Ο Herbie Hancock σε 20 βήματα
60 χρόνια μουσική με την τζαζ ως οδηγό σε ευρύτερες ωστόσο ενίοτε και τολμηρές περιπλανήσεις. Ένα επιλεκτικό αφιέρωμα του Χάρη Συμβουλίδη
Έγραψε το (πολύ ευρέως) αναγνωρίσιμο "Cantaloupe Island", ανακάτεψε πρώτος την τζαζ με το χιπ χοπ, συνεργάστηκε με τον Miles Davis, βραβεύτηκε με Όσκαρ. Δικαιωματικά, λοιπόν, η επικείμενη εμφάνισή του στο Ηρώδειο (Τρίτη 11/7) είναι μία από τις μεγάλες συναυλίες του φετινού καλοκαιριού (ήδη έγινε sold out, άλλωστε), μα και μια ευκαιρία να ανατρέξουμε ξανά σε μια πλούσια καριέρα 60 ετών, στεκόμενοι σε 20 αντιπροσωπευτικούς δίσκους.
Takin' Off [Blue Note, 1962]
Πρόσφατα, όταν ο Herbie Hancock κλήθηκε να ανθολογήσει ο ίδιος τον εαυτό του σε 8 δίσκους, διάλεξε ανάμεσα σε αυτούς και το ντεμπούτο του. Μια μάλλον απροσδόκητη επιλογή με δεδομένο ότι έβγαλε σαφώς σημαντικότερες δουλειές, που όμως δεν ήταν απλά βασισμένη στο συναίσθημα. Γιατί, πράγματι, εδώ άρχισαν όλα. Ήταν άλλωστε χάρη στο 'Takin' Off' που τον πρόσεξε ο Miles Davis, προσκαλώντας τον να συμμετάσχει στη δεύτερη εκδοχή του εμβληματικού του κουιντέτου.
Ακόμα και κινούμενος εντός των οικείων συμβάσεων του hard bop στυλ που επικρατούσε στις αρχές των 60s, ο Hancock –παρέα με τον Dexter Gordon στο τενόρο σαξόφωνο, τον Freddie Hubbard στην τρομπέτα, τον Billy Higgins στα ντραμς και τον Butch Warren στο κοντραμπάσο– επεδίωξε και πέτυχε την απογείωση με το λαμπερό γκρουβ του "Watermelon Man". Ένα κομμάτι με μπλουζ ρίζες και υγιή εμπορικό προσανατολισμό («πλήρωσε τους λογαριασμούς μου για τα επόμενα 5 με 6 χρόνια», θα έλεγε αργότερα), το οποίο μετουσίωσε τις νεανικές του μνήμες από τους περιπλανώμενους καρπουζάδες, που πουλούσαν δροσιά στους δρόμους του καλοκαιρινού Σικάγο της δεκαετίας του 1950.
Inventions & Dimensions [Blue Note, 1963]
Εδώ καταλαβαίνει κανείς ότι το περίφημο Head Hunters δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, μια δεκαετία αργότερα. Ήδη στο 3ο του άλμπουμ, δηλαδή, ο Hancock αποπειράται να εξερευνήσει ένα τζαζ πεδίο πέρα από τη γνώριμη bop αισθητική. Αφήνει λοιπόν εντελώς εκτός τα πνευστά και βάζει το πιάνο του να συμπράξει με τους Willie Bobo (ντραμς) & Osvaldo "Chihuahua" Martinez (conga, bongo), οι οποίοι καλούνται να φέρουν latin αέρα, αλλά χωρίς να παραχθεί ένα τυπικό latin jazz άλμπουμ της εποχής (την ομάδα συμπλήρωνε ο κοντραμπασίστας Paul Chambers).
Το Inventions & Dimensions χαρακτηρίζεται από άφθονο αυτοσχεδιασμό, πηγαίες μελωδίες και ρυθμούς που ρέουν δίχως όμως να διαθέτουν χορευτικές στοχεύσεις. Τελικά, βέβαια, η περιπέτεια απομένει μάλλον πρώιμη και εν πολλοίς ανολοκλήρωτη, ωστόσο διατηρεί την ίντριγκά της τόσα χρόνια μετά, με το "Mimosa" και το "Succotash" να έχουν αγαπηθεί από το κοινό του Hancock. Μάλιστα, το άλμπουμ έχει επανεκδοθεί και ως 'Succotash', με διαφορετικό εξώφυλλο.
Empyrean Isles [Blue Note, 1964]
Τα σχεδόν 66.000.000 streams του "Cantaloupe Island" στην εποχή του Spotify δείχνουν ότι μπορεί να πέρασαν περίπου 60 χρόνια από τότε, μα η γοητεία του και η δυναμική του στα πλατιά ακροατήρια παραμένει αλώβητη. Άλλωστε φάνηκε και στα 1990s αυτό, όταν, σαμπλαρισμένο για τις ανάγκες του "Cantaloop (Flip Fantasia)", οδήγησε τους Λονδρέζους Us3 σε μια μεγάλη διεθνή επιτυχία –τη μοναδική τέτοιου διαμετρήματος στην καριέρα τους.
