Her Name Is Jazz
Ένα κείμενο του Άρη Καραμπεάζη που μας συστήνει μία από τις πιο ιδιαίτερες τζαζίστριες της εποχής μας (προσοχή: περιέχει πολλές φορές την λέξη Kamasi)
Η Muriel Grossmann στην επίσημη σελίδα της στο bandcamp αναφέρει την Ισπανία ως την χώρα εκείνη στην οποία πρέπει να την πιστώσουμε. Όχι βέβαια ως χώρα καταγωγής της, αλλά πάντως ως έδρα της, έννοια που εν προκειμένω υπερβαίνει, αλλά πάντως εμπεριέχει, την σημασία που της αποδίδεται στον νομικό κόσμo, στον χώρο των brands και των εταιρειών, ίσως και των συναλλαγών, αν μας επιτραπεί να θεωρήσουμε ότι η μουσική, υπό πολλές έννοιες, μία συναλλαγή είναι και αυτή.
Συμφωνούμε. Παρά τα όσα ακούγονται περί αίματος, θερμού/ψυχρότερου κλπ, ή πιο τραβηγμένα για διάφορα DNA που φέρουν επάνω τους ρυθμούς/μελωδίες/χορούς κ.ο.κ., τα headquarters στη μουσική έχουν πολλές φορές ουσιαστικότερο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα από ότι οι τόποι καταγωγής. Που έχουν και αυτή τη σημασία τους, αλλά πάντως φιλτραρισμένη μέσα από το οτιδήποτε τους ακολουθεί.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον γεννήθηκε στο Παρίσι, μεγάλωσε ακολουθώντας κλασικές σπουδές μουσικής στη Βιέννη, και από το 2002 πρώτα στη Βαρκελώνη, και στη συνέχεια και μέχρι σήμερα στην Ibiza, «έχτισε» τον ήχο και τις μπάντες της, ως σαξοφωνίστρια και jazz leader, στην Ισπανία, θα ήταν μάλλον άτοπο να προτάσσει την αυστριακή της καταγωγή.
Κάπου εδώ θα χωρούσαν κοινοτοπίες του στυλ «η jazz είναι μια διεθνής γλώσσα και δεν έχει πατρίδα», που όμως είναι εξίσου ανόητες με τα παραπάνω πατριδοκεντρικά, στο βαθμό που καθώς στερούνται ορθής θεώρησης της ιστορίας της, αποσυνδέουν τόσο την jazz (όσο και άλλα είδη μουσικής, για τα οποία τυχόν διασπείρονται) από τις χώρες, τις πόλεις, τις γειτονιές και εν τέλει τους ανθρώπους εκείνους, που πράγματι ασκούν καταλυτικό ρόλο όχι μόνο στη γένεση, αλλά και στην εξέλιξη τους στον χρόνο.
Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα όμως, και το γεγονός ότι η Grossmann πατάει και με τα... τρία πόδια στην μεγάλη αμερικάνικη jazz παράδοση, και μάλιστα ειδικά στην περίπτωση του άλμπουμ ‘Golden Rule’ όχι μόνο την προτάσσει εμφατικά, αλλά και την εμπεριέχει αποσπασματικά, αλλά παραδόξως αυτούσια, στις συνθέσεις της, απλώς έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι που είναι από... αιώνες γνωστό και βεβαιωμένο για την jazz που «παράγεται» τόσο στην Ευρώπη, όσο και αλλού, εκτός Αμερικής δηλαδή.
Από εκεί και πέρα, σε ένα θέμα που πάντα μας απασχολεί, καθότι όσο και αν γερνάμε ακούγοντας τελικά οτιδήποτε, ποτέ δεν θα συνταχθούμε με την άποψη ότι η μουσική είναι (δήθεν) μία:
Θα μπορούσαμε τεχνηέντως, αλλά όχι δολίως πάντως, να ισχυριστούμε ότι αφενός γιγαντώθηκε, αφετέρου εξαντλήθηκε (πρόωρα;), με την περίπτωση του Kamasi Washington, το μεγαλύτερο μέρος της (όποιας) προβληματικής περί του πώς και γιατί ακροατές, οπαδοί, απλοί και σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά (...) και με την πιο στενή έννοια μουσικόφιλοι - συλλέκτες και μη, μουσικός τύπος και ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ακόμη και promoters εκτός του τυπικού jazz κυκλώματος κ.λ.π.-, έφτασαν να απασχολούνται όχι απλά εντατικά, αλλά μέχρι και μονοπωλιακά σε κάποιες περιπτώσεις, ειδικά μετά το μισό της προηγούμενης δεκαετίας, με την jazz.
Δηλαδή με το θεμελιώδες μουσικό εκείνο genre, που παρά την διαχρονικά εγνωσμένη ποιοτική του διαβάθμιση, και το ότι συμμετέχει συνεχώς ενεργά στην εξέλιξη άλλων μουσικών ειδών (hip hop κλπ), ασφαλώς και με ειλικρίνεια, συνομολογούν(-ούμε) ότι ουδέποτε ήταν, ή και είχαν την πρόθεση να αποτελέσει, πρώτη ή έστω και δευτερο-τρίτη προτεραιότητα τούς.
Άλλωστε και παρά την διαχρονική γοητεία που ασκεί στους «απ’ έξω» για διάφορους ανά περιόδους λόγους, η jazz έχει εν τούτοις μια ιδιόμορφη εσωτερική εντροπία (για να μην πούμε εσωστρέφεια), η οποία το πρώτον φέρεται να μην ευνοεί καταστάσεις του τύπου «περάστε να ακούσετε τώρα που γίνεται νταβαντούρι».
