Nightwish

Οι χάρες και οι ...τρομάρες του Disney metal

Μεταξύ πανηγυρισμών και φτυαριών, μια λεπτομερής και καλοζυγισμένη αποτίμηση της δισκογραφίας των Φινλανδών, δίσκο το δίσκο, τραγουδίστρια την τραγουδίστρια. Του Χάρη Συμβουλίδη

Οι Φινλανδοί λατρεύτηκαν στην «ισχυρή» Ελλάδα του 2004, όταν ήρθαν για πρώτη φορά –με την Tarja Turunen ως μπροστάρισσα– μάλλον απογοήτευσαν το 2008 με την Anette Olzon (που δεν φτούρησε, γενικότερα) και τώρα, 15 χρόνια μετά, επιστρέφουν με την καλά εδραιωμένη Floor Jansen, εκκινώντας το φετινό Release Athens Festival. Διακηρύσσοντας, μάλιστα, ότι, μετά το πέρας του Ιούνη αποσύρονται από τις ζωντανές εμφανίσεις, για απροσδιόριστο διάστημα.

Αφορμή πανηγυρισμών για χιλιάδες θαυμαστές η έλευσή τους, αλλά και ευκαιρία να ξαναπιάσουν το φτυάρι όσοι ποτέ δεν τα βρήκαν με τη Disney metal αισθητική που πρεσβεύουν εδώ και 27 χρόνια. Ή σχεδόν ποτέ, τέλος πάντων, γιατί στις συναυλίες δείχνει συχνά να συμβαίνει εκείνο το «κάτι» που διαφεύγει στο στούντιο, ειδικά αν τραγουδάει η Floor Jansen. Θα τα δούμε όμως και ιδίοις όμμασι στην Πλατεία Νερού, την Τετάρτη 7 Ιουνίου. Μέχρι τότε, ξέρετε τι λέει το καλό μουσικογραφικό γνωμικό: «για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι»...

Demo [ανεξάρτητη έκδοση, 1996]

Οι Nightwish όπως τους ξεκίνησε ο μέχρι τότε κιμπορντίστας σε διάφορα heavy metal σχήματα, Tuomas Holopainen: ως εγχείρημα βασισμένο στα πλήκτρα του και στις ακουστικές κιθάρες του Erno "Emppu" Vuorinen, με επικεφαλής μια σοπράνο κλασικής/λυρικής εκπαίδευσης (Tarja Turunen).

Ιστορικά σημαντικό για τη μπάντα –περιέχει άλλωστε και το τραγούδι από το οποίο ονομάστηκαν– μα καλλιτεχνικώς αδιάφορο, στηριγμένο σε χιλιοδοκιμασμένα μπαλαντοειδή κόλπα. Αποκαλύφθηκε το 2007, ως bonus υλικό σε σπέσιαλ επανέκδοση του ντεμπούτο τους "Angels Fall First".

Angels Fall First [Spinefarm, 1997]

Με την προσθήκη ηλεκτρικής κιθάρας και τον ερχομό του Jukka Nevalainen στα ντραμς, οι Nightwish μετακομίζουν τη βασική συνταγή του demo στα power metal χωράφια, επηρεασμένοι από τις symphonic τάσεις των Therion, αλλά και από gothic metal συγκροτήματα με γυναίκες τραγουδίστριες σαν τους πρώιμους The Gathering και Theatre Of Tragedy. Η Spinefarm δεν πίστεψε αρχικά στον δίσκο και έτριβε τα μάτια της όταν τον είδε να σημειώνει επιτυχία στα φινλανδικά charts, αναγκαζόμενη έτσι να τον επανακυκλοφορήσει με εμπλουτισμένη και τροποποιημένη tracklist. Το πρωτότυπο άλμπουμ κατέληξε λοιπόν συλλεκτικό: η τρέχουσα τιμή στο Discogs μπορεί να φτάνει και τα 2.700 ευρώ. 

Αναντίρρητα, εδώ ξεκίνησε μια ολόκληρη εποχή, καθώς ανάλογα πειράματα είχαν μεν ξαναγίνει, όπως είπαμε, αλλά όχι με μια οπερατική σοπράνο ως τραγουδίστρια μιας power metal μπάντας. Ξεκίνησε όμως φτωχά, με την αισθητική που θα κοροϊδευόταν έκτοτε ως «Disney metal», παρέχοντας άλλοθι σε όσους μεταλλάδες έψαχναν να ακούσουν διαφορετικά είδη μουσικής διατηρώντας το σκληρό τους μετερίζι, όπως και σε άτομα εκτός χώρου που ήθελαν μια γέφυρα προς το metal εύκολη στο αυτί. Μοτίβο που έμελλε να χαρακτηρίσει το έργο των Φινλανδών, καθιστώντας το εγγενώς αμφιλεγόμενο. Παρά τα προσόντα της, επίσης, η Tarja Turunen αποτυπώνεται κρύα στο ερμηνευτικό κομμάτι, αν και σίγουρα δεν τη βοηθούν ούτε οι φαντεζί, ψευδομεγαλοπρεπείς συνθέσεις, ούτε η ροπή προς το εύκολο μελό, ούτε οι γενικώς κακοί στίχοι, με τις επιφανειακές ματιές στο φανταστικό.

