβατεί πολλές φορές στα όρια της γραφικότητας. Κι αν τους ύμνους των τεσσάρων μεγάλων τους έχουμε εμπεδώσει μέχρι αηδίας, ας εκφράσω εν τούτοις την αισθητική μου προτίμηση για εκείνον της ΑΕΚ, όχι φυσικά μόνο για το σουρεαλιστικό του στίχου "σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια" αλλά κυρίως για το ρετρό πια λαϊκό του κλίμα, το μπουζούκι, τη φαρφίσα, το ελεγχόμενο έκο. Από κει και πέρα έχει πάντα ενδιαφέρον η ηχητική αποτύπωση του κουλέρ λοκάλ της κάθε περιοχής, είτε μιλάμε για το επιθετικό υβρίδιο ροκ-ραπ του Θρασύβουλου Φυλής είτε για το κλαρίνο του ΠΑΣ Γιάννενα με την φωνή του ίδιου του Αλέκου Κιτσάκη. Και για το γυρίσω στο τοπικιστικό, στην αρκαδική πατρίδα, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον εσωτερικό της διχασμό, από τη μία η νέα ομάδα της πόλης, ο Αστέρας Τρίπολης, από την άλλη η ιστορία που είναι ο Παναρκαδικός, ο ένας Ευρώπη "και έκανες περήφανη την πόλη", ο άλλος Γ' Εθνική και "γνήσια παιδιά του Γέρου του Μωριά", το καινούργιο και το μοντέρνο κόντρα στο παλιό και παραδοσιακό, με τη διάκριση να αναδεικνύεται ακόμη και στους ύμνους, σύγχρονος και μάλλον αδιάφορος ο ένας, μπουζούκι λαϊκό από μια άλλη εποχή ο άλλος, φορτωμένος με τις πρώτες γηπεδικές μου μνήμες εκεί πάνω στο σκληρό άβολο τσιμέντο, Κυριακές μεσημέρια, γήπεδο ξερό και σκονισμένο, τρούφα στο διάλειμμα, διαφημίσεις τοπικών βουλκανιζατέρ από τα μεγάφωνα και κάπου από δίπλα από ένα τρανζιστοράκι να ακούγεται η αξέχαστη μελωδία του "Goldene Jahre" του Michel Cretu, η "ΕΡΑ Σπορ στα γήπεδα". Ρε για πότε πέρασαν τα χρόνια...

Μια άλλη προσωπική ηχητική μου αδυναμία είναι ύμνοι ομάδων που έχουν γραφτεί εκεί στα 60s ή στα 70s, ειδικά σε ρυθμούς beat και europop. Κι ας πρόκειται για άσημες ομάδες, όπως το μικρό αριστούργημα "Canarino va" από τους Equipe 84 για την ομάδα της Μόντενα. Ή το ακαταμάχητο sing-along του "Allez les verts", του ύμνου της Σεντ Ετιέν, από την εποχή που η ομάδα μεσουρανούσε στη Γαλλία έχοντας στις τάξεις τον μετέπειτα αστέρα Μισέλ Πλατινί και τον αδικημένο και πλέον ξεχασμένο Ζαν-Φρανσουά Λαριός (ας όψεται εκείνο το ...κέρατο, ο τύπος είχε ξενοπηδήξει και μάλιστα την ίδια τη γυναίκα του Μισέλ). Ήταν 1976, ακριβώς τότε που η Σεντ Ετιέν έπαιξε και τελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων, τον οποίο έχασε μεν από την Μπάγερν Μονάχου, ένας μικρός τηλεθεατής ονόματι Bob Stanley όμως είχε εντυπωσιαστεί από την εμφάνιση και το ...εξωτικό του ονόματος, τόσο ώστε καμιά δεκαετία αργότερα όταν έφτιαξε το δικό του συγκρότημα να το ονομάσει Saint Etienne.