Αλλά το Empyrean Isles δεν είναι ο δίσκος με το εκπληκτικό πιάνο riff του "Cantaloupe Island". Μάλιστα, κάνει κι ένα βήμα πίσω στην ως τότε πορεία του Hancock. Διάφοροι υπερενθουσιώδεις μπορεί να ακούνε φλερτ με τη modal jazz ή/και με τη soul, κατά βάση, όμως, εγκαταλείπει εδώ τους πειραματισμούς κι επιστρέφει σε ένα γνώριμο hard bop περιβάλλον. Το κάνει βέβαια με τους συνοδοιπόρους του στο κουιντέτο του Miles Davis, τον Ron Carter (κοντραμπάσο) και τον Tony Williams (ντραμς), συν τον τρομπετίστα Freddie Hubbard στην κορνέτα: ένα σχήμα, δηλαδή, που εγγυάται πως ό,τι μπορεί να λείπει σε περιπέτεια, αναπληρώνεται σε φινέτσα.
Maiden Voyage [Blue Note, 1965]
Με τον σαξοφωνίστα George Coleman να προστίθεται στην παρέα που ηχογράφησε το 'Empyrean Isles' και τον Freddie Hubbard να επιστρέφει στην τρομπέτα, ο Hancock έφτασε σε μια δουλειά που πολλοί θεωρούν ως την 60s κορυφή του, αλλά κι έναν από τους καλύτερους δίσκους που έβγαλε η Blue Note. Για το δεύτερο δεν θα έβαζα το χέρι στη φωτιά, προσωπικά, αλλά ΟΚ –είναι πράγματι ένα πολύ ωραίο άλμπουμ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το "Dolphin Dance" έμελλε να ρεμιξαριστεί από τον Madlib και να διασκευαστεί από τον Bill Evans, ενώ το "Maiden Voyage", αντίστοιχα, το έχουν παίξει ακόμα και οι Toto, αλλά και οι Blood, Sweat And Tears.
Το σίγουρο είναι ότι το άλμπουμ βασίζεται σε λεπτές, σχεδόν ιδανικές ισορροπίες, επιτρέποντας στους μουσικούς να παίρνουν ρίσκα ή να παίζουν απρόβλεπτα στα σόλο σημεία, ενώ διατηρείται άμεσο, προσιτό και μελωδικό, με το σαξόφωνο του Coleman να εντυπωσιάζει στο "Little One". Πολύ μελάνι, βέβαια, έχει ξοδευτεί για τον ήχο και την προβληματική ηχογράφηση που ακουγόταν στις παλιότερες κόπιες βινυλίου, πλέον όμως τέτοια ζητήματα έχουν λυθεί, επιτρέποντας να εστιάσουμε καθαρότερα στη μουσική.
Blow-Up soundtrack [MGM, 1967]
Κακά τα ψέματα, τώρα: το Blow-Up μπαίνει στη λίστα ως μια διάσημη και κομβική στιγμή του Hancock στη σχέση του με τον κινηματογράφο και με το ευρύτερο (εκτός τζαζ) κοινό, όχι επειδή είναι κάτι σπουδαίο ως δίσκος. Συνεισφέροντας πάντως το soundtrack μιας πολυσυζητημένης δημιουργίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο Αμερικανός τζαζίστας έγινε μία από τις φιγούρες της πρωτοπορίας των ύστερων 1960s. Έστω κι αν του έκλεψαν τη μουσική παράσταση οι Yardbirds όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, εντυπωσιάζοντας (δικαίως) με το "Stroll On" τους.
Μάλιστα, προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα το φιλμ, ο Hancock πήγε τότε στο Λονδίνο για ηχογραφήσεις με Βρετανούς μουσικούς, σκοπεύοντας να ενώσει την τζαζ του με το πνεύμα των swinging 60s. Απογοητεύτηκε όμως από τα αποτελέσματα και γύρισε στη Νέα Υόρκη, μπαίνοντας εκ νέου στο στούντιο, αυτή τη φορά με δεξιοτέχνες της αρεσκείας του. Τα παιξίματα είναι πράγματι υπέροχα, αλλά, πέρα από κανα-δυο πιο ολοκληρωμένες συνθέσεις (π.χ. το βασικό θέμα "Blow-Up", το "The Naked Camera" ή το "Bring Down The Birds", που έμελλε να σαμπλάρουν και οι Deee-Lite στο "Groove Is In The Heart"), το score μένει σε σύντομης διάρκειας κομμάτια. Βασισμένα σε τυπικές τζαζ δομές της εποχής και σε ήδη χιλιοακουσμένα μοτίβα.
Mwandishi [Warner Bros., Μάρτιος 1971]
Νέα δεκαετία, νέα πορεία για τον Herbie Hancock: Fender Rhodes πιάνο, ανοιχτός συντονισμός με την πιο ριζοσπαστική όψη του μαύρου ακτιβισμού της εποχής με το "Ostinato (Suite For Angela)" να αφιερώνεται στην Angela Davis, αναστοχασμοί περί αφρικανικών ριζών –το «Mwandishi» προέρχεται από τα σουαχίλι, σημαίνοντας «συνθέτης»– ένα καινούριο σεξτέτο και μια διαφορετική τζαζ, ξανοιγμένη για εξερευνήσεις στα fusion πελάγη που αποκάλυψε ο Miles Davis.
