Ζώντας το αντεργκράουντ σε περιβάλλον Μάτριξ…
Ενόσω συνομιλούσε ξανά με κείνον τον Βραζιλιάνο μαγαζάτορα σπανίων δίσκων, έπαιζε τη νέα του ανακάλυψη απ' τη Ρωσία κι αγόραζε ένα CD απ' το Κουβέιτ! Ω μπαμπά, πόσο πολύ ποπ έφτασε να γίνει ο κόσμος σου! Του Πάνου Πανότα
Αδικήθηκαν κατάφορα κάποιοι παλιοί συγγραφείς, απ’ αυτούς που λέμε πως ήταν μπροστά απ’ την εποχή τους (αποκλίνω σκόπιμα του χαρακτηρισμού προφητικοί), που δεν είχαν εγκαίρως στη διάθεσή τους τη λέξη ποπ. Φανταστείτε λ.χ. με τούτο το εκκωφαντικό όπλο στο μυαλό τον Άλντους Χάξλεϊ, ο οποίος έτσι κι αλλιώς περιφερόταν με σατιρική άνεση στο λάιφσταϊλ, γράφοντας παράλληλα με την νουβέλα «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» άρθρα για τα Vanity Fair και Vogue.
Η αθόρυβα σοκαριστική επικράτηση κατά την παγκοσμιοποίηση της έννοιας της ποπ ως συνολικού μοντέλου, δεν έχει ισάξιό της προηγούμενο. Σήμερα αποτελεί τον κοινό τόπο όπου σχεδόν αξιωματικά τέμνεται το οτιδήποτε. Από ποια αφετηρία θέλετε να το αναπτύξουμε; Τη συμπεριφορά, ατομική ή ομαδική; Την αισθητική, ρουχισμού, γραφείων, κτηρίων, σταθμών, δρόμων που κινούμαστε; Τις πανταχόθεν προβαλλόμενες διαφημίσεις; Την τηλεόραση; Το ποδόσφαιρο; Το εμπόριο; Τα κορναρίσματα στα φανάρια; Τα πάντα είναι ποπ. Το γίγνεσθαι είναι ποπ. Η κουλτούρα που φαίνεται να αφήνει η γενιά μας είναι ποπ. Ακόμη κι εκείνη η κατακριτέα υποχώρηση του σύγχρονου ανθρώπου μπρος στο ωμό θέαμα. Μα προπάντων η δυνατότητα να ταξιδεύουμε και να εκδηλώνουμε κοινωνικότητα ενόσω καθόμαστε στον καναπέ, το ίντερνετ καθαυτό περιγράφω, κι ο βέβαιος, καθημερινός καταναγκασμός που αυτό μας έχει επιβάλλει. Απορίας άξιο, νεώτεροι των γραμμάτων όπως ο Τόμας Φρίντμαν έδειξαν να δυσκολεύονται με το θέμα, καταθέτοντας πακέτο τις σελίδες μιλώντας για το τελολογικό ενιαίο της υφηλίου. Δεν χρειαζόταν, θα αρκούσε να κραύγαζαν «…(χ)όλα ποπ…!!» κι ύστερα να σιωπούσαν θυσιασμένοι στη μεγάλη ιδέα.
Μολαταύτα, η ουσία περί του υπεδάφους δεν θα γίνει ποτέ ποπ. Ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική, τουλάχιστον του τρέχοντος 21ου αιώνα. Ας έχουν μετατραπεί σε απόλυτα ποπ οι τρόποι αναζήτησης κι απόκτησης δίσκων, στα υπόλοιπα, κι είναι πάρα πολλά τα υπόλοιπα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αλλά το σημαντικό δεν είναι η τελευταία σκέψη, βρίθουμε από απόκληρες εξακριβώσεις που δεν μας καλύπτουν καμία ανάγκη και δεν επιζητούμε άλλη μία. Το σημαντικό είναι πια η σκουπιδογέννεση, η αβάσταχτη ρυπογόνος παρενέργεια του καπιταλισμού και των τερατόμορφων παραφυάδων του.
