Όλες οι… μουσικές που οδηγούν στην (αρχαία) Ρώμη
Μπορεί οι αρχαίοι Ρωμαίοι να ήταν τρελοί, ωστόσο η επίδραση τους (αλλά και η γλώσσα τους) φτάνει μέχρι το σήμερα. Ο... Antonius Xagius κάθησε, άκουσε, έγραψε...
Μπορεί εδώ και πολλούς αιώνες οι δρόμοι να μην οδηγούν πια όλοι στην Ρώμη, ωστόσο περπατώντας (τα χρόνια προ του κορονογιού τουλάχιστον) τα λιθόστρωτα σοκάκια του κέντρου της, στην ρωμαϊκή αγορά ανάμεσα σε πορώδεις αρχαίες πέτρες, ερείπια και ζαλισμένες από τον ανελέητο ήλιο σαύρες, έξω από το βουβό και χορταριασμένο πια Κολοσσαίο ανάμεσα σε Γιαπωνέζους τουρίστες (πρώτοι υποψήφιοι για… τροφή στα λιοντάρια, αν με κάποιο μαγικό τρόπο οι αρχαίοι Ρωμαίοι επέστρεφαν στα πράγματα) και ταλαίπωρους εργαζόμενους που παριστάνουν τους εκατόνταρχους για μια αναμνηστική φωτογραφία, μια αύρα αιώνων την νιώθεις (ή την φαντάζεσαι ότι την νιώθεις). «Αιώνια πόλη» δεν την αποκαλούνε άλλωστε;
Κάπου μπορεί και να αναλογιστείς, τι μένει όταν χάνονται οι άνθρωποι; Αναμνήσεις στην αρχή, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου μετατρέπονται σε μνήμες, ιστορίες, μύθους, γκρεμίδια που λειτουργούν σαν ένα ιδιότυπο memento mori (βλέπε παρακάτω), στερεότυπα, η όποια ιστορική «αλήθεια» τελικά αραιώνεται στον διαλύτη της λήθης. Σήμερα όλα είναι αλεσμένα στον μύλο της ποπ κουλτούρας, όλα μπλέκονται κουβάρι στο μυαλό. Εικόνες υποβληθείσες/επιβληθείσες από ταινίες και σίριαλ, χριστιανοί στα λιοντάρια και μονομάχοι και «Εγώ ο Κλαύδιος» και Μπεν Χουρ και ο Νέρωνας με την λύρα του, ρωμαϊκά όργια και τσιμπούσια με κάθε λογής σάρκες, κάπου ξεπετάγεται και ο Νάνι Μορέτι πάνω στην βέσπα του και ο Cohen να τραγουδά «I’m your man». Και θραύσματα από διαβάσματα. Σχολικά βιβλία (στα οποία εμείς οι Έλληνες μαθαίνουμε ελληνοπρεπώς ότι οι Ρωμαίοι θα ήταν κάτι βάρβαροι αν «εμείς» δεν τους δίναμε τα φώτα), σοβαρά κι ακαδημαϊκά (από τα ογκώδη και κλασικά σαν εκείνη την γκουμούτσα που καθιέρωσε ουσιαστικά στην ιστορική ανάλυση το σχήμα «ακμή-παρακμή» του Γίββωνα μέχρι τα νεότερα, όπως εκείνο το καταπληκτικό της Μary Beard) είτε πιο ελαφριά και… ποπ, σαν τον Χάρυ Πότερ («Draco dormiens numquam titillandus») ή φυσικά τον Αστερίξ. «Sono pazzi questi Romani», o παρατηρητικός ταξιδιώτης θα εντοπίσει στην πόλη πανταχού παρόντα -μέχρι και στα καπάκια των φρεατίων στους δρόμους- τα αρχικά SPQR τα οποία δεν σημαίνουν ασφαλώς «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι» αλλά Senatus Populus Que Romanus, ο λαός και η Σύγκλητος της Ρώμης δηλαδή (οι ρέκτες των ξεχασμένων 80s θα θυμηθούν ίσως ένα ομώνυμο κομμάτι των This Heat).
Ασφαλώς όλα αυτά, ipso facto, λένε περισσότερο για το Σήμερα, για τους καιρούς μας, παρά για τους ίδιους τους αρχαίους «πραγματικούς» Ρωμαίους. Έτσι συμβαίνει άλλωστε αναπόφευκτα με την Ιστορία, ακόμη και με τα γραπτά που έμειναν κληρονομιά, είναι το σημερινό μάτι που τα προσεγγίζει, σαν «δοκίμια επιστημονικής φαντασίας του παρελθόντος» όπως είχε σημειώσει ο Φελίνι την εποχή που αναπαριστούσε στην κινηματογραφική οθόνη με εικαστική μεγαλοσύνη το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου. Και το παρελθόν γίνεται έτσι πεδίον δόξης λαμπρό για κάθε λογής προβολές, πόσο μάλλον όταν το ίδιο είναι λαμπρό, η μυθική ιστορία όπου ένα αγροτικό χωριό κατάφερε να γίνει ένα imperium, να κυριαρχήσει στον κόσμο και να κάνει την Μεσόγειο… πισίνα, mare nostrum, πυροδότησε ανά τους αιώνες φαντασιώσεις μεγαλείου και ισχύος, πολλοί θέλησαν να «μπουν στα παπούτσια» των Ρωμαίων, από την φασιστική Ιταλία του «duce» μέχρι τις ΗΠΑ με τα Καπιτώλια τους και τις πόλεις με τις ρωμαϊκές αναφορές (π.χ. Σινσινάτι) και την Ρωσία με τις διαχρονικές της ονειρώξεις για την Τρίτη Ρώμη (ο Τσάρος ετυμολογικά άλλωστε στον καίσαρα παραπέμπει – όπως φυσικά και ο γερμανός Κάιζερ – και κατ’ επέκταση λοιπόν και η… μπύρα). Πέραν ωστόσο του όποιου αναχρονιστικού κιτς, οι «συνταγές» και οι πρακτικές έχουν μια εντυπωσιακή διαχρονικότητα. «Το ονόμασαν μέσα στην άγνοια τους πολιτισμό, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κομμάτι της υποδούλωσης τους». Αυτά έγραφε ο Τάκιτος για τους τότε Βρετανούς, οι οποίοι μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση, άρχισαν (ειδικά η ντόπια ελίτ) να ντύνονται με τηβέννους και να υιοθετούν ρωμαϊκά έθιμα και τρόπους και να περιφρονούν την ιθαγενή λαϊκή κουλτούρα (ακόμη και …when not in Rome). Θυμίζει κάτι;