Με δεδομένο, πλέον, το 'Head Hunters', είναι δίκαιο που αρκετοί θεωρούν το 'Mwandishi' μια καλή μεν, μα μεταβατική και ανολοκλήρωτη δουλειά: πράγματι, στον ορίζοντα ελλόχευαν μεγαλύτερες συγκινήσεις. Ωστόσο διατηρεί μια αυθύπαρκτη αξία, όντας ο πιο περιπετειώδης δίσκος που είχε βγάλει μέχρι τότε ο Hancock. Οι περισσότεροι στέκονται στο "You'll Know When You Get There", προσωπικά όμως το θεωρώ πλαδαρό –η ουσία βρίσκεται στην κομψότητα του προαναφερθέντος "Ostinato" και στο «χαοτικό» χωνευτήρι των 21 λεπτών του "Wandering Spirit Song".
Sextant [Columbia, Μάρτιος 1973]
Η έσχατη περιπέτεια για την παρέα του 'Mwandishi', με τον David Robinson να αναλαμβάνει και πάλι την παραγωγή και τον Hancock να διατηρεί τα synths του 'Crossings' (1972), παραμένοντας ταγμένος σε ένα ηχητικά ρευστό όραμα επέκτασης των τζαζ συνόρων των καιρών του, όπως του το δίδαξε ο Miles Davis. Ο Tony Sherman του Rolling Stone θα περιέγραφε αργότερα το 'Sextant' ως εμπορική αποτυχία, όμως δεν έχει διαβάσει σωστά τα στοιχεία: αντιθέτως, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πρώτη –έστω και δειλή– παρουσία του Hancock στα αμερικάνικα charts (#176).
Τα γουργουριστά πρωτοηλεκτρονικά εφέ του "Rain Dance" και ο τρόπος που συμπλέουν με τα τζαζ παιξίματα στο "Hidden Shadows" θα μπορούσαν να κάνουν αίσθηση ακόμα και στις μέρες μας, ειδικά σε όσους υπερ-ενθουσιάζονται με το ανακάτεμα electronica και μαύρων ρυθμών ή με την αναβίωση ρετρό πραγμάτων. Κάνοντας, έτσι, ένα σχόλιο τόσο για τους ορίζοντες των δικών μας καιρών, όσο και για εκείνους του Hancock, διόλου κολακευτικό για το σήμερα. Γενικότερα, εδώ τα πράγματα κυλάνε σε μελετημένες ισορροπίες, καταλήγοντας σε ένα πιο συγκροτημένο αποτέλεσμα συγκριτικά π.χ. με το 'Crossings', πάντα βέβαια στην ίδια γραμμή πλεύσης. Το δε "Hornets", το οποίο έριξε στο όλο μείγμα και μια παχιά μπασογραμμή αντλημένη από το funk της εποχής, υπήρξε άμεσος προάγγελος για το 'Head Hunters', που θα ερχόταν μόλις λίγους μήνες μετά.
Head Hunters [Columbia, Οκτώβριος 1973]
Πώς να αποφύγεις άραγε τα κλισέ, γράφοντας κάτι σύντομο για το 'Head Hunters'; Είναι τέτοια η θέση του ανάμεσα στα ορόσημα που έσπρωξαν την τζαζ των ύστερων 60s και πρώιμων 70s σε απρόσμενα ανοίγματα και τολμηρές συνομιλίες με άλλα είδη, μα και τόσο διακριτή η πρωτόγνωρη για δίσκο του είδους του επιτυχία στο ευρύ μαύρο και rock κοινό –#13 στην Αμερική, ξεπερνώντας ακόμα και τον Bob Dylan του 'Pat Garrett & Billy The Kid' ή αγαπητούς καλλιτέχνες σαν τον Curtis Mayfield και τους Earth, Wind & Fire– ώστε καθιστά δύσκολη κάθε ανάλογη προσπάθεια. Επιγραμματικά, ωστόσο, αξίζει ίσως να θυμηθούμε ότι εδώ ο Herbie Hancock έχει διαλύσει πια το γκρουπ της 'Mwandishi' περιόδου και παίζει με ένα ολοκαίνουριο σχήμα, αναλαμβάνοντας πλέον ο ίδιος και τα synths (εκτός από το ηλεκτρικό πιάνο), αλλά και την παραγωγή, συνεργατικά με τον David Robinson.
Έτσι, από την παλιά φρουρά απομένει μόνο ο Bennie Maupin στο σαξόφωνο, πλάι στον οποίον παρατάσσονται ο Paul Jackson (κοντραμπάσο), ο Harvey Mason (κρουστά) και ο Bill Summers (κρουστά) –μια ιστορική σύνθεση. Σημαντική, επίσης, είναι η δημιουργική απόφαση να εγκαταλειφθεί το φλερτ με τους ηλεκτρονικούς ρυθμούς χάριν μιας σύγκλισης της τζαζ με το δυναμικό, ξεσηκωτικό funk που έπαιζαν τότε μπάντες σαν τους Sly & The Family Stone (εξ ου και το κομμάτι "Sly", μια ευθεία αφιέρωση). Στην οποία μετέχουν βέβαια και διάφορα όργανα από τις κρουστές παραδόσεις της δυτικής και κεντρικής Αφρικής (άλλωστε και το εξώφυλλο παραπέμπει παιχνιδιάρικα στους Baoulé της Ακτής Ελεφαντοστού), προσδίδοντας έτσι και μια πρώιμη world διάσταση στο όλο ανακάτεμα, ακόμα και κάποια ...μπουκάλια μπύρας, που πήραν μέρος στην επανηχογράφηση του "Watermelon Man" (από το ντεμπούτο Takin' Off του 1962).