Ο πιο ευσεβής πόθος του αντεργκράουντ ήταν κάποτε να προλάβουμε να ζήσουμε ολότελα μέσα στην επιτάχυνση των πραγμάτων, στην απλή αναλογική του “do it yourself” και τους μη-όρους των παθιασμένων με τον εαυτό τους φαν. Απεδείχθη εφικτό. Έστω κι αν ενίοτε μας στενεύουν τρομερά οι πανοπλίες των αντιικών τειχών προστασίας. Έστω κι αν πριν από μόλις μία εικοσαετία δεν είχαμε μυρωδιά απ’ τις τεχνικές των ρακοσυλλεκτών που τώρα επιδεικνύουμε με τη σιγουριά του εξπέρ. Βρεθήκαμε όντες μεσήλικες στο περιβάλλον που ονειρευόμασταν έφηβοι. Είναι πολλές οι φορές που το απολαμβάνουμε αλλά κι αρκετές που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε και μένουμε αγάλματα ενώπιον της υπερθερμασμένης οθόνης του κομπιούτερ. Πώς τα καταφέραμε να μετατρέψουμε τη φυσιολογικότητα σε καταρρέων υποκειμενικό όρο, πασάροντας αδρά δουλειά στους νευροψυχολόγους του αύριο;
Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν απ’ την αλλαγή της χιλιετίας, το διαδίκτυο εκτράφηκε σε βαμπιρικό θηρίο που έφτασε να ρουφάει απίστευτα λαίμαργα τον μονοσήμαντο χρόνο της ζωής μας και να τρέχει μετά μεθυσμένο απ’ την κυριαρχία του πάνω στο είδος που άθελά του αντιπροσωπεύουμε. Οι μουσικόφιλοι, καθότι άτομα με ευθεία εξάρτηση, αποτελούμε είδος. Καλούμαστε επομένως να προσαρμόσουμε στον κώδικα του Μάτριξ (το μπλε χάπι ή το κόκκινο;) την επίγνωση της σχέσης θηριοδαμαστή και θηρίου. Ποιος από μας όμως γνωρίζει αρκούντως ικανά από τόσο αρχαίες λύσεις αίματος;
Είναι αλήθεια πως το υπεδάφιο ψάξιμο μουσικής εναπόκειται μερικώς στην γριά τύχη και στα γυρίσματά της. Όχι καθόλου, μερικώς. Η έρευνα σε θέλει να κατέχεις την οικονομία των χαρτογράφων, να ξέρεις από δρόμους, στροφές, γραμμές κ.λπ., ώστε να σταθείς εκεί όπου βρίσκεται το εξαιρετικό ψήγμα. Οι λίστες του Rate Your Music π.χ. που στις αρχές των 00s θεσμοθέτησαν λίγες έστω παραμέτρους στο χάος, ξεπεράστηκαν ανείπωτα πριν καν να πατήσουμε τα 10s. Παρόλο το συνεχώς διογκούμενο σε μέγεθος υλικό που ’χουμε για να δουλέψουμε λοιπόν, δεν καταλήγεις συχνά σε περισσότερους των 30 δίσκων τον μήνα που θα σε βάλουν σοβαρά στην σκέψη να τους προσθέσεις στη δισκοθήκη σου. Είναι μικρό το αποτέλεσμα της απόσταξης σε σχέση με τον όγκο που τέθηκε προς επεξεργασία, ασχέτως αν συνυπολογιστεί κι η τεράστια έκταση που έχουν λάβει πλέον ημιτέλεια, αντιγραφή, απομίμηση κι ανακύκλωση. Εντούτοις είναι κι ιλιγγιωδώς πολλαπλάσιο απ’ το μονοψήφιο των ημερών της δισκότσαρκας στο κέντρο και της ώρας θανάτου για μπίρα ή καφέ στα Εξάρχεια που την ακολουθούσε εθιμοτυπικά.