Oceanborn [Spinefarm, 1998]

Με τον Sami Vänskä να αναλαμβάνει το μπάσο, οι Nightwish εστιάζουν καλύτερα στο τι ακριβώς επιθυμούν να κάνουν και βρίσκουν (όπως λέμε) «τη φωνή τους», με ένα άλμπουμ καταλυτικό: για την ευρωπαϊκή τους αποδοχή, για τον ήχο που μάθαμε να περιγράφουμε ως symphonic metal, για την επιτυχία που θα γνώριζαν μπάντες σαν τους Within Temptation. Στην αρχική του εκδοχή, πάντως, δεν είχε το πολυσυζητημένο "Sleeping Sun", το οποίο πρωτοφάνηκε ως non-album single το 1999, εντασσόμενο, έκτοτε, σε κάθε επανέκδοση.

Καλλιτεχνικά, ωστόσο, τα πράγματα παραμένουν πενιχρά, παρά την ανάδυση ορισμένων αξιοπρόσεκτων μελωδιών και την κάπως πιο εκφραστική απόδοση της Tarja Turunen στο μικρόφωνο. Το μεν metal κομμάτι της εξίσωσης διατηρείται κοντά στον ήχο των συμπατριωτών Stratovarius, υπερθεματίζοντας για το πομπώδες, το δε κλασικό/οπερατικό μένει εγκλωβισμένο σε κλισέ ατραπούς: όποιος έχει απαιτήσεις για τα δύο αυτά είδη που προσπαθούν τόσο πολύ να συγκατοικήσουν εδώ, ενδέχεται να ακούσει κανα-δυο φορές το "Sleeping Sun" και το "Stargazers", μα δύσκολα θα αποφύγει να βάλει τα γέλια στο "Moondance" ή σε τραγούδια σαν τα "Passion And The Opera" και "Devil & The Deep Dark Ocean".

Wishmaster [Spinefarm, Μάιος 2000]

Βλέποντας τη δημοτικότητά τους να αυγατίζει οι Nightwish παίζουν εδώ με αυτοπεποίθηση, αγγίζοντας τη στιλιστική ωριμότητα, που γίνεται έκδηλη ακόμα και στον τρόπο με τον οποίον τραγουδά η Tarja Turunen ήδη από τα εναρκτήρια "She Is My Sin" και "The Kinslayer" –με νότες ψηλές μα πιο σίγουρες, σε σωστή διαλεκτική αλληλεπίδραση με το μουσικό κλίμα. Με το δεύτερο τραγούδι, μάλιστα, ξεφεύγουν από τις fantasy αναφορές, προσπαθώντας να θίξουν και επίκαιρα θέματα, όπως λ.χ. τη σφαγή στο λύκειο Κολουμπάιν των Η.Π.Α. (1999).

Την ίδια στιγμή, πάντως, το Wishmaster αποτυπώνεται ως βιαστικός δίσκος, φτιαγμένος στο ρελαντί της στιλιστικής επανάληψης, που εκπροσωπεί κι ένα πιο pop (ή ραδιοφωνικό, έστω) άνοιγμα. Το οποίο συμβάδισε ασφαλώς με την απόπειρα της μπάντας να πάει στη Γιουροβίζιον με το "Sleepwalker", που δεν βρισκόταν στην αρχική έκδοση του δίσκου, μα έκτοτε συμπεριλαμβάνεται σε κάθε επανέκδοσή του. Για την ιστορία, εντωμεταξύ, να πούμε ότι δεν τα κατάφερε: έστω και στο τσακ οι Nightwish έχασαν από τη Nina Åström, που έκανε μια τρύπα στο νερό συμμετέχοντας στη Γιουροβίζιον 2000. Σε κάθε περίπτωση, κάπου από τη μέση και μετά το όποιο ενδιαφέρον στο Wishmaster απλά εξανεμίζεται, διατηρώντας το symphonic power metal των Φινλανδών ως μια υπόθεση οριακώς γραφική.

From Wishes To Eternity - live in Tampere 2000 [Spinefarm, 2001]

Η πρώτη ζωντανά ηχογραφημένη δουλειά των Nightwish τους βρίσκει να παίζουν εντός έδρας, στο πολιτιστικό κέντρο «Tullikamari» του Tampere, τον Δεκέμβριο του 2000. Και το γεγονός ότι υπήρξε και οπτική καταγραφή του σόου (που βγήκε έτσι και σε CD και σε DVD) προσφέρει ένα πολύτιμο ντοκουμέντο των πρώτων, καταλυτικών ετών.

Φυσικά, όποιος δεν ήταν ήδη οπαδός δεν θα γινόταν παρακολουθώντας τη συγκεκριμένη συναυλία. Ακόμα και με αυτό ως δεδομένο, όμως, ο παλμός της μπάντας και το αλισβερίσι μεταξύ της σκηνής και των εκρήξεων του κοινού στα "Wanderlust", "The Kinslayer", "She Is My Sin", "Come Cover Me" και "The Pharaoh Sails To Orion" –στο οποίο εμφανίζεται ως καλεσμένος και ο Tapio Wilska, τραγουδιστής τότε των Wizzard, μα και roadie των Nightwish– είναι κάτι που αξίζει να δει όποιος θέλει να κατανοήσει το γκελ που έκανε το εν λόγω συγκρότημα στις αρχές του 21ου αιώνα.

Over The Hills And Far Away EP [Spinefarm, 2001]

Το folk-hard rock μίγμα που έπλασε ο Gary Moore παρέα με τους Chieftaines πίσω στα τέλη του 1986 για το "Over The Hills And Far Away" ήταν ήδη από τότε πολύ γνωστό και αγαπητό στη Φινλανδία (μια νούμερο 1 επιτυχία). Δεν ήταν λοιπόν παράδοξη επιλογή για διασκευή, ώστε να στηριχτεί ένα ΕΡ που κρίθηκε ότι έπρεπε να μεσολαβήσει μέχρι τη δημιουργία νέου δίσκου, ώστε να κρατηθεί «ζεστό» το άνοιγμα στις ευρωπαϊκές αγορές. Οι Nightwish κράτησαν τις βασικές συνθετικές γραμμές, αναπροσαρμόζοντάς τις σε κάτι πιο metal, με τονισμένο το folk στοιχείο. Και δεν έκαναν άσχημη δουλειά, εδώ που τα λέμε, αν και το ορίτζιναλ παραμένει εκτός συναγωνισμού.