Από την άλλη όμως, και ειδικά όταν η έννοια της jazz χρησιμοποιείται γενικότροπα, και συνεπώς αυθαίρετα και υποδόρια αφοριστικά, καταλήγει να κρίνεται, ταυτόχρονα και αντιφατικά ασφαλώς, από δυσπρόσιτη έως και συνοδευτική (ενίοτε και την ίδια στιγμή και από τους ίδιους κριτές- ακροατές), και σε κάθε περίπτωση να μένει στο περιθώριο ως δήθεν επικουρική μουσική (εν σχέση με τι άραγε;).
Το παραπάνω παράδοξο, θα μπορούσε ίσως να βρει μία κάπως ικανή εξήγηση, στο ότι η jazz σε ελάχιστες (έως μηδαμινές) των περιπτώσεων είναι η μουσική εκείνη με την οποία θα ξεκινήσει κανείς την όποια εμπλοκή του στο χώρο της μουσικής γενικότερα.
Προηγείτο το ροκ, προηγούνται πλέον διάφορα άλλα είδη και υπο-είδη, με τις ονομασίες του να βρίσκονται ακόμη σε επίπεδο δυναμικής ταλάντωσης, σε κάθε περίπτωση όμως κατά πλειοψηφία η jazz αποτελεί μία ‘κατάληξη’ και όχι μία ‘αφετηρία’, ακόμη και για τους πρόωρα συνεπείς μουσικόφιλους. ‘Paul doesn’t understand jazz’ ξεκαθαρίζουν οι Αμερικάνοι noise rockers Killdozer σε ένα και μισό αριστουργηματικό λεπτό, κάπου στα μέσα των 90s, ‘Καταραμένα ακουστικά/δεν θέλω πια να ακούω jazz/είμαι από την Τρίπολη’ σιγοντάρει ήδη από μια δεκαετία πριν ο Πανούσης, όπως κάθε φορά αξίζει να θυμόμαστε.
Αν μάλιστα λάβουμε ως όχι και τόσο αυθαίρετο δεδομένο το ότι, εν σχέση και με άλλα είδη που ευνοούν τις band of brothers καταστάσεις, η jazz είναι πρωτίστως μία μουσικών-κεντρική μουσική, χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια την σημασία των καλά «δεμένων» σχημάτων στη εξέλιξη της, τότε τόσο η εμφάνιση στην πρώτη γραμμή τέτοιων ισχυρών προσωπικοτήτων, όπως ο Kamasi Washington παραπάνω, ο Shabaka Hutchings εννοείται και πρωτίστως, αλλά και η Muriel Grossmann, θεωρώ εφεξής, τότε ασφαλώς ενισχύεται, και αντίστοιχα επεξηγείται λελογισμένα, η διαφαινόμενη σημαντική επιρροή του είδους στο σήμερα.
Έστω και υπό την σκιά των υπό κάθε έννοια αξεπέραστων ονομάτων του παρελθόντος, οι παραπάνω, και αρκετοί ακόμη πέριξ αυτών, μπορούν και εδραιώνονται εκ νέου και εκ μέρους της jazz ως οι κατά πλάσμα ‘pop stars’, που έχει ανάγκη ΚΑΘΕ ανεξαιρέτως μουσικό είδος, για να περάσει στο επόμενο level μαζικής απήχησης και εμπορικότητας.
Μας βοηθούν λοιπόν όλα αυτά, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η όποια ενασχόληση των ‘απέξω’ (ή ακόμη και των ‘απέναντι’), είναι το στοιχείο εκείνο που ακριβώς επιβεβαιώνει την κατά τα τελευταία χρόνια «κυριαρχική παρουσία» (εντός, αλλά και εκτός εισαγωγικών) της jazz σε έναν απροσδιόριστο αριθμητικά, αλλά μάλλον μικρόκοσμο κατά τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, μουσικόφιλων, οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες θα επικεντρώνονταν στους Idles ή έστω στον Yves Tumor στην καλύτερη των τρεχουσών περιπτώσεων (δεν διάγουμε τις πιο συναρπαστικές ημέρες της Warp Records, ως γνωστόν). Όχι ότι τους ‘απαγορεύεται’ να το κάνουν και τώρα, αλλά κατά βάση το βρίσκουν (και είναι) μάλλον περιττό.
Ερχόμενος λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου (και κατά βάση παραμένων, θεωρώ) από κάποιο απροσδιόριστο ‘απέναντι’, διαπιστώνω ότι ενώ δεν είναι αμελητέο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προελαύνει, κυρίως εκτός των εσωτερικών κυκλωμάτων του είδους, η νέα ευρωπαϊκή (και όχι μόνο η βρετανική, παρότι κυρίως αυτή) jazz σκηνή, αλλά και ενώ παράλληλα η ποιότητα του έργου που έχει ήδη παραχθεί, είναι τέτοια ώστε βεβαιώνεται προς κάθε κατεύθυνση πλέον ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία ακόμη περίπτωση αντίστοιχη του acid jazz ξεσηκώματος των late 80s-early 90s, όπου το λογότυπο κατέληξε να έχει μεγαλύτερη σημασία από ότι το περιεχόμενο (αν δεν είχε εξαρχής δηλαδή).