Και κάπως έτσι η πολύφερνη κληρονομιά των αρχαίων Ρωμαίων έφτασε μέχρι τις μέρες, έστω και αγνώριστη έστω και αφομοιωμένη και μεταλλαγμένη και παραλλαγμένη, έστω και αν ταλαιπωρεί μαθητές και… υπουργούς παιδείας στην Ελλάδα. «Νεκρή» και «άχρηστη» γλώσσα τα λατινικά, η κάποτε lingua franca, με τα γερουνδιακά και τα σουπίνα και τα άλλα εξωτικά τους πλάσματα ή πολιτιστική παρακαταθήκη και παραπομπή σε καιρούς που «εμείς μαθαίναμε γράμματα» φυλλομετρώντας τα τριαντάφυλλα της ρεγκίνας, amo, amas, amat; Δύσκολο να διακρίνεις ποια από τις δύο απόψεις είναι η πιο βαθιά αντιδραστική (μιλώντας για… διδακτικές μεθόδους, δεν μπορώ να μην θυμηθώ αυτή την αξέχαστη σκηνή ανθολογίας από το «Life of Brian» των Monty Python). Όπως από την άλλη δεν μπορείς και να μην αναγνωρίσεις ότι τα λατινικά, από τότε που έπαψαν να ομιλούνται από λαϊκά χείλη, αποτέλεσαν εργαλείο της άρχουσας τάξης, κυρίως της καθολικής εκκλησίας, για την επιβολή του δέους, της αρχαιοπρέπειας και της αποστασιοποίησης που απαιτεί η θρησκευτική και νομική τελετουργία (όπως έγινε εδώ που τα λέμε και με τα αρχαία ελληνικά – ως γνωστόν ο Θεός καταλαβαίνει μόνο σε τέτοιες αρχαΐζουσες γλώσσες συνεννοείται). Κατάλοιπο αυτού είναι και η σύγχρονη χρήση των λατινικών ενίοτε και ως μια εκζήτηση, μια λατινική έκφραση γαρ στο κείμενο ακόμη κι ενός αρθρογράφου του… ομίλου Μαρινάκη δίνει ένα κάποιο κύρος, υπονοεί ότι ο γράφων δεν είναι κάποιος από τους κοινούς plebii αλλά ένας patricius του πνεύματος.
Όπως και να ‘χει, νεκρά ή… σουσούδικα, σπέρματα λατινικών συναντάμε σε κάθε σημερινή δυτική γλώσσα, είτε σε ετυμολογική μνήμη είτε σε τυποποιημένες εκφράσεις, δεν θα ψάξει πολύ για να τα βρει κανείς και σε μουσικογραφιάδικα κείμενα, τα magnum opus και τα sui generis, και τον χρυσό κανόνα της Τέχνης (de gustibus….), ακόμη κι αν δεν υπάρχει πάντα μια άμεση επίγνωση (όπως π.χ. ότι το τετριμμένο σχεδόν ad nauseam R.I.P. δεν βγαίνει από το αγγλοσαξονικό rest in peace αλλά το ρωμαϊκό requiescat in pace – να μνημονεύσουμε εδώ το ομώνυμο των Banco Del Mutuo Soccorso). Επίσης δεν ξέρω αν πρόκειται για κάποια παράξενη παράπλευρη συνέπεια της πάλαι ποτέ Τρίτης Δέσμης, αλλά στον χώρο του ελληνικού -με την ευρεία έννοια- ροκ, δεν είναι λίγα τα σχήματα που έχουν επιλέξει όνομα λατινικό-λατινογενές, από τους ιστορικούς Panx Romana, το ιστορικό σχήμα του πανκ (που μπορεί να μην φτάσει τα… 200 χρόνια που διατηρήθηκε η pax romana, αλλά την έχει την πορεία του στον χώρο) και τους Deus Ex Machina (η λατινική απόδοση του «Από μηχανής Θεού»), μέχρι τους Tabula Rasa (ναι εκείνους με το αλήστου μνήμης «Χριστίνα», που ξεκίναγε με στίχο «σήμερα η μέρα ήτανε μουνί»), τους ελληνοροκάδες De Facto και τους συνθετικούς Carpe Diem. Και είναι σίγουρα η φιλολογική του ματιά στο κόσμο που οδήγησε τον Π.Ε. Δημητριάδη να ονομάσει εκείνο τον δίσκο που υπογράφει σαν Παιδιά της Παλαιότητας «Consortium in Amato» (ήτοι, «συμμετοχή στο αγαπώμενο», Θωμάς Ακινάτης νομίζω;)
Ο διαρκώς επανερχόμενος δημόσιος αχός περί λατινικών πάντως δίνει μια καλή αφορμή να αναζητήσουμε κομμάτια της σύγχρονης («ποπ») εποχής που χρησιμοποίησαν τα λατινικά σε τίτλους κομματιών, και μέσω αυτών να κάνουμε κι ένα ταξίδι στον χρόνο. Και τα οποία (πέρα από προσπάθειες που έχουν και μια γραφικότητα, π.χ. συγκροτήματα φοιτητών να ραπάρουν στα λατινικά) είναι ουκ ολίγα, όπως θα δούμε, ειδικά αν μπλέξουμε και με τα εκκλησιαστικά και τα μεσαιωνικά. Νil desperandum όμως, μην απελπίζεστε, για μην φτάσει το άρθρο ad infinitum, θα αφήσουμε στην άκρη τα διάφορα Dies irae, Miserere, Ave Maria, In nomine Patris et Fili, Te Deum κλπ. Κι αν ξεχάσουμε ή αγνοήσουμε πολλά, δεν πειράζει, errare humanum est. Και θα πιάσουμε το νήμα, θα μπούμε στο ψητό, in media res, πιο κοσμικά ξεκινώντας με…
Mea culpa
Ένας φιλόλογος που θα έπιανε την έκφραση αυτή γραμματικά θα αναφερόταν σε εκείνη την παράξενη πτώση που λέγεται «αφαιρετική», εμείς οι μουσικόφιλοι μπορεί να θυμηθούμε το ομώνυμο κομμάτι που υπήρχε στο «MCMXC a.D.» (ήτοι 1990) άλμπουμ των Enigma, του δημιουργήματος του Σαμουράι Michel Cretu οι οποίοι έκαναν ένα σουξέ εκεί στις αρχές των 90s με έναν συνδυασμό ηλεκτρονικής, έθνικ και λιγωμένων αναστεναγμών. Άλλη προσέγγιση εντελώς στο «Mea culpa» των Brian Eno & David Byrne από «My life in the bush of ghosts» του 1981, δίσκο ο οποίος θεωρείται θεμελιακός, ειδικά για τον τρόπο χρήσης και ενσωμάτωσης στην μουσική διαφόρων δειγματοληπτικών ψηφίδων, στο εν λόγω κομμάτι το sample είναι από κάποια ραδιοφωνική πολιτική αντιπαράθεση.
