Εκτελέσεις και ερμηνείες των Εγκωμίων
Μια μελωδία η οποία ανεξαρτήτως πίστης και άποψης έχει περάσει στο συλλογικό συνειδητό πιστών τε και απίστων. Εντός και εκτός των ναών... Του Αντώνη Ξαγά
Μπορεί σήμερα έξω να είναι μια χαρά Θεού, πραγματικό γλυκύ έαρ, ωστόσο την Μεγάλη Παρασκευή την έχω στην μνήμη μου πάντοτε συννεφιασμένη… Μπορεί και να βρέχει απαλά, με λεπτές νερένιες κλωστές να ενώνουν γη και ουρανό. Με ένα ελαφρύ κρύο τσιμπητό, χειμωνιάτικη υπόμνηση με ανοιξιάτικες υποσχέσεις. Και με μια υποβλητική ησυχία. Εκτός από τον πένθιμο ήχο της καμπάνας της ενορίας που απλώνεται πάνω από τις στέγες της μικρής πολιτείας.
Η μνήμη είναι παράξενο πράγμα… Και η σχέση της με την πραγματικότητα εξ ορισμού αμφιλεγόμενη και σίγουρα διαρκώς μεταλλασσόμενη. «Η Κυρία Ανάμνηση. Αμφίβολη μάρτυρας» σημειώνει ο Γκίντερ Γκρας στο «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι». Τι υπήρξε και τι συνέβη πραγματικά; Τι επικάθισε, τι εγγράφηκε, τι σβήστηκε και τι εξωραΐστηκε εκ των υστέρων; Τι κρατήθηκε, τι πετάχτηκε, τι χάθηκε στην συμπίεση; Απαντήσεις δεν θα υπάρξουν ποτέ οριστικές, είτε μιλάμε για συλλογική είτε ατομική μνήμη, ακόμη κι αν θραύσματα της παγιώνονται μέσα σου και σε καθορίζουν…
Υπήρξε λοιπόν ποτέ αυτός ο μικρός που βλέπω μέσα από τις χαραμάδες του χρόνου καθισμένο στα σκαλοπάτια του ιερού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, με την Σύνοψη στο χέρι να παρακολουθεί, λίγο σαν παιχνίδι λίγο σαν αντίδοτο στην πλήξη, λέξη προς λέξη την λειτουργία του Παπα-Δαύρου και τις στιβαρές ψαλμωδίες του Πρώτου Ιεροψάλτη (που όσο κι αν έτρεχε ο χρόνος σε fast forward ίδιος ήταν πάντα και που χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες να μάθει ότι τον λέγανε -και τον λένε- Δημήτριο Λυγιά); Ήταν ακόμη αθώος ή έριχνε ήδη κρυφές πονηρές ματιές στις συμμαθήτριες που σπανίως τις έβλεπε με φουστάνι (ή μήπως αυτά τα συμπλήρωσε φαντασιακά με κατοπινά διαβάσματα;). Αισθανόταν κάποιου είδους κατάνυξη, μια κάποια αίσθηση θρησκευτικότητας, ή μήπως ήταν υποχρέωση για την αγαπημένη γιαγιά η οποία είχε ήδη πιάσει στασίδι από το πρώτο «Ευλογητός»; Τα ερωτήματα μένουν αιωρούμενα… «Θυμάμαι άρα υπάρχω»…
Κι αν αναζητήσω ένα νήμα που να μπορεί να κρατηθεί στερεά στο παρόν αλλά να το υπερβαίνει συγχρόνως, να μπορεί να συνδέσει όλες αυτές τις μνήμες μεταξύ τους αλλά να είναι εντός και υπεράνω του χρόνου, άχρονο ακόμη, τότε ίσως αυτό να είναι μια μουσική. Μια απλή, κυκλικά επαναλαμβανόμενη αλλά δυνατή μελωδία, με ένα μήνυμα και ειδικό βάρος πανανθρώπινο, πέραν των ορίων του χριστιανικού κόσμου (ας αναλογιστούμε μόνο την αναφορά στον παγανιστικής προέλευσης «Άδη») που κατάφερνε να συγκινήσει έστω ως φολκλόρ, έθιμο, συνήθεια, άγκυρα ασφάλειας και μεταγενέστερους ενσαρκώσεις μου που μπορεί να αιωρούνταν ανάμεσα σε μια εφηβικά επιθετική αθεΐα, μια τύπου… Μπλεζ Πασκάλ ευσέβεια, μια συγκαταβατική αδιαφορία με εναλλακτικό (ή καλύτερα υποκατάστατο) την Τέχνη και την Επιστήμη). Ο Ραφαηλίδης είχε πει κάποτε ότι είναι «ορθόδοξος άθεος», και τούτη η φαινομενική αντινομία εκφράζει μια βιωματική αλήθεια, όσο παγερά αδιάφορο κι αν σε αφήνει η σχεδόν ψυχαναγκαστικά επιβεβλημένη «κορύφωση του Θείου Δράματος».