Eν τούτοις είναι ακριβώς αυτός ο ενδοστρεφής, και βαθιά ορθόδοξος στην ουσία του, τρόπος σκέψης και δράσης που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αρνείται ακόμη να αποδεχτεί ότι όλα αυτά όχι μόνον ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της jazz δημιουργίας, αλλά ότι και διασφαλίζουν το ότι δεν θα συνεχίσει να υπο-βιώνει σε συνθήκες έστω και ιδανικής ναφθαλίνης. Παρότι βέβαια η αλήθεια είναι ότι η jazz κακοφορμίζει πιο δύσκολα από ότι πολλά άλλα δημοφιλή είδη, σίγουρα εν σχέση με το ροκ-εν-ρολ, ας πούμε.
Το αμερικάνικο περιοδικό Jazz Times, για παράδειγμα, τόσο στην τακτική μηνιαία θεματολογία του, όσο και ειδικά στην λίστα των TOP-50 δίσκων του 2019, όχι απλώς αγνοεί καθολικά τους εκπροσώπους της (ας την ονομάσουμε απλοϊκά για να καταλαβαινόμαστε) ‘νέας jazz σκηνής’, αλλά στην κυριολεξία συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν καν, και αυτοί και η σκηνή. Δηλαδή όχι απλώς δεν τους κρίνει ισάξιους ή ικανούς, αλλά δεν τους αξιολογεί καν, έστω και αρνητικά. Το να αγνοώ κάποιον αφού πρώτα έχω επισημάνει το ανούσιο της παρουσίας του, είναι ασφαλώς κάτι λιγότερο από αυτό.
Στο παραπάνω υπάρχουν αρκετές επεξηγήσεις, ορισμένες εξ αυτών στέκουν και ως επαρκείς δικαιολογίες, θεωρώ. Όπως ας πούμε το ότι όπως και με το ροκ και την pop μουσική κάποτε, η jazz είναι που ειδικά στην Αμερική συνεχίζει σταθερά να περνάει μέσα από καλά περιχαρακωμένα κανάλια εκμάθησης, δημιουργίας, εξέλιξης και τελικά αναγνώρισης, και το «σπάσιμο» αυτών δεν μπορεί να ακολουθεί τις νόρμες της επικαιρότητας, όσο και αν αυτές σε αρκετές περιπτώσεις πλέον, «φωνάζουν» ότι μόνο περιστασιακές δεν είναι. Και αν αυτός ο κανόνας έχει καμφθεί σε άλλα μουσικά είδη, έχω την αίσθηση ότι στο χώρο της jazz εμφανίζεται περισσότερο σκληρός και άκαμπτος.
Περιπτώσεις όπως ο κατάλογος της ECM, ας πούμε, που κάνει αισθητή την παρουσία του στο παραπάνω παράδειγμα, δεν θεωρώ ότι το αμφισβητούν αυτό, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με ιστορία 50 plus χρόνων πλέον. Έχω δε την αίσθηση ότι περισσότερο υπάρχει ο φόβος του εξώτερα καινούργιου και του μπασταρδεμένου, παρά αυτός της μη εντοπιότητας.
Τακτική που πάντως δεν θεωρώ ολότελα λάθος, αν σκεφτεί κανείς ότι αποτελεί πρώτης τάξεως εμπόδιο σε οποιαδήποτε προσπάθεια περί crossover μπασταρδεμάτων (στην καθ’ ημάς καθομιλουμένη), που στην περίπτωση της jazz καταλήγουν μάλλον σε μεγαλύτερο ποσοστό έως και αστείων αποτελεσμάτων από ότι σε οποιοδήποτε άλλο είδος (που κι εκεί δηλαδή υψηλά είναι τα ποσοστά). Όσο όμως κατανοητό είναι το να αγνοούνται οι Comet Is Coming, άλλο τόσο παράλογο είναι να παρασύρεται μια τέτοιου είδους άκριτη απόρριψη και στους Ancestors.
Εν πάση περιπτώσει θεωρώ ότι την έλλειψη αυτή είναι πιο ασφαλές επί του παρόντος περισσότερο να την καταγράψουμε ως γεγονός, παρά είτε να την κατακρίνουμε ως τακτική, είτε πολύ περισσότερο να την αναδείξουμε ως ενισχυτικό της υποψίας περί του ότι όπου τα πράγματα αποκτούν τέτοια εμπορική διάσταση, εμφιλοχωρεί ο δαίμονας του hype, τον οποίο οι ‘σοφοί jazz γέροντες’ προλαμβάνουν για να μην χρειαστεί να θεραπεύσουν.
Το τι ακριβώς θα αφήσουν ως παρακαταθήκη ο Kamasi, ο Shabaka και όσοι θα ακολουθήσουν αυτούς μέλει να το δούμε. Το τι παραδίδουν όμως ως έργο, αλλά και τον αντίκτυπο αυτού, το έχουμε ήδη στα χέρια μας, και περισσότερο από άδικο, είναι μάλλον φοβικό το να αναμένουμε το πλήρωμα του χρόνου για να το αξιολογήσουμε. Τίποτε δεν θα αποκλείσει άλλωστε την επαναξιολόγηση, όπως γίνεται με κάθε μουσική, είτε αυτή υποτιμήθηκε, είτε υπερτιμήθηκε σε πραγματικό χρόνο.