Λέτε αν ο δίσκος είχε βγει λίγα χρόνια αργότερα, να υπήρχε έστω μία περίπτωση να είχαν σαμπλάρει… Ανδρέα Παπανδρέου; Στα δικά μας μέρη πάντως, η λατινική αυτή έκφραση που σημαίνει ομολογία, «δικό μου το λάθος», αναλαμβάνω την ευθύνη ως ηγέτης μια χώρας ή της κόκκινης ομάδας στο Μάστερ Σεφ, έμεινε στην ιστορία από τα χείλη του Ανδρέα, τόσο ώστε λίγοι πια να θυμούνται τα ιστορικά συμφραζόμενα που αφορούσαν μια τότε δήλωση του Παπανδρέου για το Κυπριακό, κατά την οποία είχε δήθεν συμφωνήσει «να μπει στο ράφι». Ο αμίμητος διάλογος από τα πρακτικά της Βουλής:
Μητσοτάκης: «Εσείς το είπατε αυτό».
Ανδρέας: «Mea culpa», σας ευχαριστεί;
Μητσοτάκης: «Mea culpa», εντάξει, αλλά εσείς το είπατε.
Ανδρέας: «Εγώ, όταν βάζω τα βιβλία στο ράφι, κ. Μητσοτάκη, τα ξαναβγάζω. Εσείς τα αφήνετε».
Memento mori
«Είναι καλό να βλέπει κανείς μερικά κρανία πού και πού», κουβέντα ενός επιστάτη σε ένα μοναστήρι κάπου στην Χίο (καταγραφή Τάσου Πατώκου), σαν memento mori, θυμήσου ότι θα πεθάνεις δηλαδή, ολόκληρη φιλοσοφία, η τέχνη, η ανθρώπινη δραστηριότητα εν συνόλω, μπορεί να αναχθεί σε αυτή την λατινική φράση, υπενθύμιση της μικρότητας και της θνητότητας του ανθρώπου, η οποία μετά πέρασε αυτούσια και στην χριστιανική εικονοποιία (βλέπε π.χ. τα μεσαιωνικά danse macabre). Ωστόσο όπως σημειώνει ο John Williams στον «Στόουνερ» του «για μια ακόμη φορά ένιωσε δέος με την άνεση και την αρχοντιά με τις οποίες αποδέχονταν οι Ρωμαίοι λυρικοί ποιητές το γεγονός του θανάτου, λες και η ανυπαρξία με την οποία έρχονταν αντιμέτωπο δεν ήταν παρά ένας φόρος τιμής στον πλούτο των χρόνων που είχαν απολαύσει˙ και απορούσε με την πικρία, τον τρόπο, το μετά βίας συγκεκαλυμμένο μέσο που συναντούσε σε μερικούς από τους νεότερους χριστιανούς ποιητές της λατινικής παράδοσης…» Στα χρόνια με τα οποία πάντως ασχολούμαστε, τα δικά τους mememto mori έφτιαξαν καλλιτέχνες τόσο διαφορετικοί στα εκφραστικά τους μέσα όσο π.χ. οι Matmos, οι Boris, οι Click Click, ο Klaus Schulze, η Patti Smith κ.ά.
Ένα πραγματικό memento mori είναι η αρχαία ρωμαϊκή πόλη της Πομπηίας η οποία εκείνο το φθινόπωρο του 79 μ.Χ. σαρώθηκε από ένα πυροκλαστικό κύμα και βομβαρδίστηκε ανηλεώς με ηφαιστειακή τέφρα, ένα memento mori στο οποίο μπορούν να περιηγηθούν σήμερα με μια κάποια ηδονοβλεπτική φρίκη οι τουρίστες που περιφέρονται μπαϊλντισμένοι από τον αμείλικτο ήλιο της Καμπανίας βλέποντας τα plaster caster ομοιώματα ανθρώπων και ζώων από γύψο (με την τεχνική που εμπνεύστηκε Ιταλός σκαπανέας για να γεμίσει τα κενά που άφηνε η αποσυντεθείσα οργανική ύλη). Δεν έχουν πια φωνή αυτά τα νεκρά σώματα της Πομπηίας, οι ιστορίες τους χάθηκαν για πάντα, κι ας προσπαθούν έκτοτε επιστήμονες και καλλιτέχνες να συμπληρώσουν τα κενά (ας θυμηθούμε εδώ το ξεχασμένο πια μπεστ-σέλλερ του 19ου αιώνα «Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας του Edward Bulwer-Lytton, το συγκινητικό ποίημα του Πρίμο Λέβι για το μικρό κοριτσάκι της Πομπηίας, το «Cities in dust» των Siouxsie and the Banshees ή τον φετινό δίσκο της Cate Le Bon «Pompeii»), η σημερινή ‘πόλη’, τα σκονισμένα ερείπια, τα ξεθωριασμένα απομεινάρια τοιχογραφιών λένε πιο πολλά για τις αρχαιολογικές και πολιτικές φαντασιώσεις του 19ου αιώνα, για τα πρόσφατα δράματα των πολέμων του 20ου αιώνα (πολλές καταστροφές έχουν γίνει από συμμαχικό βομβαρδισμό), εδώ η ιστορική ‘αλήθεια’ και η ιστορική αναπαράσταση και η ιστορική φαντασίωση εμπλέκονται σχεδόν αξεδιάλυτα, η φαντασία μπερδεύεται με μια απρόσιτη πλέον πραγματικότητα σπαράγματα της οποία πυροδοούν αλυσίδες ποικίλης αυθαιρεσίας ισχυρισμών και μύθων (πολλούς αναφέρει κα καταρρίπτει συγχρόνως το έξοχο βιβλίο –πάλι- της Mary Beard «Pompeii: The Life of a Roman Town». – με προεξάρχοντα για παράδειγμα εκείνων της έκλυσης των ηθών και της σεξουαλικής ελευθεριότητας). Αυτή η σκόνη του χρόνου ήταν που έφερε στα μέρη αυτά, στο κάποτε Αμφιθέατρο των αγώνων και των μονομάχων και θεαμάτων τους Pink Floyd, το 1971, για μια ζωντανή ερμηνεία κάποιων επιλεγμένων κομματιών τους, με μοναδικό ακροατήριο την κινηματογραφική ομάδα, μερικά ντόπια παιδιά και πολλά φαντάσματα.