Το προολυμπιακό 2003 οι αγελάδες στην Ελλάδα ήταν τόσο παχιές που προκάλεσαν ζήλια. Μόνον ένας, κι αρκετά αργότερα, το αιτιολόγησε με την ομολογία τού «μαζί τα φάγαμε». Ήταν τότε πάντως που στην ανασκόπηση του έτους καθιερώσαμε στο πόρταλ του mic.gr τις λίστες των 10+1 άλμπουμ και τραγουδιών. Θα χαίρομαι πάντα για την πραγματοποίηση αυτής της σκέψης. Τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, και μάλιστα ακόμη πιο πολύ από τότε, ο κανόνας-οδηγός του 10+α είναι ο πιο αξιόπιστος και χρήσιμος για όποιον επιθυμεί να παρακολουθήσει τις μουσικές εξελίξεις.
Η πλατφόρμα του bandcamp πέτυχε όπου απέτυχε μια φορά κι ένα καιρό το MySpace. Υπό προϋποθέσεις, υπερέχει και των soundcloud και youtube. Εκτός του streaming σού επιτρέπει αγορές απευθείας από μικρές εταιρείες, καλλιτέχνες και γκρουπ που παλιότερα ούτε στα καλύτερα των ονείρων τους δεν θα εξασφάλιζαν τέτοια πρόσβαση σε διεθνή διανομή. Σου δίνονται κουπόνια εκπτώσεων και κωδικοί για ελεύθερο κατέβασμα, δίνεις την ηλεκτρονική σου διεύθυνση για προσεχή ενημερωτικά δελτία, συμμετέχοντας εφόσον το επιθυμείς στο φτιάξιμο μίας αξιοπρεπούς βάσης πραγματικών ενδιαφερόμενων, ενός άτυπου μα καλώς δομημένου φαν κλαμπ. Φανταχτερή η βιτρίνα, φωτισμένη και καθαρή, δίνει την εντύπωση ότι δεν της λείπει τίποτα. Πίσω της η κατάσταση δεν είναι ακριβώς έτσι, προπάντων διότι μπαίνουν προμήθειες και φόροι πάνω στην κάθε αγορά. Όπως συμβαίνει καθολικά με τα προϊόντα προς πώληση, ο αγοραστής δεν μαθαίνει για τα κέρδη των μεσαζόντων πάρα μόνον το αντίτιμο που αφορά στον ίδιο. Με το ίντερνετ οι μεσάζοντες μοιάζουν πιο σκιώδεις από ποτέ. Ποιος το αναλογίζεται όμως όταν εξιτάρεται απ’ το να πάρει μουσική από μέρη όπου αμφιβάλλει αν υφίσταται καν ταχυδρομείο για να τον υποστηρίξει; Ή αν είναι μέλος σε γκρουπ που μόλις έγραψε τα πρώτα του κομμάτια και καίγεται να τα ανεβάσει κάπου, ποντάροντας στην εύνοια των πιθανοτήτων;
Η αντικατάσταση της καθορισμένης τιμής με την ελεύθερη συνεισφορά αποτελεί από μόνη της μείζον ιδεολογικό επίτευγμα. Το πιο αξιέπαινο στην αυτοδιαχειριστική αλυσίδα που ’χει να κάνει με τη μουσική, ο κρίκος-κύτταρο της οποίας αναζητείται στις παρεμβάσεις για τον έλεγχο τιμών στα χρόνια του πανκ και στο περίφημο πλέον “pay no more than…” των Crass. Προσθέστε στο bandcamp την PayPal και τις τραπεζικές κάρτες με τους αστερίσκους «*ισχύουν όροι και προϋποθέσεις» των συμβολαίων τους κι έχετε την πλήρη εικόνα του χρηματοοικονομικού ιστού. Μπαίνει ελεύθερη συνεισφορά; Με βήματα πίσω ναι, και δίνω εδώ ενδεικτικά τους Krav Boca, παράδειγμα όχι τυχαίο κι ένα που διατηρεί την απαιτούμενα τεταμένη σχέση με την εν λόγω θέση-στάση.