Το ΕΡ συμπληρώθηκε με αδιάφορα κομμάτια που είχαν ξεμείνει από τα sessions για τα Wishmaster και Oceanborn, συν μια περιττή επανηχογράφηση του "Astral Romance", με τον Tony Kakko των Sonata Arctica να το λέει ντουέτο με την Tarja Turunen. Η παρουσία του τελευταίου, εντωμεταξύ, δεν ήταν τυχαία. Η μπάντα είχε σοβαρά εσωτερικά ζητήματα και ο Holopainen παραδέχτηκε αργότερα ότι για λίγο αποφάσισε τότε τη διάλυσή τους, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός νέου εγχειρήματος με τον Kakko. Τελικά η κρίση επιλύθηκε με την απομάκρυνση του μπασίστα Sami Vänskä, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Marko Hietala των Sinergy.

Century Child [Spinefarm, 2002]

Έχοντας ξεπεράσει την παραλίγο διάλυση, οι Nightwish άρχισαν ηχογραφήσεις για το Century Child αποφασίζοντας να μη βασιστούν μόνο στα synths. Χρησιμοποίησαν λοιπόν και τη Joensuu City Orchestra, καθώς και την St. Thomas Chorus Of Helsinki, ώστε να ζωντανέψουν το συμφωνικό στοιχείο νέων τραγουδιών όπως λ.χ. το "Bless The Child" –το οποίο τους χάρισε μία ακόμα νούμερο 1 επιτυχία στη Φινλανδία. Οι απανταχού fans, βέβαια, στάθηκαν περισσότερο στη διασκευή που επιχείρησαν στο θρυλικό "The Phantom Of The Opera". Και εξακολουθούν να στέκονται, όπως δείχνουν τα περίπου 41 εκατομμύρια plays που μετρά στην εποχή του Spotify.

Πάντως δεν μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των προθέσεων αυτών και του αποτελέσματος, καθώς το "Century Child" ήταν κακό ακόμα και για τα χαμηλά στάνταρ των Nightwish. Ανύπαρκτες οι συνθετικές ιδέες, σωρεία τα κλισέ, σαρωτική η επέλαση μιας ανυπόφορα πομπώδους αισθητικής, χάλια ανδρικά φωνητικά και μια Tarja Turunen σε πλήρη υποχώρηση, όχι μόνο εκφραστικά, αλλά ακόμα και τεχνικά σε διάφορα σημεία, όπου δείχνει σαν να μη μπορεί να ελέγξει σωστά τις ανάσες της. Στο "The Phantom Of The Opera", ειδικά, ακούγεται σαν τριτοτέταρτη απομίμηση της Sarah Brightman. Και το γεγονός ότι το τραγουδά ντουέτο με τον Marco Hietala κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα λόγω της σαχλής, στο όριο της παρωδίας, ερμηνείας του.

Once [Spinefarm, 2004]

Διαθέτοντας την ευχέρεια ενός μεγαλύτερου μπάτζετ, οι Nightwish επέμειναν στη λογική ηχογραφήσεων με μια πραγματική συμφωνική ορχήστρα, επιλέγοντας την ευρέως γνωστή London Philharmonic Orchestra. Παράλληλα, επένδυσαν και σε μια πανάκριβη παραγωγή, η οποία έσπασε κάθε φινλαδικό ρεκόρ που υπήρχε τότε στη δισκογραφία της χώρας –την ανέλαβε προσωπικά ο Holopainen, παρέα με τον γνώριμο συνεργάτη Tero "TeeCee" Kinnunen.

Το αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών έδωσε το "Once". Τη δουλειά δηλαδή που τους άνοιξε τις πύλες του κοινού των Evanesence και τους μετέτρεψε σε διεθνείς αστέρες, κάνοντάς το όνομά τους γνωστό ακόμα και στην κρίσιμη αγορά των Η.Π.Α.: δεν είναι τυχαίο ότι, χρόνια μετά, το Rolling Stone έβαλε το Once στη λίστα του με τους 100 Σπουδαιότερους Metal Δίσκους Όλων των Εποχών. Εδώ, άλλωστε, βρίσκονται και μερικά από τα πιο αγαπητά και αναγνωρίσιμα τραγούδια τους, π.χ. το "Nemo" ή το "The Siren". Εντωμεταξύ, το άλμπουμ σάρωσε σε πωλήσεις και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την πρώτη εμφάνιση των Nightwish στη χώρα μας, στο Rockwave Festival 2004.