Ενώ πιθανότατα μια ανάλογη διαδρομή να οδήγησε στον σχηματισμό του μάλλον άγνωστου americana σχήματος που λέγεται Red Star Belgrade, είναι λίαν ασαφής και γριφώδης η νοητική αλληλουχία που ώθησε το ...ακαταλόγιστο (φαίνεται και από το όνομα) λιβερπουλιανό συγκρότημα των Half Man Half Biscuit να γράψει κομμάτι με τίτλο ..."All Ι want for Christmas is a Dukla Prague away kit" (ήτοι για τους μη-μυημένους, την φανέλα που φορούσε στα εκτός έδρας ματς η Ντούκλα Πράγα, ίσως η μεγαλύτερη ομάδα της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας, η οποία έχει πλέον διαλυθεί - ο αθλητισμός γενικά είναι ένα διαρκές μάθημα του sic transit gloria mundi. Αντιθέτως το συγκρότημα υπάρχει ακόμη, έχει βγάλει μάλιστα και νέο δίσκο φέτος). Παραμένοντας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, ας αναφέρουμε και την ΤΣΣΚΑ Σόφιας με την πολυτάραχη ιστορία, στα 80s μετά από ένα επεισοδιακό ντέρμπυ κατηγορήθηκε για διατάραξη "των φιλικών σχέσεων των σοσιαλιστικών πεποιθήσεων" (!;) και διαλύθηκε, μετονομάστηκε σε Σρεντέτς, μόνο όταν έπεσε το καθεστώς αποκαταστάθηκε. Για να έρθουν κάμποσα χρόνια αργότερα οι Ladytron (μία από τις κοπέλες των οποίων, η Mira Aroyo έχει βουλγαρική καταγωγή) να της αφιερώσουν ένα ομώνυμο κομμάτι ("CSKA Sofia").

Attila the StockbrokerΚαι στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσα να μη θυμηθώ τον πανκ ποιητή Attila the Stockbroker και την ξεκαρδιστική του παρλάτα "Albanian football" όπου δηλώνει φαν της ...Παρτιζάν Τιράνων (μιλάμε για τύπο που είχε παίξει τότε live ακόμη και στην θεόκλειστη Αλβανία του Εμβέρ Χότζα). Από την άλλη σε πιο mainstream μονοπάτια, το πανκ γκρουπ του γερμανικού κατεστημένου, οι Toten Hosen, έχει κομμάτι με τίτλο "Bayern", προφανή αναφορά στην αχώνευτη υπεροπτική ομάδα της Βαυαρίας, με το κομμάτι να συντάσσεται με το παλλαϊκό αίσθημα, διηγούμενο την ιστορία ενός φιλόδοξου νεαρού ο οποίος "δεν θα πήγαινε ποτέ μα ποτέ στην FC Bayern München", σε αυτή την "Scheissverein" (αυτό ας το αφήσω αμετάφραστο). Από την άλλη ο Julio Iglesias δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να πάει στην Ρεάλ Μαδρίτης, εκεί μάλιστα είχε κάνει και τα πρώτα του βήματα, στα τσικό της ως τερματοφύλακας, μέχρι που ένα ατύχημα (γι' αυτόν αλλά μπορεί και για τη ...μουσική) του έκοψε την καριέρα. Δεν ξέχασε όμως την μεγάλη του αγάπη, στην πρώτη του δισκογραφική απόπειρα, ένα σινγκλάκι με τίτλο "Se lei non c'é (la vida sigue igual)", ποζάρει ο ίδιος στο εξώφυλλο περήφανα στο χορτάρι ενός μεσημεριάτικου άδειου, πάντα επιβλητικού όμως Μπερναμπέου.

Παίχτες και τραγούδι: από φωνή ...ποδάρα
Ναι, ισχύει, η ομάδα είναι πάνω απ' όλα, η ατομική επίδοση δεν έχει σημασία (τα επαναλαμβάνουν σαν mantra οι ποδοσφαιριστές μετά από κάθε αγώνα παγκοσμίως), σε πείσμα όμως όλων αυτών των στερεότυπων, των μάγων των πάγκων, των στατιστικών, της εργομετρίας, της επιστήμης και των συστημάτων, είναι ακριβώς οι παίκτες εκείνοι που καθορίζουν το παιχνίδι, αυτοί είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές (εκτός αν σε λένε Αλέφαντο και σε κάνουν τραγούδι Τα Παιδιά από την Πάτρα). Με τα ονόματά τους δεν είναι λίγες οι φορές που γίνονται συνθήματα και τραγούδια. Και αν δεν φτάνει αυτό, πολλές φορές στήνονται οι ίδιοι πίσω από τα μικρόφωνα. Γιατί όχι, οι άλλοι που τραγουδάνε ...καλύτεροι είναι;