Το memento mori έρχεται κατά έναν τρόπο να συμπληρώσει νοηματικά και φιλοσοφικά το tempus fugit, φράση που πρωτοσυναντάμε στα «Γεωργικά» του Βιργιλίου, «ο χρόνος φεύγει» δηλαδή, κυλάει, πετάει, ρέει γρήγορα, όλες οι παρομοιώσεις που θέλησαν να αναπαραστήσουν αυτή την τόσο οικεία και τόσο άπιαστη έννοια. Παλιότερα συνηθιζόταν να αποτυπώνεται και πάνω στα ρολόγια, σαν μια διαρκής προειδοποίηση, πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, η ώρα της κρίσης μπορεί να είναι κοντά, μπορεί σε «μια ώρα να έχουν όλα τελειώσει» (ακόμη κι αν είναι χαρούμενος ο καιρός, «tempus est Iocundum» όπως συμβαίνει στο ποίημα της Hildegard von Bingen που μελοποιήθηκε αιώνες αργότερα από το γαλλικό δίδυμο των Artesia που δισκογραφούσε στην εκλεκτική αγκάλη της Prikosnovenie). Tempus fugit, εκτός από τα ρολόγια, θα βρούμε και σε ομώνυμο άλμπουμ (αλλά και κομμάτι) των ύστερων Durutti Column, στην Tara Cross, μια ιδιαίτερη τύπισσα η οποία πειραματιζόταν με τα ηλεκτρονικά στην Νέα Υόρκη των 80s (αργότερα θα τσουβαλιαστεί κάτω από την ταμπέλα minimal wave), στους Yes της παρακμής, ενώ στην σύνθεση του τζαζ πιανίστα Bud Powell «Tempus fugue-it», με τις πολλές μετέπειτα ηχογραφήσεις (πιο γνωστή λόγω ειδικού βάρους αυτή του Miles Davis), έχουμε ένα αξιοσημείωτο γλωσσικό λογοπαίγνιο (μη-μουσικό πάντως, το κομμάτι δεν είναι φούγκα, είναι ωστόσο γρήγορο … σαν τον χρόνο).
Και πως το λέει το γνωστό δημοτικό «τούτ' η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε»; Ή η ακόμη παλαιότερη βιβλική ρήση «χους ει και εις χουν απελεύσει»; Σε αντίστοιχο πνεύμα είναι και το «Terra Tegit Terram» που τραγουδάει -σε μια εναλλακτική απόδοση του «Earth covers earth»- ο David Tibet με τους Current 93 (το βρίσκουμε στο «As the world disappears…»). Η μαμά Terra, η Γη, δεν θα μπορούσε να μην έχει την δική της τραγουδιστική παρουσία, συνοδευόμενη μάλιστα με κάμποσα διαφορετικά επίθετα: ως firma, στερεή δηλαδή, στο αγαπημένο άλμπουμ των βιομηχανικών εργατών Test Dept από το 1988 αλλά και σε ένα θαυμάσιο ταξιδιάρικο κομμάτι του αγαπημένου Flashbulb, ως nova, καινούργια, σε μια όμορφη ποστ ροκ κιθαροθρηνωδία των iLiKETRAiNS (τι απέγιναν αυτές οι ψυχές;) και συχνότατα ως άγνωστη, incognita, όλο προκλήσεις και κινδύνους (από Gojira και Boyd Rice μέχρι τον ομώνυμο δίσκο του Νεκτάριου Καραντζή, από τα κοσμήματα της ελληνικής τζαζ -πριν αυτή γίνει… κουλ).
Με τόση μακαβριότητα και θανατικό λίγο θέλει να πέσουμε στο πηγάδι της vanitas vanitatum et omnia vanitas (ματαιότης ματαιοτήτων κλπ) και του «η ζωή είναι μια θάλασσα, όπου ο καθένας ναυαγεί, αργά ή γρήγορα» (απόσπασμα από το «Σατυρικόν» του Πετρώνιου), το αντίδοτο (ίσως) είναι να ζεις την μέρα σου σαν να ‘ναι η τελευταία, να απολαμβάνεις την στιγμή, να ρουφάς και να ζουλάς την ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα, και να που αρχίσαμε να ακουγόμαστε σαν διαφημιστικό σλόγκαν ροφήματος ή –ακόμη χειρότερα- σαν απόσπασμα Κοέλιο(υ), εκείνος ο Οράτιος τα φταίει όλα με το βαθιά πεσιμιστικό carpe diem του (λέγεται ότι και τότε είχε συγκινήσει μέχρι δακρύων τον ίδιο τον αυτοκράτορα Οκταβιανό), στην δική μας γενιά το σύστησε ο Κάπταιν μάι Κάπταιν Robin Williams στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», και κάπως έτσι φτάσαμε σε μια μόδα που έφερε αμφιβόλου αισθητικής τίτλους όπως το «Carpe diem, baby» των Metallica (των οποίων πάντως είχαν προηγηθεί οι Νεοϋορκέζοι Fugs, ένα από τα πιο αντισυμβατικά σχήματα των 60s, με ένα τραγούδι από τον δίσκο τους με τον εύγλωττο τίτλο «The Village Fugs Sing Ballads of Contemporary Protest, Point of Views, and General Dissatisfaction»).