Πιάνοντας να μαζέψω μερικές εκτελέσεις-ερμηνείες των Εγκωμίων (δεν υπάρχει εδώ πρωτότυπο να μιλήσουμε για διασκευή), όπως λέγονται συλλογικά τα 100+ τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής, τις «καλύτερες» προσωπικά, κατ’ εμέ (αυτή η μάστιγα…), κι εκεί που ήμουν έτοιμος να βγάλω και κάμποση ειρωνεία -υπάρχει άλλωστε πεδίον δόξης λαμπρό με Γαϊτάνους και Σαντικάι και κάμποσους άλλους ποιοτικούς που ίσως είναι και χειρότεροι- κοντοστάθηκα στην λέξη «καλύτερες». Ποιο είναι το νόημα που έχει άραγε ο χαρακτηρισμός σε ένα τέτοιο πλαίσιο; (και όχι μόνο εδώ που τα λέμε), σε μουσικές που δεν γράφτηκαν για να αξιολογηθούν αισθητικά, δεν απαιτούσαν καινοτομίες και εξελίξεις, υπηρετούσαν (και χρηστικά!) κι έδιναν τον τόνο μιας καθημερινότητας κι ενός κυκλικού χρόνου; Και πως θα αρθώ υπεράνω προκαταλήψεων και απόψεων, πως θα πάρω την εστέτ και θα διαχωρίσω χειρουργικά φόρμα από περιεχόμενο και κοσμικό στοιχείο από πνευματικότητα; Κατά μία έννοια ακόμη και η πιο «κακόφωνη» και φάλτσα εκτέλεση έχει δικαίωμα και λόγο ύπαρξης…
Μολαταύτα, όσο κι αν το βάρος και του μέσου και του μηνύματος στομώνει τις διαθέσεις κριτικής, τα αυτιά δεν μπορείς να τα κλείσεις ούτε να αγνοήσεις εξόφθαλμα (και διόλου ανήκουστα) κίνητρα εμπορικότητας. Δίπλα σε τέτοιου τύπου εκτελέσεις, και πέρα από δίκες προθέσεων, θα βρούμε ασφαλώς και πολλές άλλες, ερμηνευμένες από μεγέθη όπως ο Νίκος Ξυλούρης, η Φλέρυ Νταντωνάκη (σε μια γυμνή αδισκογράφητη εκτέλεση στο ντοκιμαντέρ του Βασίλη Κεσίσογλου «Ω γλυκύ μου έαρ»), ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, η Μαρία Φαραντούρη, η Γλυκερία, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (ω ναι) και πολλοί άλλοι ακόμη. Τις περισσότερες εξ αυτών ομολογώ τις ακούω με μια κάποια αμηχανία, δεν με συγκινούν κατά βάθος, είναι ίσως η ταύτιση των γνωστών τραγουδιστών (ακόμη κι αν πρόκειται για ιέρειες ή αηδόνια που «πρέπει» να μας μαγέψουν) με άλλους ρόλους, μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι η ανάγκη για συμπλήρωση ενός ρεπερτορίου υπερτερεί του συναισθήματος. Δεν ξέρω…
Κατά την οπτική αυτή, καμία από τις εκτελέσεις που ξεχώρισα, με την καθεμία να είναι ιδιαίτερη με τον τρόπο της και την προσέγγιση της, δεν είναι η «καλύτερη». Η καλύτερη και αξεπέραστη «υπάρχει» μόνο στην μνήμη και πουθενά αλλού, ίσως να μην υπήρξε και ποτέ, δεν μπορεί πια να ταυτοποιηθεί στον χρόνο, μπορεί να είναι πολλές συγκερασμένες σε μία, όλες όμως αναπνέουν έξω στον ανοιχτό αέρα που κάνει τα κεράκια να τρεμοσβήνουν, μπλέκονται με τα κελαηδίσματα των πουλιών που ετοιμάζονται να φωλιάσουν για την νύχτα στα κυπαρίσσια, και πάνω από τις βαρύτονες αντρικές φωνές ξεχωρίζει μια γυναικεία σε πιο υψηλές νότες, όπως αρμόζει σε ένα μοιρολόι, υπενθυμίζοντας ότι η γυναίκα είναι αυτή που δίνει την ζωή κι αυτή που έχει έναν λόγο παραπάνω στο πένθος της απώλειας της…
Καλή Ανάσταση σε πιστές και μη!
