Music is my drug
Μουσική και ουσίες: Ντόπινγκ έμπνευσης ή μυθοποιημένος ψευδορομαντισμός. Μια ισορροπημένη προσέγγιση του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Η απομυθοποίηση του δόγματος «Ουσίες Ανούσιες» απέχει από την αλήθεια τόσο όσο η επιβεβαίωσή του.
Λέγεται πως η χρήση κάποιων απαγορευμένων ή μη ουσιών, κατά πάσα πιθανότητα, δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες για καλλιτεχνική δημιουργία. Απογυμνώνοντας όμως την ουσία από τις λέξεις που επιχειρούν να την προσδιορίσουν, ουσιαστικά εδώ κάνουμε λόγο για υποβοηθούμενη έμπνευση, η οποία άσχετα με το αν κριθεί ως θεμιτή ή αθέμιτη, δεν παύει να επιδιώκεται από πολλούς. Αυτό, όμως, δε σημαίνει αναπόδραστα ότι επιτυγχάνεται.
Το έχουμε ακούσει από αρκετούς. Για παράδειγμα από τον Bob Marley: «Όταν καπνίζεις χόρτο, σου αποκαλύπτεται ο εαυτός σου», αλλά και από τον Sting: «Όταν νιώθω κολλημένος σε ένα στίχο ή μια ιδέα δεν είναι αρκετά καλή, μερικές φορές μια τζούρα θα με απελευθερώσει. Είναι ένα εργαλείο, όπως είναι και το στυλό. Πολλοί καλλιτέχνες έκαναν χρήση ναρκωτικών για να φτιάξουν σπουδαία τέχνη». Όμως, έχουμε ακούσει και το αντίθετο. Ο Steven Tyler ακούγεται κατηγορηματικός: «Αυτό που συμβαίνει με τη χρήση είναι: αρχικά έχει αποτέλεσμα, αλλά στο τέλος όχι». Ο Kevin Parker (Tame Impala) έχει ομολογήσει ότι: «…καπνίζοντας είναι σαν να δυναμώνεις την ένταση των ιδεών στο κεφάλι σου. Επειδή όμως είναι πιθανό να βγει μια κακή ή μια καλή ιδέα, επιλέγω να μην καπνίσω όταν θέλω να σκέφτομαι λογικά», ενώ ο David Bowie έχει ακουστεί αφοπλιστικός: «Αρκετοί βρίσκουν πως είναι της μόδας να πουν ότι δε θα μπορούσες να είχες γράψει αυτά τα πράγματα, αν δεν ήσουν υπό την επήρεια ναρκωτικών και τα σχετικά. Αμφιβάλλω όμως αν αυτό είναι αληθινό, διότι μερικά από τα καλύτερά μου πράγματα, τα έχω γράψει όταν ήμουν ήδη καθαρός». Βέβαια, υπήρξαν και κάποιοι πιο αινιγματικοί ή διαλλακτικοί, όπως ο Jim Morrison που είπε: «Τα ναρκωτικά είναι ένα στοίχημα με το μυαλό σου» ή ο Isaac Brock (Modest Mouse) που δήλωσε: «Μπορείς να γράψεις μουσική υπό την επήρεια χαπιών, κάνναβης ή αλκοόλ, αλλά όχι κοκαΐνης ή LSD».
Μπερδευτήκατε; Σκεφτείτε πως αυτή είναι μόνο η αρχή, αφού, πριν καν οριοθετηθούν οι παράμετροι του ζητήματος, δημιουργήθηκαν οι πρώτες αμφιβολίες. Ποιον να πρωτοπιστέψεις; Αυτόν που εκτιμάς περισσότερο ως μουσικό ή ως προσωπικότητα; Ποιος μπορεί να είναι πιο αντικειμενικός; Εκείνος που απολαμβάνει μακροχρόνια επιτυχία ή αυτός που δεν ψάχνει να φορτώσει τη στείρα πια πηγή της έμπνευσής του σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η ούτως ή άλλως θολή γραμμή του ορίζοντα μεταξύ μιας αλήθειας και μιας εσφαλμένης εντύπωσης, που αν κοινοποιηθεί δυο -τρεις φορές αποκτά τη μορφή της απόλυτης βεβαιότητας;
Το ζήτημα
Αν μη τι άλλο, το ζήτημα μοιάζει να είναι κάπως περιπλεγμένο και η έρευνά του ελαφρώς περιπετειώδης και… ευάλωτη σε υποκειμενισμούς. Με άλλα λόγια, προμηνύεται ενδιαφέρον, ιδιαίτερα ενόψει του διαφαινόμενου εύπλαστου χαρακτήρα των συμπερασμάτων που μπορούν να εξαχθούν. Πώς το λέει ο ποιητής για την Ιθάκη; Κάπως, αλλά όχι ακριβώς, έτσι. Βλέπετε, εδώ μπορεί να μη γίνουμε «σοφοί» ή να αποκτήσουμε «ιδιαίτερη πείρα», αλλά νομίζω πως η Ιθάκη δε θα μας γελάσει καθόλου στον όχι και τόσο μακρύ δρόμο μας, μιας και θα ακολουθήσουμε παρακαμπτήριους, αφού πρώτα δούμε περιπλανηθούμε σε περιπέτειες που προσφέρουν κάποια, έστω και υποκειμενική, γνώση.
Πριν όμως προχωρήσουμε, για να είμαι ειλικρινής, καταρχάς έχω την εντύπωση ότι προσπαθούμε να δώσουμε απάντηση σε ένα ερώτημα, το οποίο μπορεί και να μην οριοθετούμε ή αντιλαμβανόμαστε πλήρως. Όταν λέμε ότι υποβοηθείται η καλλιτεχνική δημιουργία, πού ακριβώς αναφερόμαστε; Στη φαντασία του δημιουργού ή στη δημιουργικότητά του; Κι αυτό είναι ένα ξεκαθάρισμα που πρέπει εξαρχής να γίνει, μια και οι απαντήσεις γι’ αυτές τις δύο σαφώς ανεξάρτητες, πλην όμως συχνά επάλληλες, περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να είναι οι ίδιες. Κι εδώ γίνεται ήδη κατανοητό πως τα δεδομένα περιπλέκονται, αφού, κατά πάσα πιθανότητα, η πλειονότητα συγχέει ή θεωρεί ως ταυτόσημα στον καλλιτεχνικό χώρο τα δύο αυτά στάδια μέσα από τα οποία διέρχεται το τελικό αποτέλεσμα της δημιουργίας. Με δυο λόγια, μπορεί κανείς βάσιμα να υποστηρίξει ότι είναι δυνατό να υπάρξει άξια λόγου τέχνη χωρίς φαντασία. Μόνο που, κακά τα ψέματα, θα είναι «λοβοτομημένη». Κι αυτό διότι η τέχνη δε μπορεί να είναι μια απλή περιγραφή εικόνων ή συναισθημάτων. Η έμπνευση χωρίς φαντασία μοιάζει στείρα, ενώ η ίδια η φαντασία καταλήγει εγκλωβισμένη σε αξεπέραστα στεγανά, αν δεν συνοδεύεται από δημιουργικότητα. Κι έτσι, το ερώτημα μορφοποιείται ορθότερα στο αν οι κατά περίπτωση ουσίες μπορούν να επηρεάσουν τη δημιουργικότητα.