Για να το πιάσουμε από τις πρώιμες μέρες του αθλήματος, αξίζει να γυρίσουμε το ρολόι στην "κόκκινη Βιέννη" του Μεσοπολέμου, τότε που ακουγόταν παντού το τραγούδι "Heute spielt der Uridil" ("Σήμερα παίζει ο Ούριντιλ"), ένα φοξ-τροτ που είχε κάνει σουξέ ο Hermann Leopoldi, αφιερωμένο στον θρυλικό (και προλεταριακής καταγωγής) επιθετικό της Ραπίντ Βιέννης και της ξακουστής Βούντερτημ της εθνικής Αυστρίας. Ήταν τότε που το ποδόσφαιρο γινόταν θέμα συζήτησης στα εστέτ καφενεία της Βιέννης και τους κύκλους των διανοούμενων, δίπλα στην τέχνη και στην πολιτική, μια εποχή που έχει χαραχτεί στη ρομαντική μνήμη ειδικά αφού τελείωσε βίαια κάτω από την μπότα της ναζιστικής λαίλαπας, η νοσταλγία για την οποία θα στείλει χρόνια αργότερα έναν Στέφαν Τσβάιχ στην αυτοκτονία.

Εκείνα τα ίδια χρόνια, λίγο νοτιότερα, το άστρο του Giuseppe Meazza (πριν γίνει ...γήπεδο) αποθεωνόταν σε ένα σουξέ της εποχής όπου "σκοράριζε στο ρυθμό του χορού φοξτρότ", δεν το βρήκα το κομμάτι, αλιεύω όμως την αναφορά του από το εξαιρετικό για όποιον ενδιαφέρεται για την ιστορία των συστημάτων του ποδοσφαίρου (πέρα φυσικά από το fuckin' 4-4-2) βιβλίο "Αντιστρέφοντας την πυραμίδα" του Τζόναθαν Γουίλσον (στα ελληνικά έχει βγει από τις εκδόσεις Polaris).

Βαγγέλης ΔημητριάδηςΓια να έρθουμε όμως στους νεότερους χρόνους, και να σταθούμε στον κορυφαίο, τον μεγαλύτερο όλων. Στον άγιο όπως τον αναγόρευσαν σε ομώνυμο άσμα οι Mano Negra. Εκείνον για τον οποίο ο Manu Chao έγραψε το "El vida tombola", που θα χρησιμοποιηθεί και από τον Εμίρ Κουστουρίτσα σε ντοκυμαντέρ στο οποίο ο Manu συναντά το είδωλό του ζωντανά σε μια λίαν συγκινητική στιγμή. Εκείνον για τον οποίο ο Ηλίας Λάγιος έγραψε το ποίημα "Μπαλάντα των απερχόμενων ντριπλέρ του καιρού τούτου" (όπου τον ονειρεύεται ως "νεροσυρμή στην εσχατιά του πόνου"). Αυτόν που αποτέλεσε σύμβολο για μια ολάκερη ήπειρο, που σαν να αλάφρυνε με το ...χέρι του το βάρος μιας μακραίωνης αποικιοκρατίας και ενός ατυχούς πολέμου (όπου κατά τον Μπόρχες "δύο φαλακροί μάλωναν για μια τσατσάρα"). Αυτόν που κατάφερε να γίνει ίνδαλμα σε μια πόλη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα. Που το όνομά του επικαλέστηκαν κάποια τυπάκια από ακόμη πιο μακριά, οι Teflon Brothers στην μάλλον άμπαλη Φινλανδία, σε ένα electro σουξέ τους. Που κάτι emo ροκάδες, οι Brand New τον έβαλαν δίπλα στον Elvis. Και που ένας Βαγγέλης Δημητριάδης τόλμησε να τον φέρει σε τραγουδιστική ομοιοκαταληξία με την ...Μαντόνα. Χρειάζεται τελικά να αναφέρουμε το όνομα του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα;