Βαγγέλης Παπαθανασίου & Ειρήνη Παππά - Ω! γλυκύ μου έαρ («Ραψωδίες», 1986)
Ίσως η πιο γνωστή στους «εναλλακτικούς» κύκλους λόγω Βαγγέλη Παπαθανασίου. Οι «Ωδές» και οι «Ραψωδίες» χωρίζονται από 7 χρόνια (1979-1986) αλλά τους ενώνει ένα κοινό νήμα. Μπορεί ορισμένοι ξένοι σχολιαστές αλλά και οπαδοί της μουσικής του Vangelis να εμφανίζουν μια τάση υποτίμησης απέναντι αυτούς τους δίσκους, αντιμετωπίζοντας τους ως ένα φολκλόρ διάλλειμα, ως μια παραχώρηση ενός καταξιωμένου μουσικού στους συμπατριώτες του, ωστόσο αμφότεροι, με την προσέγγιση στην δημοτική και στην λαϊκή βυζαντινή παράδοση μέσα από τις κλασικές ρωμαλέες (ενίοτε και πομπώδεις) συνθετικές γραμμές του συνθέτη, αποκαλύπτουν τον πυρήνα του αισθητικού οράματος του, το οποίο βασίζεται στην ανάδειξη μιας παγκόσμιας διάστασης της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πνεύματος γενικότερα, φτάνοντας ενίοτε και στα όρια μιας new age μεταφυσικής «ελληνοπληξίας». Σε αυτά τα όρια δεν απέχει πολύ από τον τρόπο που επέλεξε ο Σταμάτης Σπανουδάκης –είχαν άλλωστε ανάλογες καταβολές- σε δίσκους όπως η «Ημέρα Τρίτη» ή η «Εαρινή Ώρα» όπου φορέας της μελωδίας αναδεικνύεται το κλαρίνο του πανταχού παρόντος εκείνες τις εποχές Βασίλη Σαλέα. Απρόσβλητες από την new age επίφαση και την απόπειρα ανοίγματος σε ένα διεθνές ακροατήριο δεν έμειναν και καταγραφές όπως αυτή του βιολιστή Νίκου Οικονομίδη σε έναν -ας τον πούμε split- δίσκο με την Μαρίζα Κωχ το 2001, ενώ μένοντας σε δρόμους βιολιού, συμπαθής είναι η προσπάθεια για πιο λαϊκότροπη απόδοση του Γιώργου Κόρου στην δίγλωσση ‘έκδοση της FM Records «Βυζαντινοί Ύμνοι» (όπου η «Ζωή Εν τάφω» αποδίδεται στα αγγλικά «Life in the Holy Sepulchre» -πόσο άκυρες και αναιμικές -πέραν της ορθότητας τους- δεν ακούγονται τέτοιες μεταφράσεις ε;)
Χριστόδουλος Χάλαρης – Εγκώμια («Μελωδοί του Πάθους», 1986)
Δεν θα μπορούσε να λείπει από το ευσύνοπτο αυτό απάνθισμα ένας από τους σπουδαιότερους μελετητές του ελληνικού μεσαιωνικού πολιτισμού με ένα τεράστιο ιστοριοδιφικό έργο το οποίο αποτυπώθηκε σε μια σειρά δίσκων αναδεικνύοντας πολλές φορές αθέατες πλευρές και ξεχασμένους πρωταγωνιστές μιας καταφρονεμένης και ενίοτε συκοφαντημένης και παραδομένης σε αβασάνιστα στερεότυπα εποχής (π.