Τι συμβαίνει όμως στα επί της ουσίας, πίσω από όλα τούτα τα εντυπωσιακά; Τίποτα ή, τέλος πάντων, τίποτα που να μην είναι ήδη γνώριμο. Οι Nightwish αδυνατούν δηλαδή να ξεπεράσουν τον συνήθη δημιουργικό πήχη, μένοντας εγκλωβισμένοι σε φαντασμένα ακαλαίσθητες επιλογές τύπου "Planet Hell" και "Wish I Had An Angel" και σε ένα στιλ υπέρ το δέον εκκωφαντικό, που επιμένει να μπερδεύει το εντυπωσιακό με το ανούσια πομπώδες. Στιλ απευθυνόμενο σε ακροατές αρκούμενους σε πολύ λίγα πράγματα, με φτωχό αισθητήριο για τα είδη που παίζονται εδώ στο όνομα του metal, είτε τα πεις κλασικά, είτε goth, είτε pop μπαλάντες. Οι δε Lakota στίχοι που απαγγέλει ο John Two-Hawks στο τέλος του "Creek Mary's Blood" προσθέτουν μια νέα βαθμίδα αστειότητας, τρέφοντας για ακόμα μία φορά τις εύστοχες κακίες για τη Disney metal αισθητική της φινλανδικής μπάντας. Η οποία, σαν να μην φτάνουν όλα τα παραπάνω, απλώνεται και σε διάρκεια σχεδόν μίας ώρας, εξοντώνοντας τις ακροαστικές σου αντοχές.

End Of An Era - live in Helsinki 2005 [Spinefarm, 2006]

Θρίαμβος και δράμα. Από τη μία, οι Nightwish ως νεόκοποι διεθνείς αστέρες, σε πανηγυρικό φινάλε της παγκόσμιας περιοδείας για το "Once", μπροστά στο κοινό της πατρίδας τους, το οποίο κατέκλυσε τη Hartwall Arena του Ελσίνκι για να τους αποθεώσει. Κι από την άλλη ένα προαποφασισμένο τέλος εποχής (από τον Holopainen και τους υπόλοιπους άνδρες της μπάντας), άγνωστο όμως για την Tarja Turunen (που σκόπευε μεν να αποχωρήσει, μα όχι ακόμα) και για τους οπαδούς, το οποίο μαθεύτηκε αμέσως μετά τη συναυλία με τον πλέον άγαρμπο τρόπο: με ανοιχτές επιστολές και κόντρα-επιστολές, με κατηγορίες για ντιβίστικες και άπληστες συμπεριφορές και με κόντρα-διαμαρτυρίες, με κάθε πράξη του δράματος να λαμβάνει χώρα δημοσίως, προξενώντας μεγάλη αναταραχή στις τάξεις των απανταχού θαυμαστών.

Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς για τους Nightwish, πάντως, ακόμα κι αν γελά με τα ανδρικά φωνητικά ή με τις διασκευές στο "Phantom Of The Opera" και στο "High Hopes" των Pink Floyd, στο "End Of An Era" βρίσκονται στα αντικειμενικά καλύτερά τους. Παίζουν δηλαδή ως μπάντα φτασμένη, στο απόγειο της αυτοπεποίθησής της, η οποία έχει σκηνοθετηθεί ωραία σε επίπεδο λήψεων και μοντάζ, αφήνοντας την εντύπωση (π.χ. στα "Ever Dream", "The Siren" και "Nemo") ότι διασκεδάζει και η ίδια με το άκρως επαγγελματικό σόου το οποίο παραδίδει για κάτι λιγότερο από 2 ώρες, μπροστά σε μια κατάμεστη αρένα: τόσο οι μουσικοί, όσο και η Tarja Turunen, στην τελευταία της υπόκλιση. Αν είναι λοιπόν να ασχοληθείτε με μόνο μία κυκλοφορία των Φινλανδών, δείτε αυτό το DVD. Είναι πράγματι το τέλος της εποχής που τους ανέδειξε σε διεθνείς αστέρες –τα από εκεί και πέρα αφορούν, ουσιαστικά, το πώς διαχειρίστηκαν όσα κέρδισαν τότε.

The Sound Of Nightwish Reborn: Early Demos For Dark Passion Play 2006-2007 [Nuclear Blast, 2008]

Προξενεί εντύπωση που οι Nightwish αποφάσισαν να δημοσιοποιήσουν αυτά τα demo από την ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε την έξοδο της Tarja Turunen, όταν ξεκίνησαν μεν δουλειά για νέο άλμπουμ (θα ήταν το Dark Passion Play), αλλά δίχως να έχουν βρει την αντικαταστάτριά της. Έτσι, είναι μόνο στο "Escapist" όπου ακούμε τη Σουηδή Anette Olzon των Alyson Avenue, κομμάτι που επρόκειτο να γίνει b-side στο "Bye Bye Beautiful".

Κατά τα λοιπά, όταν οι συνθέσεις δεν είναι απλώς ανολοκλήρωτα instrumentals, τραγουδάει ο Marco Hietala –κι αυτό δεν έχει νόημα, ακόμα κι αν εκπλήσσει με τον ήπιο τρόπο με τον οποίον λέει π.χ. το "Eva", στεκόμενος μακριά από τον γνωστό, γραφικό και φωνακλάδικο, εαυτό του. Κάτι ακόμα που εκπλήσσει, πέρα από το απρόσμενα ηλεκτρονικό remix του DJ Orkidea στο "Bye Bye Beautiful", είναι ότι αρκετά demo δεν έχουν ακόμα αποκτήσει τη symphonic metal προβιά τους, επιτρέποντας έτσι να δεις καθαρά ότι κατά βάση οι Nightwish γράφουν με έναν συμβατικώς μελωδικό και προβλέψιμα μπαλαντοπόπ τρόπο, στον οποίον «φοράνε» το metal αργότερα. Με άλλα λόγια, συνεχίζουν να εργάζονται όπως ακριβώς στο πρώτο demo του 1996.