Οι αναλύσεις και τα σχόλια μπορούν να τραβήξουν σε μάκρος, αλλά, εν τέλει, κανείς δεν θα τα γράψει καλύτερα από τον Steven F. Pond (αναζητείστε το βιβλίο του «Head Hunters: The Making of Jazz's First Platinum Album», 2005). Οπότε ας χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη των τετριμμένων ώστε να πούμε, για μία ακόμα φορά, ότι εδώ έχουμε ένα άλμπουμ από εκείνα που στην προ-Spotify εποχή λέγαμε ότι «δεν έπρεπε να λείπει από καμία ενημερωμένη δισκοθήκη». Το οποίο, παράλληλα, υπήρξε και γύρισμα σελίδας για όλη την τζαζ υπόθεση, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις τάσεις της εποχής στην οποία δημιουργήθηκε.
Το fusion, δηλαδή, όσο κι αν τιμήθηκε από τον Τύπο και τη rock νεολαία, υπήρξε ανάθεμα για τους πιουρίστες, οι οποίοι συχνά δικαίως μα και συχνά αδίκως το απέρριπταν ως μαύρη μουσική για λευκούς –κατηγορία με ιδιαίτερο βάρος στον απόηχο της σκληρής πάλης των Αφροαμερικανών των Η.Π.Α. για τα πολιτικά δικαιώματα. Βάζοντας όμως την τζαζ να συμπλεύσει με ένα μαύρο είδος με πολιτικές ρίζες μα και με pop απήχηση και απλώνοντας παράλληλα το χέρι στη μνήμη της Αφρικής, ο Hancock υπερέβη αυτό το διχαστικό σχήμα, νικώντας έτσι τους τζαζ πιουρίστες με τους δικούς τους όρους του παιχνιδιού περί «μαύρου» και «λευκού». Μισό αιώνα μετά, βέβαια, το 'Head Hunters' ίσως να μην ακούγεται το ίδιο κοσμογονικό. Πάντως δεν έχει χάσει παρά σε ελάχιστα σημεία τη λάμψη του, με την επέτειο αυτών των 50 ετών να προσθέτει στην επικείμενη συναυλία του δημιουργού του στο Ηρώδειο.
Thrust [Columbia, 1974]
Το Thrust ήρθε πολύ γρήγορα μετά το 'Head Hunters', διατηρώντας και το μομέντουμ του Herbie Hancock, αλλά και την εμπορική του επιτυχία σε ένα ανάκατο μαύρο και λευκό κοινό (ένα ακόμα #13 στα charts των Η.Π.Α.). Όμως, όπως όλα τα άλμπουμ που διαδέχονται ένα μουσικό ορόσημο, ήταν καταδικασμένο να φανεί υποδεέστερο του προκατόχου –πόσο μάλλον εφόσον ακολουθούσε την ίδια jazz/funk υβριδική συνταγή, δίχως να έχει περαιτέρω εκπλήξεις πέρα από την έλευση του Mike Clark στα ντραμς.
Πλέον, σε μια πιο ισορροπημένη αποτίμηση, μπορούμε να το κρίνουμε ως ένα ακόμα πρωτοκλασάτο δείγμα γραφής του ήχου που έκανε τον Hancock σημείο αναφοράς: έναν δίσκο συγκροτημένο, με ελκυστικές γκρούβες ("Palm Grease", "Spank-A-Lee") και πιο ευθείες κατευθύνσεις, αφού αυτή τη φορά δεν είχαμε αφρικάνικα όργανα στις ενορχηστρώσεις. Το δε "Butterfy" θα διασκευαζόταν αργότερα τόσο από τους Toto, όσο και από τους Robert Glasper Experiment.
In Concert: An Evening With Chick Corea And Herbie Hancock 1978 [Columbia, Νοέμβριος 1978]
Με την εμπορική και καλλιτεχνική δυναμική του 'Head Hunters' να εξαντλείται μέσα στο 1975, η μπάντα του Hancock τράβηξε τον δικό της jazz funk δρόμο (ως The Headhunters), τον οποίον συνεχίζει μάλιστα ως τις μέρες μας. Ο ίδιος, πάλι, αυτονομήθηκε ώστε να επανακαθοριστεί ως σόλο φιγούρα, βγάζοντας διάφορους δίσκους που ήταν –και παραμένουν– αμφιλεγόμενοι. Ανάμεσα σε αυτούς, πάντως, σίγουρα δεν συγκαταλέγεται ο συγκεκριμένος.