Σε αυτόν λοιπόν τον βραχύ βίο, την vita brevis, η τέχνη είναι ίσως μια λυτρωτική διέξοδος για να ξεχαστείς (ή να στοχαστείς), η τέχνη που είναι μακρά, ars longa, αν και ο Ιπποκράτης, στον οποίο αποδίδεται αυτή η μεταγλωττισμένη ρήση, στην τέχνη του την ιατρική αναφερόταν με αυτήν, όμως με τους αιώνες έχασε το αρχικό της νόημα και βρήκε άλλο, μέχρι να φτάσει το 1968 και να γίνει δίσκος από τους The Nice. Μπορεί βέβαια εναλλακτικά να το ρίξεις στο γλέντι, «όλο καντσόνι και τζελάτι» και στον άρτον και στα θεάματα, είναι και μια πανάρχαια τακτική όλων των εξουσιών κάθε βαθμού δημοκρατικότητας για τον κατευνασμό του «πόπολου», με το copyright της φράσης να το έχουν οι Ρωμαίοι (πιθανότατα ο Γιουβενάλης), panem et circenses, που επίσης το 1968 θα το βρούμε –ελαφρώς ανορθόγραφο- στον περίφημο all star δίσκο της τροπικάλια «Panis Et Circenses» και στο ομώνυμο κομμάτι των Os Mutantes.
Μια άλλη δοκιμασμένη και πετυχημένη ανά τους αιώνες συνταγή αποπροσανατολισμού της λαϊκής διάθεσης είναι η προβολή διαφόρων «εθνικών θεμάτων» (με τα οποία «δεν παίζουμε» και «όλους μας ενώνουν» κλπ) και προαιώνιων εχθρών ως σκιάχτρων. Για τους Ρωμαίους για πάρα πολλά χρόνια τον ρόλο αυτό έπαιζαν οι Καρχηδόνιοι, εξού και έμεινε στην Ιστορία ο αφορισμός εξ βήματος Συγκλήτου του Κάτωνα, ενός «λαϊκιστή» της εποχής, Carthago delenda est, η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί, ή ακριβέστερα «είναι καταστρεπτέα» (έχουμε να κάνουμε εδώ με γερουνδιακό, ήτοι «επιθετοποιημένο» ρήμα). Από τον Κάτωνα στον …Κώστα Τριπολίτη είναι πολλοί αιώνες δρόμος, και τον περίφημο στιχουργό λαϊκιστή σίγουρα δεν τον λες, ούτε φυσικά τον Δήμο Μούτση, ο οποίος στο κομμάτι που πέρασε στα χείλη του κόσμου ως «Ερηνούλα» τραγουδάει «πέφτει σύρμα, πέφτει σύρμα, οι ίδιοι αύριο θα σε δικάζουν και "Χαίρε, Καίσαρα μελλοθάνατε" θα σου πουν αυτά που λες, "et preterea censeo Carthago delenda est». Την δυσοίωνη αυτή έκφραση θα την απαντήσουμε επίσης στον Franco Battiato (ως «Delenda Carthago»), στον Piero Umiliani, (του συνθέτη του «μα-να-μα-να» του Muppet Show) ενώ ένα metalcore πολεμοχαρές σχήμα ονόματι Blight την φτάνει στα απόλυτα άκρα, in extremis δηλαδή («Delenda.Est.Kosmos»). Μέσα σε τόση πολεμική δράση, πώς να μην συμπονέσεις τον κάθε ταπεινό αιώνιο λεγεωνάριο-φαντάρο, ο οποίος δικαίως κάποια στιγμή φτάνει να πει ένα «ελληνοπρεπές» άι-σιχτίρ στα «μπλα μπλα για pax romana, mare nostrum και λοιπά», έστω δια χειρός Θανάση και στόματος Βασίλη (οι δύο Παπακωνσταντίνου της ελληνικής δισκογραφίας σε μία από τις ιστορικές στιγμές της «Διαίρεσης»).
In flagrante delictο
Μετά την εκκλησία πάντως, τα περισσότερα ρωμαϊκά γλωσσικά κατάλοιπα τα συναντάμε σίγουρα στην νομική, διόλου περιέργως, μιας που η κωδικοποίηση των Ρωμαίων αποτελεί το θεμέλιο πολλών δυτικών νομικών συστημάτων. Τον συγκεκριμένο όρο, που θα μεταφραζόταν κατά λέξη «φλέγον έγκλημα», πιο «δικηγορίστικα «εν τω πράττεσθαι έγκλημα», πιο λαϊκά «στα πράσα» και πιο… τρέντυ «με την γίδα στην πλάτη», πέρα από την δικονομία βρίσκεται και σε κομμάτι ενός σπουδαίου δίσκου ρωμαϊκών καταβολών, του «Zamia Lehmanni: Songs οf Byzantine Flowers» των SPΚ. Κι αν απορήσει κανείς με την ρωμαϊκή αναφορά, ας μην ξεχνάμε ότι ο όρος «Βυζάντιο» είναι μια ύστερη επινόηση των Δυτικών, μάλλον δυσφημιστικής πρόθεσης, οι ίδιοι δε οι «Βυζαντινοί» … αγνοούσαν ότι ήταν Βυζαντινοί, Ρωμαίοι πολίτες αυτοπροσδιορίζονταν - εξού μας έμεινε και στα μέρη μας ο «Ρωμιός».
Νομικός όρος, όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (αν και εύκολα ανάγεται και στις προσωπικές), είναι και το persona non grata, αλλά και τραγούδι των εκ Mani Deum προερχόμενων The Man & His Failures, ένα από τα «θα μπορούσαν να έχουν γίνει χιτ» κομμάτια του σύγχρονου ελληνικού underground.
Κι αν υποσχεθήκαμε να αποφύγουμε τα πολλά εκκλησιαστικά, και το «εκ βαθέων», de profundis, σε ψαλμό πρωτοδιατυπώθηκε, και έκτοτε γνώρισε ένα σωρό από εκτελέσεις μυστικιστικής προσέγγισης (αλλά από εντελώς διαφορετικούς δρόμους, έχουμε π.χ. Arvo Pärt αλλά και Watain και Cracow Klezmer Band), ωστόσο είναι μέσα από εκείνη την οδυνηρά αφοπλιστική εξομολόγηση του Όσκαρ Γουάιλντ που πέρασε και σε πιο… άθεα κοινά, από εκεί αφορμάται και η έμπνευση των Dead Can Dance για το αντίστοιχο κομμάτι τους στο άλμπουμ «Spleen and Ideal», από την καλή εποχή τους, πριν τους έρθει η έθνικ πετριά που τους οδήγησε σε new age σούπες με την Lisa Gerrard να γράφει προβλέψιμα ανιαρές μουσικές για δημοφιλείς ταινίες χιτώνων (θυμίζοντας Enya που είχε κι αυτή τα δικά της λατινικά, εκ των οποίων θα ξεχωρίσουμε το «Pax deorum»).