Dark Passion Play [Spinefarm, 2007]

Το νούμερο 1 σε Φινλανδία και Γερμανία και η ανταπόκριση που έδειξαν αγορές-κλειδιά σαν τις Η.Π.Α., τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Αυστραλία και την Ιαπωνία μαρτυρά ότι ακόμα και όσοι ξενέρωσαν με την απομάκρυνση της Tarja Turunen στήριξαν τη συνέχεια των Nightwish με την Anette Olzon. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έμειναν και ικανοποιημένοι από το "Dark Passion Play", το οποίο διχάζει μέχρι και σήμερα τους οπαδούς. Οπότε φανταστείτε τι γίνεται με τους μη οπαδούς, εφόσον μιλάμε για έναν δίσκο 75 λεπτών που, παρά τις σκόρπιες ιδέες και τις δώθε και κείθε μελωδίες, αδυνατεί να αφήσει ολοκληρωμένα τραγούδια ικανά για το κάτι παραπάνω. ΟΚ, το "Amaranth" και το "Bye, Bye Beautiful" είναι catchy, αλλά ως εκεί: όποιος έχει ακούσει pop τύπου Avril Lavigne, δεν πρόκειται να εντυπωσιαστεί.

Ανιαρό, παραφουσκωμένο με παράλογες διάρκειες, ανούσια κομμάτια σαν το "Master Passion Greed" και ανερμάτιστες folk λοξοδρομήσεις σαν το οργανικό "Last Of The Wilds", το "Dark Passion Play" αποτυπώνεται ως καλογυαλισμένη και πανάκριβη δουλειά, η οποία αδυνατεί να υπερβεί τους γνώριμους συνθετικούς περιορισμούς μιας μπάντας που έχει μεν λεφτά για να ηχογραφεί με τη London Session Orchestra και τη Metro Voices Choir στα Abbey Road Studios, μα δεν ξέρει τι να τις κάνει, χρησιμοποιώντας τις απλά για να ανεβάζει τη στημένη δραματική ένταση. Η Annete Olzon δεν είναι παρά το κερασάκι της όλης τούρτας, από εκεί και πέρα: μια τραγουδίστρια με περιορισμένες δυνάμεις και σαφείς pop ορίζοντες, η οποία δείχνει να αισθάνεται πιο άνετα σε γλυκανάλατες μπαλάντες σαν τα "Eva" και "For The Heart I Once Had", αδυνατώντας να ανέβει με πειθώ στις ψηλότερες κλίμακες. Αναρωτιέσαι έτσι γιατί το "Escapist", ίσως η καλύτερή της στιγμή με τους Nightwish, έμεινε στα b-sides, αντί να προτιμηθεί στη θέση όλων αυτών.

Made Ιn Hong Kong (And Ιn Various Other Places): live 2007-2008 [Spinefarm, 2009]

Μια γεύση από την εκτενή παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε την έκδοση του "Dark Passion Play", συνοδεία δύο b-side (μεταξύ τους και το "Escapist"), ενός demo κι ενός DVD με το ντοκιμαντέρ του Ville Lipiäinen για την τουρνέ + τρία βιντεοκλίπ. Οι ζωντανές ηχογραφήσεις χρονολογούνται στο διάστημα 2007-2008 και προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου: Χονγκ Κονγκ, Ελβετία, Γερμανία, Φινλανδία, Αυστρία και Βρετανία.

Ψιλοαδιάφορη αντανάκλαση του "Dark Passion Play", η οποία καταγράφει την Annete Olzon επιλεκτικά, δηλαδή μόνο σε τραγούδια προερχόμενα από αυτό. Ίσως γιατί, όπως ξέρουν και όσοι πήγαν το 2008 να δουν τους Nightwish στη March Metal Day (στα Ολυμπιακά Ακίνητα Ξιφασκίας), στα λίγα παλιότερα της Turunen που έλεγε στην περιοδεία δεν μπορούσε να σταθεί αναλόγως πετυχημένα. Σημαντικό μείον της έκδοσης, πάντως, ότι τα live αποσπάσματα δεν καταγράφονται σε DVD: αν υπήρχε εικόνα, τα πράγματα θα ήταν  καλύτερα (οριακά, έστω), καθώς η συνολική τους διάρκεια αγγίζει τη μία ώρα.

Imaginaerum [Scene Nation Oy/Sony Music, 2011]

Κάτι σαν το "Dark Passion Play", αλλά με ακόμα λιγότερο metal, το οποίο ξεκίνησε ως νοερό soundtrack για μια ταινία γύρω από έναν ηλικιωμένο συνθέτη, που αναπολεί τη νιότη του καθώς πεθαίνει. Δώσ'του λοιπόν άλλα 75 λεπτά (πολύ περισσότερα αν πάρετε την tour edition που προσθέτει 12 εκδοχές των ίδιων κομματιών για ορχήστρα), δώσ'του ηχογραφήσεις με ορχήστρες (London Philharmonic Orchestra, σε διεύθυνση James Shearman) και χορωδίες (Metro Voices, The Young Musicians London), δώσ'του νούμερο 1 στη Φινλανδία και top-30 επιτυχία στην Αμερική. Ακόμα και μπουζούκι ακούγεται κάπου στις πτυχώσεις των ενορχηστρώσεων, παιγμένο από τον Άγγλο μουσικό Troy Donockley.

Το όλο σύνολο θέλει να αποπνέει μεγαλείο και «κινηματογραφική» αύρα. Και όντως το κάνει, αλλά με τον φαντεζί και απαίδευτο τρόπο των Nightwish, που απευθύνεται σε ακροατές αναλόγως μη εξοικειωμένους με την κλασική μουσική, οι οποίοι ίσως νομίζουν ότι αρκεί να ακούγεσαι κι εσύ σαν τον Hans Zimmer ή τον James Horner, ώστε να παράγεις δουλειές ανάλογου επιπέδου. Ένα θεμελιώδες μα δημοφιλές λάθος, όπου έχει στηριχτεί όλη σχεδόν η καριέρα των Nightwish. Εδώ, για ακόμα μία φορά, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν τον θεό τους καθώς σερβίρουν καταγέλαστα κομμάτια σαν το 13λεπτο "Song Of Myself" ή το "The Crow, The Owl And The Dove".