χ. στον παρόντα δίσκο ενορχηστρώνει έργα του Πέτρου Πελοποννήσιου μιας σημαντικής μορφής της εκκλησιαστικής μουσικής κατά την …post-byzantine περίοδο). Το σπουδαίο με τον Χάλαρη είναι ότι δεν εγκλωβίστηκε στο ερευνητικό του έργο (όπως συμβαίνει συχνά και στις πιο θετικές ακόμη επιστήμες), δεν έμεινε καθηλωμένος σε μια ακριβή (αλλά ενίοτε και στείρα) αναπαραγωγή και κατάφερε την γνώση και την εμπειρία του να την συνδυάσει με μοντέρνα ακούσματα (ακόμη και …ροκ!) δίνοντας μερικούς από τους πιο συγκλονιστικούς δίσκους της εγχώριας παραγωγής.
Axis – Pa vu ga di («Axis», 1973)
«Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή» δίνει την εξήγηση των κρυπτικών αυτών συλλαβών στο «Καπλάνι της βιτρίνας» η Άλκη Ζέη (πρόκειται ασφαλώς για τους φθόγγους της βυζαντινής μουσικής). Από την Αθήνα στο… Canterbury μέσω Παρισίων θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την μουσική διαδρομή αυτού του κουαρτέτου, που έψαχνε τότε το δικό του στίγμα και μείγμα από ψυχεδέλεια, τζαζ, ροκ, folk (που πλέον όλα στον ντορβά τα αποκαλούμε progressive), και στο παρόν κομμάτι ενορχηστρώνουν χορωδιακά και συνθετητικά την απόλυτα αναγνωρίσιμη μελωδία των Εγκωμίων. Ηχογραφημένο ζωντανά σε ευαγγελική εκκλησία παρακαλώ στο Παρίσι όπου είχαν βρει τότε καταφύγιο και έλπιζαν σε προοπτική (στα χνάρια προφανώς και των ήδη επιτυχημένων Aphrodite’s Child), το αποτέλεσμα διατηρεί το κατανυκτικό φορτίο του μέλους, στον δίσκο ωστόσο στέκει κάπως ξεκάρφωτο, ίσως σαν ένα «εξωτικό χάδι στα αυτιά των Γάλλων καταναλωτών» όπως σημειώνει στο βιβλίο του «Ραντεβού στο Κύτταρο» ο Φώντας Τρούσας.
Βασίλης Τσαμπρόπουλος – Ηymn II (Zoi en Tafo) («Akroasis», 2003)
Θα μπορούσα κάποια στιγμή να γράψω μια πολεμική για τον τρόπο χρήσης της τζαζ ως ενός χωνευτηριού-μύλου που όλα τα αλέθει, η ανοικτή της δομή και τεχνοτροπία γαρ ευνοεί τέτοια ανοίγματα, με τα πάντα να μπορούν δυνητικά να γίνουν αντικείμενο τζαζ διασκευής, και μάλιστα με μια de facto «απυρόβλητη» επίφαση ποιότητας (γιατί ως γνωστόν …σκουπιδοτζάζ δεν υπάρχει). Η προκειμένη περίπτωση πάντως δεν συνιστά case study αυτής της λογικής, ο πιανίστας Βασίλης Τσαμπρόπουλος σε αυτόν τον δίσκο του που κυκλοφόρησε από την ECM (και ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Μέγαρο) υιοθετεί μια ήρεμη «ασπρόμαυρη», σχεδόν σατι-νένια προσέγγιση των ύμνων με λελογισμένα «πειρακτική» διάθεση η οποία χωρίς να απέχει παρασάγγες από τον γράμμα διατηρεί το πνεύμα και την συναισθηματικότητα τους ακέραια ακόμη και για τον ανυποψίαστο ακροατή.