Και λίγα λατινικά ακόμη:
Ad hoc - Lowell Davidson Trio (για τον σκοπό αυτό σημαίνει η τυποποιημένη αυτή πλέον έκφραση, διόλου τυποποιημένη ήταν η τζαζ αυτού του παράξενου και μάλλον ξεχασμένου μουσικού –και βιοχημικού!).
De Mysteriis Dom Sathana - Mayhem (τι λέγαμε παραπάνω; η μετάφραση φρονώ περιττεύει)
Dum spiro spero - Γιάννης Κούτρας (που ποιος μαθητής δεν το είχε παραφράσει σε dum spiro sperno;)
Ecce homo - Serge Gainsbourg (τα λόγια του Πόντιου Πιλάτου και του Φρειδερίκου Νίτσε στα χείλη του Σερζ, στις όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένες ρέγκε ημέρες του)
Modus οperandi - Nirvana (οι παλαιότεροι των 60s, ουχί οι παλιοί των 90s)
Modus vivendi - Ωχρά Σπειροχαίτη (αλλά και οι Νοτιοζηλανδοί εεε Νεοζηλανδοί ήθελα να πω Jean Paul Sartre Experience)
Modela Est - Sopor Eternus (λατινική μετάφραση και αντίστοιχα αρχαιοπρεπής διασκευή του… «The Model» των Kraftwerk)
Rege Diabolicus - Rotting Christ (και κάμποσα άλλα, προνομιακό πεδίο γαρ το μέταλ)
Quo Vadiz – Gladiators («we are the gladiators in Roma tonight We’re the heroes, we are ready to fight» σε ρυθμό ίταλο ντίσκο)
Αν συνεχίσουμε για λίγο ακόμη την περιδιάβαση μας στην ρωμαϊκή ιστορία και στις αποτυπώσεις της στη ποπ κουλτούρα, εστιάζοντας στο περιεχόμενο και ουχί αποκλειστικά στην γλώσσα, μπορεί να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στην αρχή, η οποία εντοπίζεται στα 754, ή 753, ή 751 ή 750 π.Χ. ή κάπου εκεί τέλος πάντων, με τον μύθο των δύο αδερφών του Ρώμου και του Ρωμύλου που τους τάισε μια λύκαινα (την βρίσκουμε σήμερα στην φανέλα της Ρόμα) και μετά αλληλοφαγώθηκαν, ο κακός ο Ρωμύλος βρίσκει αναφορά στο –σχεδόν ποπ για τα δεδομένα τους- κομμάτι των Tear Garden (σύμπραξη του Ka-Spel από Legendary Pink Dots και του cEvin Key από Skinny Puppy) «Romulus and Venus».
Αναφερθήκαμε και νωρίτερα στους πολύχρονους Καρχηδόνιους πολέμους, οι οποίοι έληξαν με την ολοκληρωτική ήττα και καταστροφή της Καρχηδόνας το 146 π.χ., αλλά ας έχουμε κατά νουν πως ότι γνωρίζουμε είναι αποκλειστικά από ρωμαϊκές πηγές, δεν θα μάθουμε ποτέ την άποψη των ηττημένων, «vae victis», ουαί της ηττημένοις (έμεινε όμως το συγκλονιστικό δάκρυ του νικητή Σκιπίωνα μπροστά στα ερείπια της πόλης, για την ματαιότητα του κόσμου και την προβολή της καταστροφής στην δική του πόλη –η οποία θα έρθει πράγματι μερικούς αιώνες αργότερα). Το όνομα του στρατηγού πάντως που κοψοχόλιασε τους Ρωμαίους, ειδικά όταν βρέθηκε ante portas Roma, του Αννίβα δηλαδή, επιβίωσε μέσα στα χρόνια και τα κατορθώματα του έφτασαν μέχρι την στιχουργική του ολύμπιου ρόκερ Τηλέμαχου Ζαγρέα, «ποιος τον φτάνει τον Αννίβα παλικάρι από τα λίγα (…) με ορμή και φλόγα νέα διάβηκε τα Πυρηναία/και με τύμπανα και σάλπεις σκαρφάλωσε στις Άλπεις».
(Για το γουστόζικο και το ..ποπ της ιστορίας, αξίζει να αναφέρουμε ότι στην Καρχηδόνα διαδραματίζεται και η πρώτη ταινία της σειράς του (ψευδο)μυθικού Ρωμαίου ήρωα Μασίστα (με καταγωγή από την δική μας… Μάκιστο της Ηλείας!) «Καμπίρια» το 1914 –σε σενάριο του διαβόητου Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο-, ακολούθησαν δεκάδες φιλμ που δοκίμασαν, και συχνά παραβίασαν, τα όρια του καλτ και του κιτς).
Λιγότερο παλικάρι μπορεί να μην ήταν ο Γνάιος Μάρκιος Κοριολανός, ο στρατηγός του 6ου π.Χ. αιώνα, ωστόσο με μελανά χρώματα έμεινε στην Ιστορία, γιατί αφού εκδιώχθηκε από την Ρώμη μετά συμμάχησε με οχτρούς και επέστρεψε για φάει μαζί τους το κρύο πιάτο της εκδίκησης, έξω από τα τείχη της πόλης όμως τον περίμενε η μάνα του, για να τον μαλώσει, όχι επειδή δεν φόρεσε ζακέτα, και να δηλώσει περήφανα ότι μόνο πάνω από το πτώμα της θα περάσει. Ο ίδιος θα σκύψει το κεφάλι, σι μάμα, και θα πει «φεύγω μακριά από τη Ρώμη, νικημένος από τη μητέρα μου». Η ιστορία του θα αποτελέσει την βάση της τραγωδίας του Σαίξπηρ «Κοριολανός», έργου του Μπετόβεν, ενώ στα νεότερα χρόνια οι καθ’ ύλην αρμόδιοι (Λουξεμβούργιοι ωστόσο) Rome θα του αφιερώσουν το μίνι-άλμπουμ τους «Coriolan» και οι μάλλον ξεχασμένοι Blyth Power (σχήμα μέλους των προσφιλών μας Zounds και The Mob) ένα κομμάτι.