Προϊόν ζωντανών ηχογραφήσεων σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α. στις οποίες έπαιξε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1978 από κοινού με τον μεγάλο Chick Corea (Σαν Φρανσίσκο, Λος Άντζελες, Ann Arbor Σαν Ντιέγκο), περιέχει 1,5 ώρα καταπληκτικής τζαζ, απογυμνωμένης από ό,τι το fusion, σε τροχιά προσέγγισης της κλασικής πιανιστικής εμπειρίας της Δυτικής Ευρώπης. Βρίσκοντας τους δύο πρωταγωνιστές να επιστρέφουν στα θεμελιώδη, αφού εγκαταλείπουν τα ηλεκτρικά όργανα στα οποία είχαν βουτήξει ενθουσιωδώς εκείνα τα χρόνια και ξαναγυρνούν σε ακουστικές περιπέτειες. Δεν λειτουργούν όλα, βέβαια: μερικές φορές, καθώς ο ένας πάει να μπει στα χωράφια του άλλου (π.χ. στο "February Moment"), δεν προκύπτει αυτό που περιμένεις. Όταν συντονίζονται και συμπλέουν, όμως –κάτι που συμβαίνει συχνά, ήδη λ.χ. από την εντυπωσιακή έναρξη με το "Someday My Prince Will Come" του Frank Churchill– ο μεταξύ τους ηλεκτρισμός αποδεικνύεται ακαταμάχητος.
Sunlight [Columbia, Ιούνιος 1978]
Παρακάμπτοντας τη ζωντανή σύμπραξη με τον Chick Corea, ο Herbie Hancock μπήκε στην πιο αμφιλεγόμενη περίοδο της καριέρας του όταν άφησε τους Headhunters –και είναι πολλοί, ακόμα και ανάμεσα στους οπαδούς του, όσοι θεωρούν ότι οι δίσκοι του στα ύστερα 70s είναι για τα σκουπίδια. Κάθε ενδιαφερόμενος, όμως, πρέπει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Και το 'Sunlight' είναι κατάλληλος τόπος για κάτι τέτοιο, καθώς εδώ ο Hancock ασχολείται πλέον και με τραγούδια (πέρα από οργανικές συνθέσεις), τα οποία αποφασίζει μάλιστα να ερμηνεύσει ο ίδιος, παραμορφώνοντας τα φωνητικά του μέσω vocoder.
Το τερέν είναι αναντίρρητα ολισθηρό και μια τόσο έντονη στόχευση στο μαύρο mainstream της εποχής σε αφήνει πράγματι να αμφιβάλλεις για το πόσο καλλιτεχνικά ήταν τα κίνητρα, έστω κι αν η ιστορία έδειξε ότι ο Hancock θα αγκάλιαζε τελικά και τη disco (με το 'Feets Don't Fail Me Now' του 1979), χρησιμοποιώντας την ως εφαλτήριο για να φτάσει, αναπάντεχα, στο 'Future Shock' και στην επιτυχία του "Rockit". Κάπου μέσα σε όλα αυτά, τέλος πάντων, εξακολουθεί να υπάρχει ένα κάποιο ενδιαφέρον, έστω κι αν η έμπνευση δεν βρίσκεται στο φόρτε της: πλέον, λ.χ. συμφιλιωμένοι με τα vocoder φωνητικά και έχοντας αγαπήσει την αναπαλαίωση που έκαναν οι Daft Punk σε μια ολόκληρη εποχή, μπορούμε ίσως να δούμε με περισσότερη συμπάθεια στιγμές σαν το "I Thought It Was You".
The Piano [CBS/Sony Music, Ιούνιος 1979]
Όταν ο Herbie Hancock κλήθηκε να διαλέξει ο ίδιος τους δίσκους που θεωρούσε ότι εκφράζανε την πορεία του για ένα box set του 2021, προξένησε εντύπωση ότι από όλη του τη στούντιο παραγωγή στο δεύτερο μισό των 1970s διάλεξε μόνο το 'The Piano' –μια δουλειά που ως το 2014 ήταν διαθέσιμη μόνο στην Ιαπωνία.
Από την άλλη, εδώ βρίσκουμε έναν Hancock πιο γνώριμο, μακριά από τους αμφιλεγόμενους δίσκους με τους οποίους φλέρταρε το μαύρο mainstream των 70s. Μόνος στο πιάνο, με καθαρά τζαζ διαθέσεις, παρουσιάζει 4 δικές του συνθέσεις φτιαγμένες για να ακούγονται σαν ενιαία σουίτα, συν 3 διασκευές σε standards. Παρότι είναι σαν μέλος σε συγκροτήματα όπου διακρίνεται καλύτερα, το παίξιμό του εδώ είναι κομψό, γλυκό και ιδιαίτερα ραφιναρισμένο. Αναδεικνύει στιγμές σαν το "Harvest Time", το "Sonrisa" και τη ματιά του στο "Some Day My Prince Will Come" του Frank Churchill (1937), ταυτόχρονα, όμως, αναδεικνύεται και από αυτές.
The V.S.O.P. Quintet: Live Under The Sky 1979 [CBS/Sony Music, Σεπτέμβριος 1979]
Επιστρέφοντας σε εκείνο το box set του 2021, ανάλογη εντύπωση με τη συμπερίληψη του 'The Piano' προξένησε και το ότι, από όλες του τις ζωντανές ηχογραφήσεις ως τα τέλη της δεκαετίας του '70, ο Herbie Hancock διάλεξε την παρούσα. Έναν δίσκο, δηλαδή, που ως το 2004 κυκλοφορούσε μόνο στην Ιαπωνία, ο οποίος καταγράφει τις δύο συναυλίες που έδωσε με τους V.S.O.P. Quintet στο Denen Coliseum του Τόκυο τον Ιούλιο του 1979, συμμετέχοντας στο φεστιβάλ Live Under The Sky.