Μάνος Χατζιδάκις – Επιτάφιος («Η εποχή της Μελισσάνθης», 1980)
Όχι δεν πρόκειται για τον διαβόητο δίσκο «Επιτάφιο» με όλα τα συνακόλουθα και τις γνωστές κόντρες που επέφερε με το αντίπαλο δέος Μίκη, αλλά για ένα κομμάτι που περιέχεται στον δίσκο «Η εποχή της Μελισσάνθης», κάτι σαν μια μουσική αυτοβιογραφία του ίδιου του συνθέτη, η οποία κατά τα λεγόμενα του επωαζόταν ήδη από τα χρόνια του πολέμου, στα οποία και αναφέρεται (και πιο συγκεκριμένα στην εποχή της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς το 1944), χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια για να ωριμάσει και να μορφοποιηθεί. Το ενδιαφέρον με το κομμάτι είναι ότι πρόκειται για ένα στουντιακό παιχνίδι του Χατζιδάκι, μια μείξη ενός κλασικού χορωδιακού («όπως στην εκκλησία» λέει στις σημειώσεις) «Αι γενεαί πάσαι» με έναν αυτοσχεδιασμό στο μπουζούκι του Βασίλη Ηλιάδη να επιχειρεί να κρατήσει το ίσο.
Μίκης Θεοδωράκης - Τρίτη Συμφωνία, Τρίτο Μέρος, Βυζαντινοί ύμνοι για τον Πέτρο της ΕΠΟΝ («Τρίτη Συμφωνία», 1982)
Οι τραυματικές εποχές του πολέμου της δεκαετίας του ‘40 δεν είναι περίεργο ότι καθόρισαν αποφασιστικά και το έργο συνολικά του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μάλιστα χρησιμοποίησε και αυτός ένα απόσπασμα από τα εγκώμια ενσωματωμένο στην Τρίτη του Συμφωνία για να ανάψει ένα ηχητικό κερί στην μνήμη των πεσόντων της Κατοχής. Το οποίο έργο κατά σύμπτωση πέρασε και αυτό δεκαετίες στο μυαλό του συνθέτη πριν βγει προς τα έξω και τελικά καταγραφεί σε δίσκο και τελική μορφή το 1982.
Αυτή η συμβολική χρήση των θρησκευτικών ύμνων για αναπαράσταση των παθών των απλών ανθρώπων σε δύσκολες στιγμές της Ιστορίας του τόπου αλλά και σύνδεση με πιο καθημερινά αλλά βασανιστικά βιώματα, είναι ένα μοτίβο που το συναντάμε πολλές φορές στην λαϊκή έκφραση τα επόμενα χρόνια, «νύχτες κι άλλες νύχτες γύρισε η χρονιά, του πολέμου οι δείχτες σήμαναν εννιά κι είδαμε να βγαίνει μ’ όψη κολασμένη, μέσα απ’ το κλουβί το φριχτό τσακάλι» τραγούδησε σε συγκλονιστική ερμηνεία η Βίκυ Μοσχολιού στην «Μεγάλη Παρασκευή» από τον «Νυν και Αεί» των Ξαρχάκου και Γκάτσου, ενώ ο Γιώργος Νταλάρας δια χειρός Λευτέρη Παπαδόπουλου στο κομμάτι «Για πιάσε γύφτο σφυρί και αμόνι» στον «Βυζαντινό Εσπερινό» του Απόστολου Καλδάρα τραγουδάει για το δράμα των προσφύγων της Μικρασίας «δεν είναι νύχτα για να περάσει, δεν είναι μέρα για να διαβεί, Μεγάλη Παρασκευή ειν’ η ζωή μου σ’ αυτή την πλάση».