Τα εργαλεία αναζήτησης και μια διευκρίνιση
Οι διαθέσιμες επιλογές δεν είναι μεν πολλές, αλλά σίγουρα μπορούν να γίνουν αξιοποιήσιμες με κάποια εργαλεία της αναμφισβήτητα οικείας σε όλους τους αναγνώστες του mic.gr μουσικής επιστημονικής μεθόδου! Κι έτσι, αφού προηγηθούν η παρατήρηση και η ταξινόμηση, η εξαγωγή συμπεράσματος μπορεί να φαντάζει ως πιθανότερη παρά ποτέ, άσχετα με το πόσο ασφαλές μπορεί αυτό να αποδειχθεί. Ποια μέσα, λοιπόν, έχουμε στη διάθεσή μας; Αρχικά να ακούσουμε μερικές από τις αντιπροσωπευτικότερες γνώμες των ειδικών, που δεν είναι άλλοι από τους τραγουδοποιούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποστηρίζουν ότι η χρήση ουσιών επιδρά ευεργετικά στην καλλιτεχνική δημιουργία τους, όσων το αρνούνται, αλλά ακόμα και κάποιων που η άποψή τους ισορροπεί τεκμηριωμένα ανάμεσα στις δύο παραπάνω. Επίσης, κάτι άλλο που ενδεχομένως θα μπορούσε να συνεισφέρει στην προσπάθειά μας, είναι να δούμε κατά πόσο διαφοροποιείται ποιοτικά το έργο των μουσικών που αρχικά είχαν σχέση με ουσίες, αλλά σε κάποια στιγμή τη διέκοψαν, παραμένοντας όμως δημιουργικοί. Αφού τελειώσουμε με όλα αυτά, μπορούμε να περάσουμε σε μια σύντομη καταγραφή των διαθέσιμων επιστημονικών παρατηρήσεων και συμπερασμάτων, πριν μορφώσουμε την προσωπική μας άποψη.
Και μια διευκρίνιση. Δεδομένου ότι θα γίνει λόγος για διάφορες ουσίες, των οποίων η χρήση μπορεί να είναι είτε νόμιμη, όπως το αλκοόλ, είτε εκτός νόμου, όπως των κατά καιρούς θεωρούμενων ως παράνομων ναρκωτικών ουσιών, σκοπίμως δε θα εξειδικευθεί ποια ακριβώς ουσία συναρτάται με συγκεκριμένο πρόσωπο, ακόμα και στις καθόλου σπάνιες περιπτώσεις που αυτές έχουν δημοσιοποιηθεί από τους ίδιους τους χρήστες. Αυτό γίνεται για δύο λόγους: όχι μόνο από σεβασμό στην προσωπικότητα και ιδιωτική ζωή καθενός, αλλά και διότι σε καμία απολύτως περίπτωση μέσα από τις γραμμές αυτές δεν ερευνάται η συμμόρφωσή τους ή μη στη νομιμότητα. Α, ναι. Και επιπρόσθετα, επειδή η «διακριτικότητα» και η «ευγένεια» είναι our middle names!
Μια όχι και τόσο καινούργια κατάσταση
Ουσιαστικά, δε γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια πόσο παλιό είναι το όλο ζήτημα, μια και, τουλάχιστον παλιότερα, παρέμενε εσωτερικό και μη δημοσιοποιήσιμο. Πιο εύκολο, όμως, είναι να παρατηρήσει κάποιος τις απαρχές των τραγουδιών που αναφέρονται στιχουργικά σε ουσίες. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η πρώτη καταγεγραμμένη μαζικότερη εμφάνιση φαίνεται να ανατρέχει στις bluegrass και swing μπάντες των 30s. Η συνέχεια είναι λίγο - πολύ γνωστή, αφού οι ουσίες, ως κοινωνικό ή μη φαινόμενο, συνδέθηκαν με όλα ανεξαιρέτως τα είδη της ηλεκτρικής μουσικής, ενώ με κάποια συναρτήθηκαν αμεσότερα, όπως την ψυχεδέλεια ή τα πάσχοντα από χορευτική Δ.Ε.Π.Υ. τέκνα της four-on-the-floor.
Κι αν είναι σαφές ότι η ιστορία αυτή κοντεύει να κλείσει έναν αιώνα, δε μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι έγινε πιο επίκαιρη κατά τη δεκαετία του ’70, λόγω των αρκετών θανάτων από υπερβολική δόση ή για λόγους που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών. Η απήχηση που είχε ο πρόωρος χαμός μουσικών τεράστιου μεγέθους, όπως των Jimi Hendrix, Tim Buckley, Jim Morrison, Janis Joplin, Nick Drake, Keith Moon, Phil Lynott και Sid Vicious ήταν τεράστια, με τον κόσμο να αναρωτιέται τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν όλοι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να δημιουργούν.
Οι υπέρμαχοι
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι πολλοί δελεάστηκαν, άλλοι τόσοι το έκαναν πράξη, αλλά λιγότεροι το ομολόγησαν. Βλέπετε, η χρήση νόμιμων και μη ουσιών μπορεί μεν να συντηρεί τον πατροπαράδοτο μύθο που θέλει τους «σωστούς» μουσικούς να μη ζουν συμβατικά, αλλά δεν παύει για τους περισσότερους να αποτελεί είτε ένα σαφώς προσωπικό δεδομένο, είτε ένα μικρό μυστικό επιτυχίας, που, αν αποκαλυφθεί, ενδεχομένως να απαξιώσει εν μέρει τη δημιουργική ικανότητά τους. Κι όσο για το πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να ομολογήσει δημόσια οποιαδήποτε χρήση ουσιών, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι τώρα μοιάζει πολύ πιο εύκολο να το κάνει, από ό,τι παλιότερα.