Όμως ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Μπορεί το γκρουπ να μη συνέχισε έπειτα, αλλά εδώ βρέθηκε στην πιο μεστή και πιο βαθιά του κατάδυση στη fusion jazz που δίδαξε ο Miles Davis, με τον Wayne Shorter ειδικά να δίνει ρεσιτάλ (σοπράνο και τενόρο) σαξοφώνου και την τρομπέτα του Freddie Hubbard να βρίσκεται στα πιο δημιουργικά της. Οι αντιδράσεις του κόσμου «ακούγονται» κι ας μην υπάρχει DVD έκδοση, ενώ σε στιγμές σαν τα "One Of Another Kind" και "Teardrop" η πεντάδα πετάει.
Future Shock [Columbia, 1983]
Κάτι που δεν θα στοιχημάτιζε ούτε ο πιο ευφάνταστος, θα ήταν ότι ο Herbie Hancock θα ξανασκόραρε μια mainstream επιτυχία εν έτει 1983. Κι όμως συνέβη. Και μπορεί αυτό να οφειλόταν στις παρέες που έκανε τότε με τον Bill Laswell και τον Michael Beinhorn (των Material), αλλά κάπου ήταν και φυσιολογικό ότι μετά το funk και το φλερτ με τη disco θα στρεφόταν προς το νεογέννητο ρεύμα της μαύρης Αμερικής: το χιπ χοπ. Έτσι, έστω κι αν επί της ουσίας μιλάμε για ένα οργανικό πρωτο-χιπ χοπ δίχως raps, το οποίο βρίσκεται ακόμα αρκετά κοντά στο electro, η ιστορία έγραψε ότι με το "Rockit" (Βρετανία #8, Η.Π.Α. #71) ο Hancock έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που ανακάτεψε την τζαζ με το χιπ χοπ. Και το βιντεοκλίπ των Kevin Godley & Lol Creme με τη ματιά του στην πρώιμη ρομποτική σιγούρεψε ότι θα έκανε αίσθηση και σε οπτικό (πέρα από ρυθμικό) επίπεδο, συμπλέοντας πλήρως με την ανατέλλουσα εποχή του MTV.
Δεν ψάρωσαν όλοι, βέβαια, με τα ηλεκτρονικά synths του "Rockit" και τα scratches του οραματιστή Grand Mixer D.ST., δηλαδή του πρώτου ανθρώπου στην ιστορία της μουσικής που χρησιμοποίησε τα πικάπ ως μουσικό όργανο. Στο Rolling Stone, ας πούμε, ο Steve Futterman έθαψε το άλμπουμ και μίλησε για αστείους ήχους και για κουρασμένες, αποκαρδιωτικές ασκήσεις στον «κομπιουτερισμό» [sic]. Άλλοι, ωστόσο, είδαν μια προωθημένη δημιουργική σκέψη που βρισκόταν ξανά στην αιχμή μιας μουσικής πρωτοπορίας, ενώ αρκετά μεταγενέστερα ονόματα του χιπ χοπ θα ξαναγύριζαν εδώ για ένα sample. Το υπόλοιπο 'Future Shock' απομένει βέβαια να ψάχνεται στα νέα μονοπάτια στα οποία επιθυμεί να βαδίσει, αλλά δευτεράντζες σαν το "Rough" (με ωραία φωνητικά από τον Lamar Wright) αποβαίνουν αρκούντως διασκεδαστικές, έστω κι αν η τεχνολογία που θαύμασε το τότε ακροατήριο ακούγεται παλιοκαιρισμένη στα δικά μας αυτιά, 40 χρόνια μετά.
Sound-System [Columbia, 1984]
Ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει. Μετά λοιπόν την ανέλπιστη επιτυχία του 'Future Shock', ο Hancock ξαναμπήκε γρήγορα στο στούντιο μαζί με τους Bill Laswell, Michael Beinhorn & Grand Mixer D.ST., ενίοτε με κάποιους καλεσμένους, π.χ. τον Wayne Shorter στο σαξόφωνο, τον Nicky Skopelitis στην κιθάρα ή τον Γκαμπιανό πολυοργανίστα Foday Musa Suso σε διάφορα παραδοσιακά όργανα της Δυτικής Αφρικής. Στόχος, προφανώς, να δουν πώς γινόταν να επεκτείνουν τα πρόσφατα κεκτημένα, με τρόπους που μπορούσαν να χειριστούν.
Το "Hardrock" προσπάθησε λοιπόν να επαναλάβει το "Rockit", αλλά, παρά τον εξωστρεφή δυναμισμό του, έμεινε από καύσιμα στο #65 της Βρετανίας, αφήνοντας ασυγκίνητη την Αμερική. Η ίδια sequel λογική διακρίνει και το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου δίσκου, που, αν και αισθητά άνισος, αποδεικνύεται πιο μελετημένη υπόθεση συγκριτικά με το 'Future Shock' –πάντα, βέβαια, με την παραδοχή ότι η τεχνολογία αιχμής της εποχής ηχεί παλιά στις δικές μας ημέρες. Υπερβαίνοντας αυτό το πλαίσιο, μπορείς ακόμα και σήμερα να θαυμάσεις πόσο ωραία ανακατεύεται η κοφτή ηλεκτρονική pop του "Junku" με τη Δυτική Αφρική.