Τον αναπόφευκτο (και καλό, ας το σημειώσουμε) Νταλάρα συναντάμε και στον (μεταθανάτιας έκδοσης) δίσκο του Δημήτρη Λάγιου «Ίνα τι» (1992), σε συνεργασία με τον Κύπριο Μιχάλη Χριστοδουλίδη (τον οποίο στην δισκογραφία συναντάμε και σαν Michel Christodoulides σε πιο ηλεκτρονικά-πειραματικά έργα), όπου παίζοντας ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή με τον πιο ελαφρύ καντάδικο τρόπο των Ζακυνθινών ο πρόωρα χαμένος συνθέτης «έντυσε μερικούς από τους ωραιότερους ψαλμούς του Δαβίδ με την αλλόκοτη επτανησιακή μουσική του, τραγουδισμένους από την Σαββίνα Γιαννάτου, τον Δώρο Δημοσθένους, το φωνητικό σύνολο "Διάσταση" Κύπρου, γεμάτη μαντολίνα, υπέροχα οργανικά μέρη, ενώ το ίδιο το "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου" –και το «Ω γλυκύ μου έαρ» ακούγεται σαν μυρωμένη καντάδα» (απόσπασμα από ένα θαυμάσιο πασχαλινό κείμενο του Λάμπρου Σκουζ σε αυτές εδώ τις σελίδες.
Fairuz – يا يسوع الحياة (ايزويي) نعظمك (Ya Yassouh El Hayat Nouazimak) («Good Friday-Eastern Sacred Songs», 1967)
Πλησιάζοντας -και όχι μόνο γεωγραφικά- τους τόπους όπου διαδραματίστηκαν (με ή χωρίς εισαγωγικά, ανάλογα την πίστη του καθενός) τα αδόμενα γεγονότα, συναντάμε αυτό τον δίσκο μίας μεγάλης Λιβανέζας (και χριστιανής ορθόδοξης) τραγουδίστριας, βασικής διεκδικήτριας του τίτλου το «αηδόνι της Ανατολής» (υπάρχει και η Ουμ), ο οποίος είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην ημέρα της Ταφής με μια λεβαντίνικη στεναγμική διάσταση που μπορεί συγκινήσει και πέραν του φράγματος της γλώσσας. Στο συγκεκριμένο κομμάτι πάντως τα εγκώμια η Φεϊρούζ τα αποδίδει στα ελληνικά (trivia: ένα sample από το κομμάτι «El Yom 'Ulliqa» του δίσκου, το οποίο και χρησιμοποίησε η Madonna στο τραγούδι της «Erotica», αποτέλεσε και αιτία δικαστικής σύγκρουσης τότε – η οποία τελικά διευθετήθηκε εξωδικαστικά).
Στα ελληνικά τραγουδάει και η σίγουρα επηρεασμένη από την Φεϊρούζ και επίσης καταγόμενη από την χώρα των κέδρων (ανήκουσα όμως στην Μελχιτική Εκκλησία) μοναχή και μουσικολόγος και ανθρωπολόγος Marie Keyrouz στον δίσκο «Chant byzantine» (1989, στην Harmonia Mundi), με καθάρια και μάλλον «τυπικά» καλή φωνή και στις τρεις στάσεις των Εγκωμίων (στον δίσκο αναγράφονται ως Première, Deuxième και Troisième Stance)
Για να ολοκληρώσουμε το αφιέρωμα αυτό, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε απέξω και τους… καθ’ ύλην αρμόδιους ερμηνευτές και φορείς των θρησκευτικών ύμνων με ελάχιστες ή ανύπαρκτες νεωτερικές τάσεις, ήτοι ιερείς, μοναχούς και ιεροψάλτες, με το εύρος (τόσο σε αριθμό όσο και ποιότητα) να είναι πολύ μεγάλο με αναρίθμητες ηχογραφήσεις τόσο …in situ όσο και σε στουντιακή ερμηνεία. Η επιφανειακή μου γνώση του