Ο John Lennon το 1970 είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο Rolling Stone ότι χρειαζόταν ανέκαθεν ουσίες για να επιβιώσει, συντηρώντας την εμπλοκή τους με την τραγουδοποιία στους δίσκους των The Beatles, παρά τη σχετική αποστασιοποίηση του Paul McCartney, όχι μόνο μέσω του μύθου του "Lucy in the Sky with Diamonds" που έχει ως ακρωνύμιο το LSD, αλλά και με το κατά πολλούς καλύτερο άλμπουμ τους, το “Revolver”. O Damon Albarn ισχυρίστηκε ότι οι ουσίες τον βοήθησαν να είναι δημιουργικός, διευκρινίζοντας ότι είχε πάντοτε έλεγχο της κατάστασης, αφού έκανε χρήση μόνο στο στούντιο, πράγμα που του επέτρεπε να μένει μακριά τους δύο ημέρες την εβδομάδα. Το αντίπαλο δέος της αφύσικα υπερτονισμένης μουσικής διαμάχης των μέσων των 90s, ο Noel Gallagher, υποστήριξε ότι δεν έχει γράψει ούτε ένα τραγούδι χωρίς να βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών. Μάλιστα, για να αποδείξει τη δύναμή τους, ανέφερε ότι μια φορά προκάλεσε τον εαυτό του αν μπορεί να γράψει ένα τραγούδι μέσα σε δέκα λεπτά, με αποτέλεσμα να γεννηθεί το “Supersonic”.
Επίσης, ο Ozzy Osbourne ισχυρίστηκε πως κάποια εποχή ήταν τόσο απογοητευμένος με τον εαυτό του, που είχε την πεποίθηση ότι έπρεπε να τελεί υπό την επήρεια ουσιών για να γράψει τραγούδια και νόμιζε ότι η χρήση τους ήταν η αιτία της δημιουργικότητάς του. Ο Caleb Followill (Kings of Leon) έχει πει πως, ενώ η επαφή του με ουσίες είχε σταματήσει πριν το τρίτο άλμπουμ της μπάντας του, όταν συνέθετε το υλικό για το τέταρτό τους, το “Only By the Night”, λόγω εξάρθρωσης του ώμου του χρειάστηκε να πάρει ισχυρά αναλγητικά, τα οποία «διεύρυναν το μυαλό του». Όταν πέρασε η επίδρασή τους, με έκπληξη είδε καταγεγραμμένο στις σημειώσεις του ένα πολύ όμορφο τραγούδι, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί πώς βρέθηκε εκεί.
Ο David Bowie, ως Thin White Duke, φέρεται να μη θυμάται καν, όχι μόνο τη σύλληψη, αλλά και την ηχογράφηση του “Station to Station”, ενώ υπό ανάλογες συνθήκες ο Gary Lightbody (Snow Patrol) φέρεται να έγραψε το πιο επιτυχημένο εμπορικά single τους, το “Chasing Cars”. Λέγεται μετά βεβαιότητας από τα λοιπά μέλη των Nirvana, ότι ο Kurt Cobain συνέθεσε το “Nevermind” ενώ χρησιμοποιούσε ουσίες, κάτι, όμως, που δεν είναι τόσο βέβαιο στην περίπτωση του “In Utero”. Τέλος, για τον Lou Reed δε χρειάζεται καν να ανατρέξετε σε κάποια από τις συνήθως επεισοδιακές συνεντεύξεις που έδωσε (και πάντα απέφευγε όσο μπορούσε), αφού μπορείτε απλά να πάρετε τις αναγκαίες πληροφορίες από τραγούδια του, όπως το “I'm Waiting for the Man”, το “Sad Song”, αλλά και το “Perfect Day”, που, όποιος είναι υποψιασμένος, καταλαβαίνει για ποιο λόγο ακούγεται στο φιλμ Trainspotting του Danny Boyle.
Οι αρνητές
Φυσικά, υπάρχει και ο αντίποδας, που εκφράζεται από κάποιους που πιστεύουν ότι η σχέση με ουσίες -και ιδιαίτερα παράνομες- είναι εξ ορισμού απορριπτέα, χωρίς καν να τίθεται γι’ αυτούς ζήτημα εάν βοηθά την καλλιτεχνική δημιουργικότητα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις περασμένες δεκαετίες είχε διαμορφωθεί στα μουσικά ένα άτυπο ταμπού, που ήθελε τη χρήση ουσιών να παραμένει στο απυρόβλητο. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και ιδίως από τα 80s και μετά, όταν οι νόμιμες και μη ουσίες βρήκαν ευρύτερα τη θέση τους στις κοινωνίες και αποσυνδέθηκαν κάπως από τα όρια του μουσικού πλαισίου τους, άρχισαν να ακούγονται όλο και περισσότερα σχόλια για το δικαίωμα στη «διαφορά». Και, συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε απόψεις μουσικών των οποίων το έργο δεν το έλεγες και άμεσα συνδεδεμένο με τα gospel!
Τους κινδύνους από τη χρήση ουσιών, κόντρα στο ρεύμα της εποχής, συναντάμε μερικές φορές ακόμα και σε τραγούδια που έγιναν ευρύτερα γνωστά. Για παράδειγμα, στο "White Lines (Don't Don't Do It)" των Grandmaster Melle Mel, στο "The Needle and the Damage Done" του Neil Young και στο "Cocaine" του J.J. Cale. Μάλιστα, ο Eric Clapton, που διασκεύασε το τελευταίο, είχε δηλώσει ότι αυτό είναι ένα πολύ έξυπνα δοσμένο τραγούδι που στρέφεται έμμεσα κατά της χρήσης ναρκωτικών, τονίζοντας ότι, αν οι στίχοι του ήταν κατηγορηματικοί και όχι διφορούμενοι, θα ενοχλούσαν ανώφελα τον κόσμο. Ο Steven Tyler δε βρίσκει διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων, λέγοντας συγκεκριμένα: «Όλη η μαγεία που νόμιζες ότι υπήρχε όταν ήσουν φτιαγμένος, βγαίνει και όταν είσαι καθαρός. Συνειδητοποιείς όταν πάντοτε ήταν εκεί, κι ο φόβος σου φεύγει…». Το κλίμα των περασμένων ετών αποτύπωσε σε δήλωσή του και ο Roger Daltrey, λέγοντας πως δεν έκανε ποτέ χρήση σκληρών ναρκωτικών, επειδή έβλεπε με τρόμο στον περίγυρό να αλλοιώνονται ακόμα και οι προσωπικότητες χρηστών μουσικών, διευκρινίζοντας, όμως, ότι αν τότε δεν έκανες χρήση ήσουν περιθωριοποιημένος. Τα ίδια υποστηρίζει και ο Dave Mustaine (Megadeth), λέγοντας ότι υπήρξε μια μεγάλη χρονικά περίοδος, που κάθε μέλος του συγκροτήματος έκανε χρήση ουσιών, απλά επειδή έτσι συνηθιζόταν τότε.