Village Life [CBS/Sony Music, 1985]
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το 'Sound-System', με τον αντίκτυπο της επιτυχίας του "Rockit" να έχει φτάσει στα όριά του, ο Herbie Hancock αποφάσισε να ξανακοιτάξει προς την Αφρική, συνδημιουργώντας μαζί με τον Foday Musa Suso, με παραγωγό τον Bill Laswell. Το αποτέλεσμα είναι ένας ακόμα δίσκος που βγήκε μόνο στην Ιαπωνία, όντας, πιθανότατα, ο πιο αδικημένος του Αμερικανού καλλιτέχνη. Λίγο αργότερα, μάλιστα, οι δυο τους θα κυκλοφορούσαν και μια ζωντανή σύμπραξη στο Λος Άντζελες (Jazz Africa, 1987). Η οποία είναι κι αυτή ωραία, μα βασίζεται αποκλειστικά σε συνθέσεις του Musa Suso, οπότε δεν έχει το αλισβερίσι που συναντάμε εδώ.
Το 'Village Life' είναι ηχογραφημένο live στο στούντιο, με τον Hancock να παίζει synths (όχι πιάνο), στήνοντας μελωδικούς διαλόγους με την kora και το talking drum του Musa Suso, ο οποίος επωμίζεται και τα φωνητικά μέρη. Αυτό μπορεί να ακούγεται κάπως, ωστόσο τα αποτελέσματα ηχούν γήινα και σαγηνευτικά, καθώς προκύπτει μια κατά βάση δυτικοαφρικανική δουλειά ανακατεμένη με σαφείς Δυτικές πινελιές, που με τη σειρά τους κινούνται σε ένα μεσοδιάστημα μεταξύ τζαζ και ποπ –τραγούδια σαν το "Moon/Light" και το 20λεπτο "Kanatente" είναι τα πλέον χαρακτηριστικά.
Round Midnight soundtrack [Columbia, 1986]
Εδώ ο Herbie Hancock εξαργυρώνει με τον καλύτερο τρόπο την αγάπη του για το σινεμά, φτιάχνοντας ένα όμορφο και συγκροτημένο τζαζ score. Το οποίο ντύνει με τον καλύτερο τρόπο τα κινηματογραφικά πλάνα του Bertrand Tavernier, κάνοντας παράλληλα μια μεστά νοσταλγική αναφορά στην (προ πολλού περασμένη) εποχή του hard bop, από κοινού με το άλμπουμ 'The Other Side Of Round Midnight' του Dexter Gordon, το οποίο περιείχε την υπόλοιπη μουσική του φιλμ. Μάλιστα, ο Hancock έπαιξε κι έναν μικρό ρόλο στην ταινία (αυτόν του Eddie Wayne), ενώ κατέληξε και με το Όσκαρ Καλύτερου Soundtrack, ύστερα από μια απόφαση της Ακαδημίας η οποία ακόμα θεωρείται ανάμεσα στις πιο παράλογες που έχει πάρει στην ιστορία της.
Πράγματι, το Όσκαρ εκείνης της χρονιάς άξιζε στον Ennio Morricone, ο οποίος σωστά επεσήμανε ότι το soundtrack του Hancock βασίστηκε (κατά κύριο λόγο) σε ήδη υπάρχοντα jazz standards, τα οποία επαναδιαπραγματεύθηκε και επαν-ενορχήστρωσε, ώστε να δημιουργήσει ένα μουσικό σύμπαν για την ταινία. Ξεχνώντας αυτή τη διάσταση των πραγμάτων, πάντως, το 'Round Midnight', το οποίο εκκινεί με το πανέμορφο, ομώνυμο κομμάτι του Thelonious Monk (1943), αποτυπώνεται ως ένα άλμπουμ βελούδινης κλάσης. Γεμάτο στιγμές με «νυχτερινές» ποιότητες σαν το "The Peacocks" του Jimmy Rowles ή το "Still Time" του ίδιου του Hancock, αλλά και παιξίματα από θαυμάσιους βιρτουόζους: Dexter Gordon, Freddie Hubbard, Wayne Shorter, John McLaughlin, Chet Baker, Billy Higgins, Ron Carter κ.ά.
1+1 [Verve/PolyGram, 1997]
Παρότι ξεχασμένοι με όρους 90s επικαιρότητας, ο Herbie Hancock και ο Wayne Shorter εξακολουθούσαν να κουβαλούν αρκετά διαπιστευτήρια τζαζ μεγαλοσύνης, ώστε η συνάντησή τους να κρίνεται ως «κορυφής». Πόσο μάλλον εφόσον γινόταν στο στούντιο, για μια καινούρια δουλειά, ύστερα από μια ιδέα του Pat Metheny. Στην οποία τα πράγματα κρατήθηκαν πολύ λιτά και πολύ συγκεκριμένα: μόνο (grand) πιάνο και (σοπράνο) σαξόφωνο, με αμιγώς τζαζ διαθέσεις, εκτεινόμενες από ό,τι ακολούθησε το be bop ως τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό.