Από την άλλη, ο συνήθης αντίπαλος του για τον τίτλο του καλύτερου όλων των εποχών, έμεινε πάντα ο "μπαγαπόντης μιγάδας" που διψούσε για αναγνώριση και αξιώματα, δεν ευτύχησε κιόλας να τραγουδηθεί από άξια χείλη μακριά από την πατρίδα του (μην μπερδευτεί κανείς, ο δίσκος της Tori Amos "Boys for Pele" αναφέρεται σε μια ηφαιστειακή θεότητα της Χαβάης). Γι' αυτό ίσως να αποπειράθηκε ο ίδιος να τραγουδήσει, και μάλιστα το έκανε κατ' εξακολούθηση, συνεργαζόμενος πάντως με κορυφαία ονόματα της βραζιλιάνικης σκηνής, όπως π.χ. την πρόωρα χαμένη Elis Regina ("Perdao, nao tem") ή τον διάσημο μποσανοβίστα Sergio Mendes, σε ένα soundtrack για τη ζωή του (με τίτλο τι άλλο, "Pelé").

Φεύγοντας από το λατινοαμερικάνικο δίπολο και ερχόμενοι στα ευρωπαϊκά τερραίν, θα ξεκινήσουμε από τον τεράστιο Johan Cruyff, ξεπερνάμε την αφιέρωση που του έκαναν οι Αυστραλοί Dawn Again ‎σε ένα ομότιτλο EP του 2016 και θα ακούσουμε τον ίδιο να τραγουδά εύθυμα "Oei Oei Oei (Dat Was Me Weer Een Loei)", σε ελεύθερη μετάφραση "όι όι άλλο ένα χτύπημα-συμφορά". Θα μπορούσε να αναφέρεται στο ίδιο το ...τραγούδι ή σε εκείνη την επώδυνη ήττα από την Δυτική Γερμανία στον τελικό του 1974, αν η ηχογράφηση δεν ήταν του 1969. Τουλάχιστον, αν στα Μουντιάλ ατύχησε, σε συλλογικό επίπεδο σήκωσε κάμποσες φορές την κούπα με την ομάδα του τον Άγιαξ που με το ολοκληρωτικό της ποδόσφαιρο θα γοητεύσει ακόμη και κάποιον σαν τον Μανόλη Αναγνωστάκη ο οποίος χρόνια αργότερα με το εύγλωττο ψευδώνυμο "Αλ. Καμής" θα γράψει ένα αποθεωτικό κείμενο.

Gerd MüllerΚαι ποιοί ήταν αυτοί που στέρησαν από τον μεγάλο Γιόχαν το χρυσό αγαλματίδιο (πέρα από την υπεροψία της ομάδας του); Η μεγάλη απόκρουση του Sepp Maier σε τετ-α-τετ του Τζόνι Ρεπ; (και θα αναφέρουμε εδώ το new-wave βρετανικό σχήμα με τον μάλλον σουρεαλιστικό όνομα Sepp Maier's Gloves - εξαιρετικό κομμάτι το "Ambition"). To πέναλτι που εκτέλεσε εύστοχα ο Paul Breitner, ο σπουδαίος αυτός επιτελικός μέσος με την αφάνα (για την οποία έγραψαν οι Die Ärzte το "Der Afro von Paul Breitner") και τις μαοϊκές πεποιθήσεις; (που ακόμη έχει μείνει στην συλλογική μνήμη, τόσο ώστε οι ιταλοί shoegazers Stella Diana να γράψουν κομμάτι "Paul Breitner" εν έτει 2010). Να ήταν το περίφημο γυριστό σουτ του γκολτζή Gerd Müller που έγραψε το 2-1; (και αυτός ακόμη πέρασε από την δισκογραφία, τραγουδώντας για τον εαυτό του "Dann macht es Bumm"). Ή να ήταν απλά η παρουσία της προσωπικότητας του αρχηγού-κάιζερ Franz Beckenbauer (και αυτός είχε κάνει ένα μπάσιμο στη δισκογραφία, λίγο μετά τον χαμένο τελικό του 1966, όταν έπνιξε τη λύπη του σε τραγούδια από το κάτω ράφι του γερμανικού schlager, σαν και το "Gute Freunde kann niemand trennen").