Κάποιοι, όμως, είχαν την άνεση ή την τόλμη να διαφοροποιηθούν, παρά τη φερόμενη ως διαμορφωμένη αυτήν κατάσταση. Στην πιο απόλυτη μορφή της η κόντρα στο ρεύμα στάση αφορούσε αποχή από νόμιμες και μη ουσίες. Μάλιστα, μπορεί να πει κανείς ότι κάποιοι από αυτούς που την ακολουθούσαν, δεν ήταν ανάμεσα στα πρώτα ονόματα που σου έρχονταν στο μυαλό. Ο Frank Zappa δεν έπινε και δεν έκανε χρήση ναρκωτικών, ενώ φέρεται ότι απομάκρυνε από τους Mothers of Invention τον μετέπειτα χαμένο από υπερβολική δόση Lowell George, επειδή έγραψε το τραγούδι "Willin” που ενθάρρυνε τη χρήση. O Angus Young, που εξακολουθεί να χοροπηδάει με την κιθάρα του οργώνοντας τη σκηνή, περιγράφεται από τα μέλη των AC/DC ως ο τύπος του σοκολατούχου γάλατος, που όταν θέλει να το ρίξει έξω πίνει κανένα… καφεδάκι! Υπέρ της ακραιφνούς υγιεινής ζωής είναι και οι Henry Rollins (Black Flag), Kendrick Lamar, Lana Del Rey, Jonathan Richman (Modern Lovers), Adam Ant, Dee Snider (Twisted Sister) και ο πρωτοπόρος του surf Dick Dale. Επίσης, φέρεται ότι η μόνη απόλαυση - κατάχρηση του Gene Simmons (Kiss) είχε σχέση με τα ερωτικά, ενώ του BB King με τα τυχερά παιχνίδια. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι και αυτή του Morrissey, που αποτυπώνεται γλαφυρά σε ένα διάλογό του με τον David Bowie. Όταν ο Bowie του είπε: «Είχα τόσο πολύ σεξ και ναρκωτικά στη ζωή μου, που απορώ πώς είμαι ακόμα ζωντανός», εκείνος του απάντησε: «Είχα τόσο λίγο σεξ και τόσο λίγα ναρκωτικά στη ζωή μου, που απορώ πώς είμαι ακόμα ζωντανός»!
Η πιο απόλυτη αυτή τάση αυτή εκφράστηκε μαζικά επισήμως από το 1981 και μετά με το «κίνημα» Straight Edge, που πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι των Minor Threat. Το Straight Edge (sXe) είναι ένα τμήμα του hardcore punk, του οποίου οι υποστηρικτές απέχουν από το αλκοόλ, το κάπνισμα και τα ναρκωτικά ψυχαγωγίας, ενώ επιπλέον κάποιοι είναι αυστηρά ή μη χορτοφάγοι, απορρίπτουν τη χρήση καφεΐνης και τάσσονται κατά της εναλλαγής ερωτικών συντρόφων. Ανάμεσά τους, πέρα από τον ιθύνοντα νου του κινήματος Ian MacKaye (Minor Threat), συναντάμε ονόματα όπως των Zack de la Rocha (Rage Against the Machine), J Mascis (Dinosaur Jr), Mark Arm και Steve Turner (Mudhoney), Greg Graffin (Bad Religion), Jeff Tuttle (The Dillinger Escape Plan), Doyle Wolfgang von Frankenstein (Misfits), Duncan Patterson (Anathema), Gail Greenwood (Belly, L7), Justin Young (The Vaccines), Cedric Bixler-Zavala (The Mars Volta, At the Drive-In), Moby, Davey Havok και Jade Puget (AFI), Joe Principe, Zach Blair και Tim McIlrath (Rise Against), Andy Hurley (Fall Out Boy), Chad Gilbert και Pete Wentz (New Found Glory), Alissa White-Gluz (Arch Enemy), Barney Greenway (Napalm Death) και Derrick Green (Sepultura).
Περισσότεροι, όμως, ήταν εκείνοι που έμειναν μακριά μόνο από τα ναρκωτικά. Ανάμεσά τους συναντάμε τους Robert Fripp (King Crimson), Ian Anderson (Jethro Tull), Bruce Springsteen, Ronnie James Dio, Dennis De Young (Styx), Bono και the Edge (U2), Johnny Ramone, Tom Scholz (Boston), Jack White, Andy Partridge (XTC), AFI, Sun Ra, Ted Nugent, Bob Seger, Poly Styrene και ο γνωστός ως “Brian Wilson without the drugs” John Fogerty (Creedence Clearwater Revival).
Ως συνέπεια όλων των παραπάνω, οι μουσικοί που επέλεξαν εξαρχής ή κατά τη διάρκεια της πορείας τους να μη χρησιμοποιήσουν ουσίες δε χρειάστηκε να δηλώσουν την αντίθεσή τους σε αυτές ή, ακόμα περισσότερο, την ενδεχόμενη επίδρασή της στη δημιουργικότητά τους. Η αρνητική πλευρά της, όμως, εκφράστηκε άμεσα από τη Bettye Kronstad, πρώην σύζυγο του Lou Reed, η οποία έχει δηλώσει πως λόγω της χρήσης ουσιών και αλκοόλ ο Reed αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα να ολοκληρώσει τα τραγούδια του άλμπουμ “Berlin”.