Επιπλέον, το να υποβαθμίζεις σε τέτοιον βαθμό τον ρόλο του metal, το καθιστά τελικά αταίριαστη καρικατούρα στα σημεία που διεκδικεί ρόλο στο μίγμα, πόσο μάλλον αν αυτό γίνεται με όχημα τα γνωστά, τερατώδη φωνητικά του Hietala. Όλα τα υπόλοιπα, από εκεί και πέρα, είναι mainstream neoclassical pop δευτερότριτης διαλογής, κομμένη και ραμμένη στα περιορισμένα φωνητικά μέτρα της Anette Olzon. Η οποία ερμηνεύει ωραία στο "Storytime" –το μόνο τραγούδι του Imaginaerum που αξίζει τον κόπο σας– μα στη συνέχεια μάλλον «χάνεται» μέσα στις πομπώδεις ενορχηστρώσεις.

Imaginaerum: The Score [Scene Nation Oy/Sony Music, 2012]

Όσο κι αν προξενεί εντύπωση, η ταινία που λέγαμε άνωθεν δεν έμεινε στη φαντασία του Tuomas Holopainen, αλλά πραγματώθηκε πατ κιουτ σε σκηνοθεσία Stobe Harju (2012), με τα μέλη των Nightwish να παίζουν μάλιστα διάφορους μικρούς ρόλους δίπλα στους επαγγελματίες ηθοποιούς. Σε ανάλογη τροχιά, το "Imaginaerum" λειτούργησε ως soundtrack, με τα τραγούδια του, όμως, να παραθέτονται σε νέες, ορχηστρικές εκδοχές, επιμελημένες από τον Petri Alanko. Είναι και δεν είναι δίσκος των Nightwish, λοιπόν. Σίγουρα, πάντως, είναι μια απόπειρα του Holopainen να εκμεταλλευτεί το όνομά τους ώστε να συνδεθεί με ένα κινηματογραφικό score. Με κάτι εκτός metal, δηλαδή, που θα αφορούσε ορχήστρες, χορωδίες και γενικότερα τον κόσμο της (λεγόμενης) κλασικής μουσικής.

Αλλά η φιλοδοξία του απομένει μωρή. Οι οπαδοί των Nightwish που δεν έχουν ξανακούσει στα σοβαρά συμφωνικά έργα από το μεγάλο ευρωπαϊκό παρελθόν μπορεί βέβαια και να εντυπωσιαστούν από τις ατμόσφαιρες, τα ξεσπάσματα ή τα καλά παιξίματα. Οι υπόλοιποι, ωστόσο, όσοι γνωρίζουν τα κατατόπια, δεν θα βρουν παρά μια δευτεράντζα: έναν ρηχό δίσκο, που απλά ξύνει την επιφάνεια αυτού του κόσμου, μένοντας σε πράγματα τετριμμένα και ψευδώς φανταχτερά. Όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει σε στιγμές σαν τα "A Crackling Sphere" και "I Have To Let You Go" ή στο "Deeper Down" –που είναι και το μοναδικό τραγούδι, αδιάφορα ερμηνευμένο από την Olzon.

Showtime, Storytime - live at Wacken 2013 [Nuclear Blast, 2013]

Παρακολουθώντας την εκρηκτική έναρξη με το "Dark Chest Of Wonders", απέναντι στη λαοθάλασσα του Wacken (στη Γερμανία), δεν γίνεται να μη σκεφτείς ότι οι Nightwish ξύπνησαν και μεταλλο-ξανάνιωσαν μετά από λήθαργο 8 ετών. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το πού οφείλεται αυτό: το χρωστάνε στη νέα τους τραγουδίστρια, την Ολλανδή Floor Jansen των After Forever. Η οποία, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για λαρύγγι πρώτης γραμμής, επιβάλλεται ως φωνή και παρουσία πάνω στη σκηνή, όντας συνάμα σε θέση να «σηκώσει» στους ώμους της το υλικό της Tarja Turunen εποχής.

Πίσω βέβαια από την εντυπωσιακή πρόσοψη, κρύβεται ένα ακόμα δράμα της Nightwish ιστορίας –η εσπευσμένη απομάκρυνση της Anette Olzon εν μέσω της παγκόσμιας περιοδείας για το Imaginaerum. Κακά τα ψέματα, όμως: ακόμα κι αν δεν μπορεί να πει το "Storytime" με τη δική της «ποπιά», η Floor Jansen αποδεικνύει με μια άψογη και καταιγιστική performance, πόσο πιο σωστή επιλογή είναι, συμπαρασύροντας με την απόδοσή της ακόμα και τραγούδια σαν τα "Ghost River", "Ever Dream" και "Last Ride Of The Day", στα οποία κατά τα λοιπά μπορεί να μη δίνεις και καμία σημασία. Παράλληλα, δε, έθεσε εδώ και το πρότυπο στο οποίο θα πατούσαν έκτοτε όλες οι ζωντανές εμφανίσεις των Nightwish. Αν παίξουν δηλαδή στο Release Athens στα 2/3 έστω τούτης της Wacken απόδοσής τους, θα φύγουμε ευχαριστημένοι ακόμα και οι πολέμιοι της αισθητικής τους.