Η δύναμη της λήθης είναι καταλυτική γαρ στην Ιστορία, σβήνει όχι μόνο ελάσσονα γκρουπάκια αλλά και πιο σπουδαία και κραταιά ονόματα, κοτζάμ παντοδύναμοι αυτοκράτορες με τον κόσμο στα πόδια τους έχουν γίνει ακαδημαϊκές υποσημειώσεις, απλά ονόματα σε μια αδιάφορη διαδοχή. Sic transit gloria mundi, όπως λέει και το ρητό. Από όλους του αυτοκράτορες, δικτάτορες, βασιλιάδες, υπάτους, συγκλητικούς και άλλους τιτλούχους της Ρώμης, δύο είναι αυτοί που πέρασαν τα ονόματά τους στο συλλογικό συνειδητό. Και όχι απαραίτητα για θετικούς λόγους.
Ο ένας είναι ο Νέρωνας, ο πιο διάσημος του καστ της παρακμής (βλέπε Κόμοδο, Ηλιογάβαλο, Καλιγούλα κοκ), ο οποίος στο μητρώο του έχει όλο τον –και τότε ακόμη- ποινικό κώδικα, έφαγε μάνα και δύο γυναίκες (η δεύτερη η Ποππαία είχε την… τύχη να απαθανατιστεί στην όπερα του Μοντεβέρντι «L'Incoronazione di Poppea», και να γνωρίσει μετά και μια ανατριχιαστική μετασκευή από τον Biosphere), δηλητηρίασε κόσμο και κοσμάκη, έβαλε λέγεται και μια φωτιά στην πόλη του (η εικόνα του …Πίτερ Ουστίνοφ με την λύρα και φόντο την φλεγόμενη πόλη είναι πλέον κλασική). Ειδικά το συγκεκριμένο περιστατικό έχει εχμμμ …πυροδοτήσει την φαντασία πολλών μεταγενέστερων… συναδέλφων του (ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του βασικά καλλιτέχνη, όταν πέθαινε λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν «τι καλλιτέχνη χάνει ο κόσμος!»). Μεταξύ άλλων ανθολογούμε το «Rome for Douglas» των Current 93 («and when Rome falls, falls the world»), το «Burn like Rome» του Blaine L. Reininger (από τον δίσκο «Byzantium»), το «The Burning of Rome» των New Christs, το επικό new wave «Nero» των Theatre of Hate, το μελανόηχο «Rome is burning» των Tulpa, ενώ σε καλπάζουσα φαντασία οι ακραίοι (ότι κι αν σημαίνει αυτό) τζαζ ιταλοί Zu φαντάζονται μια ινδική θεότητα να χορεύει επί της πυράς («Rudra Dances Over Burning Rome»).
Μέσα σε αυτή την διόλου απροσδόκητη μονοθεματικότητα της μουσικής αποτύπωσης, ξεχωρίζει το κομμάτι του Moondog «Nero’s expedition» όπου ο εκκεντρικός «Βίκινγκ της 6ης Λεωφόρου» αναφέρεται σε μια αποστολή που οργάνωσε ο Νέρωνας στην Αίγυπτο με αποστολή να βρει τις πηγές του Νείλου (το επεισόδιο μνημονεύεται από τον Σενέκα, δον δάσκαλο του – το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, τον «καθάρισε» και αυτόν) και με ποιητική αδεία εξηγεί τους λόγους της αποτυχίας της «because the water hyacinth had clogged the river denying Nero's vessels passage».
Ωστόσο, το μερίδιο του λέοντος στο Κολοσσαίο της υστεροφημίας ανήκει σε εκείνο τον τύπο που από στρατηγός έγινε βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας, μήνας, πρωταγωνιστής σε κόμιξ, παιχνίδι ηλεκτρονικό (ατελείωτα ξενύχτια…), σαλάτα με κοτόπουλο και μπόλικες θερμίδες, μέχρι και novelty ποπ συγκρότημα που έπαιζε χάλυ γκάλυ και φόραγε τηβέννους επί σκηνής (Little Caesar & The Romans). Ίσως αν είχε την πλήρη εικόνα της γραφικότητας ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας να μην περίμενε τους συνωμότες αλλά να είχε κόψει ο ίδιος νωρίτερα τις φλέβες του, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για τις διεστραμμένες βουλές της ιστορικής μοίρας (όλη την ιστορία την αφηγείται σε κλασικούς ντίσκο ρυθμούς ο εκ Πομπηίας μάλιστα ορμώμενος Pino D'Angio στο "Julius Caesar Plum Cake Dance")
Ο οποίος Καίσαρας μπορεί να μην ήταν και κάποιο τέρας μορφώσεως, ωστόσο έγραψε με 1300 μόνο λέξεις –ήταν στρατηγός τα έλεγε τσεκουράτα- ίσως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο της ρωμαϊκής φιλολογίας, το «Commentarii de Bello Gallico», τα «Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου» (ναι, αυτόν που γνωρίζουμε από τον Αστερίξ), ενώ ήταν και κορυφαίος ατακαδόρος. Από το «Veni Vidi Vici», «Ήρθα, είδα, νίκησα» μετά την νικηφόρα εκστρατεία του στον Πόντο (σήμερα το ακούμε παραφρασμένο ως «Veni Vidi Vicious» σε άλμπουμ των Hives και ως έχει σε κομμάτια των Black Lips και του κάποτε πουλαίν της Μιλέν Alizée) μέχρι το επίσης θρυλικό «Alea iacta est» (ουχί jacta, οι Ρωμαίοι δεν είχαν j), ο κύβος ερρίφθη δηλαδή, τη στιγμή που ο μύθος τον έφερε μπροστά στον Ρουβίκωνα, το ποτάμι πέραν του οποίου κανένας στρατιωτικός δεν μπορούσε να προχωρήσει με τα φουσάτα του χωρίς να θεωρηθεί εχθρός (το οποίο ζάρι, alea, το συναντάμε στην ρίζα της σύγχρονης αλεατορικής, τυχαίας δηλαδή, μουσικής). Κι αν οι ιστορικοί δεν συμφωνούν για το ποιος ήταν πραγματικά ο Ρουβίκωνας (αν ήταν αυτός που είναι έξω από την Ραβέννα, πρόκειται μάλλον για ρυάκι), η συμβολική δύναμη της στιγμής μιας καθοριστικής και αμετάκλητης απόφασης διατήρησε την γοητεία της όσος καιρός κι αν κύλησε. Σήμερα τον Ρουβίκωνα θα τον συναντήσουμε σε όνομα οργάνωσης που τρομοκρατεί με τρικάκια τους… τηλεθεατές του ΣΚΑΪ και την «δημοκρατία τους», αλλά και κομμάτια του δικού μας KU, των VNV Nation (από τα καλύτερα τους, έναν πραγματικά προσωπικό ύμνο, άραγε τον έχω συγχωρέσει τον Ρόναν που σε εκείνο το λάιβ πριν χρόνια δεν το είχε παίξει;), των Killing Joke, και ως «Rubycon» σε ηλεκτρονική σουίτα των Tangerine Dream.