Οι υπέρμαχοι που έγιναν αρνητές
Ένας άλλος από τους παράγοντες προσέγγισης του ζητήματος είναι να δούμε κατά πόσο διαφοροποιείται ποιοτικά το έργο των μουσικών που αρχικά είχαν σχέση με ουσίες, αλλά σε κάποια στιγμή τη διέκοψαν, παραμένοντας όμως δημιουργικοί. Εδώ, όμως, φαίνεται να υπάρχουν κάποια εγγενή προβλήματα. Συγκεκριμένα, πρέπει καταρχάς να γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε ένας τραγουδοποιός σταμάτησε αντικειμενικά τη σχέση του με τις ουσίες, ώστε να μπορούμε να αξιολογήσουμε τη μετέπειτα δουλειά του. Κάτι τέτοιο, όμως, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο, αφού το σημείο αυτό συνήθως μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά και μάλιστα αποκλειστικά βάσει των δηλώσεων του περί ου ο λόγος. Βέβαια, δε θα πρέπει να παραβλέψει κάποιος και το ότι οι επακόλουθες της διακοπής «παρενέργειες» ενδέχεται να δυσκολεύουν ακόμα και για λόγους άσχετους με τη μουσική την επαναφορά στο στάδιο που βρισκόταν ο τραγουδοποιός πριν τις χρησιμοποιήσει. Όμως, ακόμα κι αν αυτά κλονίζουν την αξιοπιστία αυτού του παράγοντα, η συγκεκριμένη οπτική δεν παύει, κατά τη γνώμη μου, να έχει σημασία, παρά τον περιορισμένο αριθμό των περιπτώσεων που είναι δυνατό να αναφερθούν, αλλά και της εκ των πραγμάτων υποκειμενικής κριτικής καθενός από εμάς για το έργο ενός μουσικού.
Βέβαια, αν δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον με λίγες εξαιρέσεις άτυπο κανόνα, που θέλει τον τρίτο δίσκο να είναι ο «δύσκολος», σκεφτείτε πόσο απαιτητικό είναι να ελέγχουμε ποιοτικά μια πορεία που εκτείνεται σε κάμποσα άλμπουμ μετά από το τρίτο. Άρα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αυτές, σωστότερο θα ήταν να μιλάμε κυρίως για συνεχιζόμενη δραστηριότητα και λιγότερο για σταθερή ποιότητα. Βέβαια, υπάρχει και μια άλλη «αποσταθεροποιητική» παράμετρος, που έχει να κάνει με το πόσο εύκολα πλέον, σε σχέση με το παρελθόν, μπορεί κάποιος να είναι ενεργός δισκογραφικά, ενόψει του ότι μπορεί να κυκλοφορήσει ένα δίσκο, χωρίς τη μεσολάβηση δισκογραφικών εταιρειών, αλλά, καλύτερα, ας το αφήσουμε κατά μέρος αυτό. Λοιπόν, η κρίση είναι δική σας!
Η δουλειά του Nick Cave είχε συμπορευθεί χέρι - χέρι με τις ουσίες τουλάχιστον για μια εικοσαετία. Και συγκεκριμένα, για την εικοσαετία που το όνομά του συνδέθηκε με σημαντικά μουσικά δρώμενα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, που μέσα από τη στήριξη των Narcotics Anonymous, στους οποίους έχει δηλώσει πως χρωστά τη ζωή του, αποφάσισε να μείνει καθαρός, άρχισε να τον κυριεύει ο φόβος της αβεβαιότητας σχετικά με το αν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να δημιουργεί σε ανάλογο επίπεδο. Τα γεγονότα μάλλον απέδειξαν ότι η πορεία του από την αυγή της νέας χιλιετίας ήταν εξίσου συναρπαστική, ενώ κάποιοι τη θεωρούν ακόμα και ποιοτικότερη. Οι The Bad Seeds παρέμειναν ενεργοί, κυκλοφορώντας τέσσερις ζωντανά ηχογραφημένους και επτά στούντιο δίσκους, μεταξύ των οποίων το εξαιρετικό “Push the Sky Away” και τα μεγαλειωδώς σπαρακτικά “Skeleton Tree” και “Ghosteen”. Επίσης, βρήκε ιδανικό τρόπο να εξωτερικεύσει υπέροχα τις σκληρότερες πλευρές του ταλέντου του με τους Mini Seeds, δηλαδή τους Grinderman, με τους οποίους έβγαλε δύο άλμπουμ, οι συναυλίες που δίνει γεμίζουν ασφυκτικά με κόσμο, ενώ έγραψε και τα βιβλία The Death of Bunny Monroe, The Sick Bag Song και Stranger Than Kindness.
Ο David Bowie αξιολογώντας ο ίδιος τη δημιουργία του, υποστήριξε πως έγραψε κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του όταν ήταν ήδη καθαρός. Η σχέση του με τις ουσίες, που κορυφώθηκε στο “Young Americans” και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ήταν πολύ στενή. Ο ίδιος είχε πει πως κάποτε φυσώντας τη μύτη του, ένιωσε να βγαίνει ο μισός εγκέφαλός του, ενώ ο φίλος και γείτονάς του Glenn Hughes τον είχε δει να αιμορραγεί από το μάτι. Η δημιουργία του στη συνέχεια έχει να επιδείξει αξιόλογους δίσκους, όπως τους “The Next Day”, “Heathen”, αλλά και το εξαιρετικό κύκνειο άσμα “Blackstar”.
Ο Iggy Pop βιώνει τη σαφέστατη ατυχία να στοιχειώνεται η σόλο καριέρα του από τους τρεις πρώτους δίσκους των θρυλικών The Stooges. Η περιπέτειά του με τις ουσίες υπήρξε πολύ ταραχώδης και έμοιαζε αδιέξοδη, αφού έκανε χρήση ακόμα και μέσα σε κλινικές αποτοξίνωσης. Η θέλησή του, όμως, να επιβιώσει επικράτησε, με αποτέλεσμα να βγει από την κατάσταση αυτή το 1999, οπότε απολαμβάνει πού και πού ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μια κούπα κουβανέζικο καφέ. Ο ακόμα αεικίνητος Iggy αποδείχτηκε συνεπής στη δημιουργικότητά του, κυκλοφορώντας έξι προσωπικούς δίσκους και δύο ακόμα με τους The Stooges, το “The Weirdness” και το παραπλανητικό ως προς τον τίτλο του “Ready to Die”.
Η περίπτωση του Trent Reznor των Nine Inch Nails είναι, επίσης, χαρακτηριστική. Ακόμα στοιχειωμένος από το “The Downward Spiral” του 1994 και οριστικά μακριά από ουσίες από το 2001, εκτός από ζωντανές ηχογραφήσεις eps και singles, έχει ηχογραφήσει οκτώ στούντιο άλμπουμ με τους Nine Inch Nails και ένα με τους How to Destroy Angels. Αν, μάλιστα, αντιδιαστείλει κάποιος το πόσο παραγωγικός ήταν κατά και μετά τη σχέση του με τις ουσίες ως μέλος των ΝΙΝ, θα δει ότι το πρώτο διάστημα απέφερε τέσσερις σε δεκαεπτά χρόνια, ενώ το δεύτερο επτά δίσκους σε δεκαπέντε χρόνια.