Πολλοί εξακολουθούν να στέκονται στο βραβευμένο με Grammy "Aung San Suu Kyi" (γραμμένο για την ηγέτιδα του αντιδικτατορικού αγώνα στη Μυανμάρ), αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον βρίσκεται σε στιγμές σαν το "Sonrisa", το "Memory Of Enchantment" ή το "Visitor From Nowhere" –όπου πραγματικά λάμπει τόσο η βαθιά μουσική επικοινωνία των δύο φίλων, όσο και η συναισθηματική παλέτα την οποία μπορούσαν να εκφράσουν με τα όργανά τους. Μια ωραία δουλειά, ακόμα κι αν δεν γίνεται να επαναληφθούν οι παρελθούσες δόξες των Hancock & Shorter, οι οποίοι βρήκαν τη μεταξύ τους «χημεία» ήδη από το 1966, όταν πρωτόπαιξαν μαζί για τις ανάγκες του ιστορικού 'Free Form' του Donald Byrd.
Possibilities [Hear Music/Vector, 2005]
Άλλη μία καριερίστικη κίνηση που απογοήτευσε τους πιουρίστες της τζαζ, μα δημιούργησε υψηλή ορατότητα για τον Herbie Hancock στους αμερικάνικους καταλόγους επιτυχιών, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια αδιαφορίας εκ μέρους τους. Το 'Possibilities' είναι ένα άλμπουμ με τραγούδια, το οποίο απλώνει το χέρι στην pop βασισμένο σε συνεργασίες με ηχηρά ονόματα, κρατώντας την τζαζ παράμετρο ως ενορχηστρωτική συνισταμένη. Βέβαια, ορισμένοι καλεσμένοι αποτυγχάνουν (μάλλον) αναμενόμενα: κανείς δεν είχε ανάγκη μια πιο τζαζ πλευρά του Sting ή της Annie Lennox, φερ' ειπείν, ούτε μία ακόμα εκτέλεση στο "I Just Called To Say I Love You" με τον πρώτο διδάξαντα Stevie Wonder να συμμετέχει στη φυσαρμόνικα.
Από την άλλη, η Christina Aguilera κάνει αίσθηση λέγοντας το "A Song For You" του Leon Russell, ο Paul Simon βρίσκει τον δικό του τζαζ δρόμο επανεκτελώντας το "I Do It For Your Love" του, ενώ η Angélique Kidjo πετυχαίνει να έρθει κοντά στη ροκ αισθητική των Santana με έναν οικεία αφρικάνικο τρόπο διασκευάζοντας το "Safiatou" του Harold Alexander –με τον ίδιο τον Carlos Santana να δίνει το παρών στην κιθάρα. Ακόμα και τέτοιες στιγμές, βέβαια, αδυνατούν να ραγίσουν το περίγραμμα ενός μουσικού ορίζοντα συντηρητικού και υπέρ το δέον τακτοποιημένου. Εντός αυτού, πάντως, αρκούν και ίσως περισσεύουν κιόλας, για όποιον τουλάχιστον δεν εχθρεύεται το κατεστημένο από θέση αρχής.
River: The Joni Letters [Verve/Universal, 2007]
Με το Possibilities να επαναφέρει τον Herbie Hancock στην επικαιρότητα ως όνομα με εμπορικό αντίκρισμα στην αμερικάνικη αγορά, χρειαζόταν μια συνέχεια ικανή να διατηρήσει το στάτους αυτό, τονώνοντάς το (ει δυνατόν) ως προς την καλλιτεχνική του διάσταση. Τη μέση χρυσή οδό παρείχε λοιπόν το 'River: The Joni Letters', με το οποίο ο Hancock έριξε μια τζαζ ματιά στην τραγουδοποιία της επί χρόνια φίλης του Joni Mitchell, εκτοξευόμενος θριαμβευτικά στο #5 των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το άλμπουμ επαναλαμβάνει το κόλπο των ηχηρών συμμετοχών, αφού ακούμε εδώ τις φωνές του Leonard Cohen, της Tina Turner, της Norah Jones, της Corinne Bailey Rae, μα και της ίδιας της Joni Mitchell. Πρόκειται όμως για αισθητά πιο τζαζ υπόθεση συγκριτικά με το 'Possibilities', καθώς είναι ο Wayne Shorter στα σαξόφωνα και ο Dave Holland στο κοντραμπάσο που αρθρώνουν τη ραχοκοκαλιά του, από κοινού φυσικά με το πιάνο του Hancock –αλλά και με την κιθάρα του Lionel Loueke από το Μπενίν. «Είναι ένας τζαζ δίσκος με φωνητικά», όπως έγραψε εύστοχα ο Thom Jurek του Allmusic.
Αν και ο δεδομένος πήχης της Καναδέζας τραγουδοποιού διατηρείται ψηλότερα, το αποτέλεσμα διαθέτει και κλάση μα και ουσία, τόσο σε τραγουδιστικές στιγμές σαν τα "Edith And The Kingpin", "Tea Leaf Prophecy" και "The Jungle Line" (με τις φωνές, αντίστοιχα, των Turner, Mitchell & Cohen), όσο και σε οργανικά κομμάτια σαν το "Both Sides Now" –όπου το τενόρο σαξόφωνο του Shorter ποιεί τρυφερά θαύματα– το "Sweet Bird" ή την επανεπίσκεψη στο "Nefertiti" του Shorter. Παρέχοντας, έτσι, έναν ιδανικό επίλογο και στη στούντιο δισκογραφία του Hancock (παρότι ακολούθησε ένα ακόμα άλμπουμ με ντουέτα τύπου Possibilities, το μέτριο The Imagine Project του 2010), αλλά και στην πάγια επιθυμία του να εξερευνά διαφορετικούς ηχητικούς κόσμους παράπλευρους στην τζαζ.