Η περίπτωση της Muriel Grossmann εκτός όλων των παραπάνω, εμπεριέχει μία ακόμη ιδιαιτερότητα, εν σχέση με τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε να γίνεται ‘μεγάλος ντόρος’ (αν και όχι ακόμη τόσο μεγάλος, όσο πρέπει, θεωρώ) γύρω από την περίπτωση της. ΄Η μάλλον καλύτερα με τον Χρόνο κατά τον οποίο έγινε αυτό. Ή ακόμη καλύτερα με το Μέσο, με το οποίο η Grossmann φτάνει επιτέλους στο σημείο να γράφονται για πάρτη της άρθρα σαν και αυτό, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα αφορούσαν αν όχι τους Idles, τότε σίγουρα εν γένει την νιοστή αναβίωση του post punk (αν βέβαια αυτή παρουσίαζε έστω και ελάχιστο ενδιαφέρον).
Η Grossmann είναι κάτι παραπάνω ενεργή τόσο δισκογραφικά, όσο και πολύ περισσότερο συναυλιακά, εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Με όποιον τρόπο και να αποτιμήσει αριθμητικά κανείς την δισκογραφία της (εννοώ ότι υπάρχουν και δίσκοι με την συμμετοχή της, με συμπράξεις κλπ, τα γνωστά), δεν θα βγάλει σε καμία περίπτωση κάτω από δέκα άλμπουμ όλα αυτά τα χρόνια. Εν τούτοις μέχρι το 2018 ΔΕΝ είχε κυκλοφορήσει τίποτε σε βινύλιο. Το γεγονός αυτό ασφαλώς και δεν είναι άνευ σημασίας.
Όσο και αν τα νούμερα είναι συντριπτικά υπέρ του streaming, όσο και αν το βινύλιο απευθύνεται σε ειδικό κατά βάση κοινό, το οποίο απλώς αυξομειώνεται, είτε ανεπαίσθητα, είτε εντυπωσιακά κατά περίπτωση, όσο ακόμη και αν ένα μεγάλο εύρος σημαντικών κυκλοφοριών, ειδικά στο χώρο της jazz σε επίπεδο φυσικού format εμμένει στο CD (το κόστος και οι δυνατότητες παραγωγής βινυλίου, είναι ένας δικαιολογητικός λόγος), η κυκλοφορία σε βινύλιο δεν παύει να είναι ικανή να αποτελέσει πράγματι ένα σημείο ‘μηδέν’ στην πορεία ενός καλλιτέχνη, ακόμη και σήμερα (ή/και ειδικά σήμερα, από όπου το βλέπει κανείς δηλαδή), μια «νέα» αφετηρία, έστω και υπό το ‘βάρος’ ενός όχι μόνο πολυετούς, αλλά και σημαίνοντος παρελθόντος.
Η Grossmann για τους περισσότερους από όσους θα ασχοληθούν μαζί της από εδώ και πέρα είναι ένα οιονεί ‘νέο όνομα’ και όχι μια περίπτωση που εγκληματικά είχε αγνοηθεί, όπως υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαμε να πούμε για οποιονδήποτε έχει πίσω του δέκα δίσκους και είκοσι χρόνια, αλλά χαιρετίζεται ως new entry. Σχεδόν όπως και ο ‘θρυλικός κατάλογος’ της Strata East, για τον οποίο μέχρι να αρχίσει να επανεκδίδεται η αλήθεια είναι πως ούτε διαβάζαμε, ούτε ακούγαμε τόσα πολλά. Αυτό δεν αναιρεί όμως την σημασία αυτού που συμβαίνει με τα εν λόγω βινύλια, τα οποία δικαίως τυγχάνουν προνομιακής έως και υστερικής αντιμετώπισης.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του ‘Golden Rule’ σε βινύλιο από την RR Gems στα τέλη του 2018 (Rare Gems - label από την Εσθονία, με ειδίκευση σε jazz, αλλά και avant garde ακούσματα, και κυρίως από ανεξάρτητα ονόματα), ανακοινώθηκε και η επικείμενη ενός 7’’ στον κατάλογο της Jazzman Records, γεγονός που από μόνο του αρκεί για να σηκώσει μπόλικη σκόνη στον χώρο, καθώς η φήμη του collecting, προηγείται της πιστοποίησης του περιεχομένου σχεδόν σε κάθε κυκλοφορία του, και ενώ πάντως στις περισσότερες των περιπτώσεων ο βιαστικός και αχόρταγος καταναλωτής βινυλίου, κάθε άλλο παρά παραπονεμένος μένει από αυτό που θα ακούσει.
Μέχρι τα τέλη του 2019, οπότε και κυκλοφορεί και πάλι σε διπλό βινύλιο από την RR Gems, το ‘Reverence’, που είναι και από άποψη περιεχομένου η πιο φιλόδοξη εμπορικά δουλειά της Grossman μέχρι σήμερα, το όνομα της έγινε talk of the town και μεταξύ των κυνηγών βινυλίων και υποψιάζομαι ότι αυτή ακριβώς η κίνηση ήταν το κομμάτι που έλειπε από το παζλ, ώστε η Grossmann να ξεφύγει από την όποια εσωστρέφεια του είδους που υπηρετεί και εξελίσσει, χωρίς σε καμία περίπτωση όμως να διαφύγει από την ουσία της jazz, και μάλιστα σε μία σχεδόν ατόφια και ορθόδοξη έκφανση της, όπως θα δούμε και παρακάτω.