συγκεκριμένου χώρου δεν πηγαίνει πολύ πέρα από τον τεράστιο Σίμωνα Καρά (ενδεικτικά ο δίσκος «Βυζαντινοί Ύμνοι Επιταφίου και Πάσχα» από το 1976), και μια πολύ ωραία σειρά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης με τίτλο «Η Μεγάλη Εβδομάς» (με Χορό Βατοπαιδινών Πατέρων), οπότε η συνδρομή εδώ του φίλου Κωστή Δρυγιανάκη είναι λίαν πολύτιμη σε προτάσεις δίσκων όπως οι τρεις δίσκοι «Easter on Mount Athos» από τη μονή Ξενοφώντος, με επιμέλεια των Rudolf M. Brandl και Diether Reinsch, του 1979, που επανεκδόθηκαν σε διπλό δίσκο ακτίνας το 1996, τον δίσκο «Βυζαντινοί ύμνοι Μεγάλης Εβδομάδος και Αναστάσεως» του Νικόλαου Κακουλίδη, το 1964, το άλμπουμ «Βυζαντινή Μουσική υπό του πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιακώβου Ναυπλιώτου», με ηχογραφήσεις των ετών 1914, 1916 και 1926, και τον ιστορικής αξίας δίσκο «Και ανυμνήσωμεν: Εκκλησιαστικοί Ύμνοι ηχογραφημένοι από την Μέλπω Μερλιέ το 1930».
Ο ίδιος ο Δρυγιανάκης, άοκνος δημιουργός αλλά και καταγραφέας ήχων και στιγμών, υπογράφει τον δίσκο με τον λίαν περιγραφικό τίτλο «Ύμνοι του Πάθους και της Ανάστασης από ναούς της Ανατολικής Θεσσαλίας» (από την Εκδοτική Δημητριάδος) ο οποίος συνοδεύεται μάλιστα από ένα πολύ περιεκτικό και εμπεριστατωμένο βιβλιαράκι. Γράφει εκεί μέσα ο ερανιστής: «πρόκειται για επιτόπιες ηχογραφήσεις, όλες πραγματοποιημένες σε ώρες ακολουθιών και τις περισσότερες φορές λάθρα (…) Ως εκ τούτου, πρόκειται για ηχογραφήσεις που αποτυπώνουν το ψαλτικό γίγνεσθαι χωρίς επεμβάσεις και εξωραϊσμούς. (…) Όλη η καταγραφή πυροδοτήθηκε από το ένστικτο και από τη φυσική μου περιέργεια· πώς έψαλλαν σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το αποκομμένο χωριό, σ’ αυτόν ή σ’ εκείνο τον ναό του περασμένου αιώνα, σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το υποβαθμισμένο προάστιο». Μπορεί πάντως οι στιγμές που διασώζονται εδώ από την λήθη, έτσι που καταγράφηκαν ενστικτωδώς και τυχαία, κι ας ήταν προορισμένες να υπηρετήσουν ένα Τώρα, να έχουν την δικιά τους ταπεινή «άτεχνη» αλήθεια, πολύ πιο «πραγματική» από την τελειότερη τεχνική αρτιότητα…
00:00 Σίμων Καράς & η Χορωδία του – Η ζωή εν τάφω
01:48 Βαγγέλης Παπαθανασίου & Ειρήνη Παππά - Ω! γλυκύ μου έαρ
10:20 Μίκης Θεοδωράκης - Τρίτη Συμφωνία, Τρίτο Μέρος, Βυζαντινοί ύμνοι για τον Πέτρο της ΕΠΟΝ
20:40 Βασίλης Τσαμπρόπουλος – Ηymn II (Zoi en Tafo)
25:18 Δημήτρης Λάγιος – Ω γλυκύ μου έαρ
28:35 Axis – Pa vu ga di
32:04 Soeur Marie Keyrouz – Première Stance
33:54 Fairuz - Ya Yassouh El Hayat Nouazimak
37:35 Μάνος Χατζιδάκις – Επιτάφιος
40:23 Γιώργος Κόρος - Η ζωή εν τάφω
42:51 Χριστόδουλος Χάλαρης – Εγκώμια
48:54 Κωστής Δρυγιανάκης (επ.) - Η ζωή εν τάφω (Παλιούρι)