Ο James Hetfield των Metallica είναι καθαρός από το 2004, έχοντας υπογράψει μαζί με τη μπάντα του τα άλμπουμ “Death Magnetic” και “Hardwired... to Self-Destruct” για να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της λεγόμενης χρυσής πρώτης πεντάδας, ενώ όσες συμμετοχές είχε προσωπικά σε δουλειές άλλων εξαντλούνται στο προ του 2004 χρονικό στάδιο, με εξαίρεση τα φωνητικά του στο τραγούδι "Beautiful Broken" των Heart.
Ο Slash, που από το 2005 μένει μακριά από ουσίες, στέκει περήφανα πλάι στους ζωντανούς Guns & Roses, με το “Chinese Democracy”, το ενδιαφέρον σόλο άλμπουμ που έχει ως τίτλο το όνομά του, τους ουσιαστικά σόλο, αλλά καταχωρημένους στους Slash featuring Myles Kennedy & The Conspirators τρεις δίσκους και το “Libertad” των Velvet Revolver.
Ο δε John Frusciante, όπως πληροφορούμαστε από τα απομνημονεύματα του συνοδοιπόρου του στους Red Hot Chili Peppers Anthony Kiedis, έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου, αλλά, μετά από σκαμπανεβάσματα, κατόρθωσε να καθαρίσει. Ο παραγωγικότατος αυτός κιθαρίστας υπήρξε μέλος των Peppers από το 1989 έως το 1992 και από το 1998 έως το 2009, με το ενδιάμεσο χρονικό κενό να οφείλεται στην αδυναμία του να αντεπεξέλθει λόγω σοβαρότατης χρήσης ουσιών. Κι ενώ οι φίλοι της μπάντας νόμιζαν πως οι μέρες του κρασιού και των τριαντάφυλλων του “Blood Sex Sugar Magik” είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, ήρθε το “Californication” για να αποδείξει ότι οι Peppers μόνο με τον Frsuciante φτάνουν στο απόγειό τους. Και οι Peppers, που αποτελούν τη μεγάλη του αγάπη μιας και επανέκαμψε το 2019, είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη, που καλύτερα παρά ποτέ κρατεί, περιλαμβάνει όχι μόνο σόλο υπερδραστηριότητα κάτω από το όνομά του ή ως Trickfinger, αλλά και συμμετοχή του στους The Mars Volta, Ataxia, Speed Dealer Moms, όπως και σε δουλειές των Swahili Blonde, Josh Klinghoffer, Omar Rodríguez-López, Kimono Kult, Black Knights και αρκετές άλλες.
Ο Jason Isbell μένει μακριά από ουσίες από το 2012, τρία δηλαδή χρόνια αφότου έφυγε από τους Drive-By Truckers. Από τότε και στο εξής έχει κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους, μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται το πολύ καλό “Southeastern”, αλλά και το “The Nashville Sound”.
Ο μπροστάρης Pete Townshend (The Who), ο οποίος έχει, πλέον, ως σκοπό της ζωής του να μετέχει στην εκστρατεία κατά των ουσιών, συγκεντρώνοντας χρήματα για την αποκατάσταση και επανένταξη πρώην χρηστών. Μάλιστα, έχει δηλώσει: «Το αλκοόλ ήταν πολύτιμο, διότι με χαλάρωνε δημιουργικά. Έχω όμως να πιώ τριάντα χρόνια, χωρίς να πάψω να είμαι δημιουργικός. Απλά πρέπει να βρεις νέες μεθόδους». Στην περίπτωσή του αυτές, μετά τη δεκαετία του ’80, έχουν ως επίκεντρο το “The Boy Who Heard Music” και “Psychoderelict”, ενώ εξαντλούνται, ως επί το πλείστον, σε συνεργασίες και κυκλοφορίες παλιότερου υλικού.
Ο Wayne Coyne δήλωσε πως η μπάντα του, οι Flaming Lips, αποδέχτηκε τελικά την πρόκληση και για πρώτη φορά στο δέκατο τρίτο δίσκο της ηθελημένα βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών, με το αξιοπρεπές “The Terror”, όπως και τα τρία ακόμα που το ακολούθησαν, να κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τους δίσκους της μετά των ένδοξων “Telepathic Surgery” και “In a Priest Driven Ambulance” εποχής.
Ο αυτοαποκαλούμενος ως νηφάλιο μέλος των Alcoholics Anonymous Joe Walsh από το 1995, έχει στο ενεργητικό του ένα δίσκο με τους Eagles, το απρόσμενα καλό ύστερα από τόσα χρόνια “Long Road Out of Eden”, τους προσωπικούς “Analog Man” και “All Night Long: Live in Dallas”, όπως και κυρίως διάφορες συνεργασίες με τον Ringo Starr, τον Warren Zevon και την Sheryl Crow.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες περιπτώσεις που δε μπορεί κανείς να αποφασίσει με, σχετική έστω, βεβαιότητα προς τα πού κλίνουν τα πράγματα, κυρίως λόγω του μικρού σχετικά διαστήματος νηφαλιότητας. Τέτοιες είναι των Zachary Cole Smith των DIIV και του Ben Harper, που έκοψαν κάθε σχέση με ουσίες εδώ και δύο περίπου χρόνια. Επίσης, οι The Manic Street Preachers, αν και δεν έχουν πάρει ρητά θέση κατά της χρήσης ουσιών, δίνουν με κάποιους στίχους τους αυτήν την εντύπωση και μάλιστα με ευρύτερη της συνηθισμένης αιτιολογία: “everybody’s taking drugs because it makes governing easier” (“New Art Riot”), “Drug drug drug, I need a reflection to prove I exist, No more sunshine, I am a victim of designer blitz, No more sunshine, Dance like a robot when you're chained at the knee, The C.I.A say you're all they'll ever need” (“Drug Drug Druggy”).
Ο λόγος στους επιστήμονες
Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Εντάξει, αυτό είναι λιγάκι υπερβολικό να το πούμε, αν και κατά βάση αληθινό, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ευρύτερων επίσημων μελετών, μάλλον για ευνόητους λόγους ενδιαφέροντος, έχει να κάνει με την επίδραση των ουσιών στους ακροατές της μουσικής και όχι στους δημιουργούς της.