Έχει ήδη επισημανθεί σε κάθε σοβαρή κριτική αποτίμηση του έργου της, και έχει μεγάλη σημασία να γίνει κατανοητό, ότι η Grossmann ΔΕΝ προσπαθεί να καινοτομήσει, δεν νιώθει ασφυκτικά στο πλαίσιο οποιασδήποτε παράδοσης και κληρονομιάς ώστε να πρέπει να την υπερβεί, δεν απασχολείται να βρει τρόπους να καταστεί contemporary. Και –ω του θαύματος– στο τέλος της ημέρας (του δίσκου, της συναυλίας) έχει πετύχει όλα τα παραπάνω.
Στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν οι βινυλιακές κυκλοφορίες για την Grossmann ως ολοκληρωμένο jazz προϊόν, συνετέλεσε ασφαλώς και το ότι η RR GEMS φρόντισε και τα δύο άλμπουμ να τυπωθούν και να πρεσαριστούν με εξαιρετικό τρόπο. Στιβαρά (χοντρά για να καταλαβαινόμαστε) cardboard εξώφυλλα, σχεδόν ανάγλυφη εκτύπωση και ηχητικό αποτέλεσμα σε επίπεδο mastering στο βινύλιο, που έστω και στο πλαίσιο της υπερβολής, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό περί του ότι όσοι δεν την έχουμε δει ακόμη live, έχουμε στα χέρια μας επιτέλους ένα προϊόν που αποδίδει σε ικανές διαστάσεις το εύρος των ηχητικών δυνατοτήτων τόσο της ίδιας, όσο και των αντίστοιχα εντυπωσιακά ικανών μουσικών που την πλαισιώνουν. Καθώς μάλιστα και τα CD της είχαν από ανεπαρκή έως ανύπαρκτη διανομή, το πέρασμα στο βινύλιο ήταν απολύτως απαραίτητο, θεωρώ, για να αποκτήσει η περίπτωση Grossmann την απτή της διάσταση, στις διαστάσεις που της αξίζει.
Παραφράζοντας τα γνωστά, και αναπαράγοντας τα κλισέ, αλλά με ορισμένη και σαφή αφορμή, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το βινύλιο μπορεί και να είναι το Μήνυμα σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα, ειδικά μάλιστα σε περιπτώσεις σαν της Grossmann, όπου η περιστασιακή ακρόαση είναι οπωσδήποτε έγκλημα, και ενώ η απουσία χειροπιαστού αντικειμένου του πάθους δύναται να οδηγήσει σε αποσπασματική ενασχόληση, ανεξαρτήτως ποιότητας του περιεχομένου.
Το βινύλιο ως μέσο σε πολλές περιπτώσεις έχει πράγματι την ικανότητα να οδηγεί τον ακροατή σε ολοκληρωμένες ακροάσεις, με ηχητικές συνθήκες που έστω και οριακά ξεφεύγουν από τον μέσο χαμηλό όρο των ψηφιακών μέσων αναπαραγωγής και ακρόασης, στα οποία άλλωστε και οι προσεχτικοί μουσικόφιλοι, μάλλον αποφεύγουν να επενδύουν πολλά, θεωρώντας τα εφήμερα, ίσως και δικαίως λόγω του ότι η τεχνολογία διαρκώς εξελίσσεται και τους αφήνει πίσω. Το γεγονός ότι υπάρχουν ακροατές που ακούν σωστά και με ψηφιακά μέσα, ή έστω από το CD που ειδικά στις μέρες μας είναι και ηχητικά αξιόπιστος, και οικονομικά μη επικίνδυνος τρόπος, δεν αναιρεί απολύτως το παραπάνω. Άλλωστε και το αλισβερίσι του μύθου γύρω από το βινύλιο, θεμιτό είναι. Για μουσική μιλάμε, όχι για μακροοικονομία.
Ήδη έχει ανακοινωθεί για κυκλοφορία στις 8/5/2020 και πάλι από τον κατάλογο της Jazzman Records, ένα ακόμη LP, με τον τίτλο ‘Elevation’, αλλά πάντως με παλιότερο υλικό, δηλαδή με επιλογές από τα άλμπουμ ‘Natural Time’ του 2016 και ‘Momentum’ του 2017.
Μέχρι τότε τα δύο παρακάτω άλμπουμ από τον κατάλογο της RR GEMS, όχι απλώς συνοψίζουν, αλλά ανακεφαλαιώνουν με εμφατικό τρόπο την περίπτωση της Muriel Grossmann, που ήδη από την κυκλοφορία του ‘Reverence’ και εφεξής και για ό,τι θα επακολουθήσει σχεδόν εξαναγκάζει το να την παρακολουθεί και κάποιος στενά σε ό,τι κάνει.
Muriel Grossmann: Golden Rule
RR Gems 2018
Στο ‘Golden Rule’ η Grossmann αναμετράται τόσο με το δέντρο (John Coltrane), όσο και με το δάσος (spiritual jazz). Δεν αγνοεί κανένα από τα δύο, κλείνει το μάτι (αλλά όχι τα αυτιά και το μυαλό) στην βαθιά επιρροή του Coltrane (‘Trane’ και παρακάτω) τόσο ως προς τον τρόπο που εκτελεί-σολάρει- αυτοσχεδιάζει, όσο και ως προς τις μεθόδους που συνθέτει, αλλά και αναπαράγει τα ήδη δεδομένα, μαζί με τρεις ακόμη μουσικούς με τους οποίους μέχρι τότε έπαιζαν ασταμάτητα μαζί για τουλάχιστον 4-5 χρόνια.