Παντελώς λανθασμένα, το «όρισε εσύ την τιμή σου», αναπόσπαστο στιγμιότυπο του bandcamp κι εγκατεστημένη δράση, άρα και σκεπτικό, εντός αυτού, παραείναι συνυφασμένο με το πάντοτε ευσεβές «διατίθεται δωρεάν». Η πρόσκληση τού “name your price” συσχετίζεται όντως με μερικές εντυπωσιακές κυκλοφορίες, ποιος ξεχνάει το “Împământenit” των Exit Oz; Εντούτοις, όταν έρθει η στιγμή να κουβεντιάσεις για αυτές μένεις τόσο πολύ στην ίδια τη μουσική που περιέχουν που ακούσια την παραγκωνίζεις. Απέναντι σε μεγάλους δίσκους προεξέχει το καθαρό ένστικτο που σοφά παρακάμπτει κι ακυρώνει τη δυνατότητα να τους έχουμε ανέξοδα σε ψηφιακές κόπιες. Το συναισθηματικό δέσιμο απαιτεί να καλυφτούν κι άλλες των αισθήσεων, δεν συμβιβάζεται με το οποιοδήποτε κενό, τσακώνεται.
Ήταν πέρυσι. Ο Χx δήλωνε για τόπο στο bandcamp την Ανταρκτική! Είχε ανεβάσει ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, lo-fi ποπ με ιδιαίτερη εκφορά –όταν έχει δισκογραφηθεί το οτιδήποτε η εκφορά μετατρέπεται αυτόματα σε κριτήριο– μιλούσε για φυσικές κόπιες δίχως να τις δίνει απ’ τη σελίδα του, έκανα την επαφή και στο δεύτερο χρόνο πήρα το θάρρος, επιτρέποντος και του ιδίου, να τον ρωτήσω για την Ανταρκτική. Φευ, συνομιλούσαμε μέσω e-mails απ’ την Νότια Καλιφόρνια! Δεν ήξερα τι να περιμένω ρωτώντας, οπότε δεν ήξερα κι αν η απάντηση με ανακούφισε, ούτε επίσης αν την προτιμούσα να είναι όντως σύννομη με την αρχική δήλωση ή ρουτινιάρικη όπως κατέληξε. Μετά από μήνες συνεχίζω να την σκέφτομαι.
Εξάλλου βιώνουμε την αμφισβήτηση της πραγματικότητας κάθε ώρα, κάθε μέρα. Κι ήδη αντιλαμβανόμαστε ότι η ψηφιακή ζωή όπου το εύλογο παύει να είναι αληθινό αλλά άγνωστο πώς μπορεί και παραμένει εύλογο οδεύει προς μία πιθανόν αβάφτιστη ακόμα φουτουριστική οροφή όπου η ποπ επιτέλεση που περιγράψαμε στην αρχή θα αγγίξει το απόγειό της. Η μουσική, βαθιά εξαρτημένη απ’ τα γρανάζια του ιστορικού χρόνου, αναπόφευκτα θα κινηθεί ομόρροπα, καθορίζοντας εξ απαγωγής και την επόμενη μέρα του αντεργκράουντ, το οποίο αντιλαμβάνομαι εξίσου έγκυρο αλλά κι αισθητά πιο αυτάρεσκο κι εσωστρεφές στο μέλλον.
Αν (απο)δεχτούμε τον ζωολόγο Ντέσμοντ Μόρρις, κι όσα γράφει στο βιβλίο-μελέτη του «Ανθρωποπαρατήρηση», εν συντομία πως ο άνθρωπος εκφράζει τον κρυφό συναισθηματισμό και τις επιθυμίες του εντονότερα με το σώμα πάρα με την γλώσσα, τότε η αποκλειστική συναναστροφή μας μέσω πληκτρολογίου αδυνατεί να μας καλύψει, μας φιμώνει. Ο παντοδύναμος e-homo έγινε πιο ζοφερός, πιο μόνος και πιο θυμωμένος, όχι όμως κι ευτυχέστερος από άλλοτε που αναζητούσε το όνειρό του αλλιώς και συνήθιζε να περπατάει.
Το μπλε ή το κόκκινο χάπι, τελικά;
[παραλλαγή του άρθρου και με άλλη σελιδοποίηση δημοσιεύτηκε στο μουσικό (κι όχι μόνο…) έντυπο «Εντροπία», τεύχος #9, Ιούνιος 2019]