Τα πράγματα μπορούν πάντως να γίνουν πολύ χειρότερα αισθητικά, όπως όταν ο Jean-Mari Pfaff, σπουδαίος Βέλγος τερματοφύλακας της δεκαετίας του '80, παίρνει μεταγραφή για την Μπάγερν και τραγουδάει σε χούμπα τοπικό μπυρορυθμό "I was a Belgian, now I'm a Bavarian" (το κομμάτι έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς σε αυτό θυμάται σαν κορυφαία στιγμή της καριέρας του το πέναλτυ του Δαμανάκη που έπιασε στον αγώνα κόντρα στον ΠΑΟΚ, στερώντας έτσι μια ιστορική πρόκριση για την ελληνική ομάδα. Μένοντας σε κόκκινα βαυαρικά χρώματα, δεν μπορούμε να μην μνημονεύσουμε το κομμάτι ενός βρετανικού ντουέτου, των Alan & Denise, μια ελαφρώς σκωπτική ωδή στον "Rummenigge" (τον Καρλ-Χάιντς ασφαλώς) και στα "σέξυ του γόνατα" (όπου θα γυρίσω πίσω στην παιδική μου αλάνα, όπου όλα τα παιδιά είχαμε παρατσούκλια ποδοσφαιριστών της εποχής, και θυμάμαι εμένα τον ...Μπλαχίν να παίζω συμπαίκτης με κοτζάμ Ζίκο, Φαλκάο, Ταρντέλι και φυσικά Ρούμε).

Ruud GullitΕπιστρέφοντας στους Οράνιε, περίπου την ίδια χρονιά ηχογραφούσε και ο ...Μπατίστα των πλουσίων, ο Σουριναμέζος (που εδώ τον λέγαμε Μολούκο, όπως και όλους αντάμα τους ...μαυρίζοντες Ολλανδούς, καμία σχέση δηλαδή, αλλά ποιος νοιάστηκε;) Ruud Gullit έναν δίσκο με τίτλο "Not the dancing kind", ένα πλαστικό ρέγκε κυριολεκτικά για τα πανηγύρια (μέχρι και έκο-έκο-έκοοοο έχει). Υποθέτω και ο ίδιος αν ήταν στο χέρι του θα κατέστρεφε κάθε αντίτυπο που ίσως ακόμη κυκλοφορεί...

Από την άλλη μεριά της Μάγχης, ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής που αναδείχθηκε ποτέ στο Νησί δεν τραγούδησε ποτέ (κι ας τον αποκαλούσανε "πέμπτο Μπητλ", μολονότι έπαιζε στο Μάντσεστερ). Εν τούτοις απαθανατίστηκε στο εξώφυλλο και στον τίτλο του εξαιρετικού πρώτου δίσκου των Wedding Present, ενώ η αγωνιστική του παρουσία, τα μακριά μαλλιά και η ροκ του αύρα συγκίνησαν μέχρι και έναν Μάνο Χατζιδάκι για να γράψει ένα (μη-μελοποιημένο φευ) ποίημα προς τιμή του με τίτλο "Μπαλάντα για τον Τζορτζ (ή Γεώργιο όπως τον αποκαλεί) Μπεστ", "Θεέ μου, με τι ψυχή γινόταν ο ίδιος πάθος". Αν πάντως πιστέψουμε (εν προκειμένω ας μην το κάνουμε) τον John Peel, το σπουδαιότερο ποδοσφαιρικό κομμάτι όλων των εποχών (!) είναι το "Sharp as a needle" από τους Barmy Army (βασικά τον Adrian Sherwood) για τον μεγάλο Σκωτσέζο Kenny Dalglish.