Κατ’ αυτό τον τρόπο καθιστά περιττό το να διερευνήσει κανείς το κατά πόσο την απασχολεί το να ενταχθεί στην ουρά μίας βαριάς & ασήκωτης παράδοσης, ή να εισάγει παλαιά δαιμόνια στον τρόπο που ορίζεται η contemporary μουσική.
Και αυτό γιατί ο δίσκος ως σύνολο, αλλά και κάθε επιμέρους κομμάτι σε αυτόν, πετυχαίνουν το πολυπόθητο για κάθε έργο τέχνης (μουσικό και μη) άχρονο παράδοξο. Χωρίς να πέφτει στη λούπα της επικαιρότητας και του να εφευρίσκει νέους κανόνες, εκεί που δεν χρειάζονται, παράλληλα επιτυγχάνει να αποφύγει την κίνηση με ασφάλεια εντός των ορίων μίας by the book μουσειακής αισθητικής, η οποία παρεπιδημεί όχι μόνο στα jazz χωράφια, αλλά ασφαλώς και πέραν αυτών.
Δίπλα, και όχι πίσω, από την Grossman και τα σαξόφωνα της (με τα οποία σημειωτέον πρωτο-ασχολήθηκε στην ηλικία των 21 ετών, οδηγούμενη εκεί από τις μέχρι τότε ακροάσεις της, και ενώ μέχρι τότε φαίνεται να είχε περιοριστεί στις κλασικές σπουδές στο φλάουτο), στέκονται αφενός μία εξίσου άκοπη, αλλά και ενίοτε απρόβλεπτη, rhythm section (Gina Schwarz-μπάσο/Uros Stamenkovic-drums), αλλά και ειδικά ένας κιθαρίστας, με αυξημένη ευθύνη στο ότι το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα μπορεί πράγματι, έστω και στο παραπάνω σφιχτό πλαίσιο αναφορών και επιρροών, να αποδοθεί ως ‘Ήχος Grossmann’.
Με τον Radomir Milokovic άλλωστε εμφανίζονται και ηχογραφούν και διακριτά, ως ντουέτο, ενώ είναι πλέον αυτός που βρίσκεται τα περισσότερα χρόνια μαζί της από τους εκάστοτε μουσικούς της. Ανάμεσα στην κιθάρα και το σαξόφωνο στο δίσκο, υπάρχει ακόμη και συναρπαστικός ανταγωνισμός, με την ίδια την Grossmann όχι απλώς να δίνει χώρο, αλλά και να προετοιμάζει το έδαφος για την κατά περίπτωση κυριαρχία του έγχορδου έναντι του πνευστού.
Είναι σαφές από την πρώτη ακρόαση του δίσκου ότι στήνεται ένα πολύπλοκο, καλά δουλεμένο και κυρίως απολύτως απαραίτητο ηχητικό τέμπλο, πάνω στο οποίο η Grossman είτε σολάρει, είτε αυτοσχεδιάζει, είτε στήνει εξίσου πολύπλοκες μελωδίες και φράσεις, σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρη ότι δεν υπάρχει κάτι να την προδώσει ή να υστερήσει σε σχέση με το δικό της όραμα και ικανότητες. Είναι γνωστό σε όλους βέβαια ότι ένας βασικός όρος που έθεσε η Columbia στον Miles Davis προκειμένου να ολοκληρωθεί η μεταγραφή από την Prestige ήταν το να στήσει και να διατηρήσει μια ‘σταθερή μπάντα’ (νομίζω ένας ακόμη ήταν το να κόψει την ηρωίνη, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) και κάπως έτσι ήρθε και το πρώτο κουιντέτο (για να έρθει μετά και ο Coltrane και να γίνει το έλα-να-δεις).
Η Grossmann από την αρχή μέχρι το τέλος του δίσκου είναι και παραμένει ανελέητη. Το παίξιμο της έχει την δυναμική εκείνη που μπορεί να καταστήσει έναν σαξοφωνίστα Ήρωα, στο πρότυπο των οικείων μας guitar heroes. Ο έλεγχος επάνω στην έκταση και την ανάπτυξη των συνθέσεων είναι εντυπωσιακός, ειδικά μάλιστα στα κομμάτια εκείνα που το πράγμα ‘φαινομενικά’ ξεφεύγει και ψάχνεις να ακούσεις τι ακούς και από που σου ήρθε. Η συγχρονισμένη ποικιλία ήχων και οργάνων, σε σχέση και με τα όσα λέμε παραπάνω, υποδεικνύουν ότι έχουμε να κάνουμε με μία μουσικό που έχει καθολική άποψη πάνω στα πράγματα, άποψη σαφή και στιβαρή, και όραμα και στόχευση απόλυτα σταθερά. Η ίδια υπογράφει άλλωστε και την παραγωγή του δίσκου, συνεπώς μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι κατευθύνει, και δεν διαχειρίζεται απλώς, τον ήχος της.
Θέλω να είμαι σαφής στο ότι πρόκειται για δίσκο από τον οποίο δύσκολα κάποιος ξεφεύγει, και που κατ’ αυτό τον τρόπο προσεγγίζει ακριβώς το πρότυπο πάνω στο οποίο πατάει. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το να ψάξει και να διαβάσει κανείς τις συνεντεύξεις της Grossmann όχι τόσο για να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με την ίδια (είναι μάλλον φειδωλή σε αυτό), αλλά για να διαβάσει τα όσα αναφέρει σχετικά με τους μουσικούς που την επηρεάζουν (και όχι απλά την επηρέασαν), τα στοιχεία που την εντυπωσιάζουν στον καθένα από αυτούς και την οδηγούν στο να τους ακολουθήσει μέσα από σκληρό προσωπικό κάθε φορά training (και trane-ing). H Grossmann δεν φλυαρεί περί των jazz παραδόσεων γενικώς και αορίστως, αλλά πάντοτε και με πάθος εμμένει σε σαφείς αναφορές σε ονόματα, δίσκους, περιόδους κ.λ.π.. Είναι διαβασμένη, και όχι απλώς διαβαστερή.