Από επιστημονικές μελέτες προέκυψε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από το 1970 μέχρι το 2015, συνέβησαν τριακόσιοι περίπου θάνατοι διάσημων προσώπων, οι οποίοι συνδέθηκαν με χρήση ουσιών. Κατηγοριοποιώντας αυτούς σύμφωνα με το επάγγελμα του θανόντα, φαίνεται ότι στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκονται οι μουσικοί (38.6%), ενώ έπονται οι ηθοποιοί (23.2%), οι αθλητές (15.5%), οι λοιποί καλλιτέχνες (6.4%), οι συγγραφείς (5.5%), τα μοντέλα (5%), οι επιχειρηματίες (4.5%) και οι πολιτικοί (1.4%).
Διαβάζοντας κάποιος τα σχετικά πορίσματα των επιστημόνων, που φυσικά είναι απαλλαγμένα από την υποκειμενικότητα της άποψης των τραγουδοποιών, καταρχάς βλέπει ότι η χρήση παραισθησιογόνων ουσιών επαυξάνει τα συναισθήματα που εκλύονται από τη μουσική, τα οποία συγκεκριμενοποίησαν οι υποβληθέντες σε σχετικά πειράματα ως αυτά της υπέρβασης, της κατάπληξης, τη δύναμης και της τρυφερότητας. Άλλα πειράματα απέδειξαν πως η χρήση των παραπάνω ουσιών κατά την ακρόαση μουσικής επηρεάζει ένα τμήμα του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να διευρύνονται οι συμβολισμοί που κάνει ο ακροατής με αφορμή τη μουσική. Η δε χρήση ψυχοτρόπων ουσιών χαρακτηρίζεται από συναισθήματα αποπροσωποποίησης και αποπραγματοποίησης, τα οποία φέρονται να συμβάλλουν στην έξαψη της φαντασίας.
Καταρχάς, μοιάζει να προκύπτει ως πιθανός ο ισχυρισμός του Damon Albarn ότι οι ουσίες αλλάζουν την ψυχική σου κατάσταση, κατά τρόπο ώστε να βρίσκεις νέες ιδέες που πιθανώς δε θα είχες, αν ήσουν νηφάλιος. Ο νευρολόγος Dr. Alain Dagher υποστηρίζει ότι οι ουσίες δε μπορούν να σε κάνουν δημιουργικό, απλά και μόνο επειδή σε απελευθερώνουν από τις συστολές που μπορεί να έχεις, αλλά μπορούν να φανερώσουν στον εγκέφαλό σου εννοιολογικούς συσχετισμούς, τους οποίους πιθανότατα δε θα έκανες χωρίς αυτές. Ακόμα, πιστεύει πως ένα μέρος της δημιουργικότητας είναι αυθεντικό, δεδομένου ότι ναρκωτικά όπως η κοκαΐνη και ίσως η ηρωίνη είναι ικανά να σου δημιουργήσουν πρωτότυπες σκέψεις. Όμως, τα πράγματα διαφοροποιούνται αρκετά, όταν η χρήση δεν είναι περιστασιακή, όπως είδαμε ότι έχει υποστηρίξει και ο Steven Tyler. Η ηρωίνη μπορεί να εκλύει μεγάλη ποσότητα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, προσφέροντας στο χρήστη μεγάλο αίσθημα ικανοποίησης, αλλά, όπως όλα τα ναρκωτικά, μπορεί να σε κάνει να χάσεις τη δυνατότητα να νιώθεις άλλες πηγές ευχαρίστησης, πάνω στις οποίες βασίζεται η καλλιτεχνική έμπνευση. Τελικά, το τι γίνεται στους νευρώνες και τους νευροδιαβιβαστές λόγω της χρήσης ουσιών, έχει μεν άμεση σχέση με κάθε συγκεκριμένη ουσία, αλλά η διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ρομαντική διάσταση μιας ουσίας, καταλήγει να έχει σχέση με το μακροχρόνιο τη χρήσης της.
Μελέτες, επίσης, απέδειξαν ότι τα κύρια χαρακτηριστικά που κινητοποιούν τη δημιουργικότητα ενός ατόμου είναι τα ίδια με εκείνα που καθορίζουν γενετικά την προδιάθεσή του να γίνει χρήστης ουσιών. Αυτά είναι η ανάληψη ρίσκου, ο ψυχαναγκασμός, η παρορμητικότητα και η αναζήτηση της καινοτομίας. Οι δημιουργικοί άνθρωποι βλέπουν μεν τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι οι άλλοι, αλλά αυτό μπορεί απλά να σημαίνει ότι δίνουν διαφορετικές ερμηνείες στους κανόνες και τις συμπεριφορές. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι οι ψυχιατρικές ασθένειες είναι διαδεδομένες στους καλλιτέχνες, για το λόγο ότι αυτοί συνηθίζουν να χρησιμοποιούν καταχρηστικά ουσίες, προκειμένου να καλύψουν συμπτώματα διπολικών διαταραχών.
Ο νευροβιολόγος David Linden υποστηρίζει ότι, αν και δε διαπιστώνεται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της δημιουργικότητας και του εθισμού, φαίνεται πως υπάρχει μια έμμεση σύνδεση ανάμεσα στον εθισμό και σε παράγοντες που ευνοούν τη δημιουργικότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο εθισμένος έχει στο εγκεφαλικό του σύστημα περιορισμένη λειτουργία ντοπαμίνης, όμως, επειδή δε βιώνει επαρκή ικανοποίηση, την αναζητεί με τεχνητά μέσα, όπως με ψυχοτρόπες ουσίες.
Σύμφωνα με άλλες μελέτες, παρατίθενται σοβαρές αποδείξεις για το ότι οι ψυχοτρόπες ουσίες βελτιώνουν τη φαντασία, την καινοτόμα έμπνευση και ενισχύουν την ικανότητα για επίλυση προβλημάτων, οπότε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πράγματι βελτιώνουν τη δημιουργικότητα και την καλλιτεχνική ερμηνεία. Το 1955 ο Louis Berlin μελέτησε την επίδραση της παραισθησιογόνας ουσίας μεσκαλίνης και του LSD στην ικανότητα τεσσάρων καταξιωμένων ζωγράφων και, παρά τα λειτουργικά προβλήματα που παρατηρήθηκαν στους δημιουργούς, μια ομάδα ανεξάρτητων κριτικών τέχνης θεώρησε τα πειραματικά αυτά έργα ως «μεγαλύτερης αισθητικής αξίας».