Από την άλλη ουκ ολίγοι συμπατριώτες τους εζήλωσαν τη δόξα του τραγουδιστή, από τον σπουδαίο Kevin Keegan, η ιδιοφυία του οποίου δεν αποτυπώθηκε καθόλου στο μετριότατο "Head over heels in love", γνωρίζοντας εν τούτοις μια επιτυχία στην κεντρική κυρίως Ευρώπη, έως τον Paul Gascoigne, ο οποίος το 1990 έκανε ντόρο με την διασκευή στο "Fog on the Tyne", με τη συμμετοχή των σπουδαίων Lindisfarne μάλιστα (πολύ πλάκα έχει ένας δίσκος του 1999 από το σχήμα των Beerzone, οι οποίοι διασκευάζουν Undertones ως "Just another scandal", σε διαμαρτυρία για τον αποκλεισμό του "Γκάζα" από την αποστολή του '98). Ακόμη και ο "κακός" Vinnie Jones, το δρεπανηφόρο που όργωνε το γήπεδο της Wimbledon FC, μπήκε με ανάλογη διάθεση στη μουσική και εκτέλεσε το παλιό γνωστό "Woolly Bully", κυκλοφορώντας το μάλιστα στην περίφημη ανεξάρτητη εταιρεία Cherry Red, ναι αυτή που έβγαζε και τα αριστουργήματα των Eyeless in Gaza των Felt, των Monochrome Set και πολλών άλλων. Το πράγμα εξηγείται αν διαβάσουμε το ιστορικό, ότι ο ιδρυτής της διετέλεσε και αντιπρόεδρος στην Wimbledon και ήταν φανατικός με την μπάλα, μέχρι και χορηγίες έδινε σε ομάδες και μικρά τοπικά πρωταθλήματα.

Ροζέ ΜιλάΘα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ την παράθεση των επίδοξων αοιδών-μπαλαδόρων, το πεδίο της δόξης (λέμε τώρα) αποδείχθηκε λαμπρό για πολλούς. Να μνημονεύσουμε π.χ. τον Paolo Rossi, ο οποίος όταν πιάστηκε ανακατεμένος σε σκάνδαλο στημένων αγώνων το 'ριξε προσωρινά στο τραγούδι για να επιστρέψει μετά και να χαρίσει στην Ιταλία το Μουντιάλ του 1982. Ή τον μέσο των τρικολόρ τον Marius Trésor ο οποίος στο "Sacré Marius" τραγουδά το ...βιογραφικό του. Ή τον Ροζέ Μιλά, το λιοντάρι του Καμερούν, που μόλις κρέμασε τα παπούτσια του και επέστρεψε στην πατρίδα του, έβγαλε ολόκληρο δίσκο "Dance with the lion". Ή τον Ιταλοβέλγο Έντσο Σίφο. Τον Βραζιλιάνο Ζούνιορ. Και η λίστα πάει λέγοντας (και κλαίγοντας).

Πλησιάζοντας προς το σήμερα, δεν μπορεί παρά να φτάσουμε (και να σταματήσουμε) στον τεράστιο Ζινεντίν Ζιντάν. Τον άνθρωπο που ξεκινώντας από τα κακόφημα σοκάκια της Μασσαλίας έφτασε στην κορφή του κόσμου οδηγώντας μια ομάδα μαύρων και μεταναστών σε τρόπαια (και τσαντίζοντας τον Λε-Πεν). Για τον οποίο τη μουσική σε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο σε αυτόν έγραψαν ολόκληροι Mogwai. Κι ας έκλεισε την καριέρα του άδοξα (;) με μια κουτουλιά, κάνοντας όλο τον κόσμο να αναρωτιέται και τον Μανόλη Ρασούλη μαζί με τον Yehuda Poliker "Ζιζού Ζιζού, τι σου 'πε ο κοπρίτης μαφιόζο και σου φρικάρησε το νου";

Ο ιδιόρρυθμος στιχουργός μας δίνει τέλεια πάσα για να έρθουμε και στους δικούς μας αστέρες, ήταν ο ίδιος άλλωστε που είχε κάνει τραγούδι και ομοιοκαταληξία τον Κούδα και τον Βούδα, ανεβάζοντας ακόμη και την κουλτουριάρα Ελλάδα στα τραπέζια με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου. Και ας σημειωθεί ότι είναι κυρίως οι πιο sui generis χαρακτήρες, οι πιο ανένταχτοι στο προβλεπόμενο καλούπι εκείνοι που τιμήθηκαν, είτε θυμηθούμε τον Χρήστο Αρδίζογλου για τον οποίο έγραψε ωδή-ποίημα ο Γιώργος Μαρκόπουλος είτε εκείνο τον τύπο με τις "κάλτσες στον αστράγαλο και τη φανέλα όξω/στους ώμους να ανεμίζουνε τα μαύρα σου μαλλιά" όπως τον αναπαρέστησε στο "Hey Βαμβακούλα" η αλήστου μνήμης ...πρωτοτρολ-ροκ-πανκ μπάντα Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια, μέχρι να φτάσουμε στην ρέγκε ωδή των Ομοθυμαδόν στον "δεν είναι από τους Ζουλού, δεν είναι απ' τους Παπούα" συμπαθή πρώην επιθετικό του Ολυμπιακού Lomana Lua Lua.