Χωρίς έστω και ψήγματα ελιτισμού ή διάθεσης προβολής μιας αόριστης γνώσης, η Grossmann παραθέτει τελικά τόσο στις συνεντεύξεις, όσο και στους δίσκους της καθώς φαίνεται, μια σύντομη, αλλά περιεκτική, ιστορία της jazz, την οποία μάλιστα κάθε επόμενη φορά εμπλουτίζει δυναμικά, ξεκαθαρίζοντας ότι η ίδια είναι πάντοτε ανοιχτή σε ακροάσεις, σε αντίθεση με την μειοψηφία των μουσικών εκεί έξω (τουλάχιστον από όσα συνηθίζουμε να διαβάζουμε). Άλλωστε –ξαναλέμε, καθότι έχει σημασία– οι ακροάσεις αυτές είναι που την οδήγησαν να στραφεί στην jazz και το σαξόφωνο, όχι αφήνοντας πίσω, αλλά έχοντας ως οπλοστάσιο της κλασικές μουσικές σπουδές (αρκετά κλισέ αυτό, αλλά δεν βρήκα κάτι καλύτερο).
Σε μια από αυτές τις συνεντεύξεις της, τον καιρό της κυκλοφορίας του ‘Golden Rule’, αναφέρεται στη μουσική του Coltrane και στο ότι κάθε φορά που την ακούει κυριαρχείται από το ίδιο πάθος, το ίδιο ενδιαφέρον και περίπου η ίδια αγωνία για το τι θα ακολουθήσει, στοιχεία που κατατείνουν στο να επανέρχεται στους δίσκους του Coltrane, χωρίς να βαρύνει τις ακροάσεις της το στοιχείο της επανάληψης ή και της οικειότητας.
Η πρόθεση του να κατορθώσει κάτι αντίστοιχο και με την δική της μουσική, ειδικά στο ‘Golden Rule’, και με κάποιες από τις συνθέσεις να τις «δουλεύει» για ολόκληρη δεκαετία πριν καταλήξουν στο δίσκο, γίνεται –θεωρώ– άμεσα αντιληπτή.
Η αίσθηση ότι τείνει να το πετύχει βαίνει αυξανόμενη στη διαδοχή των ακροάσεων, ειδικά μάλιστα σε σύγκριση ακόμη και με τις αμέσως προηγούμενες δουλειές της (από τις οποίες ξεχωρίζει σίγουρα το ‘Momentum’ (2017) με έντονα free ηχητικό προσανατολισμό). Η τελική κρίση θα έρθει πολύ αργότερα ασφαλώς, αλλά μάλλον από τώρα μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι όντως το ‘Golden Rule’ είναι ένας δίσκος που δύσκολα θα «κάνει στην άκρη».
Και αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο, θα οφείλεται κατά το πιθανότερο και πάλι στην ίδια την Grossmann, η οποία με αυτό το δίσκο και μόνον όχι απλώς κοιτά στα μάτια, αλλά δυσκολεύει τα μέγιστα την ζωή και το έργο του ανταγωνισμού.
9/10
Muriel Grossmann: Reverence
RR Gems 2019
Όπως και με το ‘Golden Rule’, έτσι και στο ‘Reverence’ η Grossmann δεν προσπαθεί με κανέναν τρόπο να κρυφτεί κάπου πίσω από τις επιρροές της, ώστε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι δημιουργεί κάτι καινοφανές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Είναι πέρα από ικανή και τόσο ισόποσα πεπαιδευμένη μουσικός και συνθέτης, που πριν από τους ακροατές της, έχει επίγνωση πρώτα η ίδια περί του ότι κάθε τι που θα παρουσιάσει, όσο εντυπωσιακό και να είναι, θα πατάει γερά σε κάτι που έχει προηγηθεί, πολλές φορές μάλιστα με τρόπο εξαντλητικό.
Και αν αυτό ισχύει για τον Coltrane μία φορά, τότε για την αφρικάνικη μουσική παράδοση και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επιδρά στη jazz ισχύει πολλαπλώς, τόσο ως προς τις ποσότητες, όσο και ως προς τις μεθόδους. Πολλώ δε μάλλον, καθώς ό,τι κινείται στα όρια της afro jazz, τα τελευταία χρόνια με εξαντλητικό τρόπο έχει έρθει στο προσκήνιο, ακόμη και από άβατα μέχρι πρότινος άδυτα (δεύτερο σπίτι μας έχει γίνει το Capo Verde).
Το ‘Reverence’ είναι ένας μάλλον πιο ‘βατός’ δίσκος από ότι το ‘Golden Rule’ (αλλά και τα 2-3 άλμπουμ που προηγήθηκαν αυτού) και καταλυτικό ρόλο για αυτήν την (θεμιτή) προσπελασιμότητα ασκεί το ότι το groove είναι και ασταμάτητο και υπό διαρκή ένταση, οι μελωδικές φράσεις είναι σαφείς και επαναλαμβάνονται σωρευτικά, μέχρι να εμφανιστούν ως τελική απογείωση κάθε σύνθεσης (το γνωστό jazz μοτίβο, το οποίο στα χέρια αδαών είναι εφιάλτης, στα χέρια ικανών παραμένει σταθερά εθιστικό).