Αντίθετη είναι η άποψη του Dr. Flaherty, σύμφωνα με την οποία οι ουσίες μειώνουν την ικανότητά προς κρίση κι έτσι νομίζεις πως αυτό που γράφεις είναι πιο δημιουργικό. Άλλες επιστημονικές μελέτες κατέδειξαν ότι η χρήση αλκοόλ είναι επιβλαβής στην καλλιτεχνική διεργασία, όμως τα συμπεράσματα δεν προέκυψαν το ίδιο ξεκάθαρα στις περιπτώσεις της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Η έρευνα του Dr. Flaherty αποδίδει τις αντίθετες κατά καιρούς θέσεις που έχουν υποστηριχθεί στο ότι δεν έχει αποσαφηνιστεί και αποκρυσταλλωθεί η έννοια της δημιουργικότητας, η οποία συχνά συγχέεται με την παρεκκλίνουσα σκέψη, που, με τη σειρά της, αποτελεί κύριο παράγοντα της δημιουργικής σκέψης. Έτσι, στο ερώτημα αν τα ναρκωτικά μπορούν να σε κάνουν καλύτερο τραγουδοποιό, η απάντηση μοιάζει να συναρτάται με το γεγονός σε ποιο ειδικότερο τμήμα της διαδικασίας συγγραφής τραγουδιών είναι πιο αδύνατος ο τραγουδοποιός. Αν, λοιπόν, δυσκολεύεται να βρει πρωτότυπες ιδέες (δηλαδή, υστερεί στον τομέα της φαντασίας) υπάρχουν κάποιες αποδείξεις ότι η χρήση κάνναβης θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Εάν, όμως, δυσκολεύεται στο να συνθέσει αυτές τις νέες ιδέες και να φτιάξει κάτι που έχει μουσική αξία (δηλαδή, να είναι δημιουργικός) η χρήση της ουσίας αυτής μπορεί να επιδεινώσει την κατάστασή του. Πιο συγκεκριμένα, η δυσκολία εξαγωγής γενικού κανόνα σχετίζεται με το ότι, ενώ μπορεί με βεβαιότητα κάποιος να υποστηρίξει ότι η χρήση της κάνναβης δημιουργεί αισθήματα χαλάρωσης, ευθυμίας, επιβράδυνσης του χρόνου ή αυξημένης ευαισθησίας, δεν είναι δυνατό να πει με σιγουριά αν βοηθά στη δημιουργικότητα, επειδή αυτή είναι ένα χαρακτηριστικό που σχετίζεται με τη συμπεριφορά ενός ατόμου, η οποία δεν επιδέχεται ενιαία και αντικειμενική ερμηνεία. Σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Leiden για τις συνέπειες της χρήσης κάνναβης στην παρεκκλίνουσα σκέψη και τη δημιουργικότητα, κατέδειξε πως οι εθελοντές που έλαβαν μικρή δόση δεν διαπίστωσαν καμία διαφοροποίηση, ενώ εκείνοι που έλαβαν υψηλή δόση ανέφεραν μείωση της ικανότητάς τους να έχουν παρεκκλίνουσα σκέψη.
Αναφορικά με τη χρήση LSD, έρευνα του ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας του πανεπιστημίου της Okinawa ανέδειξε ότι η χρήση της ουσίας αυτής προκαλεί όχι μόνο μείωση της αυτοσυγκράτησης του εγκεφάλου, αλλά και της ικανότητας να εκτιμάς ένα αίτιο και ένα αποτέλεσμα, να οργανώνεις, να κατηγοριοποιείς και να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά της συνειδητότητας. Αποτέλεσμα αυτών είναι ότι ναι μεν η εγκεφαλική δραστηριότητα μπορεί να αντιλαμβάνεται τα νεωτεριστικά, αλλά, ταυτόχρονα, επιδεινώνεται η ικανότητα να χρησιμοποιούνται οι αντιλήψεις αυτές για να δημιουργηθεί κάτι πρωτότυπο.
Εν κατακλείδι
Όπως έγινε σαφές, το ζήτημα του αν η χρήση ουσιών μπορεί να επηρεάσει τη δημιουργικότητα ενός τραγουδοποιού, μπορεί να έχει περισσότερες από μία απαντήσεις. Η τελική θέση επί του ζητήματος φαίνεται να βασίζεται αφενός σε προσωπικά δεδομένα που είναι αρκετά δύσκολο να επαληθευτούν με ακρίβεια επιστημονικά και αφετέρου στο μη δυνάμενο να εκτιμηθεί γεγονός του πόσο κατά περίπτωση επιδρούν οι ουσίες σε ένα συγκεκριμένο οργανισμό, αναλόγως με το είδος και τη συχνότητα της χρήσης τους.
Αν ένας τραγουδοποιός δηλώσει ότι οι ουσίες τον βοηθούν ή όχι να δημιουργεί, η άποψή του καταλήγει να είναι ανέλεγκτη. Κανένας τρίτος δε θα μπορούσε βάσιμα, όχι μόνο να καταρρίψει, αλλά ούτε να αμφισβητήσει έναν τέτοιο ισχυρισμό. Άλλωστε, αυτό δε θα είχε καν νόημα. Λιγότερο αμφισβητήσιμα είναι τα συμπεράσματα από τις περιορισμένες σχετικές μελέτες, όπως και κάποια εξωτερικά γεγονότα, που μπορούν μόνο να αφορούν τη χρήση ουσιών, αλλά ποτέ την επίδραση που αυτές έχουν στη δημιουργικότητα.
“Don’t believe the hype” τραγουδούσαν μια φορά κι έναν καιρό οι Public Enemy κι ακόμα κάποιοι αναρωτιούνται αν το έλεγαν κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Φαντάζομαι, όμως, ότι ούτε κι εδώ οι φιλότιμες προσπάθειες της επιστήμης θα μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση. Αλήθεια όμως, ύστερα από όσα ειπώθηκαν, έχει τόση σημασία να υπάρχει ομογνωμία; Ακόμα κι αν η χρήση ουσιών ενισχύει τη δημιουργικότητα ή ακόμα κι αν την περιορίζει, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τους ίδιους τους τραγουδοποιούς. Αυτό, όμως, που επιβάλλεται να έχει σημασία για όλους εμάς τους ακροατές των τραγουδιών τους (θα έπρεπε να) είναι μόνο η μουσική και όχι τα λοιπά περιρρέοντα ρυάκια, τα οποία, αν παρασυρθείς και τα ακολουθήσεις, κινδυνεύεις να χάσεις όλη τη μαγεία του ταξιδιού.