Endless Forms Most Beautiful [Oily Empire & Nuclear Blast, 2015]

Με τα όσα είδαν οι φίλοι των Nightwish στις συναυλίες για το "Imaginaerum", ο πήχης για την πρώτη στούντιο δουλειά με τη Floor Jansen τοποθετήθηκε ψηλά: όπως το έθεσε δηλαδή και ο Παναγιώτης Λουκάς, όλοι περίμεναν «κάτι ξεκάθαρα καλύτερο από τους δύο δίσκους με την Anette Olzon». Έστω και δίχως τον πολύτιμο ντράμερ Jukka Nevalainen, ο οποίος αποχώρησε λόγω προβλημάτων αϋπνίας (και συσσωρευμένης κούρασης, όπως αποδείχθηκε), δίνοντας τη θέση του στον Kai Hahto των Wintersun. Έγινε δε μία ακόμα αλλαγή, με την προαγωγή του Troy Donockley σε πλήρες μέλος.

Αλλά το "Endless Forms Most Beautiful" δεν πλησίασε τον ζητούμενο πήχη, παρότι κέρδισε ένα ακόμα νούμερο 1 στη Φινλανδία, καθώς και το #12 της Βρετανίας, όπως κι ένα πολύτιμο #34 στις Η.Π.Α. Αναντίρρητα επρόκειτο για φροντισμένη δουλειά, με καλύτερες ισορροπίες συγκριτικά με το άμεσο παρελθόν, καθώς στόχευε και να ικανοποιήσει τους παλιούς και να κρατήσει τους νεότερους. Είχε πάλι χορωδίες και ορχήστρες, αλλά και τον διάσημο βιολόγο Richard Dawkins σε διάφορες απαγγελίες, γιατί υπήρχε και μια χαλαρή κεντρική ιδέα για την εξέλιξη της ζωής στη Γη: ο τίτλος, άλλωστε, προέρχεται από την κατακλείδα του Κάρολου Δαρβίνου στο περίφημο βιβλίο του για την καταγωγή των ειδών.

Όμως, για ακόμα μία φορά, δεν γράφτηκε τίποτα το αξιοσημείωτο με βάση όλα αυτά, πέρα από μερικά ευπρόσωπα τραγούδια σαν π.χ. το "Shudder Before The Beautiful" ή το "Alpenglow". Και, κυρίως, δεν γράφτηκε τίποτα με άξονα τη φωνή της Jansen, η οποία αποκλείστηκε και από τη δημιουργική διαδικασία. Ασφαλώς, υπηρέτησε με θέρμη τα ζητούμενα, όπως θα έκανε όμως (μάλλον εύκολα) και κάποια άλλη τραγουδίστρια. Το ατού της, έτσι, αφέθηκε ανεκμετάλλευτο, ενώ το στούντιο πρόσωπο των Nightwish έμεινε όπως περίπου το ξέραμε: λιγάκι πιο σοβαρό, μα καταφανώς μέτριο και με αναίτια ροπή προς τη φλυαρία , όπως έδειξαν τα 24 λεπτά του "The Greatest Show On Earth", το οποίο μπορούσε να είναι και πιο τακτοποιημένο και πιο τολμηρό ως προς τη χρήση θιβετιανών ψαλμωδιών, απαγγελιών ή των περασμάτων από Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Metallica. Αφού τα κάνεις ρε παιδί μου, γιατί δεν τα σκέφτεσαι και λίγο έξω από το «κουτί»;

Vehicle Of Spirit - live 2015 [Oily Empire/Nuclear Blast, 2016]

Ένα πλούσιο, τριπλό DVD με υλικό από την παγκόσμια περιοδεία για το "Endless Forms Most Beautiful", το οποίο περιέχει ολόκληρες τις συναυλίες στο Tampere της Φινλανδίας (Ιούλιος 2015, στο στάδιο Ratinan) και στο Wembley Arena του Λονδίνου (Δεκέμβριος 2015), μαζί με αποσπάσματα από ζωντανές εμφανίσεις στο Μπουένος Άιρες, στο Μέξικο Σίτι, στο Ρίο ντε Τζανέιρο και σε διάφορα άλλα μέρη του πλανήτη, συν μια αποκλειστική συνέντευξη του Richard Dawkins, ο οποίος εμφανίζεται μαζί τους και στο Wembley, κάνοντας την έκπληξη εκεί στην τελική υπόκλιση.

Η συνολική διάρκεια είναι ίσως εξοντωτική ακόμα και για ταγμένους φίλους των Nightwish, αφού η εμφάνιση στο Tampere διαρκεί 1 ώρα και 51 λεπτά, ενώ στο Wembley υπερβαίνουμε τις 2 ώρες. Όμως όλα δείχνουν επιμελώς σκηνοθετημένα, η εικόνα και ο ήχος έχουν προσεχτεί, τα πλήθη διαθέτουν κέφια και η μπάντα παίζει με θέρμη, με τη Floor Jansen να (ξαν)αποδεικνύεται ως κοφτερή αιχμή στο δόρυ της: τη θαυμάζεις στο Wembley, να δίνει ρέστα στα "Shudder Before The Beautiful", "Élan" και "7 Days To The Wolves", ενώ στο Tampere σε κάνει να χαζεύεις ακόμα και τραγούδια για τα οποία δεν νοιάζεσαι, σαν τα "She Is My Sin" και "Ghost Love Score". Κάπως έτσι, το "Vehicle Of Spirit" δεν υποκαθιστά μεν το DVD από το Wacken, προβάλλει όμως ως καλό συμπλήρωμά του για όσους ενδιαφέρονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για τους Nightwish.