Το παραπάνω αντισταθμίζεται αφενός με την προσθήκη του Hammond, που θέτει το πλέον κουιντέτο της Grossmann σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο ως προς την ποικιλότητα ανάπτυξης των συνθέσεων, αφετέρου το ότι η ίδια ως σολίστρια, κυρίως εκεί που κυριαρχεί το soprano σαξόφωνο ακούγεται και πράγματι είναι περισσότερο δημιουργική και τολμηρή. Μουσικές φράσεις ανταλλάσσονται όχι μόνο με την κιθάρα πλέον, αλλά ακόμη και με τα drums και κάθε επιμέρους σύνθεση στον δίσκο οδηγείται πραγματικά στα όρια της.
Στη μέση όλων αυτών, κυριαρχεί ως ιδέα και εκτέλεση το διάρκειας 9 λεπτών ‘Sundown’, όπου εξαιρετικά περίτεχνα στήνεται από κάθε έναν από τους υπόλοιπους τέσσερις μουσικούς, το σκηνικό το οποίο έρχεται να συμπληρώσει με καθοριστικό τρόπο η Grossmann, κρατώντας για το αμέσως επόμενο Chase, όπου λυτρωτικά επανέρχεται το groove, μερικές από τις πιο δυνατές μελωδίες που μπορεί να ακούσει κανείς σε ολόκληρη την δισκογραφία της. Ίσως τις πλέον δυνατές δηλαδή. Μία τυπικά καλή pop μπάντα θα μπορούσε να στήσει πάνω σε αυτές όχι απλώς έναν ολόκληρο δίσκο, αλλά και τα απαραίτητα εξαιρετικά b-sides αυτού.
Το ‘Afrika Mahala’ είναι το τραγούδι εκείνο που θα μπορούσε ίσως να δώσει στην Grossmann ένα πρόωρο hit, καθώς εμπεριέχει οτιδήποτε χρειάζεται και ο πλέον περιστασιακός ακροατής για να γητευτεί από την Jazz, χωρίς να παύσει όμως να τη θεωρεί μάλλον ακατάλληλη για τον ίδιο. Είναι δηλαδή μιας πρώτης τάξεως mainstream jazz σύνθεση, απευθείας δεκτική σε όσους αρκούνται και αρέσκονται στα βασικά που δίδαξε ο Miles, χωρίς όμως να ξεγελάει με δήθεν ευκολίες χρήσης. Και πάλι η κιθάρα παίζει τον ρόλο της σε αυτό, καθώς αναλαμβάνει τα ηνία από ένα σημείο και μετά στη σύνθεση.
Θα επανέλθω κουραστικά στο ότι η επίμονη, όσο και ορθή, χρήση και θέση της κιθάρας του Radimir Milojkovic είναι το στοιχείο εκείνο που καθιστά τον ήχο της Grossmann απολύτως διακριτό, όχι απλώς σε σχέση με τον επίκαιρο τυχόν ανταγωνισμό (δεν συζητάμε καν κάτι τέτοιο), αλλά ακόμη και με τα θεριά εκείνα από τα οποία ‘ξεκινά’ και στα οποία με ευλαβική συνέπεια αναφέρεται σε όλη τη διάρκεια.
Η προσθήκη του Hammond στο ‘Reverence’ δείχνει μεν, ως προς το τυπικό στοιχείο, τη διάθεση ενός jazz κουαρτέτου και κυρίως της Αρχηγού αυτού, που ενώ είναι ήδη σχεδόν πέντε χρόνια μαζί και το έχει «δέσει» σε εξωφρενικό βαθμό, παίζοντας ζωντανά και ηχογραφώντας κατά ριπάς, να ανοιχτεί πέρα από εκεί που ο καθένας θα θεωρούσε ότι δεν πάει άλλο, ενώ και ως προς το ουσιαστικό του πράγματος πείθει από το πρώτο άκουσμα ότι υπάρχει λόγος που η Grossmann επιλέγει πλέον την «φόρμα» του κουιντέτου (καινοτομώντας πάντως στην επιλογή των οργάνων, αυτό πρέπει να το πούμε).
Τι μπορεί να ακολουθήσει; Κατά βάση το ξέρουμε. Η Muriel Grossmann είναι αδύνατο να σταματήσει εδώ και να μη μας δώσει ακόμη περισσότερα άλμπουμ με τα οποία θα παραμιλάμε.
Άλλωστε το γεγονός ότι έστω και με την ψευδεπίγραφη αφετηρία, που μας «χάρισε» το βινύλιο, μπορούμε να μιλάμε για ένα συναρπαστικό ξεκίνημα, δείχνει ότι η μεταπήδηση από τις self και limited released καταστάσεις, σε δραστήρια και υποψιασμένα label του σήμερα (RR Gems, Jazzman), μπορεί να λειτουργήσει για την Grossmann, και ήδη συμβαίνει αυτό, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις αναλογίες και τους περιορισμούς της κάθε εποχής, όπως έχει λειτουργήσει για κάθε σημαίνον όνομα στο παρελθόν, όχι μόνο στο χώρο της jazz.
Muriel Grossmann Jazz Ensemble ή Muriel Grossmann Big Band; Θα δείξει.
8/10