Μέγας λοιπόν συνωμότης, έφτιαχνε –και διέλυε- τριανδρίες (τρόικες θα λέγαμε σήμερα) μπλέκοντας σε ατέρμονους αιματηρούς εμφύλιους πολέμους. Έκτοτε κάθε συνομωσία και μυστική οργάνωση που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να έχει τρεις στην κορυφή, στα μουσικά συγκροτήματα βέβαια η αριθμητική αυτή ήταν λιγότερα συχνή, τρεις ήταν πάντως (τι άλλο;) οι οι εκ της παλιάς ρωμαϊκής πόλης Κολωνίας ορμώμενοι Triumvirat (τριανδρία δηλαδή), γερμανικό σχήμα των 70s που αν και θύμιζε πολύ ELP τσουβαλιάζεται συχνά ως κράουτ, και είχε μια ειδίκευση στην ρωμαϊκή ιστορία (ακούστε π.χ. ολόκληρο το άλμπουμ τους «Spartacus», ειδικά το κομμάτι «March to the Eternal City»).
Όσο όμως κι αν είσαι (ή θεωρείς ότι είσαι) ο «Chosen One» (που έλεγαν και οι/ο Smog στο «Julius Caesar»), μπορεί να είσαι και… Foolius (κατά το «Foolius Caesar» των King Hannah) θα έρθει η ώρα όπου «μάχαιραν θα λάβεις», αφού έδωκες τόσες. Κι ας τα είχε προβλέψει ο μάντης με εκείνον τον χρησμό «φοβού τας ειδούς του Μαρτίου», τον οποίο μάλιστα περιγέλασε όταν έφτασε –αλλά δεν τελείωσε- η 15η του μηνός. Σε αντίθεση, εμείς δεν έχουν να φοβηθούμε τίποτε από τους Iron Maiden και το δικό τους «The Ides Of March» (από τον δίσκο με φονικό κόνσεπτ «Killers»), τους μπλουζ ρόκερ Soledad Brothers και το St. Ides Of March (διασκευάστηκε αργότερα και από White Stripes), ίσως λίγο … «φοβού» την έστω και δημιουργική- κλοπή, οι κατά τα λοιπά καταπληκτικοί jazz rock Colosseum ανοίγουν το «Those Who Are About to Die Salute You» του 1969 με το «Beware the ides of March» και λίγα δάνεια από Procul Harum και Μπαχ φυσικά και ο κλέψας του κλέψαντος προχωράει η ιστορία (υπήρξε στα 60s και γκρουπ ονόματι Ides Of March με ήχο τυπικό της εποχής της Μπιτλομανίας).
Ακόμη και για το τέλος πάντως ο Καίσαρας κράτησε ατάκα, και μάλιστα στα ελληνικά, αν και οι γνώμες των ειδικών διχάζονται, ο Σουητώνιος ισχυρίζεται –πιο αληθοφανώς- ότι στην πραγματικότητα δεν είπε τίποτε, ο Σαίξπηρ αναφέρει το «et tu, Brute?» ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι μίλησε στα ελληνικά, το γνωστό μας «κι εσύ τέκνον μου Βρούτε;». Όπως και να έχει, με σιωπή ή όχι, η δολοφονία του Καίσαρα είναι ίσως το πιο προβεβλημένο γεγονός της ρωμαϊκής ιστορίας και ίσως από τα πλέον καθοριστικά.
Η τραγική ειρωνεία είναι ότι οι συνωμότες το μόνο που επέτυχαν ήταν να διασφαλίσουν μια αμφίβολη αθανασία στο όνομά τους (ο Βρούτος έγινε συνώνυμο της προδοσίας, σε αυτό το πλαίσιο θα τον μνημονεύσει η Anita Lane στο «Like Caesar Needs a Brutus», την ίδια περίπου εποχή που συμμετείχε και στον επίσης λατινικού τίτλου δίσκο των Einstürzende Neubauten «Tabula Rasa», ο δε Κάσσιος θα φτάσει μέχρι τραγούδι των Fleet Foxes), στην πραγματικότητα με την πράξη τους επιτάχυναν την πορεία που ήθελαν να αποτρέψουν: τον θάνατο δηλαδή της δημοκρατίας, της res-publica και την επιβολή της αυταρχικής δικτατορίας. Και έτσι μετά τον Ιούλιο, ήρθε η ώρα του… Αυγούστου. Πέρα από de facto εύκολες a posteriori και εκ του ασφαλούς κρίσεις, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την ακατάλυτη ισχύ του dura lex νόμου των ακούσιων συνεπειών (στον οποίο θα πρέπει να εντάξουμε ως παράπλευρη μεταχρονολογημένη συνέπεια το ότι… υπέστημεν τον φτηνής 80s pop αισθητικής δίσκο των… Ulver παρακαλώ «The Assassination of Julius Caesar»).
Για ένα κλείσιμο (έστω και χωρίς ατάκα αντάξια του Ιούλιου) είναι ίσως κατάλληλο εκείνο το κομμάτι της Nico (η οποία δεν χρειάζεται κανέναν advocatus diaboli να την υπερασπιστεί από διάφορους α-νόητους νεόκοπους τιμητές της) το «Julius Caesar (Memento Hodié)», που όσο κρυπτικό τίτλο και στίχους να έχει, καταφέρνει να μεταδώσει με την δραματική της φωνή ακριβώς την μελαγχολία του χρόνου που περνά και της ματαιότητας των ανθρώπινων έργων…
Antonius Xagius scripsit, Athenis, Anno Domini ΜΜΧΧΙI