Decades - live in Buenos Aires 2018 [Nuclear Blast, 2019]

Κάπου εδώ οι live κυκλοφορίες των Nightwish αρχίζουν και γίνονται πολλές, έστω κι αν στο "Decades" υπάρχει η αφορμή μιας περιοδείας με τραγούδια που σπάνια παίζανε, αλλά και η ευκαιρία να φιλμάρουν μια συναυλία στη Νότια Αμερική –στο Estadio Malvinas του Μπουένος Άιρες, τον Σεπτέμβριο του 2018– που στάθηκε ανάμεσα στους σθεναρούς υποστηρικτές της διεθνούς τους γιγάντωσης.

Επιπλέον, όσο κι αν βοηθάει η οπτική αποτύπωση ή η συμπερίληψη τραγουδιών σαν τα "Come Cover Me", "The Kinslayer", "Gethsemane" ή "Dead Boy's Poem", η συγκεκριμένη συναυλία βγήκε πιο εκκωφαντική από ό,τι οι προγενέστερες που καταγράφηκαν σε DVD, γεγονός που δεν κάθεται πολύ καλά σε μια δίωρη διάρκεια. Η Floor Jansen παραμένει δύναμη, βέβαια, ενώ το πλήθος των Αργεντίνων διαθέτει παλμό που θυμίζει Ελλάδα με τα «ολέ, ολέ, ολέ, Nightwish-Nightwish» που τραγουδούν εν χορώ. Κι έτσι δημιουργείται τελικά μια λειτουργική ισορροπία, που δίνει και λόγο ύπαρξης στην έκδοση.

Human. :II: Nature. [Nuclear Blast, 2020]

Το πρώτο διπλό άλμπουμ στην ιστορία της μπάντας οφείλεται σε ένα δεύτερο CD γεμάτο με νεοκλασικές συνθέσεις, στις οποίες φαίνεται πως ο Holopainen σκοπεύει να επιμείνει, αν και έχει καταστεί σαφές πια ότι αδυνατεί να ξεπεράσει έναν στοιχειώδη συνθετικό ορίζοντα: αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πιο οικονομημένα και τακτοποιημένα, όμως κάτω από την περιποιημένη βιτρίνα δεν συμβαίνει κανένα άλμα ουσίας και φαντασίας. Ό,τι κι αν νομίζει για τον εαυτό του –ό,τι κι αν νομίζουν οι οπαδοί, που ακούν τέτοια μουσική μόνο όταν βλέπουν ταινίες– το έργο του στον συγκεκριμένο τομέα παραμένει άνευ καλλιτεχνικής σημασίας.

Το όποιο ενδιαφέρον, λοιπόν, επικεντρώνεται στο πρώτο CD, αλλά ούτε εδώ βρίσκεις ισχυρούς λόγους να γράψεις κάτι διαφορετικό από όσα συνήθως γράφεις. Τα θεματικά concepts παραμένουν μεγαλεπήβολα μα πολύ πιο συγκεχυμένα σε σύγκριση τουλάχιστον με το "Endless Forms Most Beautiful" – ενώ η προσπάθεια να προσηλυτίσουν τον σερ David Attenborough ώστε να επαναληφθεί το τρικ με τον Richard Dawkins απέτυχε, καθώς αρνήθηκε την πρόσκλησή τους. Η μουσική, εντωμεταξύ, πάλι δείχνει να υποβαθμίζει το metal χάριν όλων των υπόλοιπων που προσπαθούν να παίξουν οι Nightwish, με τα αναμενόμενα πληκτικά και φλύαρα αποτελέσματα: ακόμα και η Floor Jansen υποβαθμίζεται, αφού είναι μόνο πυροτεχνικά, στο "Noise" π.χ. (ίσως και στο "Pan"), όπου ακούς τη γνώριμη, δυναμική τραγουδίστρια που ξέρεις από τις συναυλίες. Κι αυτό, πολύ απλά, συμβαίνει επειδή ο Holopainen συνεχίζει να γράφει τα δικά του, αντί να σκεφτεί πώς να γράψει με άξονα τη φωνή της. Πρόκειται, εκτιμώ, για μια βαλίτσα που θα συνεχίσει ακάθεκτη.

Virtual Live Show From The Islanders Arms 2021 [Deggael, 2022]

Η covid-19 πανδημία μπλόκαρε τα συναυλιακά σχέδια των Nightwish, απάντησαν όμως στήνοντας το δικό τους live streaming, το οποίο έγινε διαθέσιμο σε 108 χώρες, προσελκύοντας πάνω από 150.000 θεατές. Παρά τα φαντεζί και ακαλαίσθητα γραφικά με τα οποία θέλησαν να αναπαραστήσουν τη φανταστική pub «Islanders Arms» και το περιβάλλον της, ήταν μια σωστή λύση για εκείνες τις έκτακτες συνθήκες. Δεν ξέρω, όμως, αν αυτό δικαιολογεί ένα ακόμα DVD με ζωντανή ηχογράφηση.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι, έστω και δίχως τον πιστό μπασίστα Marko Hietala, ο οποίος παραιτήθηκε επικαλούμενος κατάθλιψη και μια απογοήτευση για τη μουσική βιομηχανία (τον αντικατέστησε ο Jukka Koskinen των Wintersun), η μπάντα βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα. Η δε Floor Jansen δίνει τον γνωστό, φορτσάτο της εαυτό στο μικρόφωνο, ενθουσιάζοντας δικαιολογημένα με τις αποδόσεις που έπιασε στο "Noise" στο "Dark Chest Of Wonders" και στο "The Greatest Show On Earth". Αυτή τη φορά, μάλιστα, τα κατάφερε αρκετά καλά και στο "Sleeping Sun", το οποίο συνήθως της διέφευγε κάθε που προσπαθούσε να το πει.