Η πιο γνωστή ιστορία (για τις παλαιότερες γενιές τουλάχιστον) ποδοσφαιριστή που αποπειράθηκε να γίνει τραγουδιστής είναι αυτή του κατά τεκμήριο μεγαλύτερου έλληνα ποδοσφαιριστή, του Μίμη Παπαϊωάννου, ο οποίος κάπου στα μέσα των 60s είχε πιάσει φιλίες με τον Καζαντζίδη, είχε σταθεί μάλιστα δίπλα του στο πάλκο, κάνοντας και μια μίνι περιοδεία στην Γερμανία. "Είχε έντονο το ποντιακό στοιχείο ο Μίμης γι' αυτό τον έβαλα να κάνει κάποια νούμερα με την μπάλα και να λέει ποντιακά τραγούδια" είχε πει ο ίδιος ο Στέλιος στον Πάνο Γεραμάνη, "...έβγαλε καλή φωνή, του είπα ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως τραγουδιστής. Του επισήμανα όμως ότι με την μπάλα θα μπορούσε να κάνει πολύ καλύτερα πράγματα". Και είχε δίκιο...

Χουάν-Ραμόν ΡότσαΑπό την άλλη οι κάπως πιο νεότεροι σίγουρα θα θυμούνται την περίπτωση του Χουάν-Ραμόν Ρότσα, όχι μόνο για τον κακό χαμό που είχε με την ιστορία του "Μπουμπλή" ή για τις αναμφισβήτητες ποδοσφαιρικές ικανότητες, αλλά για τις αμφισβητήσιμες μουσικές του απόπειρες, που είχαν αποτυπωθεί και σε βινύλιο από την ΕΜΙ μάλιστα, όπου σαν Ρότσα και οι Canibal Libre "εκτελεί" διάφορα γνωστά λάτιν (γιατί όχι, την ίδια περίπου εποχή το έκανε και ο Γιώργος Νταλάρας)

Σφύρα το επιτέλους...
Κλείνοντας τούτο το εξαντλητικό αφιέρωμα (ουχί πάντως ολοκληρωμένο, είπαμε, μπορείς να περάσεις ολάκερη ζωή σκαλίζοντας), μια ενδεκάδα ακόμη τραγούδια συναφή με το θέμα, ξέμπαρκα και ανένταχτα:

1. Genesis - Match of the day
2. Billy Bragg - Moving the goalposts
3. Chumbawamba – Football song
4. Belle & Sebastian- I don't want to play football
5. Patrik Fitzgerald - No fun football
6. The Holy Modal Rounders - Football blues
7. Ι Ludicrous - Football, beer and a cigarette
8. Half Man Half Biscuit - The referee's alphabet (ναι πάλι αυτοί, έτσι για να μην κλείσει ένα ποδοσφαιρικό κείμενο στα ελληνικά χωρίς να έχει αναφερθεί η λέξη ...διαιτητής)
9. Γιώργος Ροβερτάκης/Πάνος Γαβαλάς - Αν κερδίσω το Προ-Πο (από την αθώα προ στοιχήματος εποχή του τζόγου)
10. Γρηγόρης Μπιθικώτσης/Νίκος Καρανικόλας/Μπάμπης Μπακάλης- Ποδόσφαιρο και χωρισμός
και φυσικά...
11. Τάκης Βαμβακίδης - Ανατροπή και πέναλτι (στη γκόμενα απέναντι)

Και κάπου εδώ θα βάλω μια τελεία. Ή μήπως καλύτερα αποσιωπητικά;
. . . . .